«Η Γερμανία έχει πάψει να είναι σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα. Επανήλθε σε μεσαιωνικές συνθήκες. Δυσοίωνο χαρακτηριστικό της σημερινής κατάστασης είναι η αγριότητα και η περιφρόνηση όλων των νομικών κανόνων που αποτελούν το ιερό και το απαραβίαστο κάθε πολιτισμένου κράτους. Βαθύτερη σημασία είναι η αυταρέσκεια με την οποία αντιμετωπίζεται η προσφυγή σε φρικιαστικές, μεσαιωνικές πολιτικές μεθόδους».
Το απόσπασμα των λονδρέζικων Times στις 3 Ιουλίου του 1934 περιγράφει το διήμερο βίας, τρόμου και αίματος που είχε προηγηθεί στην Γερμανία. Τότε που η μυστική αστυνομία της Γκεστάπο και οι μαυροφορεμένοι άνδρες των SS έπνιξαν στο αίμα το «πραξικόπημα» που σχεδιαζόταν κατά του Καγκελαρίου Αδόλφου Χίτλερ. Παραδόξως πολλοί από τους «πραξικοπηματίες», συνελήφθησαν με τις πυτζάμες να κοιμούνται ήσυχοι, κάποιοι με τις οικογένειες τους, χωρίς να έχουν ακολουθήσει τους στοιχειώδεις συνωμοτικούς κανόνες. Η πλειοψηφία από αυτούς εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς δίκη, συχνά με φρικιαστικό τρόπο.
Κανείς από τα θύματα δεν ήταν κομμουνιστής, σοσιαλιστής ή Εβραίος (το πρώτο πογκρόμ κατά της εβραϊκής κοινότητας στην Γερμανία θα γίνει τον Σεπτέμβρη του 1938). Όλα τα θύματα ήταν κορυφαία στελέχη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, η ηγεσία της παραστρατιωτικής οργάνωσης του κόμματος, των διαβόητων Ταγμάτων Εφόδου (SA) και ορισμένοι συντηρητικοί πολιτικοί. Επισήμως 80 νεκροί, ο πραγματικός αριθμός όμως είναι σίγουρα μεγαλύτερος.
Η σφαγή έμεινε στην ιστορία ως «Η Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών», ένα αιματηρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών που κατέστησε τον Αδόλφο Χίτλερ απόλυτο κυρίαρχο στην Γερμανία. Είχε προηγηθεί λίγους μήνες πριν η ψήφιση του διατάγματος περί «Προστασίας του λαού και του κράτους», που είχε αναστείλει βασικά άρθρα του Συντάγματος και είχε δώσει απόλυτες εξουσίες στον Αδόλφο Χίτλερ. Ένα μεγάλο κόμμα της αντιπολίτευσης, το κομμουνιστικό, απαγορεύτηκε και κυνηγήθηκε με σκληρότητα από το νέο καθεστώς.
Οι «αυθεντικοί» ναζί και οι βιολέτες
Ο Χίτλερ κατηγορούσε (ψευδώς) τους κομμουνιστές σαν υπεύθυνους για τον «περίεργο» εμπρησμό του γερμανικού Κοινοβουλίου (Ραϊχσταγκ), τον Φεβρουάριο του 1933, έναν μήνα μετά από την άνοδο του στην καγκελαρία. Όμως, δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτούς. Απαγορεύτηκε και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ως «συνοδοιπόρος» των κομμουνιστών, παρόλο που οι σχέσεις μεταξύ των δύο κομμάτων της Αριστεράς ήταν πολεμικές. Οι κομμουνιστές αποκαλούσαν τους σοσιαλδημοκράτες υβριστικά «σοσιαλοφασίστες». Ιστορική έχει μείνει η απειλή που είχε εκτοξεύσει ο Χίτλερ στον αρχηγό των σοσιαλδημοκρατών «Δεν χρειάζεστε πια. Έχει σημάνει η καμπάνα του θανάτου σας».
Εκείνη την περίοδο ιδρύθηκε το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Νταχάου και η μυστική αστυνομία, η Γκεστάπο. Ταυτοχρόνως, οι αιτήσεις πολιτών για έγγραφή στο ναζιστικό κόμμα πολλαπλασιάστηκαν σε τέτοιο βαθμό που εξαγρίωσαν τους παλαιούς ναζί. Αποκαλούσαν ειρωνικά «βιολέτες» όλο αυτό το τσούρμο των καιροσκόπων που παλαιότερα δεν περνούσαν ούτε απ’ έξω από τα γραφεία του κόμματος. Ο Μπενίτο Μουσολίνι μάλλον επιβεβαιώθηκε όταν έλεγε ότι «η μάζα είναι μία πόρνη, που ακολουθεί τον νικητή».
Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο αντίδρασης, όταν οι πιο φανατικοί οπαδοί του Χίτλερ, τα Τάγματα Εφόδου, περιπολούσαν κάθε βράδυ ένοπλοι, με απειλητικές διαθέσεις. Σε εκείνες τις συνθήκες έμοιαζε τίποτα να μην απειλεί την εξουσία του Χίτλερ. Εκτός ίσως από την «δεύτερη επανάσταση», για την οποία αδημονούσαν οι οπαδοί των ταγμάτων. Η πρώτη επανάσταση, η εθνικιστική, είχε πραγματοποιηθεί. Με την άνοδο στην εξουσία του Χίτλερ θα άρχιζε αμέσως ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας, σε αντίθεση με ό,τι προβλέπονταν στην «προδοτική» συνθήκη που είχε υπογραφεί στις Βερσαλίες μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η δεύτερη επανάσταση θα ήταν κοινωνική, η εφαρμογή κάποιων σοσιαλιστικών ιδεών που ήταν διάσπαρτες στο πρόγραμμα του ναζιστικού κόμματος, με πιο δημοφιλή την εθνικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων. Ο Χίτλερ είχε εγκαταλείψει νωρίς τα δημαγωγικά αυτά συνθήματα, καθώς είχε συμμαχήσει με τους μεγαλύτερους επιχειρηματικούς κύκλους της Γερμανίας, οι οποίοι χρηματοδοτούσαν γενναιόδωρα το κόμμα του.
Δεν τα είχε εγκαταλείψει, όμως, η ριζοσπαστική πτέρυγα των Ταγμάτων Εφόδου. Γι’ αυτούς το καπιταλιστικό κεφάλαιο της Γερμανίας ήταν μία διεφθαρμένη ελίτ που δεν είχε καμία θέση στην εθνικοσοσιαλιστική κοινωνία. Ήταν το μισητό «προφιταριάτο» (από το profit), το οποίο έπρεπε να είναι ο επόμενος στόχος μετά τους κομμουνιστές. Φυσικά θα ακολουθούσαν τα «παράσιτα», οι Εβραίοι.
Τα Τάγματα Εφόδου είχαν ξεκαθαρίσει πως δεν θα έμεναν μόνο στο μποϊκοτάζ τον καταστημάτων τους. Ανυπομονούσαν να πάρουν τα όπλα για να ξεκινήσει η φυσική εξόντωση των Εβραίων. Ο Χίτλερ γνώριζε πολύ καλά πως είχε ανέβει στην εξουσία χάρη στα ρόπαλα και στα μαχαίρια των ταγμάτων που είχαν αιματοκυλίσει τους δρόμους της Γερμανίας τα προηγούμενα χρόνια. Δεν είχαν κάποιο συγκροτημένο πρόγραμμα, αλλά υπάκουαν στα πολεμικά τους ένστικτα που είχαν καλλιεργηθεί στα πολεμικά χαρακώματα και στα οδοφράγματα. Διψούσαν για αίμα και τραγουδούσαν απειλητικά τις νύχτες «Τροχίζουμε τα μαχαίρια μας στο πεζοδρόμιο».
Το πραξικόπημα της μπυραρίας
Υποστηρικτής της «δεύτερης επανάστασης» ήταν ο ίδιος ο αρχηγός των Ταγμάτων Εφόδου, ένας θηριώδης αξιωματικός, ο Ερνστ Ρεμ, στενός φίλος του Χίτλερ. Ο Ρεμ, βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μαχητικός ακτιβιστής εθνικιστικών παραστρατιωτικών οργανώσεων, εντάχθηκε από την δεκαετία του 1920 στο περιθωριακό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε Εθνικοσοσιαλιστικό.
Εκεί γνώρισε το πιο χαρισματικό στέλεχος του κόμματος, το νεαρό δεκανέα Αδόλφο Χίτλερ. Το κόμμα οργάνωνε συγκεντρώσεις σε μπυραρίες, όπου φανατικοί εθνικιστές και οργισμένοι βετεράνοι άκουγαν τον Χίτλερ να δημαγωγεί, κατηγορώντας για την ήττα της Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο τους Εβραίους, τους κομμουνιστές και τους «προδότες πολιτικούς», που είχαν υπογράψει την ατιμωτική Συνθήκη των Βερσαλλιών.
Ένα χρόνο μετά την «Πορεία στην Ρώμη» τον Οκτώβρη του 1922, που σήμανε την άνοδο του φασισμού στην Ιταλία, ο Χίτλερ με τον Ρεμ θεώρησαν πως ήρθε η ώρα για την βίαιη ανατροπή με πραξικόπημα της νεότευκτης γερμανικής Δημοκρατίας. «Το πραξικόπημα της μπυραρίας», όπως ονομάστηκε, απέτυχε παταγωδώς και οι Χίτλερ και Ρεμ φυλακίστηκαν. Από τότε πορεύτηκαν μαζί (χώρισαν για μερικά χρόνια όταν ο Ρεμ ταξίδεψε στην Βολιβία για να αναλάβει θέση συμβούλου στον στρατό της λατινοαμερικάνικης χώρας) και έγιναν πολύ καλοί φίλοι. Ο Ρεμ είχε τέτοια οικειότητα με τον Χίτλερ που του απευθύνονταν στον ενικό, κάτι που απέφευγαν άλλα στελέχη του κόμματος.
Ο Ρεμ ήταν ο εμπνευστής των Ταγμάτων Εφόδου. Ξεκίνησαν ως ομάδες περιφρούρησης των συγκεντρώσεων του κόμματος και εξελίχθηκαν σε μία τρομακτική παραστρατιωτική οργάνωση. Ο ίδιος ο Χίτλερ στις δημόσιες συγκεντρώσεις του κόμματος εμφανιζόταν με το χαρακτηριστικό καφέ πουκάμισο, το σήμα κατατεθέν των ταγμάτων. Έλεγε χαρακτηριστικά «ό,τι είστε το χρωστάτε σε μένα, ό,τι είμαι το χρωστάω σε εσάς».
Συνονθύλευμα εξτρεμιστών τραμπούκων
Ένα πολύ δημοφιλές εμβατήριο των ναζί, το Horst Wessel lied, αναφέρεται σε ένα νεαρό μέλος των Ταγμάτων που είχε σκοτωθεί σε συμπλοκή με τους κομμουνιστές. Είχαν φτάσει το 1933 να αριθμούν 3.000.000 μέλη που αποτελούνταν από άγριους βετεράνους, φανατικούς εθνικιστές νεολαίους, λούμπεν στοιχεία, μαστροπούς, ανθρώπους του υποκόσμου. Ήταν ένας στρατός φανατικών εξτρεμιστών, που με την άνοδο στην εξουσία του Χίτλερ είχε αποθρασυνθεί.
Η φιλοδοξία του Ρεμ ήταν τα Τάγματα Εφόδου να γίνουν ο «λαϊκός στρατός» της Γερμανίας και να υποκαταστήσουν τον τακτικό στρατό που αποτελούνταν από 100.000 οπλίτες και αξιωματικούς. Η πρόθεση αυτή είχε σοκάρει την άρχουσα τάξη που είχε ανεχτεί αρχικά τον ναζισμό για την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου». Πλέον είχε αρχίσει να βλέπει με τρόμο το χάος από την αυξανόμενη βίαιη δραστηριότητα των Ταγμάτων. Ακόμα και το μικρό Καθολικό Κόμμα του Κέντρου δεν γλίτωσε από την μανία τους. Ο αρχηγός του είχε ξυλοκοπηθεί άγρια κατά την διάρκεια ομιλίας του.
Το ίδιο το καθεστώς αποφασίζει να εκθέσει τον εξτρεμισμό των ταγμάτων, σε μία έκθεση τον Ιούλιο του 1933 ενός ναζιστή αξιωματούχου του υπουργείου Εσωτερικών που είχε προκαλέσει σάλο στην Γερμανία. Αναφερόταν σε σαδιστικά βασανιστήρια που είχαν υποστεί ακόμα και φιλήσυχοι νοικοκυραίοι στα χέρια των Ταγμάτων, καθώς πολλά μέλη τους είχαν βρει την ευκαιρία να λύσουν τις προσωπικές τους διαφορές, τρομοκρατώντας πολίτες αδιακρίτως.
Άρχιζαν να θυμίζουν όλο και περισσότερο συμμορίες αλητών, καθώς προκαλούσαν (συχνά υπό την επήρεια μέθης) καβγάδες με την παραμικρή αφορμή και ταυτοχρόνως πουλούσαν προστασία σε καταστήματα, οίκους ανοχής και χαρτοπαικτικές λέσχες. Ο ίδιος ο Ρεμ αναγκάστηκε να δηλώσει πως «θα απομονώσουμε τους άνανδρους που λερώνουν την τιμημένη μας στολή». Ήταν εμφανές πως είχε βρεθεί σε δύσκολη θέση. Γνώριζε πως όλη η Γερμανία συζητούσε τις ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές προτιμήσεις του, όπως και τα ομοφυλοφιλικά σεξουαλικά σκάνδαλα άλλων ηγετικών στελεχών των Ταγμάτων Εφόδου, παρά την επίσημη ομοφοβία του καθεστώτος.
Ο Χίτλερ γνώριζε πως το επιτελείο του γερμανικού στρατού είχε θορυβηθεί, καθώς έβλεπαν ένα συνονθύλευμα τραμπούκων να απειλεί την ιεραρχία των Γερμανών αξιωματικών. Μία αναφορά του Γερμανού στρατηγού Μπράουχιτς στον υπουργό Άμυνας ανέφερε εμφατικά «Δεν θα αφήσουμε τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας στα χέρια αλητών και ομοφυλόφιλων». Ο νέος Καγκελάριος γνώριζε επίσης πολύ καλά πως το κατεστημένο των βαρόνων, των γαιοκτημόνων, των ανώτατων αξιωματικών του στρατού τον απεχθάνονταν. Ο γηραιός στρατάρχης Πρόεδρος Χίντεμπουργκ, που είχε αναθέσει την καγκελαρία στον Χίτλερ, τον αποκαλούσε περιφρονητικά «ο Βοημός δεκανέας».
Η Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών
Ένας άνθρωπος του Χίντεμπουργκ, ο αντικαγκελάριος της χιτλερικής κυβέρνησης Φρανς Φον Πάπεν έλεγε κάτι πολύ χειρότερο: «Με την πρώτη ευκαιρία θα τον ξεφορτωθούμε και θα τον αφήσουμε να σκούζει». Μία δημόσια ομιλία του βαρώνου Πάπεν σε πανεπιστήμιο είχε προβληματίσει έντονα τον Χίτλερ. Ο Πάπεν είχε στηλιτεύσει την βίαιη συμπεριφορά των Ταγμάτων Εφόδου και είχε δηλώσει καταχειροκροτούμενος πως «υπάρχει κίνδυνος δεύτερης επανάστασης. Ο μπολσεβικισμός μπορεί να επιβληθεί ακόμα και από ένα αντιμπολσεβικικό καθεστώς».
Άρχισαν πλέον να ακούγονται φήμες και ψίθυροι ότι επίκειται στρατιωτικό πραξικόπημα εναντίον των Ταγμάτων που θα μπορούσε να στραφεί και εναντίον του Χίτλερ. Τα Τάγματα Εφόδου δεν θα είχαν καμία ελπίδα απέναντι στον έμπειρο και άριστα εκπαιδευμένο γερμανικό στρατό. Ήταν γνωστές επίσης οι φιλοδοξίες ενός πρώην Καγκελαρίου, του στρατηγού Κουρτ Βαν Σλάιχερ, να γίνει δικτάτορας της Γερμανίας σε συνεργασία με αποστάτες του ναζιστικού κόμματος. Ο Σλάιχερ είχε εκτεταμένες επαφές με τον Γκρέγκορ Στράσσερ, ένα ηγετικό στέλεχος της «αριστερής» πτέρυγας των ναζί που είχε πέσει σε δυσμένεια.
Τα ηγετικά στελέχη του ναζιστικού κόμματος Ράινχαρντ Χάιντριχ, ο υπουργός Εσωτερικών Χέρμαν Γκαίρινγκ και ο αρχηγός των SS Χάινριχ Χίμλερ, οι πιο στενοί συνεργάτες του Χίτλερ, τον πίεζαν να επιβληθεί. Ο Χίτλερ δίσταζε να συγκρουστεί με τον παλιό του φίλο μέχρι τις 25 Ιουνίου του 1934. Εκείνη την ημέρα επισκέφτηκε την οικία του Προέδρου Χίντεμπουργκ. Ο σεβαστός γηραιός στρατάρχης, την οργή του οποίου έτρεμε μέχρι και ο Χίτλερ, χαρακτήρισε τα Τάγματα Εφόδου κίνδυνο για την Γερμανία και απείλησε ευθέως τον Χίτλερ με στρατιωτικό νόμο, κάτι που θα σήμανε το τέλος της εξουσίας του.
Τα δεδομένα άλλαξαν και ο Χίτλερ αποφάσισε να δράσει αστραπιαία. Με αφορμή μία συγκέντρωση του Ρεμ και άλλων στελεχών των Ταγμάτων στις 26 Ιουνίου στο Μόναχο μίλησε ανοιχτά για προετοιμασία πραξικοπήματος και διέταξε τους πιστούς του στα SS να το πνίξουν στο αίμα. Επικεφαλής των αποσπασμάτων θανάτου τέθηκε ο ίδιος ο Χίτλερ, ο οποίος πέταξε με αεροπλάνο μέχρι το Μόναχο για να εισβάλει με πάνοπλους SS αργά το βράδυ στο ξενοδοχείο που κοιμόντουσαν οι παλιοί του σύντροφοι. Τους έψαχναν στην κυριολεξία πόρτα-πόρτα.
Εκτέλεσαν αμέσως έναν επιτελάρχη των Ταγμάτων που τον έπιασαν αγκαλιά με το νεαρό οδηγό του. Οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν σε φυλακή του Μοναχού ανάμεσα τους και ο μισόγυμνος και αγουροξυπνημένος Ρεμ, σκιά του παλιού του εαυτού. Επίσης, ο Καρλ Ερνστ αρχηγός των Ταγμάτων Βερολίνου που γνώριζε πολλά για την πυρκαγιά του Ραϊχσταγκ και έπρεπε να σωπάσει. Τον Ρεμ είχε συλλάβει αυτοπροσώπως ο Χίτλερ, κατηγορώντας τον για προδοσία. Μόνο σε αυτόν δόθηκε ένα πιστόλι με μία σφαίρα για να αυτοκτονήσει, κάτι που ο Ρεμ αρνήθηκε περήφανα για να πέσει και αυτός τελικά νεκρός από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος.
Με οδηγό την παράνοια
Τελικά κανένα πραξικόπημα δεν σχεδιάζονταν. Η συγκέντρωση αφορούσε κάποιες εσωκομματικές διαδικασίες ρουτίνας. Απλώς, τα στελέχη των Ταγμάτων βρέθηκαν στον λάθος τόπο, την λάθος στιγμή. Ενδεικτικό για την σύγχυση που επικρατούσε είναι πως πολλοί φώναζαν πριν εκτελεστούν το σύνθημα «Χάιλ Χίτλερ», θεωρώντας πως είχε εκδηλωθεί μοναρχικό πραξικόπημα.
Οι εκκαθαρίσεις επεκτάθηκαν και σε άλλες πόλεις. Ανάμεσα στα θύματα υπήρξαν ακόμα και αστοί πολιτικοί. Ήταν ένα αιματοβαμμένο μήνυμα στο κατεστημένο από τον Χίτλερ ότι δεν θα ανεχτεί την αμφισβήτηση της εξουσίας του. Ο στρατηγός Σλάϊχερ μαζί με την γυναίκα του, ο αποστάτης Στράσσερ, ένας ιερέας παλιός εξομολογητής του Χίτλερ, ακόμα και ο γηραιός Βαρώνος Καρ, 75 ετών, που χρόνια πριν είχε καταστείλει αποφασιστικά την απόπειρα πραξικοπήματος του Χίτλερ το 1923, όλοι τους δολοφονήθηκαν άγρια.
Μόνο ο Φον Πάπεν γλίτωσε γιατί ήταν προσωπικός φίλος του στρατάρχη Χίντεμπουργκ, όχι όμως ο γραμματέας και ο λογογράφος του που βρήκαν φρικτό θάνατο. Υπήρχαν και «παράπλευρες απώλειες», όπως ο μουσικός Γουίλι Σμιντ που τον άρπαξαν από το σπίτι του μπροστά στα μάτια της γυναίκας και των μικρών παιδιών του και φυσικά τον εκτέλεσαν. Για να αποδειχθεί απλή συνωνυμία με ένα ναζί Σμιντ που ήταν στενός φίλος του Στράσσερ. Το καθεστώς ζήτησε συγνώμη και επέστρεψε την σορό στην οικογένεια σε ένα σφραγισμένο φέρετρο. Υπήρχε αυστηρή εντολή από την Γκεστάπο «να μην ανοιχτεί ποτέ».
Ακολούθησαν τα θερμά συγχαρητήρια του γενικού επιτελείου στρατού και του Προέδρου Χίντεμπουργκ (ο οποίος πέθανε λίγο μετά). Τα SS έγιναν οι πραιτοριανοί του νέου καθεστώτος. Εκπροσωπούσαν την αριστοκρατία του κόμματος, την ελίτ, όχι τους πληβείους, όπως ήταν τα μέλη των Ταγμάτων Εφόδου. Οι άνδρες των Ταγμάτων εντάχθηκαν στην συντριπτική τους πλειοψηφία στον γερμανικό στρατό, όταν το καθεστώς επανέφερε την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία.
Τα Τάγματα Εφόδου είχαν πλέον διακοσμητικό ρόλο στο Γ’ Ράιχ. Ο Χίτλερ σε ομιλία του για τα γεγονότα στο Ράιχσταγκ στα μέσα Ιουλίου είχε πει με έμφαση: «δεν κατέφυγα στα τακτικά δικαστήρια γιατί ήμουν ο υπεύθυνος για την τύχη του γερμανικού λαού και έγινα ο ανώτατος δικαστής του γερμανικού λαού». Ξεκάθαρα ήταν ο Φύρερ της Γερμανίας, όλοι οι θεσμοί θα υποτάσσονταν πλέον στην βούλησή του. Ήταν η αρχή για ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που δεν θα γνώριζε τον παραμικρό συνταγματικό, θρησκευτικό και ανθρωπιστικό ενδοιασμό. Ένα καθεστώς, το οποίο θα αιματοκυλούσε λίγα χρόνια μετά την ανθρωπότητa.
Πηγή : SLPress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου