Η νέα κυβέρνηση της Ιταλίας πιέζει για την επίλυση της υπερχρέωσης των χωρών της Ευρωζώνης με τη βοήθεια της ΕΚΤ και του παγώματος του ποσοστού των χρεών που υπερβαίνουν το 60% – ενώ η Ελλάδα θα έπρεπε να συνταχθεί άμεσα με την πρόταση, την οποία είχαμε ήδη αναλύσει το 2012.
«Εάν δεν υπάρχει πρόθεση να επιλυθούν ριζικά τα προβλήματα της νομισματικής ένωσης, τότε θα ήταν καλύτερα να επιστρέψουν όλες οι χώρες μαζί στην προ ευρώ εποχή, ελεγχόμενα, έτσι ώστε να διατηρηθεί τουλάχιστον η ΕΕ – η οποία διαφορετικά θα καταρρεύσει, ως αποτέλεσμα της ανεξέλεγκτης διάλυσης της Ευρωζώνης».
Ανάλυση
Σύμφωνα με δημοσιεύματα (πηγή), η Ιταλία θέλει να μειωθεί το δημόσιο χρέος όλων των κρατών της ζώνης του ευρώ κάτω από το 60% του ΑΕΠ τους. Όσο δηλαδή προβλέπει η συμφωνία του Μάαστριχτ αλλά και είναι σωστό με κριτήριο το ότι, το ευρώ είναι ξένο νόμισμα για όλες τις χώρες που το έχουν υιοθετήσει – αφού καμία δεν το ελέγχει και δεν μπορεί να το «τυπώσει».
Η μέθοδος που προτείνει ο υπουργός ευρωπαϊκών υποθέσεων της χώρας, ο οποίος είχε απαγορευθεί να γίνει υπουργός οικονομικών της λόγω των απόψεων του για επιστροφή στη λιρέτα (άρθρο), είναι η μακροπρόθεσμη αναδιάρθρωση του εκ μέρους της ΕΚΤ – ενώ η πρόταση έγινε με ένα έγγραφο που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του και στάλθηκε στην Κομισιόν.
Εν προκειμένω, για να βοηθηθεί η διαδικασία μείωσης, η ΕΚΤ θα έπρεπε να προσφέρει μία «εγγύηση» για το ποσόν που υπερβαίνει το 60% των χρεών των χωρών-μελών της, με αντάλλαγμα την υποθήκευση των μελλοντικών φορολογικών εσόδων τους ή μεμονωμένων περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου – για την περίπτωση της μη αποπληρωμής μιας ή περισσοτέρων δόσεων.
Γενικότερα πάντως η νέα κυβέρνηση της Ιταλίας πιέζει για έναν ευρύτερο ρόλο της ΕΚΤ, ενώ ο Σαβόνα δήλωσε προηγουμένως ότι, πρέπει να της δοθούν μεγαλύτερες εξουσίες για να μπορεί να επηρεάζει τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ο οικονομικός τώρα εκπρόσωπος της δεξιάς παράταξης που συγκυβερνά την Ιταλία με το «Κίνημα 5 Αστέρων», κάλεσε την ΕΚΤ να στηρίξει τα επιτόκια των ομολόγων, έτσι ώστε να εξασφαλισθεί ο περιορισμός τους κάτω από τις 150 μονάδες βάσης – υπενθυμίζοντας πως η διαφορά των δεκαετών ιταλικών επιτοκίων με τη Γερμανία (spreads) είναι της τάξης των 235 μονάδων βάσης (στο 2,85% συνολικά).
Στα πλαίσια αυτά, ευχόμενοι να αποφύγει η Ιταλία μία ανάλογη κυβίστηση με την Ελλάδα, καθώς επίσης σημειώνοντας πως η οικονομική της κατάσταση (με φωτεινή εξαίρεση το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της) είναι πολύ άσχημη (αφού το δημόσιο χρέος της υπερβαίνει το 132%, έχει τεράστια χρηματοπιστωτικά προβλήματα και οι οφειλές των τραπεζών της στο σύστημα Target 2 της ΕΚΤ είναι της τάξης των 450 δις €), θεωρούμε σκόπιμο να επαναλάβουμε ανανεωμένη μία ανάλογη δική μας πρόταση από το 2012 – σύμφωνα με την οποία η ιδανική, εάν όχι η μοναδική λύση της Ευρωζώνης για να μη διαλυθεί, είναι η αναδιάρθρωση των χρεών των μελών της από την ΕΚΤ.
Η λύση των λύσεων
Είμαστε ανέκαθεν εναντίον της διαγραφής χρέους της Ελλάδας, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι, θα μπορούσε ένα μεγάλο μέρος του να χαρακτηρισθεί ως επαχθές – κάτι που σίγουρα δεν συμβαίνει, με κριτήριο τη μέθοδο που υιοθέτησε ο Ισημερινός. Η αιτία δεν είναι η υπερβολική εντιμότητα μας, αλλά το ότι μία τέτοια ενέργεια αποσυνδέει ένα κράτος από τις αγορές, καθιστώντας το αυτόματα έρμαιο των όποιων δανειστών του.
Επίσης επειδή η διαγραφή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με δυσανάλογα ανταλλάγματα – όπως συνέβη με την Ελλάδα, μετά την εγκληματική υπογραφή του PSI, όπου ουσιαστικά χρεοκόπησε (μοναδική ίσως εξαίρεση θα μπορούσε να θεωρηθεί η διαγραφή χρέους εκ μέρους κάποιων πιστωτριών χωρών της ΕΕ, χωρίς εθνικά ανταλλάγματα – με αιτιολογία το επαχθές χρέος που συσσώρευαν ορισμένοι διεφθαρμένοι πολιτικοί μας, με διαφθορείς χώρες όπως η Γερμανία).
Η λύση που προτείναμε από την αρχή, πριν χρεοκοπήσει και ο ιδιωτικός τομέας, όπως δυστυχώς έχει συμβεί πλέον και πριν υποστεί τη σημερινή καταστροφή η Ελλάδα, ήταν η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων μας, με επιτόκιο αντίστοιχο με το βασικό της ΕΚΤ – καθώς επίσης με μία εύλογη «περίοδο χάριτος», σε συνδυασμό με μέτρα ανάπτυξης. Ο στόχος ήταν να καταστεί το χρέος βιώσιμο, χωρίς να απαιτηθεί η πτώχευση της πατρίδας μας – ούτε ο μακροπρόθεσμος αποκλεισμός της από τη διεθνή χρηματοδότηση, ο εξευτελισμός και η υποδούλωση της. Άλλωστε, δεν υπάρχει κανένας λόγος να αποπληρώνει μία χώρα τα χρέη της, αφού αρκεί να έχει τη δυνατότητα εξυπηρέτησης και ανακύκλωσης τους – χωρίς όμως να υφαρπάζει τα πάντα από τους Πολίτες της.
Για να κατανοήσουμε το μέγεθος της ανοησίας όλων αυτών που τάχθηκαν υπέρ του PSI, αρκεί να αναφέρουμε τη βασική μέθοδο του ΔΝΤ, όταν μία χώρα οδηγείται στην παγίδα του. Ειδικότερα, αυτά που απαιτεί το ταμείο είναι, αφενός μεν η υποτίμηση του νομίσματος του κράτους, στο οποίο εισβάλλει (ευτυχώς για την Ελλάδα δεν ήταν δυνατόν, λόγω του ευρώ), αφετέρου η αναδιάρθρωση των χρεών του – η διαγραφή δηλαδή ενός μέρους τους, καθώς επίσης η «βιώσιμη» επιμήκυνση του υπολοίπου (όπου με την έννοια «βιώσιμη» εννοεί τη δυνατότητα εξυπηρέτησης του).
Στη μεν πρώτη περίπτωση, μόνο οι ανόητοι θεωρούν ότι, ο στόχος της υποτίμησης είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητα της χώρας τους – χωρίς δυστυχώς να κατανοούν πως η κρυφή πρόθεση του ΔΝΤ δεν είναι αυτή, αλλά η διόγκωση του εξωτερικού χρέους της (εκφράζεται σε ξένο νόμισμα, το οποίο φυσικά δεν υποτιμάται – με λογικό αποτέλεσμα να μεγεθύνεται αυτόματα, σε όρους εθνικού νομίσματος).
Η αύξηση της ανταγωνιστικότητας δε που επιτυγχάνεται δεν είναι τίποτα άλλο, από τη μείωση του κόστους της εργασίας, εις βάρος των απασχολουμένων – των μισθωτών κυρίως και των περιουσιακών τους στοιχείων. Το γεγονός αυτό έχει σήμερα τεκμηριωθεί από τα συναλλαγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι χώρες, στις οποίες δραστηριοποιήθηκε – όπως η Τουρκία, η Βραζιλία, η Αργεντινή, η Ν. Αφρική κλπ.
Στη δεύτερη περίπτωση, οι συνήθεις «κουτοπόνηροι» πέφτουν στην παγίδα, επειδή θεωρούν ότι δεν πρέπει να είναι αντίθετοι, όταν τους προσφέρεται ένα τέτοιο «δώρο» – χωρίς δυστυχώς να κατανοούν πως ένα κράτος χάνει με αυτόν τον τρόπο εντελώς την πρόσβαση του στις αγορές, με αποτέλεσμα να είναι απόλυτα εξαρτημένο από τη χρηματοδότηση του Ταμείου («φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας», έλεγαν πολύ σωστά οι πρόγονοι μας).
Το ΔΝΤ προσφέρει φυσικά δάνεια με χαμηλό επιτόκιο, αφού ο στόχος του δεν είναι ο τόκος, αλλά τα τεράστια ανταλλάγματα που απαιτεί, εκβιάζοντας το κράτος που εισβάλλει – όπως η «εκποίηση» της δημόσιας περιουσίας του, καθώς επίσης η άλωση της ιδιωτικής, με τη βοήθεια της φορολογίας, συμπεριλαμβανομένων των ισχυρών εγχώριων επιχειρήσεων (ο «αφελληνισμός» των τραπεζών στην περίπτωση της Ελλάδας, στις οποίες είναι ενυπόθηκα χρεωμένη η πλειοψηφία του πληθυσμού, θα οδηγήσει τα περιουσιακά στοιχεία των Ελλήνων στους μελλοντικούς, ξένους ιδιοκτήτες του χρηματοπιστωτικού τους συστήματος – αφού προηγουμένως οι τράπεζες θα έχουν πλήρως εξυγιανθεί εις βάρος των φορολογουμένων, οι οποίοι έχουν ήδη αναλάβει τα χρέη τους μέσω του δημοσίου).
Στα πλαίσια αυτά, η επί πλέον διόγκωση του χρέους με τη βοήθεια διαφόρων στατιστικών «αλχημειών» (αλλαγή του λογιστικού τρόπου καταγραφής κλπ.), ολοκληρώνει το έγκλημα – καθιστώντας το θύμα του ΔΝΤ απόλυτο υποχείριο, καθώς επίσης προτεκτοράτο των εντολέων του: της υπερδύναμης και των πολυεθνικών επιχειρήσεων της.
Ακόμη δε και αν το ΑΕΠ δεν μπορεί να μειωθεί με τη βοήθεια της υποτίμησης (λόγω ευρώ), ή τα χρέη να αυξηθούν με «λογιστικές αυθαιρεσίες», έτσι ώστε η σχέση χρέος/ΑΕΠ να επιδεινώνεται συνεχώς, ο στόχος του ΔΝΤ επιτυγχάνεται με την εσωτερική υποτίμηση και την επιβολή της ύφεσης – όπου ο παρανομαστής μειώνεται διαρκώς, με αποτέλεσμα η σχέση χρέος/ΑΕΠ να αυξάνεται, ακόμη και αν ο αριθμητής παρέμενε σταθερός (Πίνακας):
ΠΙΝΑΚΑΣ: Δείκτης χρέους προς ΑΕΠ, με σταθερό χρέος ύψους 300 δις €
Χρέος | 300 | 300 | 300 |
ΑΕΠ* | 240 | 200 | 150 |
Χρέος / ΑΕΠ | 125% | 150% | 200% |
* Στην περίπτωση της υποτίμησης του νομίσματος μίας χώρας εκτός Ευρωζώνης έχουμε τα ίδια αποτελέσματα, αφού το ΑΕΠ μειώνεται ραγδαία, σε όρους ξένου νομίσματος – δολαρίου ή ευρώ.
Ανεξάρτητα τώρα από τα παραπάνω, θεωρούμε σκόπιμη μία επιγραμματική αναφορά μας στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, με απώτερο στόχο την παρουσίαση της ΕΚΤ – καθώς επίσης του τρόπου, με τον οποίο θα μπορούσε εύκολα, χωρίς καθόλου κόστος, να επιλύσει την κρίση χρέους της Ευρωζώνης και της πατρίδας μας.
Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα
Εάν θελήσει να καταγράψει κανείς τη μεγάλη εικόνα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, κατά σειρά προτεραιότητας, οφείλει προφανώς να ξεκινήσει από την τράπεζα των τραπεζών – την BIS, με έδρα τη Βασιλεία της Ελβετίας, ένας από τους πρώην προέδρους της οποίας ήταν ταυτόχρονα αντιπρόσωπος της τράπεζας του γερμανικού Ράιχ. Η συγκεκριμένη τράπεζα θεωρείται από πολλούς ως «η φωλιά του κτήνους», αφού στα γραφεία της, πέντε φορές ετήσια, συναντώνται οι κυρίαρχοι των επιτοκίων – καθώς επίσης των ποσοτήτων χρημάτων που διατίθενται στις αγορές παγκοσμίως.
Εκτός αυτού, οι κεντρικοί τραπεζίτες των 56 χωρών-μελών της γενικής της συνέλευσης, αποφασίζουν για τις πολιτικές αντιμετώπισης του χάους που συνήθως βασιλεύει στις χρηματοπιστωτικές αγορές – επίσης, για τα «πακέτα» στήριξης των χωρών που είναι αντιμέτωπες με οικονομικές κρίσεις, χωρίς κανένας να ενημερώνεται για το περιεχόμενο των απορρήτων συζητήσεων τους.
Περαιτέρω, εμείς τουλάχιστον αδυνατούμε να κατατάξουμε την Παγκόσμια Τράπεζα, τη «μητρική» ουσιαστικά του ΔΝΤ, σε κάποια συγκεκριμένη θέση προτεραιότητας – αν και γνωρίζουμε τη μεγάλη σημασία της, σε σχέση με τη δανειοδότηση των αναπτυσσομένων οικονομιών. Σε γενικές γραμμές αρκεί ίσως να αναφέρουμε ότι, μετά την έξοδο των Η.Π.Α. από τον κανόνα του χρυσού, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τη δυνατότητα εκτύπωσης δολαρίων χωρίς κανένα αντίκρισμα, τα δάνεια της Παγκόσμιας Τράπεζας προς τις φτωχές χώρες του πλανήτη αυξήθηκαν κατακόρυφα – αν και ουσιαστικά επρόκειτο για χαρτιά ελάχιστου κόστους, τα οποία «εκτύπωνε» αφειδώς η υπερδύναμη, προσφέροντας τα έναντι χαμηλού επιτοκίου και υψηλότατων ανταλλαγμάτων.
Στα πλαίσια αυτά, ένα αρκετά μεγάλο μέρος τους (τα επαχθή δημόσια χρέη στην προκειμένη περίπτωση) κατέληγε στις «τσέπες» είτε ήδη διεφθαρμένων πολιτικών, είτε πολιτικών που διέφθειρε σκόπιμα το ΔΝΤ, έτσι ώστε να διογκώνεται το χρέος των «θυμάτων» του – με στόχο να παραμένουν τα κράτη διαχρονικά «στον ορό του». Οι διεφθαρμένοι δε αυτοί πολιτικοί κατέθεταν τα χρήματα τους συνήθως σε αμερικανικές τράπεζες – οπότε τα δολάρια ουσιαστικά «επαναπατρίζονταν».
Συνεχίζοντας, θεωρούμε ότι, οι αμέσως επόμενες στη σειρά τράπεζες είναι, αφενός μεν η κεντρική τράπεζα των Η.Π.Α., η (ιδιωτική) Fed δηλαδή, αφετέρου η κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης, η ΕΚΤ – ακολουθούμενες από τις σημαντικές δυτικές κεντρικές τράπεζες, όπως η Τράπεζα της Ιαπωνίας, η Τράπεζα της Αγγλίας και η Τράπεζα της Ελβετίας.
Κάποιες από τις κεντρικές τράπεζες, οι περισσότερες, είναι κρατικές (όπως η κεντρική τράπεζα του Καναδά, της Γερμανίας κλπ.), ενώ κάποιες άλλες ιδιωτικές – μεταξύ των οποίων η Τράπεζα της Ελλάδας, η οποία είναι μία από τις δύο εισηγμένες στο χρηματιστήριο παγκοσμίως (η δεύτερη είναι η ελβετική).
Μετά τις υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη, η σημαντικότερη των οποίων είναι η κινεζική, προηγούνται οι δέκα μεγάλες εμπορικές τράπεζες – όπως η Goldman Sachs (πρώην στελέχη της οποίας έχουν ηγηθεί κρατών, όπως της Ιταλίας και ιδιωτικών ή μη κεντρικών τραπεζών, όπως της Μ. Βρετανίας και της ΕΚΤ), η J.P.Morgan, η HSBC, η Deutsche Bank, η UBS, η Credit Suisse κλπ. Στη συνέχεια έρχονται οι μικρότερες εμπορικές τράπεζες – όπου η Ευρώπη προηγείται σε συνολικό μέγεθος ισολογισμών (περί τα 30 τρις $), ακολουθούμενη από τις Η.Π.Α. (17 τρις $).
Σε γενικές γραμμές, η διαφορά μεταξύ μίας τράπεζας που ανήκει στο δημόσιο, καθώς επίσης μίας κεντρικής τράπεζας ενός κράτους (είτε αυτή είναι κρατική, είτε όχι) επικεντρώνεται στο ότι, στη μεν πρώτη περίπτωση το δημόσιο (οι φορολογούμενοι δηλαδή), είναι αναγκασμένο να αναλάβει τα χρέη της κρατικής τράπεζας, εάν τυχόν χρεοκοπήσει (να αυξήσει τα κεφάλαια της κοκ.), ενώ στη δεύτερη περίπτωση δεν υπάρχει αντίστοιχη υποχρέωση – αφού μία κεντρική τράπεζα, όπως θα αναλύσουμε στη συνέχεια, είναι φύσει αδύνατον να χρεοκοπήσει.
Η κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης
Η ΕΚΤ είναι ένα ίδρυμα ευρωπαϊκού δικαίου, μέτοχοι του οποίου είναι οι κεντρικές τράπεζες των χωρών-μελών της ΕΕ. Σε αντίθεση με τις άλλες τράπεζες, η ΕΚΤ δεν διαθέτει «ίδια κεφάλαια» – τα κεφάλαια της δηλαδή δεν έχουν καμία σχέση με αυτά των εταιρειών Α.Ε. ή Ε.Π.Ε., αλλά έχουν μία συμβολική μόνο σημασία (σήμερα είναι 7,6 δις €, κατατεθειμένα από τις κεντρικές τράπεζες της ΕΕ, σύμφωνα με τα ποσοστά συμμετοχής τους – πηγή).
Παράλληλα, όπως συμβαίνει και με τις άλλες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη, εξαιρείται από όλες εκείνες τις διατάξεις και τις οδηγίες, οι οποίες πηγάζουν από τη χρηματοπιστωτική νομοθεσία – συμπεριλαμβανομένων των κανόνων κεφαλαιακής επάρκειας ή άλλων ανάλογων διεθνών ρυθμίσεων (όπως, για παράδειγμα, των κανόνων της Βασιλείας Ι, ΙΙ κλπ.).
Περαιτέρω το καταστατικό της, το οποίο ανήκει νομικά στο «πρωτογενές δίκαιο» της ΕΕ, καθορίζει την κεφαλαιακή συμμετοχή των κεντρικών τραπεζών των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην ΕΚΤ. Ουσιαστικά λοιπόν, το «κεφάλαιο» της ορίζεται από τη συμμετοχή των διαφόρων κρατών σε αυτό – η οποία είναι εδώ (πηγή). Όπως φαίνεται, η συμμετοχή των κρατών στο κεφάλαιο της ΕΚΤ (στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη λειτουργία της καλύτερα), είναι αντίστοιχη του μεγέθους τους. Συγκεκριμένα, υπολογίζεται με κριτήριο αφενός μεν τον πληθυσμό της εκάστοτε χώρας, σε σχέση με το συνολικό της ΕΕ, αφετέρου με το ύψος του ΑΕΠ της, επίσης σε σχέση με το συνολικό (τα μεγέθη αναπροσαρμόζονται ανά πέντε έτη). Προφανώς, η ραγδαία πτώση του ΑΕΠ της πατρίδας μας θα είχε επιπτώσεις και στη συμμετοχή της ΤτΕ στην ΕΚΤ.
Συνεχίζοντας η ΕΚΤ, η οποία ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1998, με έδρα τη Φρανκφούρτη κατ’ απαίτηση της Γερμανίας, διαθέτει συναλλαγματικά αποθέματα (2012) ύψους 38 δις € – το 15% των οποίων είναι σε χρυσό, ενώ τα υπόλοιπα σε γεν και σε δολάρια (τέλη του 2007, το 79,7% των υπολοίπων εκτός χρυσού ήταν σε δολάρια, ενώ το 20,3% σε γεν).
Ολοκληρώνοντας, η ΕΚΤ δεν έχει καμία υποχρέωση να διαθέτει «ίδια κεφάλαια» που να έχουν κάποια σχέση με το μέγεθος του Ισολογισμού της – το οποίο έχει αυξηθεί κατακόρυφα, μετά το 2007 και τα συνεχή πακέτα «πιστωτικής διευκόλυνσης» που διαθέτει αφειδώς στις εμπορικές τράπεζες. Επομένως, μπορεί να αυξάνει απεριόριστα τόσο το ενεργητικό, όσο και το παθητικό της (να αγοράζει ομόλογα, να εκδίδει δηλαδή νέο χρήμα κλπ.), χωρίς κανένα απολύτως νομικό ή άλλο «κώλυμα».
Γενικότερα τώρα, μία οποιαδήποτε κεντρική τράπεζα είναι ένας οργανισμός, ο οποίος είναι αρμόδιος για την επίβλεψη και τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος μίας χώρας, καθώς επίσης για τη ρύθμιση της ποσότητας χρήματος στην οικονομία της – όπου στη ζώνη του ευρώ, η συγκεκριμένη αρμοδιότητα ανήκει στην ΕΚΤ.
Με την έκδοση τώρα του κοινού νομίσματος, του ευρώ δηλαδή, έπρεπε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις μίας κοινής νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής – με αποτέλεσμα να ιδρυθεί το ευρωπαϊκό σύστημα των κεντρικών τραπεζών (ΕΣΚΤ), στο οποίο συνυπάρχουν όλες οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, καθώς επίσης η ΕΚΤ.
Επειδή τώρα δεν συμμετέχουν όλες οι χώρες της ΕΕ στο κοινό νόμισμα, λειτουργεί, δίπλα στο ΕΣΚΤ, το Ευρωσύστημα (ΕΣ) – εντός του οποίου υπάρχουν, εκτός της ΕΚΤ, μόνο οι κεντρικές τράπεζες των χωρών-μελών της Ευρωζώνης. Το μεγαλύτερο μέρος των λειτουργιών του ΕΣΚΤ εκτελείται από την ΕΚΤ – ο βασικός στόχος της οποίας είναι η σταθερότητα των τιμών («αναχαίτιση» του πληθωρισμού), ενώ της Fed είναι η εξασφάλιση της πλήρους απασχόλησης. Το ΕΣΚΤ ενισχύει, βοηθάει καλύτερα στην επίτευξη των στόχων της οικονομικής πολιτικής της ΕΕ, εάν και εφόσον βέβαια δεν απειλείται η σταθερότητα των τιμών.
Οι υποχρεώσεις της ΕΚΤ
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο βασικός στόχος της κεντρικής τράπεζας είναι η εξασφάλιση της σταθερότητας των τιμών – όπου πρέπει να αποφεύγονται οι μεγάλες διακυμάνσεις στην ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί στην αγορά. Η μέθοδος του υπολογισμού, της «μέτρησης» καλύτερα της επίτευξης ή μη του συγκεκριμένου στόχου, είναι το ποσοστό του εκάστοτε πληθωρισμού.
Ο δεύτερος στόχος μίας κεντρικής τράπεζας είναι η «ισοσκελισμένη» ανάπτυξη της εκάστοτε χώρας, καθώς επίσης η αποφυγή του αποπληθωρισμού (ύφεσης). Η πρόοδος της ανάπτυξης τώρα μετρείται με κριτήριο το βαθμό της «χρησιμοποίησης» της παραγωγικής ικανότητας μίας οικονομίας – όπου το εργαλείο για τη σωστή ρύθμιση είναι το (βασικό) επιτόκιο δανεισμού. Το επιτόκιο αυτό αυξάνεται από την κεντρική τράπεζα, όταν «υπερθερμαίνεται» μία οικονομία (ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης, αυξημένη ζήτηση, πλήρης χρησιμοποίηση του παραγωγικού δυναμικού), ενώ μειώνεται, όταν περιορίζεται η ανάπτυξη (χαμηλή ζήτηση, αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό).
Οι στόχοι του ΕΣΚΤ, του ευρωπαϊκού συστήματος των κεντρικών τραπεζών, καθώς επίσης του βασικού εργαλείου του, της ΕΚΤ, έχουν συμφωνηθεί και καταγραφεί στην ιδρυτική σύμβαση της ΕΕ – όπου το ύψος του πληθωρισμού έχει τοποθετηθεί στο ανώτατο ποσοστό του 2%, σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο έτος. Ένας επόμενος στόχος είναι η ενίσχυση της οικονομικής πολιτικής της ΕΕ, με απώτερο σκοπό τον περιορισμό της ανεργίας, καθώς επίσης τη διαρκή ανάπτυξη – υπό την προϋπόθεση όμως ότι δεν θα είναι εις βάρος της σταθερότητας των τιμών.
Οι βασικές υποχρεώσεις τώρα του ΕΣΚΤ, είναι οι εξής: (α) ο καθορισμός και η διευθέτηση της νομισματικής πολιτικής (β) οι συναλλαγματικές συναλλαγές (γ) η διαχείριση των εκάστοτε συναλλαγματικών αποθεμάτων των κρατών-μελών της ΕΕ και (δ) η τροφοδοσία της οικονομίας με χρήματα, ειδικά δε η εξασφάλιση απροβλημάτιστων συναλλαγών (κάτι που παραβιάσθηκε παράνομα στην Ελλάδα το 2015).
Η ΕΚΤ όμως έχει επί πλέον λειτουργίες, όπως: (α) την έγκριση της έκδοσης ευρώ – η ίδια η έκδοση γίνεται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες (β) τη συμμετοχή της στην επίβλεψη των εμπορικών τραπεζών, καθώς επίσης στη σταθερότητα των χρηματαγορών (γ) την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών στην κοινότητα και στις εθνικές υπηρεσίες, καθώς επίσης τη συνεργασία με άλλα ευρωπαϊκά και διεθνή όργανα (δ) τη συλλογή στατιστικών και άλλων πληροφοριών, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη λειτουργία της και (ε) τη σύνταξη του ετήσιου ισολογισμού της.
Με στόχο τώρα την εξασφάλιση της κεντρικής λειτουργίας της, τη διατήρηση του επιπέδου των τιμών, έχει αποφασισθεί η πλήρης ανεξαρτησία της ΕΚΤ από την Πολιτική ή από άλλες επιρροές – έτσι ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων. Η ανεξαρτησία της αυτή είναι (α) λειτουργική (β) θεσμική (γ) χρηματοοικονομική και (δ) σε επίπεδο διοίκησης, καθώς επίσης στελέχωσης – όπου οι διοικητές της ΕΚΤ εκλέγονται (από το ευρωπαϊκό συμβούλιο) για οκτώ συνεχή έτη, χωρίς δεύτερη θητεία, ενώ οι πρόεδροι των εθνικών κεντρικών τραπεζών για πέντε έτη, με αυστηρή απαγόρευση της δραστηριοποίησης τους σε άλλους τομείς.
Κέρδη και ζημίες των κεντρικών τραπεζών
Περιοριζόμενοι στην ανωτέρω περιληπτική αναφορά μας στην ΕΚΤ, αφού ο σκοπός μας είναι οι λύσεις στην κρίση χρέους της Ευρωζώνης, οι οποίες θα μπορούσαν να προέλθουν από αυτήν, οφείλουμε να τονίσουμε ότι, για τις κεντρικές τράπεζες δεν ισχύουν οι συνήθεις κανόνες σύνταξης ισολογισμού – ενώ δεν έχουν καμία υποχρέωση αύξησης κεφαλαίου, εάν η λειτουργία τους είναι ζημιογόνα.
Ειδικότερα, αν και τα κέρδη από τη δραστηριοποίηση τους κατατίθενται ετήσια στα κράτη (τουλάχιστον όσον αφορά αυτές που ανήκουν στο δημόσιο), δεν υπάρχουν καθαροί κανόνες, σε σχέση με τις ζημίες τους. Άλλωστε, από την πλευρά της πολιτικής χρήματος, η κάλυψη των ζημιών μίας κεντρικής τράπεζας δεν είναι απαραίτητη – επειδή οι απαιτήσεις απέναντι σε μία κεντρική τράπεζα αποτελούν τόσο νομικά, όσο και οικονομικά, καθαρά χρήματα (κεντρικά χρήματα στην προκειμένη περίπτωση).
Στα πλαίσια αυτά, οι απαιτήσεις της γερμανικής κεντρικής τράπεζας απέναντι στην ΕΚΤ, ύψους περί τα 900 δις € από το σύστημα Target II, όπως οι αντίστοιχες υποχρεώσεις των άλλων κεντρικών τραπεζών των χωρών του Νότου κυρίως, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Για παράδειγμα, η ΕΚΤ μπορεί οποτεδήποτε να «τυπώσει» 900 δις € και να εξοφλήσει τη Bundesbank – οπότε δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας της Γερμανίας ή των εθνικιστών οικονομολόγων της.
Συνεχίζοντας μία κεντρική τράπεζα, ως η μοναδική «μέτοχος» ενός οικονομικού συστήματος, είναι πάντοτε «αξιόχρεη», αφού έχει τη δυνατότητα της «εκτύπωσης» χρημάτων από το πουθενά – με τα οποία μπορεί να εξοφλεί όλες τις οφειλές της, οπότε δεν υπάρχει λόγος ύπαρξης κανόνων που θα αφορούσαν το διακανονισμό τυχόν ζημιών της. Ειδικά όμως όσον αφορά την ΕΚΤ, στο καταστατικό της υπάρχει η εξής «οδηγία» ρύθμισης τυχόν ζημιών της (σε ελεύθερη μετάφραση):
“Εάν η ΕΚΤ δημιουργήσει ζημίες στον ισολογισμό της, το ποσόν που θα λείπει μπορεί να συμπληρωθεί από τα συναλλαγματικά της αποθέματα και, εάν υπάρχει ανάγκη, στη βάση μίας ανάλογης απόφασης του διοικητικού της συμβουλίου, από τα μονεταριστικά κέρδη του έτους που δημιουργούνται οι ζημίες, σε σχέση και μέχρι το ύψος των ποσών που θα κατατεθούν, τα οποία θα μοιράζονταν, σύμφωνα με το άρθρο 32.5, στις εθνικές τράπεζες”.
Αυτός ο κανόνας αποκλείει ουσιαστικά το μηδενισμό των ενδεχομένων ζημιών της ΕΚΤ με τη βοήθεια χρημάτων, τα οποία θα μεταφέρονταν από τις κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών της ΕΕ, στο σύστημα της ΕΚΤ. Στη χειρότερη των περιπτώσεων λοιπόν, οι εθνικές τράπεζες θα συμμετείχαν στις ζημίες της ΕΚΤ με το κέρδος του συγκεκριμένου έτους, το οποίο θα κατατίθετο στις κυβερνήσεις των κρατών τους. Κάτι άλλο δεν αναφέρεται στο καταστατικό της ΕΚΤ οπότε, εάν παρουσιάσει ζημίες, δεν είναι υπεύθυνα τα εθνικά κράτη – επομένως ούτε οι φορολογούμενοι πολίτες τους.
Η ΕΚΤ και η κρίση χρέους της Ευρωζώνης
Περαιτέρω, υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι καταπολέμησης της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης – με βάση τις νομικές και οικονομικές δυνατότητες, οι οποίες προσφέρονται από την ιδιαίτερη λειτουργία μίας κεντρικής τράπεζας. Αναλυτικότερα η ΕΚΤ, με κριτήριο την αγορά ομολόγων του δημοσίου ορισμένων ελλειμματικών οικονομιών της Ευρωζώνης, έχει αναδειχθεί στο μεγαλύτερο πιστωτή τους – ενώ από τη θέση της έχει τη δυνατότητα να καθορίσει αυτή τον τρόπο, με τον οποίο οι συγκεκριμένες χώρες θα εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους απέναντι της.
Για παράδειγμα, δεν υπάρχει κανένα «νομικό κώλυμα», το οποίο να απαγορεύει στην ΕΚΤ να εγκρίνει στην Ελλάδα έναν βιώσιμο τρόπο αποπληρωμής των χρεών της – των ομολόγων δηλαδή που η χώρα μας έχει εκδώσει στο παρελθόν και τα οποία η ΕΚΤ θα μπορούσε να εξαγοράσει σταδιακά, εγγράφοντας τα στον ισολογισμό της (με την ονομαστική τους αξία ή με οποιαδήποτε άλλη).
Περαιτέρω, η ΕΚΤ δεν έχει κανένα λόγο να διαγράψει χρέη της Ελλάδας ή της Ιταλίας, όπως τα ομόλογα που έχει ήδη στην κατοχή της, αφού μπορεί να παγώσει άτοκα την αποπληρωμή τους – μέχρι εκείνη τη στιγμή που η εκάστοτε χώρα θα είναι σε θέση να πληρώνει, από τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού της. Εκτός αυτού, ακόμη και αν η χώρα-μέλος δεν θα μπορούσε ποτέ να πληρώσει τα χρέη της, η ΕΚΤ δεν θα είχε καμία υποχρέωση να εγγράψει ανάλογες ζημίες στον ισολογισμό της (έχει τη δυνατότητα να κρατήσει αιώνια τα ομόλογα, με οποιαδήποτε αξία αποφασίσει η ίδια).
Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο – αφού το έχει εφαρμόσει με επιτυχία η βρετανική κεντρική τράπεζα το 1914, καθώς επίσης η ιαπωνική το 1946. Επομένως θα μπορούσε να το εφαρμόσει και η ΕΚΤ – εάν δεν υπήρχε η αντίθετη θέση της Γερμανίας, με στόχο την επίτευξη των δικών της, επεκτατικών σχεδίων.
Η ΕΚΤ θα μπορούσε επίσης, με κάποια αλλαγή του καταστατικού της, να αγοράσει μία προκαθορισμένη ποσότητα των χρεών (ομολόγων) όλων των κρατών-μελών της Ευρωζώνης – «αποθηκεύοντας» τα στους Ισολογισμούς της και «παγώνοντας» τα. Σε τελική ανάλυση λοιπόν, θα είχε τη δυνατότητα να μειώσει σταδιακά τα χρέη των χωρών της νομισματικής ένωσης, στα επίπεδα που ορίζει η συμφωνία του Μάαστριχτ – με αποτέλεσμα να υπάρχει ανάγκη χρηματοδότησης των χρεών από τις αγορές, μόνο για τα συγκεκριμένα ποσά που δεν θα υπερέβαιναν το 60% του ΑΕΠ της εκάστοτε χώρας, όπως τονίζει σήμερα και ο Ιταλός.
Οι αντιρρήσεις
Ουσιαστικά, οι αντίθετες απόψεις επικεντρώνονται σχεδόν εξ ολοκλήρου στους φόβους δημιουργίας πληθωρισμού, λόγω αύξησης της ποσότητας χρήματος. Εν τούτοις, με κριτήριο το ότι τα χρήματα (δημόσια χρέη) ευρίσκονται ήδη σε κυκλοφορία, χωρίς να έχουν διαπιστωθεί πουθενά μεγάλες πληθωριστικές πιέσεις, υπάρχουν σοβαρότατες αμφιβολίες, όσον αφορά τη συγκεκριμένη τεκμηρίωση (πόσο μάλλον όταν το ευρώ είναι το δεύτερο αποθεματικό νόμισμα στον πλανήτη) – ενώ δεν συνέβη κάτι τέτοιο ούτε με τα πακέτα ποσοτικής διευκόλυνσης (=αγοράς παγίων) που κυκλοφόρησαν στις αρχές του 2015 (γράφημα).
Ειδικότερα, όταν εγκρίνεται ένα δάνειο μέσω του συστήματος της ΕΚΤ, τότε αυξάνεται η ποσότητα χρήματος – ενώ όταν εξοφλείται ένα δάνειο, η ποσότητα χρήματος μειώνεται (όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα δάνεια των εμπορικών τραπεζών). Επειδή όμως τα ομόλογα, τα οποία διατηρεί η ΕΚΤ στα βιβλία της, αποτελούν ήδη εγκεκριμένα δάνεια, η οποιαδήποτε συμφωνία αποπληρωμής τους θα ήταν ουδέτερη, όσον αφορά την ποσότητα χρήματος.
Η μοναδική διαφορά είναι το ότι, τα ποσά που αντιστοιχούν στα συγκεκριμένα ομόλογα δεν θα «καταστραφούν» – δεν θα αποσυρθούν δηλαδή από την κυκλοφορία και δεν θα μειωθεί η ποσότητα χρήματος, την ημερομηνία που έχει καθορισθεί για την εξόφληση τους. Οι όποιες πληθωριστικές ανησυχίες λοιπόν αφορούν το μέλλον και όχι το παρόν – κυρίως το μακροπρόθεσμο.
Η διαδικασία θα ήταν διαφορετική βέβαια, εάν η ΕΚΤ αποφάσιζε να αγοράσει καινούργια κρατικά ομόλογα (όπως η Fed και οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες), τα οποία θα εξέδιδαν τα κράτη-μέλη της, με στόχο στη συνέχεια να τα «παγώσει» στα βιβλία της – αφού τότε θα δημιουργούταν φρέσκα χρήματα, αυξάνοντας την ποσότητα που κυκλοφορεί στην αγορά.
Όμως ο υφιστάμενος, «παραδοσιακός» μηχανισμός, με βάση τον οποίο οι εμπορικές τράπεζες αγοράζουν καινούργια κρατικά ομόλογα, χρηματοδοτείται επίσης από την ΕΚΤ – με μοναδική διαφορά το ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η χρηματοδότηση των κρατών είναι έμμεση και οι εμπορικές τράπεζες κερδίζουν τεράστια ποσά, από τη διαφορά των επιτοκίων.
Στην πραγματικότητα λοιπόν, σε σχέση με την ποσότητα χρήματος, δεν υπάρχει καμία διαφορά, όπως θέλουν οι «ειδικοί» να πιστεύουμε. Απλούστατα, το χρηματοπιστωτικό καρτέλ έχει εντελώς άλλες προτεραιότητες, από αυτές όλων των υπολοίπων – οπότε έχει κάθε λόγο να τους (μας) τρομοκρατεί, έτσι ώστε να διατηρεί ανέπαφα τα τεράστια προνόμια του, τα οποία πηγάζουν από την έκδοση και τον έντοκο δανεισμό των χρημάτων (κέρδη από το δανεισμό των κρατών με τοκογλυφικά επιτόκια, με χρήματα χωρίς αντίκρισμα κλπ.).
Επίλογος
Είμαστε ανέκαθεν της άποψης ότι, η χρυσή μεσότητα είναι ο καλύτερος δρόμος – αφού αποφεύγονται οι υπερβολές ενώ οι κίνδυνοι, τους οποίους δεν μπορεί κανένας να προβλέψει με ασφάλεια ή/και να αποκλείσει, διατηρούνται σε ελεγχόμενα επίπεδα.
Στα πλαίσια αυτά θεωρούμε ότι, η κρίση χρέους της Ευρωζώνης που απλά έχει κρυφτεί κάτω από το χαλί χωρίς να αντιμετωπιστεί, μπορεί και πρέπει να λυθεί με τη βοήθεια της ΕΚΤ, με τον τρόπο που αναλύσαμε παραπάνω ή με κάποιον άλλο παραπλήσιο – χωρίς δηλαδή τις όποιες «μεσοβέζικες», επιθετικές ουσιαστικά λύσεις, εναντίον των άλλων χωρών και ειδικά των Η.Π.Α. (όπως αυτές του ESM, τις οποίες επιλέγει σκόπιμα η επεκτατική, πρωσική Γερμανία).
Για παράδειγμα, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα ειδικό «ευρωπαϊκό κεφάλαιο αποπληρωμής χρεών» («bad bank» ουσιαστικά), όπως έχει προταθεί από πολλούς, στο οποίο να «οδηγηθούν» εκείνα τα χρέη των χωρών της Ευρωζώνης που υπερβαίνουν το 60% του ΑΕΠ τους – έτσι ώστε να παγώσουν και να αποπληρωθούν σταδιακά, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν ή/και το επιβάλλουν, για να μην προκληθεί υπερπληθωρισμός.
Παράλληλα, η πολιτική λιτότητας θα μπορούσε να διατηρηθεί μεν, αλλά τα χρόνια προσαρμογής θα έπρεπε να γίνουν πολύ περισσότερα – έτσι ώστε να αποφευχθεί η ύφεση και τα τεράστια προβλήματα που προκαλεί, όπως διαπιστώθηκε κυρίως στην περίπτωση της Ελλάδας (ανεργία, χρεοκοπίες, κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου, φτώχεια, εγκληματικότητα, κοινωνικές εξεγέρσεις, εθνικές αντιπαλότητες κοκ.).
Φυσικά θα έπρεπε να συνοδευθεί με μέτρα ανάπτυξης όλων των χωρών της ΕΕ, αφού διαφορετικά είναι αδύνατη η μακροπρόθεσμη επίλυση της κρίσης χρέους – ενώ ο «επιτρεπόμενος» πληθωρισμός οφείλει να αναπροσαρμοσθεί στο 4%, από το 2% σήμερα.
Στη συνέχεια θα όφειλε να δρομολογηθεί ένα νέο δημοσιονομικό σύμφωνοι σταθερότητας, το οποίο όμως να απαγορεύει τις ασυμμετρίες στα εξωτερικά ισοζύγια συναλλαγών των χωρών-μελών της Ευρωζώνης – με τα οποία κάποιες χώρες (Γερμανία, Ολλανδία κλπ.), αναπτύσσονται εις βάρος των υπολοίπων. Οι ανισότητες αυτές θα έπρεπε να περιορισθούν και σε παγκόσμιο επίπεδο, εάν θέλουμε να διατηρηθεί η ειρήνη στον πλανήτη.
Τέλος, το ESM είναι μεν σωστό να εξελιχθεί σε ένα ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο, αλλά πρέπει να λειτουργεί όπως το ΔΝΤ από την ίδρυση του μέχρι τη δεκαετία του 1970 – με κύριο στόχο την συμμετρική ανάπτυξη των χωρών της ΕΕ. Πόσο μάλλον αφού, η μη ισορροπημένη εξέλιξη των κρατών, καθιστά αδύνατη την εφαρμογή μίας κοινής νομισματικής πολιτικής – για παράδειγμα, στη Γερμανία απαιτούνται υψηλά επιτόκια, ενώ στην Ιταλία χαμηλά.
Σε εθνικό επίπεδο τώρα, το μυστικό της ευημερίας και της ανάπτυξης είναι η σωστή και δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων – έτσι ώστε να μην υποφέρουν οι λιγότερο ικανοί, τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα και η κατανάλωση, η οποία προέρχεται κυρίως από την μεσοαστική τάξη.
Ολοκληρώνοντας, εκείνοι που πιστεύουν στην ελεύθερη, μη κεντρικά κατευθυνόμενη αγορά, πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι, όσο πολυτελές και αν είναι ένα σπίτι, είναι αδύνατον να διατηρηθεί σε μία γειτονιά, στην οποία όλοι οι υπόλοιποι υποφέρουν ή/και χάνουν τη στέγη τους – αφού, αργά ή γρήγορα θα επαναστατήσουν, καταστρέφοντας και ισοπεδώνοντας τα πάντα.
Ειδικά δε όσον αφορά την Ευρώπη, εάν δεν υπάρχει πρόθεση να επιλυθούν ριζικά τα προβλήματα της νομισματικής ένωσης, τότε θα ήταν καλύτερα να επιστρέψουν όλες οι χώρες μαζί στην προ ευρώ εποχή, ελεγχόμενα, έτσι ώστε να διατηρηθεί τουλάχιστον η ΕΕ (ανάλυση) – η οποία διαφορετικά θα καταρρεύσει, ως αποτέλεσμα της ανεξέλεγκτης διάλυσης της Ευρωζώνης.
Οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακά στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου – viliardos@analyst.gr – Facebook – Twitter
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου