Επειδή ούτε η έξοδος από την Ευρωζώνη, ούτε η πολιτική ένωση δεν φαίνεται να αναμένονται βραχυπρόθεσμα, η επόμενη κρίση θα τεκμηριώσει εάν οι νέοι θεσμοί που δημιουργήθηκαν, όπως το ESM, η εν μέρει τραπεζική ένωση και το άτυπο Euro Group, ή τα νέα εργαλεία που είναι στη διάθεση της νομισματικής ένωσης, θα είναι αρκετά για να κρατήσουν την Ευρωζώνη ενωμένη. Στα πλαίσια αυτά, εάν το «τεστ» είναι αρνητικό, τότε τα πάντα θα ξεκινήσουν από την αρχή – με την έννοια πως οι υπεύθυνοι πολιτικοί σε εθνικό επίπεδο θα έπρεπε ξανά να αποφασίσουν εάν θα ακολουθηθούν οι κανόνες, ακόμη και αν είναι ανεπαρκείς. Εναλλακτικά εάν θα ενεργήσουν με διακριτική ευχέρεια, παρά το ότι δεν έχουν το δικαίωμα για κάτι τέτοιο – τουλάχιστον όχι με σαφή τρόπο. Επομένως η τελική έκβαση του πειράματος του ευρώ είναι ανοιχτή – επειδή δεν είναι σαφές εάν θα μπορέσουν να συμφωνήσουν διακυβερνητικά όλα τα κράτη μεταξύ τους, ακόμη μία φορά. Εάν όχι, τότε οι επιλογές τους παραμένουν οι ίδιες: η έξοδος από το ευρώ ή η πολιτική ένωση της Ευρωζώνης. Σε κάθε περίπτωση, η πανδημία θα επιταχύνει τις όποιες εξελίξεις – ενώ το BREXIT προκάλεσε ήδη την πρώτη ρωγμή στο γερμανικό οικοδόμημα, δημιουργώντας μία έξοδο κινδύνου.
Ανάλυση
Όταν πριν από είκοσι χρόνια υιοθετήθηκε το ευρώ, όλοι αναφέρονταν σε ένα πρωτοφανές πείραμα – αφενός μεν λόγω της μοναδικότητας του γεγονότος, αφετέρου επειδή υπήρχαν διαφορετικές, αμφισβητούμενες και αντικρουόμενες απόψεις, σχετικά με τις επιδράσεις και τα αποτελέσματα ενός κοινού νομίσματος. Σήμερα όλοι μας έχουμε την ανάγκη να μάθουμε την κατάληξη του πειράματος – κάτι που όμως είναι εύκολο να το λέμε αλλά δύσκολο να το κάνουμε, πόσο μάλλον για τις επί μέρους χώρες όπως η Ελλάδα. Οι αιτίες είναι οι εξής:
(α) Τα αποτελέσματα της υιοθέτησης του ευρώ δεν μπορούν να ερευνηθούν μεθοδικά, με έναν τρόπο που να είναι αντικειμενικός και να πείθει – επειδή η δρομολόγηση του δεν ήταν τυχαία, αφού στην Ευρωζώνη είχαν τη δυνατότητα να συμμετέχουν μόνο εκείνες οι χώρες που έλαβαν μέρος στο εγχείρημα της ολοκλήρωσης και πληρούσαν τα κριτήρια σύγκλισης. Θεωρητικά βέβαια, αφού τουλάχιστον η Ελλάδα, το Βέλγιο και η Ιταλία είχαν δημόσιο χρέος πολύ μεγαλύτερο από αυτό που απαιτούταν – ενώ τα ελλείμματα της Ελλάδας και της Ιταλίας είχαν παραποιηθεί, για να προσαρμοσθούν στις προϋποθέσεις.
Άλλες δυτικές χώρες τώρα, επίσης αυτές που ανήκουν στην ΕΕ αλλά όχι στην Ευρωζώνη, όπως η Μ. Βρετανία, η Δανία ή η Σουηδία, παρά τη συγκρισιμότητα τους είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες που υιοθέτησαν το ευρώ – μεταξύ άλλων επειδή δεν πληρούν τα κριτήρια σύγκλισης ή/και λόγω του ότι δεν είναι υποχρεωμένες να το κάνουν. Επομένως δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ότι, οι διαφορετικές εξελίξεις μετά την δρομολόγηση του ευρώ αντικατοπτρίζουν αυτήν ακριβώς τη διαφορετικότητα – οπότε δεν αποτελούν ασφαλές κριτήριο.
(β) Εάν παρόλα αυτά επιχειρήσει κανείς μία σύγκριση, δεν καταλήγει σε κανένα σαφές και ξεκάθαρο αποδεικτικό στοιχείο. Για παράδειγμα, επειδή ο πληθωρισμός υποχώρησε σε μεγάλο βαθμό εξίσου σχεδόν σε όλα τα κράτη και όχι μόνο σε αυτά της Ευρωζώνης, δεν μπορεί να αποδείξει κανείς πως το ευρώ συνέβαλλε σημαντικά στη σταθερότητα των τιμών – τουλάχιστον για τη χρονική περίοδο μετά το 1999. Κάτι ανάλογο ισχύει για πολλά άλλα οικονομικά μεγέθη – ενώ οι συγκριτικές τιμές των προϊόντων προ και μετά την υιοθέτηση του ευρώ, δεν συμπεριλαμβάνουν τον πληθωρισμό, οπότε δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Για παράδειγμα, σε σύγκριση με τις Η.Π.Α. η Ευρωζώνη ως σύνολο, στα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν μετά την υιοθέτηση του ευρώ, αύξησε το δημόσιο χρέος της λιγότερο σε σχέση με τα 20 προηγούμενα έτη. Εάν όμως διευρύνει κανείς τη σύγκριση εξετάζοντας τις επί μέρους χώρες, θα διαπιστώσει πως σε ορισμένες αυξήθηκε το δημόσιο χρέος – οπότε δεν είναι αντιπροσωπευτικό το γενικό συμπέρασμα.
Εκτός αυτού δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις, σχετικά με το ότι το ευρώ βοήθησε στην άνοδο του ρυθμού ανάπτυξης – ειδικά στη δεύτερη δεκαετία, όπου μόνο η Γερμανία και η Ιρλανδία πέτυχαν αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος τους υψηλότερη σε σύγκριση με την πρώτη δεκαετία, με τις Η.Π.Α., καθώς επίσης με έναν μη σταθμισμένο μέσον όρο ορισμένων κρατών (Καναδά, Δανία, Ιαπωνία, Σουηδία, Ελβετία, Μ. Βρετανία, Η.Π.Α.). Κάτι ανάλογο ισχύει και για την πρώτη δεκαετία – κατά την οποία άλλες χώρες είχαν μείνει πίσω.
Η αξιολόγηση είναι επίσης δύσκολη, επειδή σε όλα τα «τεστ» διαπιστώνεται μία απόκλιση μεταξύ των χωρών της περιφέρειας, της Γερμανίας και της υπόλοιπης Ευρωζώνης – η οποία έρχεται σε αντίθεση με την επικρατούσα πριν το 1999 θεωρία, σύμφωνα με την οποία το εγχείρημα του ευρώ θα προωθούσε τη σύγκλιση των οικονομιών των χωρών-μελών του. Εν τούτοις και σε άλλα εγχειρήματα σύγκλισης, σε διαφορετικές οικονομικές περιοχές τις περασμένες δεκαετίες, διαπιστώθηκε μία ανάλογη στασιμότητα – οπότε δεν μπορεί να καταλήξει κανείς σε ασφαλή συμπεράσματα.
(γ) Η τρίτη αιτία που τεκμηριώνει γιατί τα αποτελέσματα του ευρώ είναι αμφιλεγόμενα, έγκειται στο γεγονός ότι τα στοιχεία, στην ασάφεια τους, μπορούν να εξηγηθούν από τις εξής δύο διαφορετικές οικονομικές σχολές σκέψεις.
Από τη μία πλευρά έχουμε τη γερμανική προσέγγιση του κοινωνικού φιλελευθερισμού (Ordoliberalism), σύμφωνα με την οποία ο ειδικός ρόλος της Γερμανίας είναι το αποτέλεσμα των διαρθρωτικών αλλαγών που υιοθετήθηκαν την πρώτη δεκαετία της Ευρωζώνης – ενώ η συγκριτικά απογοητευτική εξέλιξη των χωρών της περιφέρειας οφείλεται στη μη δρομολόγηση ανάλογων διαρθρωτικών αλλαγών, καθώς επίσης στην ελλειμματική δημοσιονομική τους πειθαρχία.
Με απλά λόγια στο παράδειγμα της Ελλάδας, στο ότι δεν εξυγιάνθηκε η λειτουργία της (γραφειοκρατία, κομματικό-πελατειακό κράτος, ελλειμματικοί θεσμοί, αμοιβές εργαζομένων υψηλότερες από την παραγωγικότητα τους κλπ.), υπήρξε μεγάλη σπατάλη εκ μέρους τόσο του δημοσίου, όσο και του ιδιωτικού τομέα, ενώ δεν χρησιμοποιήθηκε η μείωση των επιτοκίων δανεισμού για τον περιορισμό των ελλειμμάτων και του χρέους – συμπεριλαμβανομένης της σπατάλης των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων για υπερτιμολογημένα έργα υποδομών, σημειώνοντας πως ενώ η Ολλανδία τις χρησιμοποίησε στον αγροτικό τομέα για να βελτιώσει τη συσκευασία και τα logistics, η Ελλάδα απλά αποζημίωνε τους αγρότες για τις ζημίες τους, με αποτέλεσμα να μην παράγουν ανταγωνιστικά και να μην εξάγουν.
Από την άλλη πλευρά έχουμε την επικρατούσα μακροοικονομική σκέψη, σύμφωνα με την οποία η μη σύγκλιση οφείλεται στην πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονακαι του μισθολογικού dumpingπου δρομολόγησε ύπουλα η Γερμανία – με τη συμπαιγνία της ΕΚΤ αμέσως μετά την υιοθέτηση του ευρώ. Επίσης στην υπερβολική καθυστέρηση των μέτρων νομισματικής πολιτικής εκ μέρους της ΕΚΤ και στην πρακτικά ανύπαρκτη δημοσιονομική αντίδραση της Ευρωζώνης ως σύνολο, απέναντι στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους του 2010 – ενώ και τα δύο εξυπηρετούσαν τα αήθη σχέδια της Γερμανίας για τη ληστεία των εταίρων της και τη δημιουργία του 4ου Ράιχ με οικονομικά όπλα.
Τέλος, όσον αφορά τη σύγκρουση των δύο σχολών οικονομικής σκέψης, το θέμα καταλήγει στο νόμισμα – επειδή και οι δύο, όσο διαφορετικές και αν είναι, καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: στο ότι κάτω από τις υφιστάμενες προϋποθέσεις η υιοθέτηση του ευρώ δεν ήταν καθόλου καλή ιδέα. Η παραπάνω διαφωνία των οικονομολόγων χρησιμοποιείται, στα πλαίσια των διαφορετικών εξελίξεων σε επίπεδο εθνικών κρατών, για τη στήριξη οικονομικών θέσεων που συμβάλλουν στην πολιτική διάσπαση της Ευρώπης – ενώ καμία χώρα της ΕΕ δεν θέλει πλέον να υιοθετήσει το ευρώ, ούτε καν η Δανία που έχει όλες τις προϋποθέσεις, παρά το ότι είναι υποχρεωτική η είσοδος όλων στην Ευρωζώνη.
(δ) Αυξανόμενες τάσεις διάσπασης διαπιστώνονται όμως επίσης σε άλλες δυτικές χώρες, επειδή το ευρώ που επηρεάζει άμεσα την παγκόσμια οικονομία (για παράδειγμα χωρίς αυτό δεν θα είχε τις μεγάλες εξαγωγές και τα θηριώδη πλεονάσματα της η Γερμανία ή η Ολλανδία) ενσωματώνει μία σειρά μέτρων, τα οποία θεωρούνται υπεύθυνα για αρκετές αρνητικές εξελίξεις – όπως η χαμηλή αύξηση των εισοδημάτων, η ανεργία, καθώς επίσης η κλιμακούμενη μη ισορροπημένη αναδιανομή των εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων, λόγω της οποίας αυξάνονται τα χρέη.
Ο κοινός παρανομαστής όλων αυτών των μέτρων είναι το ότι, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης οι εθνικές, δημοκρατικά νομιμοποιημένες διαδικασίες αποφάσεων, καταργούνται εκ των πραγμάτων (de facto) – αντικαθιστάμενες από πολυμερείς ευρωπαϊκούς και διεθνείς κανονισμούς. Ως εκ τούτου η σύγκρουση για το ευρώ είναι ένα παράδειγμα του τριλήμματος του Rodrik: σύμφωνα με το οποίο η Δημοκρατία, η Παγκοσμιοποίηση και το Εθνικό κράτος είναι ασυμβίβαστα μεταξύ τους, οπότε είναι αδύνατον να συνυπάρχουν και τα τρία μαζί (ανάλυση).
Ακόμη καλύτερα, οι απαιτήσεις που ακούγονται, όπως «Θέλουμε τη χώρα μας πίσω» ή «Θέλουμε το εθνικό μας νόμισμα πίσω», αποτελούν ουσιαστικά τις δύο όψεις του ίδιου «μενταγιόν» – με τις οποίες δεν αναζητείται η παρουσίαση μίας εναλλακτικής λύσης στην κυριαρχούσα πολιτική αλλά η κριτική του ευρώ, της ΕΕ και της παγκοσμιοποίησης ως φαινόμενα που δεν επιτρέπουν τη διαμόρφωση μίας εναλλακτικής πολιτικής.
(α) Τα αποτελέσματα της υιοθέτησης του ευρώ δεν μπορούν να ερευνηθούν μεθοδικά, με έναν τρόπο που να είναι αντικειμενικός και να πείθει – επειδή η δρομολόγηση του δεν ήταν τυχαία, αφού στην Ευρωζώνη είχαν τη δυνατότητα να συμμετέχουν μόνο εκείνες οι χώρες που έλαβαν μέρος στο εγχείρημα της ολοκλήρωσης και πληρούσαν τα κριτήρια σύγκλισης. Θεωρητικά βέβαια, αφού τουλάχιστον η Ελλάδα, το Βέλγιο και η Ιταλία είχαν δημόσιο χρέος πολύ μεγαλύτερο από αυτό που απαιτούταν – ενώ τα ελλείμματα της Ελλάδας και της Ιταλίας είχαν παραποιηθεί, για να προσαρμοσθούν στις προϋποθέσεις.
Άλλες δυτικές χώρες τώρα, επίσης αυτές που ανήκουν στην ΕΕ αλλά όχι στην Ευρωζώνη, όπως η Μ. Βρετανία, η Δανία ή η Σουηδία, παρά τη συγκρισιμότητα τους είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες που υιοθέτησαν το ευρώ – μεταξύ άλλων επειδή δεν πληρούν τα κριτήρια σύγκλισης ή/και λόγω του ότι δεν είναι υποχρεωμένες να το κάνουν. Επομένως δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ότι, οι διαφορετικές εξελίξεις μετά την δρομολόγηση του ευρώ αντικατοπτρίζουν αυτήν ακριβώς τη διαφορετικότητα – οπότε δεν αποτελούν ασφαλές κριτήριο.
(β) Εάν παρόλα αυτά επιχειρήσει κανείς μία σύγκριση, δεν καταλήγει σε κανένα σαφές και ξεκάθαρο αποδεικτικό στοιχείο. Για παράδειγμα, επειδή ο πληθωρισμός υποχώρησε σε μεγάλο βαθμό εξίσου σχεδόν σε όλα τα κράτη και όχι μόνο σε αυτά της Ευρωζώνης, δεν μπορεί να αποδείξει κανείς πως το ευρώ συνέβαλλε σημαντικά στη σταθερότητα των τιμών – τουλάχιστον για τη χρονική περίοδο μετά το 1999. Κάτι ανάλογο ισχύει για πολλά άλλα οικονομικά μεγέθη – ενώ οι συγκριτικές τιμές των προϊόντων προ και μετά την υιοθέτηση του ευρώ, δεν συμπεριλαμβάνουν τον πληθωρισμό, οπότε δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Για παράδειγμα, σε σύγκριση με τις Η.Π.Α. η Ευρωζώνη ως σύνολο, στα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν μετά την υιοθέτηση του ευρώ, αύξησε το δημόσιο χρέος της λιγότερο σε σχέση με τα 20 προηγούμενα έτη. Εάν όμως διευρύνει κανείς τη σύγκριση εξετάζοντας τις επί μέρους χώρες, θα διαπιστώσει πως σε ορισμένες αυξήθηκε το δημόσιο χρέος – οπότε δεν είναι αντιπροσωπευτικό το γενικό συμπέρασμα.
Εκτός αυτού δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις, σχετικά με το ότι το ευρώ βοήθησε στην άνοδο του ρυθμού ανάπτυξης – ειδικά στη δεύτερη δεκαετία, όπου μόνο η Γερμανία και η Ιρλανδία πέτυχαν αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος τους υψηλότερη σε σύγκριση με την πρώτη δεκαετία, με τις Η.Π.Α., καθώς επίσης με έναν μη σταθμισμένο μέσον όρο ορισμένων κρατών (Καναδά, Δανία, Ιαπωνία, Σουηδία, Ελβετία, Μ. Βρετανία, Η.Π.Α.). Κάτι ανάλογο ισχύει και για την πρώτη δεκαετία – κατά την οποία άλλες χώρες είχαν μείνει πίσω.
Η αξιολόγηση είναι επίσης δύσκολη, επειδή σε όλα τα «τεστ» διαπιστώνεται μία απόκλιση μεταξύ των χωρών της περιφέρειας, της Γερμανίας και της υπόλοιπης Ευρωζώνης – η οποία έρχεται σε αντίθεση με την επικρατούσα πριν το 1999 θεωρία, σύμφωνα με την οποία το εγχείρημα του ευρώ θα προωθούσε τη σύγκλιση των οικονομιών των χωρών-μελών του. Εν τούτοις και σε άλλα εγχειρήματα σύγκλισης, σε διαφορετικές οικονομικές περιοχές τις περασμένες δεκαετίες, διαπιστώθηκε μία ανάλογη στασιμότητα – οπότε δεν μπορεί να καταλήξει κανείς σε ασφαλή συμπεράσματα.
(γ) Η τρίτη αιτία που τεκμηριώνει γιατί τα αποτελέσματα του ευρώ είναι αμφιλεγόμενα, έγκειται στο γεγονός ότι τα στοιχεία, στην ασάφεια τους, μπορούν να εξηγηθούν από τις εξής δύο διαφορετικές οικονομικές σχολές σκέψεις.
Από τη μία πλευρά έχουμε τη γερμανική προσέγγιση του κοινωνικού φιλελευθερισμού (Ordoliberalism), σύμφωνα με την οποία ο ειδικός ρόλος της Γερμανίας είναι το αποτέλεσμα των διαρθρωτικών αλλαγών που υιοθετήθηκαν την πρώτη δεκαετία της Ευρωζώνης – ενώ η συγκριτικά απογοητευτική εξέλιξη των χωρών της περιφέρειας οφείλεται στη μη δρομολόγηση ανάλογων διαρθρωτικών αλλαγών, καθώς επίσης στην ελλειμματική δημοσιονομική τους πειθαρχία.
Με απλά λόγια στο παράδειγμα της Ελλάδας, στο ότι δεν εξυγιάνθηκε η λειτουργία της (γραφειοκρατία, κομματικό-πελατειακό κράτος, ελλειμματικοί θεσμοί, αμοιβές εργαζομένων υψηλότερες από την παραγωγικότητα τους κλπ.), υπήρξε μεγάλη σπατάλη εκ μέρους τόσο του δημοσίου, όσο και του ιδιωτικού τομέα, ενώ δεν χρησιμοποιήθηκε η μείωση των επιτοκίων δανεισμού για τον περιορισμό των ελλειμμάτων και του χρέους – συμπεριλαμβανομένης της σπατάλης των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων για υπερτιμολογημένα έργα υποδομών, σημειώνοντας πως ενώ η Ολλανδία τις χρησιμοποίησε στον αγροτικό τομέα για να βελτιώσει τη συσκευασία και τα logistics, η Ελλάδα απλά αποζημίωνε τους αγρότες για τις ζημίες τους, με αποτέλεσμα να μην παράγουν ανταγωνιστικά και να μην εξάγουν.
Από την άλλη πλευρά έχουμε την επικρατούσα μακροοικονομική σκέψη, σύμφωνα με την οποία η μη σύγκλιση οφείλεται στην πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονακαι του μισθολογικού dumpingπου δρομολόγησε ύπουλα η Γερμανία – με τη συμπαιγνία της ΕΚΤ αμέσως μετά την υιοθέτηση του ευρώ. Επίσης στην υπερβολική καθυστέρηση των μέτρων νομισματικής πολιτικής εκ μέρους της ΕΚΤ και στην πρακτικά ανύπαρκτη δημοσιονομική αντίδραση της Ευρωζώνης ως σύνολο, απέναντι στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους του 2010 – ενώ και τα δύο εξυπηρετούσαν τα αήθη σχέδια της Γερμανίας για τη ληστεία των εταίρων της και τη δημιουργία του 4ου Ράιχ με οικονομικά όπλα.
Τέλος, όσον αφορά τη σύγκρουση των δύο σχολών οικονομικής σκέψης, το θέμα καταλήγει στο νόμισμα – επειδή και οι δύο, όσο διαφορετικές και αν είναι, καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: στο ότι κάτω από τις υφιστάμενες προϋποθέσεις η υιοθέτηση του ευρώ δεν ήταν καθόλου καλή ιδέα. Η παραπάνω διαφωνία των οικονομολόγων χρησιμοποιείται, στα πλαίσια των διαφορετικών εξελίξεων σε επίπεδο εθνικών κρατών, για τη στήριξη οικονομικών θέσεων που συμβάλλουν στην πολιτική διάσπαση της Ευρώπης – ενώ καμία χώρα της ΕΕ δεν θέλει πλέον να υιοθετήσει το ευρώ, ούτε καν η Δανία που έχει όλες τις προϋποθέσεις, παρά το ότι είναι υποχρεωτική η είσοδος όλων στην Ευρωζώνη.
(δ) Αυξανόμενες τάσεις διάσπασης διαπιστώνονται όμως επίσης σε άλλες δυτικές χώρες, επειδή το ευρώ που επηρεάζει άμεσα την παγκόσμια οικονομία (για παράδειγμα χωρίς αυτό δεν θα είχε τις μεγάλες εξαγωγές και τα θηριώδη πλεονάσματα της η Γερμανία ή η Ολλανδία) ενσωματώνει μία σειρά μέτρων, τα οποία θεωρούνται υπεύθυνα για αρκετές αρνητικές εξελίξεις – όπως η χαμηλή αύξηση των εισοδημάτων, η ανεργία, καθώς επίσης η κλιμακούμενη μη ισορροπημένη αναδιανομή των εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων, λόγω της οποίας αυξάνονται τα χρέη.
Ο κοινός παρανομαστής όλων αυτών των μέτρων είναι το ότι, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης οι εθνικές, δημοκρατικά νομιμοποιημένες διαδικασίες αποφάσεων, καταργούνται εκ των πραγμάτων (de facto) – αντικαθιστάμενες από πολυμερείς ευρωπαϊκούς και διεθνείς κανονισμούς. Ως εκ τούτου η σύγκρουση για το ευρώ είναι ένα παράδειγμα του τριλήμματος του Rodrik: σύμφωνα με το οποίο η Δημοκρατία, η Παγκοσμιοποίηση και το Εθνικό κράτος είναι ασυμβίβαστα μεταξύ τους, οπότε είναι αδύνατον να συνυπάρχουν και τα τρία μαζί (ανάλυση).
Ακόμη καλύτερα, οι απαιτήσεις που ακούγονται, όπως «Θέλουμε τη χώρα μας πίσω» ή «Θέλουμε το εθνικό μας νόμισμα πίσω», αποτελούν ουσιαστικά τις δύο όψεις του ίδιου «μενταγιόν» – με τις οποίες δεν αναζητείται η παρουσίαση μίας εναλλακτικής λύσης στην κυριαρχούσα πολιτική αλλά η κριτική του ευρώ, της ΕΕ και της παγκοσμιοποίησης ως φαινόμενα που δεν επιτρέπουν τη διαμόρφωση μίας εναλλακτικής πολιτικής.
Η έξοδος από την Ευρωζώνη
Περαιτέρω, με κριτήριο τους φόβους ή/και την ανασφάλεια, όσον αφορά την κατάληξη του πειράματος του ευρώ, δεν θα προκαλούσε καμία έκπληξη το τέλος του – όπου όμως η έξοδος από την Ευρωζώνη είναι κατά πολύ πιο πολύπλοκη, σε σχέση με άλλες πολυεθνικές συμφωνίες, όπως η TTIP (ανάλυση), καθώς επίσης πολυπλοκότερη, όσον αφορά την έξοδο μόνο από την ΕΕ.
Η συμμετοχή είναι αμετάκλητη, δηλαδή κανένας δεν μπορεί να διώξει καμία χώρα για τίποτα (οι απειλές του GREXIT ήταν κενές νοήματος, μόνο για τον εκφοβισμό ανόητων), ούτε να φύγει μόνη της εάν δεν προηγηθεί η έξοδος από την ΕΕ – ενώ δεν υπάρχει κανένα σενάριο, σχετικά με το πώς θα δρομολογούταν κάτι τέτοιο, ακόμη και αν το αποφάσιζαν όλες οι χώρες μαζί.
Εκτός αυτού το κόστος της εξόδου είναι πολύ υψηλό – σημειώνοντας πως μόνο οι εικασίες σχετικά με τη σχεδιαζόμενη κρυφά έξοδο μιας χώρας θα εκτόξευαν την κερδοσκοπία, προκαλώντας τεράστια χρηματοπιστωτικά και πραγματικά προβλήματα στην οικονομία της. Αυτός είναι ουσιαστικά ο λόγος που όλα τα αντίθετα κόμματα στο ευρώ και στην ΕΕ, όταν ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας τους παραιτήθηκαν από το εγχείρημα (πρόσφατα η ιταλική κυβέρνηση) – ή αποκλιμάκωσαν ανάλογες δηλώσεις τους προεκλογικά, έτσι ώστε να μην υποχρεωθούν να το κάνουν. Λύση θα ήταν ίσως η προσπάθεια μετεξέλιξης σε μία Ευρωπαϊκή Κοινοπολιτεία, με την επιστροφή όλων των χωρών μαζί στην προ ευρώ εποχή (ανάλυση) – αν και δεν έχει ερευνηθεί ακόμη τίποτα προς μία τέτοια κατεύθυνση
Η πολιτική ένωση της Ευρωζώνης
Συνεχίζοντας, οι δυσκολίες εξόδου από την Ευρωζώνη θα μπορούσαν να συμβάλλουν στη δρομολόγηση της τραπεζικής, δημοσιονομικής και πολιτικής ένωσης της – στη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, κατά το παράδειγμα των Η.Π.Α. Κάτι τέτοιο θα καθιστούσε δυνατή μία δημοκρατικά νομιμοποιημένη οικονομική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως προτείνει ο Macron – ενώ θα ήταν αυτό ακριβώς που επιθυμούσαν οι πατέρες της νομισματικής ένωσης, οι οποίοι θεωρούσαν πως το ευρώ είναι το πρώτο βήμα με τελική κατεύθυνση την πολιτική ένωση.
Εν τούτοις υπάρχουν και εδώ σημαντικά προβλήματα, όσον αφορά το κόστος και την πολυπλοκότητα – κάτι που ήταν γνωστό ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 (άρθρο). Τότε παραιτήθηκαν συνειδητά οι ιδρυτές της Ευρωζώνης από τη «βασιλική θεωρεία», σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να προηγηθεί η πολιτική της νομισματικής ένωσης – ενώ η συμφωνία του Μάαστριχτ δεν ήταν μόνο ένα οικονομικό εργαλείο, αλλά μία κατασκευή που επέτρεπε σε κάθε συμμετέχων κράτος να αδιαφορήσει σχετικά με το ότι, το ευρώ ήταν στην ουσία ο πρώτος κοινός τίτλος χρέους που εξέδωσαν τα μέλη της Ευρωζώνης, όπως το Ευρωομόλογο που συζητείται τα τελευταία χρόνια.
Τα βήματα προς μία ισχυρότερη πολιτική ένωση, ακόμη και αν υποθέσουμε πως θα το ήθελε η Γερμανία, υπό το παραπάνω κλίμα που επικρατεί πλέον ειδικά όσον αφορά την πολιτική επανεθνικοποίηση, είναι μάλλον απίθανα – γεγονός που τεκμηριώνεται από την απόρριψη των προτάσεων του Macron, σε σχέση με την περαιτέρω εξέλιξη της νομισματικής ένωσης.
Επίλογος
Κλείνοντας, επειδή ούτε η έξοδος από το ευρώ, ούτε η πολιτική ένωση δεν φαίνεται να αναμένονται βραχυπρόθεσμα, η επόμενη οικονομική κρίση θα τεκμηριώσει εάν οι νέοι θεσμοί που δημιουργήθηκαν, όπως το ESM, η εν μέρει τραπεζική ένωση και το άτυπο Euro Group, ή τα νέα εργαλεία που είναι στη διάθεση της νομισματικής ένωσης, θα είναι αρκετά για να κρατήσουν την Ευρωζώνη ενωμένη.
Στα πλαίσια αυτά, εάν το «τεστ» είναι αρνητικό, τότε τα πάντα θα ξεκινήσουν από την αρχή – με την έννοια πως οι υπεύθυνοι πολιτικοί σε εθνικό επίπεδο θα έπρεπε ξανά να αποφασίσουν εάν θα ακολουθηθούν οι κανόνες, ακόμη και αν είναι ανεπαρκείς. Εναλλακτικά εάν θα ενεργήσουν με διακριτική ευχέρεια, παρά το ότι δεν έχουν το δικαίωμα για κάτι τέτοιο – τουλάχιστον όχι με σαφή τρόπο.
Επομένως η τελική έκβαση του πειράματος του ευρώ είναι ανοιχτή – επειδή δεν είναι σαφές εάν θα μπορέσουν να συμφωνήσουν διακυβερνητικά όλα τα κράτη μεταξύ τους, ακόμη μία φορά. Εάν όχι, τότε οι επιλογές τους παραμένουν οι ίδιες: η έξοδος από το ευρώ ή η πολιτική ένωση της Ευρωζώνης. Σε κάθε περίπτωση, η πανδημία θα επιταχύνει τις όποιες εξελίξεις – ενώ το BREXIT προκάλεσε ήδη την πρώτη ρωγμή στο γερμανικό οικοδόμημα, δημιουργώντας μία έξοδο κινδύνου.
Η Ελλάδα πάντως είναι η μοναδική χώρα που έχει εγκλωβιστεί στο ευρώ, στο χρέος και στα μνημόνια (ανάλυση), ενώ συμμετέχει μόνο τυπικά στην Ευρωζώνη, όπως περίπου το Πουέρτο Ρίκο στις Η.Π.Α. – μετά την προδοσία του PSI και τη δολοφονία της τελευταίας της ελπίδας των Πολιτών της από την προηγούμενη κυβέρνηση. Επομένως θα πρέπει να βιαστεί να βρει δικές της λύσεις, προτού ξεσπάσει η επόμενη χρηματοπιστωτική κρίση – η οποία δεν θα αργήσει για πολύ ακόμη, διαδεχόμενη την κρίση του Covid.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου