Του Κωνσταντίνου Θ. Λαμπρόπουλου
Η παρατεταμένη ελληνοτουρκική κρίση, απόρροια του τουρκικού αναθεωρητισμού, εντάσσεται σε έναν ευρύ περιφερειακό κύκλο αστάθειας, μη προβλεψιμότητας και διαρκούς αναπροσαρμογής των κρατών σε νέα βραχύβια γεωστρατηγικά δεδομένα.
Η πρωτοφανής σε διάρκεια ελληνοτουρκική κρίση σε συνδυασμό με την αναιμική ευρωπαϊκή αντίδραση, αφενός καταρρίπτει κατηγορηματικώς τις επί μακρόν καλλιεργημένες μεταπολιτευτικές θεωρήσεις περί δυνατότητας εξευρωπαϊσμού της Άγκυρας βάσει ευρωπαϊκών θεσμικών κανόνων και της λογικής καρότου-μαστιγίου, αφετέρου επιβάλλει την αλλαγή στρατηγικής πλεύσης της ελληνικής πλευράς και την αναθεώρηση υπαρχουσών εξωραϊστικών προσλήψεων της Τουρκίας που συνάδουν με ένα δυτικότροπο κράτος αντί μιας πλήρους αναθεωρητικής και επιθετικής χώρας, ανήκουσας πλέον στην σκοταδιστική -τζιχαντιστική Ανατολή.
Ο τουρκικός αναθεωρητισμός με προμετωπίδα την αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης, ετέθη στο επίκεντρο των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά τις συναφείς ξεκάθαρες δηλώσεις τόσο του Τούρκου Προέδρου όσο και κορυφαίων Τούρκων Αξιωματούχων την τελευταία πενταετία.
Ουδέποτε αναγνώσθηκε όμως στον επίσημο ελληνικό στρατηγικό διάλογο,η διαχρονική και ιστορική του υφή επί τη βάσει τόσο ιδεολογικών όσο και ρεαλιστικών προτύπων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Αντιθέτως,προβλήθηκε επισταμένως μια ανάγκη αρμονικής και ειρηνικής συνύπαρξης Ελλάδας-Τουρκίας, βασισμένης στο πρότυπο αλληλεξάρτησης και κοινωνικοποίησης του αντιπάλου που ταυτίστηκε με το ιστορικό παράδειγμα της σύμπλευσης Γαλλίας-Γερμανίας μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αγνοώντας πλήρως τις ιδιαίτερες ιστορικές, πολιτικές, οικονομικές, πολιτισμικές και κοινωνικές συνθήκες που οδήγησαν τους πάλαι ποτέ εχθρούς της Ευρωπαϊκής Ηπείρου να επενδύσουν στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, συγκεκριμένες ελληνικές πολιτικές ελίτ, έμπλεες ιδεολογικών προσεγγίσεων που παραπέμπουν στον ευρωπαϊκό νέο-λειτουργισμό, σε κριτικές θεωρήσεις της ιστορίας και την ακόλουθη επιλεκτική ανάγνωση και καταστρατήγησή της, αποπειράθηκαν να καταστήσουν κυρίαρχη μια εξωραϊσμένη εκδοχή της Τουρκίας, υπερτονίζοντας το στοιχείο της δυτικότροπης εκκοσμίκευσης, στηρίζοντας παράλληλα την ευρωπαϊκή προοπτική της Άγκυρας.
Συνεπεία αυτού , απορρίφθηκε η λογική της λεγόμενης εγγενούς τουρκικής επιθετικότητας, καθώς η εκάστοτε τουρκική επεκτατική συμπεριφορά θεωρήθηκε αποτέλεσμα της κατίσχυσης της εθνικιστικής στρατογραφειοκρατίας στο εσωτερικό πεδίο και της απομόνωσης των υποτιθέμενων “φιλελεύθερων” και “αντιμιλιταριστικών” στοιχείων της τουρκικής κοινωνίας.
Ως εκ τούτου, ο αρχικός περιορισμός της επιρροής των κεμαλικών στοιχείων του Στρατού από τον Ερντογάν και το AKP, θεωρήθηκε από την πλειοψηφία του ελληνικού πολιτικού συστήματος ως μία θετική ένδειξη προς την ευρωπαϊκή κατεύθυνση της γείτονος.
Χρήζει ιδιαίτερης μνείας, η επιμελώς αποκρυφθείσα ιστορική παραδοχή, πως ο τουρκικός αναθεωρητισμός αφορώντας την Συνθήκη της Λωζάννης, προωθήθηκε defactoτόσο από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα όσο και απ’ τις εκάστοτε εκδοχές του τουρκικού ισλαμισμού.
Δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται ιδίως, πως ο Κεμάλ υπονόμευσε οποιαδήποτε μελλοντική διπλωματική διευθέτηση- συνεπώς και την μετέπειτα Συνθήκη της Λωζάννης -με την υιοθέτηση του λεγόμενου Εθνικού Συμβολαίου (MisakI Milli) το 1920.
Ο ίδιος εξαναγκάστηκε να συναινέσει διπλωματικά , εξαιτίας της πίεσης και της απειλής της αναδιοργανωμένης Στρατιάς του Έβρου και της τρωτότητας του νεότευκτου κεμαλικού καθεστώτος. Η Λωζάννη θεωρήθηκε ως ένας αναγκαίος προσωρινός συμβιβασμός για εσωτερική ισχυροποίηση ο οποίος θα καταστρατηγείτο όταν προέκυπτε η κατάλληλη διεθνής συγκυρία.
Ως εκ τούτου, οι επίγονοί του ακολούθησαν στο πλαίσιο της αναβίωσης του Εθνικού Συμβολαίου και της realpolitik, πολιτική εδαφικών διεκδικήσεων που περιελάμβανε συστηματικές παραβιάσεις της Συνθήκης, όταν αυτό κατέστη δυνατό. Το σημερινό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα δεν αποκηρύττει επίσημα την Λωζάννη λόγω της συμβολής του ιδρυτού του σ αυτή, αλλά κινείται στην λογική αναθεώρησής της εν τοις πράγμασι.
Επιπρόσθετα δεν θα πρέπει να αγνοείται η ξεκάθαρη εναντίωση στην Συνθήκη της Λωζάννης, της λεγόμενης Δεύτερης Ομάδας (IkinciGrup) λειτουργούσα ως αντιπολίτευση στο κεμαλικό καθεστώς. Η ιδεολογική συνάφεια του σημερινού AKPκαι του Ταγίπ Ερντογάν με την Δεύτερη Ομάδα είναι προφανής, υπάρχουν άλλωστε πλείστες αναφορές του ιδίου σ αυτήν, καθώς η αναθεώρηση της Συνθήκης συναρτάτο με την αναβίωση του Σουλτανάτου, το οποίο επιθυμεί να ανασυστήσει ο Τούρκος Πρόεδρος , υιοθετώντας ένα υβριδικό μοντέλο διακυβέρνησης βασισμένο στη μείξη επιλεκτικών προτύπων της Οθωμανικής Ιστορίας.
Είναι πρόδηλο, πως ο αναθεωρητισμός αποτελεί μια δομική έκφανση του τουρκικού κράτους είτε εδραζόμενος σε ρεαλιστικά προτάγματα είτε σε ιδεολογικοποιημένο πλαίσιο στην εξωτερική πολιτική.
Παραταύτα, το ελληνικό πολιτικό σύστημα δείχνει να αντιμετωπίζει την απορρέουσα εξ αυτού, εκτεταμένη τουρκική απειλή, στα στενά από-ιδεολογικοποιημένακαιαντι-ρεαλιστικά πλαίσια μια μεταμοντέρνας αντίληψης που διέπει το κατεστημένο των ευρωπαϊκών θεσμών και αναφέρεται στην παρωχημένη πλέον επιδίωξη της Ύφεσης αποκλειστικά μέσω της διπλωματικής διαχείρισης κρίσεων χωρίς εξαναγκαστικά εργαλεία (coercive instruments).
Η συγκεκριμένη πλάνη, απόρροια της λανθασμένης ανάγνωσης της εξέλιξης της διεθνούς πολιτικής, ωθεί την ελληνική πλευρά αφενός να επενδύει στη φενάκη μιας δυνητικής διπλωματικής επιτυχίας που περιλαμβάνει μεταφορά των βαρών σε εταίρους και συμμάχους προς αναχαίτιση της επιθετικής Τουρκίας, επιμένοντας όμως να αγνοεί τον καθοριστικό ρόλο της στρατιωτικής ισχύος στο πλαίσιο απόκτησης ερεισμάτων και την σημασία του ως αναπόσπαστο κομμάτι της συνολικής διακρατικής διαπραγματευτικής διαδικασίας στον 21ο αιώνα.
Αφετέρου η ανωτέρω αφελής προσέγγιση την οδηγεί στο να υφίσταται την διαρκή πίεση επιθετικών ενεργειών για παρατεταμένο χρονικό διάστημα αδυνατώντας να αντιπαραβάλει πειστική απάντηση. Η Διαχείριση Κρίσεων στον 21ο αιώνα πραγματοποιείται σε συνθήκες σταθερής και αμείωτης έντασης και απαιτεί ανθεκτικότητα και μεταφορά πίεσης στον αντίπαλο, ενώ η Ύφεση επιτυγχάνεται μέσω του κορεσμού της επιτιθέμενης πλευράς.
Ο όποιος ελληνοτουρκικός διάλογος αν και εφόσον καταστεί δυνατός θα λάβει χώρα ταυτόχρονα με το πεδίο δυνητικών επιχειρήσεων.
Η Ελλάδα επιβάλλεται να προετοιμαστεί κατάλληλα και ο συνολικός μηχανισμός εθνικής ασφάλειας να υπερβεί στερεότυπα που τον κατατρέχουν επί δεκαετίες. Πρωτίστως η ελληνική πλευρά, επιβάλλεται να θέσει την δική της ατζέντα αξιώσεων, εκμεταλλευόμενη την αμετροέπεια της τουρκικής ηγεσίας και τις τρωτότητες της τουρκικής υβριδικής στρατηγικής.
* Ο κ. Κων/νος Θ. Λαμπρόπουλος είναι Στρατηγικός Αναλυτής, Εταίρος Κέντρου Μελετών Ασφάλειας της Γενεύης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου