Κάνοντας έναν απολογισμό της χρονιάς που πέρασε, τα δύο μεγάλα γεγονότα που αμέσως ξεχωρίζουν είναι η εμφάνιση της πανδημίας και η έξαρση της επιθετικότητας της Τουρκίας υπό την εποπτεία μιας αυταρχικής, ημιφασιστικής, ισλαμο-εθνικιστικής ελίτ. Η Ελλάδα βρέθηκε σε θέση άμυνας απέναντι σε αυτήν την όξυνση.
Η υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά και συγκεκριμένων εδαφών (νησιών και νησίδων) του εθνικού χώρου που διεκδικεί με περισσό θράσος η Τουρκία, οδήγησε για πρώτη φορά στην επεξεργασία τεχνικών και τακτικών αποτροπής, τόσο σε στρατιωτικό επίπεδο, όσο και σε διπλωματικό. Το στοιχείο όμως που κραυγαλέα απουσιάζει στην ελληνική αντίδραση, είναι η ερμηνεία αυτής της τουρκικής επιθετικότητας.
Μια ερμηνεία που αναπόφευκτα βασίζεται στην καλή ιστορική γνώση, στην ανάλυση των τάσεων στην τουρκική κοινωνία και στην αξιοποίηση των δεδομένων που απορρέουν από τη διαχρονική συμπεριφορά των δυνάμεων που δημιούργησαν τη σύγχρονη Τουρκία. Εκτός όμως από την αδυναμία χρήσης ιστορικών δεδομένων, παρατηρούμε ότι λείπει και το χιούμορ στην αντιμετώπιση των ακραίων και κραυγαλέα ανορθολογικών συμπεριφορών! Όπως για παράδειγμα είναι οι φιέστες είτε για τη Μάχη του Ματζικέρτ (1071), είτε για την Άλωση της Πόλης (1453) κ.λπ.
Η υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά και συγκεκριμένων εδαφών (νησιών και νησίδων) του εθνικού χώρου που διεκδικεί με περισσό θράσος η Τουρκία, οδήγησε για πρώτη φορά στην επεξεργασία τεχνικών και τακτικών αποτροπής, τόσο σε στρατιωτικό επίπεδο, όσο και σε διπλωματικό. Το στοιχείο όμως που κραυγαλέα απουσιάζει στην ελληνική αντίδραση, είναι η ερμηνεία αυτής της τουρκικής επιθετικότητας.
Μια ερμηνεία που αναπόφευκτα βασίζεται στην καλή ιστορική γνώση, στην ανάλυση των τάσεων στην τουρκική κοινωνία και στην αξιοποίηση των δεδομένων που απορρέουν από τη διαχρονική συμπεριφορά των δυνάμεων που δημιούργησαν τη σύγχρονη Τουρκία. Εκτός όμως από την αδυναμία χρήσης ιστορικών δεδομένων, παρατηρούμε ότι λείπει και το χιούμορ στην αντιμετώπιση των ακραίων και κραυγαλέα ανορθολογικών συμπεριφορών! Όπως για παράδειγμα είναι οι φιέστες είτε για τη Μάχη του Ματζικέρτ (1071), είτε για την Άλωση της Πόλης (1453) κ.λπ.
Το χιούμορ του Ουζμπέκου πρωθυπουργού
Αυτή την αίσθηση του χιούμορ που απορρέει από την καλή γνώση των ιστορικών δεδομένων την έχουν οι ανταγωνιστές των "δικών μας" Τούρκων στους τουρκόφωνους πληθυσμούς της Κεντρικής Ασίας. Ένα πολύ χαριτωμένο τέτοιο παράδειγμα ήταν το σχόλιο του Ουζμπέκου πρωθυπουργού προς τον Τούρκο ομόλογό του, όταν μετά τη σοβιετική κατάρρευση η τουρκική ηγεσία πίστεψε ότι είχε έρθει η ώρα την ένωσης του τουρκόφωνου κόσμου, υπό την ομπρέλα ενός ανανεωμένου παντουρανισμού.
Ο Ουζμπέκος πρωθυπουργός είχε υποδεχτεί στην Τασκένδη, με ιδιαίτερη θερμότητα τον Τούρκο "ομοεθνή" του. Όμως δεν δίστασε καθόλου να του πει τεχνηέντως αστειευόμενος: «Χαιρόμαστε που ξανασυναντιόμαστε μετά από αιώνες απομάκρυνσης όλες εμείς οι τουρκικές ομάδες. Όμως ένα πράγμα δεν μπορούμε να εξηγήσουμε. Πώς σας στείλαμε στη Δύση πριν από 700 χρόνια με σχιστά μάτια, και μας γυρνάτε με στρόγγυλα»!
Δυστυχώς αυτό το έξυπνο χιούμορ, που βασίζεται στην βαθιά γνώση της ιστορίας δεν είναι από τα στοιχεία που διακρίνουν την ελληνική συμπεριφορά στην αντιμετώπιση του τουρκικού θράσους. Ας δούμε όμως γιατί πολύ σημαντικά γεγονότα που σχετίζονται με την συμπεριφορά του τουρκικού εθνικισμού και είναι λίγο πολύ αποδεκτά από την ξένη ιστοριογραφία, παραμένουν σχεδόν ταμπού στην "μικρά πλην έντιμο" πατρίδα μας και ουδέποτε χρησιμοποιήθηκαν από τις κυβερνήσεις και το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών.
Πώς γράφτηκε η ιστορία
Την επίσημη ιστορία τη γράφουν πάντα οι νικητές. Η προσπάθεια των ηττημένων να αναδείξουν και αυτοί τη δική τους ιστορική εμπειρία, αποτελεί τις περισσότερες φορές μια επώδυνη περιπέτεια. Και οι μόνοι ηττημένοι, κατά τη διαδικασία του μεγάλου μετασχηματισμού της Εγγύς Ανατολής που άρχισε το 1908 και ολοκληρώθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923, υπήρξαν οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής, οι "Ανταλλάξιμοι" και από τις δύο ακτές του Αιγαίου, καθώς και οι οικογένειες των στρατιωτών που έχασαν τη ζωή τους την περίοδο του ελληνοτουρκικού πολέμου 1919-1922.
Οι κυρίαρχες ελίτ της Ελλάδας δεν βγήκαν χαμένες από τον πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η ομογενοποίηση του χώρου που ήλεγχαν με την Ανταλλαγή των πληθυσμών, η εξαφάνιση του μοναδικού ενδοεθνικού κοινωνικού ανταγωνιστή που ήταν οι αστοί της Μικράς Ασίας, η εισροή εκατοντάδων χιλιάδων απόκληρων ομογενών προσφύγων που ανάπτυξαν τις αγροτικές περιοχές στις Νέες Χώρες, η άφιξη εξειδικευμένου τεχνολογικά δυναμικού, μαζί με την μεταφορά όσων κεφαλαίων διασώθηκαν, οδήγησαν στο οικονομικό θαύμα του Μεσοπολέμου (που το σταμάτησε η γερμανική Κατοχή) και αναβάθμισαν τον γεωγραφικό χώρο που ήλεγχαν.
Κατά συνέπεια, η ιστορική μνήμη των προσφύγων ήταν μάλλον άχθος στην μετά το 1922 Ελλάδα. Και αυτό αποτυπώθηκε στις κυρίαρχες αναγνώσεις του παρελθόντος από τα μεγάλα κόμματα που είτε κυβέρνησαν, είτε αντιπολιτεύτηκαν. Η αθώωση του εγκληματικού παρελθόντος του τουρκικού εθνικισμού αποτυπώνεται με τη θετική εικόνα που διαμόρφωσαν για τον Μουσταφά Κεμάλ εκείνη την εποχή τα τρία σημαντικά κόμματα:
• Δεξιά και μοναρχική παράταξη, ως κύριοι υπεύθυνοι της Μικρασιατικής Καταστροφής,
• Φιλελεύθεροι, ως κληρονόμοι του βενιζελισμού και
• Κομμουνιστικό Κόμμα ως άβουλο παράρτημα της Κομιντέρν, που ευνόησε την τουρκική νίκη.
Η απαγορευμένη μνήμη
Όμως το ιστορικό παρελθόν φαίνεται να υπόκειται σε πολλαπλές αναγνώσεις. Το μεγαλύτερο παράδειγμα αυτής της περίπτωσης αποτελεί η πολιτική μνήμη των προσφύγων του ’22, απαγορευμένη έως τη δεκαετία του ’80. Η "αντι-μνήμη", που διαμορφώθηκε από τα κάτω αμφισβήτησε τα κυρίαρχα αφηγήματα, όταν το επέτρεψαν οι συνθήκες.
Με το αίτημα που διατυπώθηκε από τις προσφυγικές οργανώσεις για την αναγνώριση της γενοκτονίας που υπέστησαν από τον τουρκικό εθνικισμό την περίοδο 1914-1923, αλλά και με την κριτική που άσκησαν, τόσο προς τις ελλαδικές ελίτ για την αρνητική τους στάση, όσο και προς το σταλινισμό για τη μεταχείριση αυτών που είχαν καταφύγει στην ΕΣΣΔ, αμφισβήτησαν το σύνολο των κυρίαρχων ιδεολογημάτων και την απαίτηση για επιλεκτική λήθη.
Η προσπάθεια των οργανώσεων των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής να προτείνουν ένα άλλο ερμηνευτικό μοντέλο για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου θα συναντήσει σφοδρή αντίδραση, αρχικά από το συντηρητικό φιλονατοϊκό πολιτικό χώρο και στη συνέχεια από ένα τμήμα της παραδοσιακής Αριστεράς, αλλά και της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς.
Η καθιέρωση κατά τη δεκαετία του ’90 των Ημερών Μνήμης για τις Γενοκτονίες λίγο άλλαξε τα φιλοκεμαλικά ελλαδικά στερεότυπα, ενώ αντίθετα παρατηρήθηκε η εμφάνιση ενός σημαντικού ρεύματος αρνητών της γενοκτονίας, καθώς και μια έμπρακτη προσπάθεια του δεξιού αναθεωρητισμού, όπως εκφράστηκε με την απόφαση του Αρείου Πάγου που ακύρωνε τη Δίκη των Έξι. Οι διαφωνίες αυτές και οι σκληροί πόλεμοι για τη Μνήμη και την Ιστορία, αγγίζουν τον πυρήνα διαμόρφωσης της νεοελληνικής ιδεολογίας. Σε επόμενο σημείωμα θα δούμε περισσότερα γι' αυτή την προσπάθεια των ελίτ μέσα από την ιστοριογραφία...
Πηγή : https://slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου