Η μονομερής έξοδος κάποιας χώρας από τη νομισματική ένωση που στραγγαλίζει σταδιακά τα μέλη της, ακόμη και των ισχυρότερων οικονομικά, δεν είναι εφικτή χωρίς μεγάλες ζημίες- ενώ για τα αδύναμα κράτη είναι συνώνυμη με την αυτοκτονία, ειδικά με δημόσια εξωτερικά χρέη στο 200% του ΑΕΠ τους, όπως η Ελλάδα.
Ανάλυση
Μετά τη μονομερή κατάργηση του συστήματος του Bretton Woods από τις Η.Π.Α. το 1971, ζούμε σε έναν κόσμο χρημάτων χωρίς αντίκρισμα (Fiat Money) – επειδή έκτοτε τα νομίσματα που κυκλοφορούν δεν μπορούν να ανταλλαχτούν με κάτι. Προηγουμένως, όλα τα νομίσματα είχαν αντίκρισμα σε δολάρια και τα δολάρια σε χρυσό – ενώ σήμερα η αξία τους καθορίζεται αυθαίρετα από τις κυβερνήσεις. Με απλά λόγια, η Ευρωζώνη λέει πως ένα νόμισμα έχει αξία ενός ευρώ, όπου όμως δεν μπορεί κανείς να το ανταλλάξει δίνοντας το στην ΕΚΤ με χρυσό ή με κάποιο άλλο μέταλλο – αφού δεν έχει στα αποθέματα της τίποτα ως πραγματικό αντίκρισμα.
Περαιτέρω, μία από τις βασικές συνέπειες του συστήματος των χρημάτων χωρίς αντίκρισμα είναι το ότι εκείνες οι χώρες, οι οποίες εκδίδουν τα δικά τους χρήματα, τα «μονεταριστικά κυρίαρχα κράτη» όπως αποκαλούνται, δεν είναι υποχρεωτικό να χρηματοδοτούν τις ανάγκες τους από κάπου – ενώ από καθαρά τεχνικής άποψης δεν είναι αναγκασμένα να εισπράττουν χρήματα από φόρους, πριν τα ξοδέψουν. Μπορούν δηλαδή να δημιουργούν τα ποσά που χρειάζονται για την παιδεία, την υγεία κοκ. από το πουθενά – κάτι που συμβαίνει σε καθημερινή βάση, όπως από την ΕΚΤ με το πρόγραμμα QE, όπου μέσα σε λίγα χρόνια δημιούργησε 2 τρις € από το πουθενά.
Μία επόμενη συνέπεια είναι πως τα μονεταριστικά κυρίαρχα κράτη, τα οποία χρεώνονται στο δικό τους νόμισμα, δεν χρεοκοπούν και δεν τους τελειώνουν ποτέ τα χρήματα – επειδή είναι σε θέση να πληρώνουν πάντοτε τις υποχρεώσεις τους, αφού μπορούν να εκδώσουν νέες για να εξοφλήσουν τις παλαιότερες. Για παράδειγμα, όταν οι Η.Π.Α. θέλουν να πληρώσουν τα ομόλογα που έχουν εκδώσει σε δολάρια, απλά εκδίδουν νέα ομόλογα – χωρίς να εμποδίζονται από τίποτα. Εκτός αυτού, έχουν τη δυνατότητα να πληρώνουν τα ληξιπρόθεσμα χρέη τους με χάρτινα χρήματα – τυπώνοντας τα φυσικά από το πουθενά (=μονεταρισμός των χρεών).
Η διαδικασία αυτή επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από μία έκθεση της ΕΚΤ (πηγή: Makroom), σύμφωνα με την οποία τα εξής: «Οι νομισματικές Αρχές και οι φορολογικές Αρχές μπορούν να συντονισθούν μεταξύ τους με ένα εθνικό Fiat-νόμισμα, για να διασφαλίσουν πως το δημόσιο χρέος που εκφράζεται σε αυτό το νόμισμα δεν «διαμαρτύρεται» ποτέ – επειδή τα ληξιπρόθεσμα κρατικά ομόλογα είναι πάντοτε μετατρέψιμα στο συγκεκριμένο νόμισμα, στην ονομαστική του αξία». Απλούστερα, όλα τα ομόλογα σε ευρώ που λήγουν, μπορούν πάντοτε να πληρωθούν σε ευρώ από την ΕΚΤ – οπότε δεν υφίσταται κανένα θέμα αδυναμίας εξόφλησης τους.
Ως εκ τούτου, τα μονεταριστικά κυρίαρχα κράτη δεν εξαρτώνται από τις ιδιωτικές αγορές ομολόγων, όσον αφορά τα επιτόκια τους – αφού εάν δεν είναι ένας ιδιώτης επενδυτής πρόθυμος να αγοράσει τα ομόλογα τους στην τιμή (=επιτόκιο) που τα προσφέρουν, τότε η κεντρική τους τράπεζα επεμβαίνει αγοράζοντας τα μόνη της, χωρίς να της λείπουν ποτέ τα χρήματα. Το γεγονός αυτό έχει τεκμηριωθεί επανειλημμένα, ειδικά μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 – όπου όλες οι κεντρικές τράπεζες αγοράζουν μαζικά τα ομόλογα των κρατών τους, με τη γνωστή διαδικασία των προγραμμάτων ποσοτικής διευκόλυνσης (QE, γράφημα).
Αυτή ακριβώς είναι η αιτία για την οποία η Ιαπωνία, με χρέη της τάξης του 250% του ΑΕΠ της, δεν δέχεται καμία επίθεση από κερδοσκόπους, ούτε θεωρείται πως θα χρεοκοπήσει – ενώ πρόσφατα ανακοινώθηκε πως η κεντρική της τράπεζα θα αγοράζει στο διηνεκές ομόλογα του δημοσίου, διατηρώντας τα επιτόκια στο μηδέν, επειδή πιστεύει πως αυτό είναι σωστό για την οικονομία της χώρας της (παρά το ότι κατέχει ήδη πάνω από το 50% των ιαπωνικών ομολόγων).
Όπως τεκμηριώνεται λοιπόν από το παράδειγμα της Ιαπωνίας, το ποσοστό του δημοσίου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ είναι άνευ σημασίας από λειτουργικής πλευράς, για τα μονεταριστικά κυρίαρχα κράτη – αφού όταν τα δημόσια χρέη τους είναι στην ιδιοκτησία της κεντρικής τους τράπεζας, τότε ουσιαστικά το ένα χέρι του κράτους δίνει χρήματα στο άλλο χέρι, χωρίς να εμποδίζεται από τίποτα. Ουσιαστικά διενεργούνται μόνο λογιστικές εγγραφές – οπότε λογικά θεωρούνται πλασματικά χρέη.
Από λογιστικής πλευράς τώρα, τα κράτη δεν χρειάζεται καν να δανειστούν για να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματα των προϋπολογισμών τους – αφού η κυβέρνηση τους μπορεί να δώσει την εντολή στην κεντρική τους τράπεζα να πιστώσει τους λογαριασμούς της με χρήματα για να πληρώνει τις δαπάνες της, χρεώνοντας αντίστοιχα το λογαριασμό της στην κεντρική τράπεζα. Κάτω από αυτήν την οπτική γωνία, η έκδοση κρατικών ομολόγων είναι μία απόφαση νομισματικής πολιτικής – στόχος της οποίας είναι η μείωση των πλεονασμάτων των τραπεζών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τα οποία δημιουργούνται από τα δικά της ελλείμματα.
Η διαδικασία αυτή ονομάζεται «ανοιχτή μονεταριστική χρηματοδότηση», ενώ έχει υποστηριχθεί μετά το 2008 από δεκάδες φημισμένους οικονομολόγους – όπου ένα άλλο σύστημα, το ονομαζόμενο «δημοσιονομικό πρόγραμμα» (fiscal program, MFFP), περιγράφει ένα εναλλακτικό πολιτικό σενάριο, κατά το οποίο το δημόσιο δίνει την εντολή στην κεντρική τράπεζα να πιστώσει απ’ ευθείας τα ταμεία του στις εμπορικές τράπεζες, για να χρηματοδοτηθούν οι δαπάνες του (δηλαδή, χωρίς τη δημιουργία ενός προϋπολογισμού με χρέη απέναντι στο μη κρατικό τομέα ή στην κεντρική τράπεζα).
Στα πλαίσια αυτά, εάν καταλάβει κανείς πώς λειτουργούν οι σύγχρονες μονεταριστικά κυρίαρχες χώρες, θα πάψει να πιστεύει πως τους λείπουν χρήματα για να επενδύσουν στην παιδεία, στην υγεία ή στην ανάπτυξη – πόσο μάλλον για να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, καταπολεμώντας την ανεργία, τη νούμερο ένα ευθύνη τους. Τα μοναδικά εμπόδια δε, τα οποία αντιμετωπίζουν είναι τα εξής:
(α) Ο πληθωρισμός: Δημιουργείται ουσιαστικά όταν οι δημόσιες δαπάνες υπερβαίνουν τις δυνατότητες της οικονομίας να τις αφομοιώσει – κάτι που είναι απίθανο σε χώρες με μεγάλη ανεργία και με περιορισμένη ζήτηση (υπερβάλλων παραγωγικό δυναμικό).
(β) Οι πραγματικοί πόροι: Πρόκειται για την περίφημη απάντηση του Keynes, όταν τη δεκαετία του 1940 τον ρώτησαν από που θα χρηματοδοτούσε τα μεγάλα κατασκευαστικά έργα που πρότεινε, για την καταπολέμηση της ύφεσης και της ανεργίας – σύμφωνα με την οποία τα εξής: «Νομίζετε πως δεν υπάρχουν αρκετά τούβλα και κονίαμα, χάλυβας και τσιμέντο; Ότι δεν υπάρχει αρκετό εργατικό δυναμικό; Ή μήπως πως δεν έχουμε αρκετούς αρχιτέκτονες;». Οι πόροι είναι λοιπόν το θέμα και όχι τα χάρτινα χρήματα.
Η Ευρωζώνη
Τα παραπάνω δεν ισχύουν βέβαια για τα κράτη της Ευρωζώνης, τα οποία δεν είναι νομισματικά κυρίαρχα και χρησιμοποιούν ουσιαστικά ένα ξένο νόμισμα – το ευρώ. Ως εκ τούτου χρεώνονται σε ένα νόμισμα που δεν ελέγχουν καθόλου – αφού δεν μπορούν να καθορίσουν τα επιτόκια του, ούτε να εκδώσουν νέα χρήματα ή χρέη (=ομόλογα), για να εξοφλήσουν τα παλαιότερα.
Επομένως είναι εκτεθειμένα στις διαθέσεις των αγορών, καθώς επίσης στο ρίσκο της αδυναμίας πληρωμών και της πτώχευσης – όπως όλα εκείνα τα κράτη που χρεώνονται σε ξένο νόμισμα. Υπενθυμίζουμε εδώ πως μία χώρα δεν χρεοκοπεί ποτέ από το εσωτερικό χρέος της στο νόμισμα της, αλλά από το εξωτερικό σε συνάλλαγμα – το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνει το 30%-60% του ΑΕΠ της ανάλογα με το εάν είναι αναπτυσσόμενη ή ανεπτυγμένη, γεγονός που επεξηγεί γιατί στη συμφωνία του Μάαστριχτ έχει τοποθετηθεί ως όριο το 60%.
Όπως διαπιστώνεται τώρα από την πρόσφατη έκθεση της ΕΚΤ, «Οι οικονομικές αρχές των μελών της Ευρωζώνης, έχουν απεμπολήσει τη δυνατότητα να εκδίδουν ασφαλή χρέη, παρά το γεγονός ότι, το ευρώ είναι ένα Fiat-νόμισμα». Έτσι η δυνατότητα κρατικών δαπανών στις χώρες της νομισματικής ένωσης, είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τα φορολογικά τους έσοδα, από την καλή θέληση της ΕΚΤ, καθώς επίσης από τις χρηματαγορές – οι οποίες, ανάλογα με την πιστοληπτική τους ικανότητα, καθορίζουν μονομερώς το κόστος δανεισμού τους (=επιτόκια).
Η κατάσταση τους αυτή θυμίζει τα αναπτυσσόμενα κράτη, τα οποία είναι υποχρεωμένα να δανείζονται σε ξένο νόμισμα, επειδή δεν είναι αποδεκτό το δικό τους – κάτι που όμως δεν συνέβη από το πουθενά, ούτε οφείλεται σε κάποιον οικονομικό νόμο, αλλά το αποφάσισαν μόνα τους! Προφανώς με τον τρόπο αυτό τα κράτη της Ευρωζώνης οδηγήθηκαν στην παγίδα των κερδοσκόπων – των τοκογλύφων καλύτερα που έκτοτε διοικούν αυταρχικά τη νομισματική ένωση, κερδίζοντας τεράστια ποσά και απομυζώντας τους πάντες.
Η ΕΚΤ βέβαια, όπως η κάθε άλλη κεντρική τράπεζα στον πλανήτη, δεν έχει κανέναν χρηματοπιστωτικό περιορισμό – αφού μπορεί να καλύπτει τις ανάγκες όλων των κρατών, όσες και αν είναι, δημιουργώντας απεριόριστες ποσότητες χρημάτων από το πουθενά, χωρίς να έχουν κανένα ρίσκο χρεοκοπίας (όπως άλλωστε κάνει στα πλαίσια του QE, όταν δάνεισε 40 δις € στις ισπανικές τράπεζες χωρίς να επιβαρυνθεί το χρέος της Ισπανίας, επίσης 40 δις € στην Ιρλανδία για να διασώσει το τραπεζικό της σύστημα, στην Ιταλία για να διατηρεί χαμηλά τα επιτόκια της έως ότου εκλέχθηκε η νέα κυβέρνηση της κοκ. – με μοναδική εξαίρεση ως συνήθως την Ελλάδα).
Εμποδίζεται μόνο, αν και αντιμετωπίζει τις χώρες με διαφορετικά μέτρα και σταθμά, από τις συμφωνίες που έχουν υπογράψει τα μέλη της Ευρωζώνης – σύμφωνα με τις οποίες δεν επιτρέπεται να επεμβαίνει και να διασώζει κανένα (δυστυχώς το κάνει επιλεκτικά, παραβαίνοντας τους κανονισμούς – αρκεί να μην έχει αντίρρηση η Γερμανία). Αυτό ακριβώς είναι το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρωζώνη – το οποίο δεν πρόκειται να επιλυθεί εάν δεν δημιουργηθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, αντίστοιχες με τις Η.Π.Α.
Επειδή όμως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, οι χώρες της Ευρωζώνης είναι εκτεθειμένες σε απίστευτους κινδύνους – ενώ δεν διαθέτουν τη μοναδική δυνατότητα για την καταπολέμηση των προβλημάτων τους: τη νομισματική κυριαρχία. Με τον τρόπο αυτό έχουν όλες υποβαθμιστεί στο καθεστώς μίας τοπικής Αρχής ή ενός Προτεκτοράτου, χωρίς κανένα οικονομικό εργαλείο στη διάθεση τους – σε κάτι πολύ χειρότερο δηλαδή από την πρώην Σοβιετική Ένωση, η οδυνηρή κατάρρευση της οποίας είναι γνωστή, χωρίς να έχει εξαιρεθεί η Ρωσία (όπως δεν θα εξαιρεθεί η Γερμανία αντίστοιχα).
Επίλογος
Συνοψίζοντας, υπάρχουν δύο μόνο δυνατότητες για να ξεφύγουμε όλοι εμείς οι Ευρωπαίοι από την παγίδα, στην οποία μόνοι μας οδηγηθήκαμε: (α) η πραγματική ένωση της Ευρωζώνης, έτσι ώστε να χρησιμοποιηθεί ολόκληρη η δύναμη της ΕΚΤ για να μεταρρυθμιστεί ριζικά η οικονομία των διαφόρων κρατών και (β) η επιστροφή στην αφετηρία, η έξοδος δηλαδή όλων των χωρών μαζί από την Ευρωζώνη, έτσι ώστε να ανακτήσουν τη μονεταριστική τους κυριαρχία και να επιλύσουν τα τεράστια προβλήματα που τους έχει προκαλέσει το κοινό νόμισμα. Ορισμένες βέβαια από αυτές τις χώρες θα χρειαστούν στήριξη – η οποία δεν είναι άλλη από το πάγωμα μέρους των χρεών τους στο διηνεκές.
Δυστυχώς η μονομερής έξοδος κάποιας χώρας, ακόμη και των ισχυρότερων οικονομικά, δεν είναι εφικτή χωρίς μεγάλες ζημίες – ενώ για τις αδύναμες είναι συνώνυμη με την αυτοκτονία, ειδικά με δημόσια εξωτερικά χρέη στο 200% του ΑΕΠ τους, όπως η Ελλάδα.
Ενδιάμεσες λύσεις δεν υπάρχουν, ενώ όσο πιο πολύ αργεί η όποια απόφαση, τόσο χειρότερα για όλα τα κράτη – κυρίως για την Ελλάδα, η οποία είναι από τις πρώτες χώρες που εγκλωβίσθηκαν στο ευρώ, στο χρέος και στα μνημόνια, από τις ανίκανες ή/και διεφθαρμένες κυβερνήσεις της, μέσα από ένα βρώμικο παιχνίδι εις βάρος των Ελλήνων (ανάλυση). Ως προτεινόμενη λύση πάντως δεν θεωρούμε την «έξοδο του Μεσολογγίου», γνωρίζοντας τα επακόλουθα της – αν και κάποια στιγμή ίσως συμβεί, αφού η ελληνική οικονομία και όχι μόνο δεν πρόκειται να λειτουργήσει ποτέ σωστά εντός αυτής της Ευρωζώνης, ενώ οι Έλληνες, αργά ή γρήγορα, θα χάσουν ότι έχουν και δεν έχουν.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου