MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

ΟΝΕ, Οικονομική Νομισματική Ένωση

Ο μηχανισμός της καταστροφής και έγκαιρες προειδοποιήσεις

Ξένη Δημοσίευση

– του Παναγιώτη Ήφαιστου, καθηγητή Διεθνών Σχέσεων & Στρατηγικής

Ακολουθούν τρεις επιφυλλίδες πριν την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Υπάρχουν πολλά άλλα μικρότερα δημοσιευμένα κείμενα. Αυτές τις επιφυλλίδες «αλίευσαν» στο διαδίκτυο φίλοι πριν δύο χρόνια και μου τις έστειλαν. Πολλοί τις ανάρτησαν τότε μαζί ή ξεχωριστά. Δεν αναπτύσσονται σοφίες και εξεζητημένα επιστημονικά πράγματα. Το αλφαβητάριο είναι για ένα πολιτικό επιστήμονα. Αποτελούν πάντως αποκρυσταλλωμένα πορίσματα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που αναπτύχθηκαν σε πολλά βιβλία. Είναι ζητήματα που εντάσσονται σε μια διαχρονική επιστημονική προβληματική και διδάσκω σε δευτεροετείς και τριτοετείς προπτυχιακούς φοιτητές. Τόσο απλά είναι.

Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας και εκατοντάδες συνάδελφοί μου οικονομολόγοι και ειδικοί της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (εξαιρουμένων ελάχιστων συναδέλφων) δεν τα γνώριζαν, ή δεν τα γνώριζαν επαρκώς για να έχουν αυτοπεποίθηση και να παρέμβουν στην δημόσια συζήτηση για να αποσοβήσουν μια βεβαία καταστροφή.

Η ένταξη όπως γινόταν, γράψαμε τότε αφοριστικά αλλά δυστυχώς αλάνθαστα «θα μετατραπεί σε φυλακή χωρίς απόδραση». Σχολιαστής σε μπλοκ πέρυσι έγραψε ότι αυτή η προειδοποίηση αξίζει μερικές εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ. Δεν είπε ψέματα πλην αυτοί που συναποφάσισαν ή συνοδοιπόρησαν για να συντελεστεί αυτό το πολιτικό έγκλημα όπως ο κ Παπαδήμος και κ Στουρνάρας αντί να πάνε, τουλάχιστον, σπίτι τους, παραδόξως και αλλόκοτα κάθονται τώρα σε εξουσιαστικές καρέκλες [ειλικρινά δεν ξέρω πως γίνεται να το αντέχουν, τι νοιώθουν αυτοί οι άνθρωποι] ενώ όσοι από εμάς είμαστε ασκητικοί ακαδημαϊκοί ερευνητές και μετά από πολλές δεκαετίες εξ αντικειμένου διακεκριμένη επιστημονική παρουσία –και για να μην αναφέρουμε την κατά το ήμισυ αρπαγή του τίμιου μισθού μας–, μας ενοχλούν καθημερινά τα «τηλεφωνικά κοράκια των τραπεζών». Ποιων τραπεζών, ποιος τις πληρώνει, ποιος τις κατέχει, ποιος δίνει τις εντολές! Η μόνη «παρηγοριά» –παρηγοριά δεν είναι, εδώ που τα λέμε, πόνος είναι, εάν θέλει κανείς να ζει σε μια εύτακτη, ευνομούμενη και δίκαια οργανωμένη κοινωνία– είναι ότι ακόμη δεν είμαστε άνεργοι. Άνεργοι όμως είναι εκατοντάδες άλλοι συμπατριώτες μας, και αυτό είναι το μείζον.

Ο ακαδημαϊκός δεν πρέπει να είναι «μαϊντανός» των επιφυλλίδων αλλά να κάνει παρεμβάσεις μόνο όταν τίθενται σημαντικά ζητήματα. Και η άκρατη και αμελέτητη καταβύθιση της Ελλάδας σε πολλά πεδία που συντελέστηκε μέσα από μια σειρά λανθασμένων αποφάσεων στα πεδία της διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής ήταν πολύ σημαντικό ζήτημα. Όπως έγινε πλέον ολοφάνερο, ακυρώθηκε η εθνική μας ανεξαρτησία, βλήθηκε η κοινωνική συνοχή που σμιλεύαμε δύο αιώνες, κατεδαφίζονται τα ελληνικά νοικοκυριά που παρήγαγαν πλούτο, ελέγχεται το τραπεζικό μας σύστημα, είμαστε έρμαια διεθνικών τζογαδόρων, χάνουμε ζωτικό θαλάσσιο χώρο που μας προσφέρει η διεθνής νομιμότητα και η περιφερειακή αστάθεια είναι πλέον πολύ πιθανό όταν δημιουργείται ένα τόσο μεγάλο κενό ισχύος (λόγω συρρίκνωσης, ακριβώς, ενός περιφερειακού δρώντα όπως η Ελλάδα που αποτελούσε παράγοντα ισορροπίας και σταθερότητας).

Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η πρόβλεψη στις κοινωνικές επιστήμες όχι μόνο είναι δύσκολη ή αδύνατη αλλά και δεν ενδείκνυται. Για την ΕΕ έχω πολλές χιλιάδες δημοσιευμένες σελίδες στα 10 περίπου βιβλία μου για το φαινόμενο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όπου εξετάζω πολλές πτυχές, κυρίως τα στρατηγικά, τα πολιτικοθεσμικά, ιστορικοστρατηγικά και τα ζητήματα πολιτικής θεωρίας που ανάκυπταν εξαρχής και τα οποία καθίστανται ολοένα και πιο επιτακτικά μετά το 1992. Όσοι τα μελετούσαν χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες τα έβλεπαν και τα επισήμαναν. Η κρίση των τελευταίων ετών απλά τα έβγαλε στην επιφάνεια.

Σε πολλά βιβλία έχουν αναλυθεί εκτεταμένα τόσο το Γερμανικό ζήτημα όσο και το ζήτημα της ΟΝΕ. Σε αυτή την ερευνητική και συγγραφική εμπειρία οφείλονται και οι θέσεις μας την δεκαετία του 1990 για τον τρόπο αντιμετώπισης της ΕΕ από την Ελλάδα και κυρίως τα ιδεολογικά κίνητρα στην βάση των οποίων ενταχθήκαμε στην ΟΝΕ.

Τη δεκαετία του 1990 όταν ακούσαμε περί ταχύρρυθμων κινήσεων ένταξης μέσα στην Γαλλογερμανική νομισματική φυλακή –διότι για όποιος είχε στοιχειωδώς μελετήσει την μετάβαση από τον Ψυχρό Πόλεμο στην μεταψυχροπολεμική εποχή το ήξερε– αγωνιωδώς πλην μάταια εκφράσαμε πολλές επιφυλάξεις. Αυτές οι επιφυλάξεις είναι διαχρονικά συνεπείς.

Απλά το θεωρούσα μια καταστροφή και κόντρα στο ρέμα (και με πολύ μεγάλο κόστος από βέλη προερχόμενα από τους ταλιμπάν της ευρωλαγνείας) το διατύπωνα διαρκώς δημόσια. Σε μεγαλύτερα κείμενα πολύ μεγαλύτερης επιστημονικής σημασίας εξετάζονται εξονυχιστικά τα διλήμματα ασφαλείας στην ΕΕ.

Αναφέρω κυρίως το «Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων» και το «Κοσμοθεωρητική ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας» οι αναλύσεις των οποίων εκτιμώ θα αποκτούν μεγαλύτερη σημασία όσο η Ευρώπη συνεχίζει τον εκτροχιασμό που δρομολογήθηκε το 1992. Μια δηλαδή επιβολή ενός πανευρωπαϊκού νομισματικού μηχανισμού μεγάλων διανεμητικών προεκτάσεων πάνω σε ένα εθνοκρατικά-κοινωνικά διαφοροποιημένο πεδίο τα μέλη του οποίου διαθέτουν διαφορετικά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης, είναι προικισμένα με διαφορετικές πολιτικές ανθρωπολογίες και εξ αντικειμένου είναι διαφορετικών αναπτυξιακών δυνατοτήτων. Η τεχνόσφαιρα αυτή, εξάλλου, αναμενόμενα τάχιστα βρέθηκε υπό τον έλεγχο των διεθνικών τζογαδόρων (της «παγκοσμιοποίησης» των φαντασιόπληκτων) που προκαλούν εισροές ποταμών πολιτικοοικονομικού ανορθολογισμού.

Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι εάν μιλήσει κανείς για διλήμματα ασφαλείας θίγει βαθύτατα τον προκατειλημμένο ιδεολογικό κόσμο της συμβατικής σοφίας των «κονδυλίων» και των γραφειοκρατικών-τεχνοκρατικών συγγενειών. Είναι επίσης το γεγονός ότι κάνοντας ένα τέτοιο ερευνητικό και συγγραφικό εγχείρημα τα πορίσματα του οποίου ενέχουν μακροχρόνια σημασία για το διακρατικό σύστημα δεν είναι το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο. Πολύ περισσότερο όταν εξετάζεται η πιο προκλητική περίπτωση, της ΕΕ.

Σε μεταγενέστερη μονογραφία (το «Κοσμοθεωρία των Εθνών») αποκρυστάλλωσα περισσότερα συμπεράσματα για τον «μηδενικό χαρακτήρα της ευρωπαϊκής υπερεθνικής ανθρωπολογίας». Η διαφορά γνώσης και μη γνώσης αυτών των δομών, ακριβώς, είναι η διαφορά μεταξύ μιας ομαλής κατάστασης και της παρούσης αξιοθρήνητης διολίσθησης πολλών κοινωνιών στο βούρκο της φτώχιας και της ΕΕ στον κατήφορο που ίσως την διαλύσει.

Παραμένει γεγονός ότι επιφυλλίδες όπως αυτές που ακολουθούν –που στηρίζονται όπως είπαμε σε στοιχειώδη γνώση– διέγνωσαν την επερχόμενη ασθένεια και προειδοποιούσαν με «χειρουργική ακρίβεια». Επειδή όταν ασχολείσαι ασκητικά και αποκλειστικά με την επιστήμη δεν πλουτίζεις, μια επαναληπτική ανάγνωση των θεωρήσεων που ακολουθούν να γεμίζουν κάποιο με ικανοποίηση για το γεγονός ότι επιτέλεσε το έργο του. Επειδή όμως αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία –και κυρίως δύσκολα αναγνωρίζεται στην ζούγκλα των ομότεχνών μου– οι σύντομες αναλύσεις που επαναφέρουμε δύο δεκαετίες μετά, είναι διδακτικές για τα αίτια των προβλημάτων μας. Χωρίς ορθολογιστική και βαθιά γνώση της διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής όχι μόνο δεν θα σταθούμε ξανά όρθιοι αλλά επιπλέον θα βυθιζόμαστε ολοένα και πιο βαθιά στο τέλμα. Θαύματα δεν γίνονται και ο πολιτικός ορθολογισμός είναι αναγκαία προϋπόθεση επιβίωσης ενός κράτους.

Διέξοδος δεν υπάρχει όσο η ανάλυση φοράει ιδεολογικές παρωπίδες και όσο τα δημόσια πρόσωπα και οι επιστήμονες είναι βυθισμένοι μέσα στον ιδεολογικό και προκατειλημμένο πολιτικοπαραταξιακό τους κόσμο. Κόσμο που τους προσφέρει, κατά τα άλλα, παρελάσεις πάνω σε γελοίες πολιτικές και επικοινωνιακές πασαρέλες. Δεν θα έλεγα τόσο σκληρά λόγια εάν η προνομιακή πρόσβαση στα μέσα μαζικής επικοινωνίας κάποιων, δεν τους οδηγούσε στο ατόπημα (γιατί άραγε, σε τι τους «ωφελούσε»;) να ρίχνουν αδιάκοπα και επί δεκαετίες δολοφονικά βέλη κατά όποιου ήθελε να μιλά αξιολογικά ελεύθερα και επιστημονικά-πολιτικά ορθολογιστικά. Τιμητικά αυτά τα βέλη, βέβαια, πλην θανατηφόρα για την πατρίδα.

Ο διεθνολόγος, έγραψε ο Kenneth Waltz, είναι ο γιατρός της διεθνούς πολιτικής. Ενώ στην ιατρική κανείς δεν εμπιστεύεται τσαρλατάνους είναι άξιοπερίεργο το γεγονός ότι τα μέλη των κοινωνιών εμπιστεύονται τσαρλατάνους της πολιτικής. Έτσι, χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης, συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε την διεθνή και ευρωπαϊκή πολιτική φορώντας παρωπίδες ή διακατεχόμενοι από φοβικά σύνδρομα ανάξια ενός εθνικά ανεξάρτητου κράτους. Για δύο συναφείς παρεμβάσεις βλ. «ΕΕ: Διαπραγματευτική στρατηγική» και «Οι στρατηγικές σεισμικές πλάκες στα θεμέλια της ΕΕ και η Βρετανία».

Ο μπαμπούλας της ΟΝΕ

Δημοσιεύθηκε: Τετάρτη 30 Ιουνίου 1999


Οι ιεραρχήσεις των προτεραιοτήτων μας επηρεάζονται, ενδεχομένως, από μερικές εξόφθαλμα λανθασμένες εκτιμήσεις. Για έξι τουλάχιστον λόγους, η υπόθεση της ΟΝΕ είναι παραφουσκωμένη και μυθοποιημένη.

Πρώτον, ο χαρακτήρας της διαδικασίας ολοκλήρωσης κρίθηκε ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Έκτοτε, οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν αυτή την εκτίμηση. Οι αποφάσεις του 1991-92 ­ τις οποίες μερικοί αφελώς ερμήνευσαν ως προαγγελία της εγγύησης των συνόρων μας ­ δεν οφείλονταν σε στρατηγικές συγκλίσεις ή στην ύπαρξη ενός ευρωπαϊκού πολιτικού και κοινωνικού χώρου. Αντίθετα, ήταν σπασμωδικές και βιαστικές κινήσεις λόγω «γερμανικού προβλήματος». Ουσιαστικά,συνδέοντας το θέμα αυτό με τη γερμανική επανένωση, το Παρίσι «εκβίασε» τη Βόννη και πέτυχε την υιοθέτηση της ΟΝΕ. Ο σκοπός ήταν απλός: ο έλεγχος της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας.

Δεύτερον, εκτός του ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια κοινωνικοπολιτικά σταθερή και βιώσιμη οικονομική και νομισματική ένωση, οι στόχοι της Γαλλίας δυνατό να έχουν ήδη ακυρωθεί λόγω αντίθετων εξελίξεων από τις προσδοκώμενες, δηλαδή λόγω της οικονομικής υπεροχής της Γερμανίας ανεξαρτήτως ΟΝΕ. Δυνητικά,αυτό αυξάνει τις αντιθέσεις και αντιφάσεις στην Ε.Ε.

Τρίτον, ως συνέπεια σωρείας σπασμωδικών και ασπόνδυλων αποφάσεων ­ωφελιμιστικού και χρησιμοθηρικού χαρακτήρα ­ τα μέλη της Ε.Ε. εισήλθαν σε έναν διαρκή αγώνα δρόμου για «σύγκλιση» χωρίς πολιτικό προορισμό, χωρίς κοινωνικό όραμα, χωρίς επαρκή οικονομική αλληλεγγύη και χωρίς την αναγκαία και μη εξαιρετέα διπλωματική και αμυντική ταυτότητα. Έκτοτε, το σύστημα τείνει προς κατακερματισμό, πολυδιάσπαση και εγκατάλειψη των αφετηριακών σκοπών, ενώ επανεμφανίζονται ηγεμονικές συμπεριφορές. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως τον περασμένο Ιανουάριο ο Ζακ Ντελόρ μίλησε ακόμη και για κίνδυνο διάλυσης της Ε.Ε.

Τέταρτον, η στρατηγική ανικανότητα της Ευρώπης αποκτά μόνιμο χαρακτήρα, τα διλήμματα ασφαλείας και οι γεωπολιτικές διαιρέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης επανέρχονται στο προσκήνιο και πολλοί Αγγλοαμερικανοί μιλούν ανοικτά για κατάργηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υιοθέτηση μιας χαλαρής«Ατλαντικής Ένωσης» υπό υψηλή αμερικανική εποπτεία. Η πορεία της Ευρώπης, εξάλλου, επηρεάστηκε καθοριστικά λόγω της μεγάλης στρατηγικής στροφής της Γαλλίας το 1993-5. Η Συμφωνία του Βερολίνου το 1996 και η ουσιαστική αποδοχή από το Παρίσι του ατλαντικού χαρακτήρα της ευρωπαϊκής άμυνας, σε συνδυασμό με αναβαθμισμένες πολιτικές και θεσμικές σχέσεις της χώρας αυτής με το ΝΑΤΟ (και τελεσίδικη αποδοχή της Γαλλίας ως αδιαμφισβήτητου μέλους της «νόμιμης»πυρηνικής ομάδας), είναι εξελίξεις που επιβεβαίωσαν την αδυναμία των Ευρωπαίων να περάσουν από την ενοποίηση στα καταναλωτικά θέματα, στους τομείς της υψηλής πολιτικής και κοινωνικής ολοκλήρωσης.

Πέμπτον, μόνο αιθεροβάμονες αμφισβητούν το γεγονός πως η Ευρωπαϊκή Κοινότητα έχει από καιρό απομακρυνθεί από τις αφετηριακές λογικές του κοινοτισμού και από τις ιστορικές επιδιώξεις για μη-ηγεμονική υπερεθνική ολοκλήρωση. Οι κυρίαρχες τάσεις είναι όχι προς πολιτική ένωση αλλά προς κατακερματισμό, νεο-ηγεμονικές συμπεριφορές, ιεραρχήσεις στη βάση κριτηρίων ισχύος και υποβάθμιση της συμμετοχής ή και «πρόστιμα» – τιμωρία ­ αντί αλληλεγγύης, όπως συνέβαινε στο παρελθόν ­ των λιγότερο ισχυρών μελών.

Έκτον, για τους πιο πάνω και πολλούς άλλους λόγους, η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε. ­ την οποία κανείς νοήμων δεν αμφισβητεί ­ αναπτύσσεται πλέον με τον ίδιο τρόπο που συμβαίνει σε κάθε άλλο διακρατικό σύστημα: σκληρός ανταγωνισμός. Όπως δείχνουν εξάλλου οι επιλογές τριών άλλων κρατών της Ε.Ε., η άμεση συμμετοχή στην ΟΝΕ δεν είναι αυτοσκοπός. Τα συμφέροντά μας δεν εξυπηρετούνται αν αυτό σημαίνει: 1) οικονομική και πολιτική καθυπόταξή μας, εάν και όταν θα ενταχθούμε στην ΟΝΕ, 2) εκδίωξη ­ αντί αλληλεγγύης ­ από τον «σκληρό πυρήνα», αν αποτύχουμε π.χ. κατά 1% στον πληθωρισμό (βλ. πρόσφατες δηλώσεις Πρόντι), 3) χαλάρωση όσον αφορά την τουρκική απειλή και αποδυνάμωση στην περιφέρειά μας.

Αναμφίβολα πολλοί θα υποστήριζαν μέτρα που θα βελτίωναν την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας στον διεθνή χώρο. Δεν μας τιμά, όμως, εάν χρειαζόμαστε τον μπαμπούλα της ΟΝΕ, για να κάνουμε αυτό που μας συμφέρει να κάνουμε. Μήπως θα πρέπει να ξανασκεφτούμε σκοπούς, μέσα, προτεραιότητες και ιεραρχήσεις; Είναι, τουλάχιστον, δυνατό να σταματήσει η πολιτική τρομοκρατία πως αν χάσουμε το τρένο της ΟΝΕ θα ριχτούμε, δήθεν, στον λάκκο των λεόντων;

Το «όραμα» της ΟΝΕ

Δημοσιεύθηκε: Τετάρτη 09 Φεβρουαρίου 2000


Η επικείμενη ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ είναι θετική εξέλιξη, εάν εκτιμάται πως ενισχύει τη θέση, τον ρόλο και τις δυνατότητες της Ελλάδας στην Ευρώπη και διεθνώς. Η ΟΝΕ συναρτάται, κατά κύριο λόγο, με τη σχέση οφέλους -ζημίας στην οικονομία, τις συνέπειες στη διπλωματία μας και τις επιπτώσεις στην εθνική ασφάλεια και τη διεθνή θέση της Ελλάδας.

Η ιεράρχηση του θέματος αυτού στην κλίμακα των εθνικών προτεραιοτήτων εξαρτάται από τις απαντήσεις που δίνονται σ’ έναν αριθμό κρισίμων ερωτημάτων,που αφορούν τη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα: είναι η ένταξη στην ΟΝΕ στρατηγική ή τακτική επιλογή; Είναι μείζον εθνικό ζήτημα ή δευτερευούσης σημασίας ζήτημα; Είναι μέσον ή σκοπός; Πώς σχετίζεται με άλλα ζητήματα και ιδιαίτερα την εθνική ασφάλεια; Είναι «εθνικό όραμα»; κ.λπ.

Ορθές εκτιμήσεις απαιτούν κατανόηση του ρόλου της ΟΝΕ στη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν συμφέρει την Ελλάδα η ένταξη στην ΟΝΕ, είναι εντούτοις χρήσιμο να ληφθεί υπόψη πως η υιοθέτηση αυτής της πολιτικής σηματοδότησε τη δρομολόγηση επιλογών που αλλάζουν τη μορφή και τον χαρακτήρα της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: υπερίσχυση των διακυβερνητικών οργάνων, κατακερματισμό σε πολλές κατηγορίες συμμετοχής, μεγάλο δημοκρατικό έλλειμμα, σχεδόν πλήρη επικράτηση της Ατλαντικής Συμμαχίας στο στρατηγικό επίπεδο, εγωιστικές στάσεις των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και βήματα προς διεύρυνση εις βάρος της εμβάθυνσης.

Αυτές οι εξελίξεις αλλάζουν σταδιακά τον χαρακτήρα της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με τρόπο που προσεγγίζει τον χαρακτήρα του υπόλοιπου άναρχου διεθνούς συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, η αρχή της αυτοβοήθειας υπερισχύει, ενώ υποβαθμίζεται η αλληλεγγύη και ο κοινοτισμός. Οι εξισορροπητικές ενέργειες, εξάλλου, είναι ολοένα και πιο συχνές και οι ανεξέλεγκτες στρατηγικές αντιπαραθέσεις δεν μπορούν πλέον να αποκλειστούν.

Ασφαλώς θα μπορούσε να υπογραμμιστεί πως έστω και αν η Ευρώπη μετασχηματίζεται προς αυτή την κατεύθυνση, η Ελλάδα, ούτως ή άλλως, έχει συμφέρον να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα τhς οικονομίας της. Εκτός του ότι δεν μας τιμά αν χρειαζόμαστε τον μπαμπούλα της ΟΝΕ για να κάνουμε αυτό που μας συμφέρει, αυτή η θέση, αναμφίβολα λογική, επιβάλλεται να σταθμιστεί σε αναφορά με ορισμένους άλλους παράγοντες και κριτήρια που θα μπορούσαν να προκαλέσουν όχι αλλαγή πορείας, αλλά, ενδεχομένως, επανεκτίμηση των προσδοκιών, αντιλήψεων και ιεραρχήσεων.

Πρωτίστως, η στερνή και ενίοτε αδιαφανής αλληλεξάρτηση, στο πλαίσιο μιας Ευρώπης δομημένης στη βάση κριτηρίων ισχύος, θα περιορίζει το εύρος ελιγμών και κυρίαρχων αποφάσεων σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι συμβαίνει στο υπόλοιπο διεθνές σύστημα. Η αλληλεξάρτηση, όταν δεν πληρούνται ορισμένες πολιτικές προϋποθέσεις, είναι ουσιαστικά εξάρτηση που βλάπτει τον λιγότερο ισχυρό. Ο τελευταίος, ενώ είναι «κλειδωμένος» σε μια αρένα οικονομικού ανταγωνισμού, δεν προστατεύεται επαρκώς είτε με τη δική του κυριαρχία (που έχει ήδη «εθελούσια» εκχωρήσει) είτε από μια άλλη υπερεθνική ρυθμιστική εξουσία, που θα έπρεπε να συνοδεύει επιλογές αυτής της εμβέλειας. Εάν δεν δημιουργηθούν γνήσιοι δημοκρατικοί υπερεθνικοί θεσμοί, εάν διαιωνιστεί επί μακρόν η αμφιλεγόμενη θεσμοπολιτική δομή των τελευταίων ετών και εάν η χώρα δεν αντέξει τον ανταγωνισμό, το «κλείδωμα» στην ΟΝΕ θα μετατραπεί σε φυλακή χωρίς δυνατότητα απόδρασης. Δηλαδή απαιτείται να εκτιμηθεί η θέση της χώρας υπό συνθήκες μεγάλου οικονομικού ανταγωνισμού και δημοκρατικού ελλείμματος.

Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν πως η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης βρίσκεται σε τροχιά μετασχηματισμού, που ακυρώνει το αφετηριακό όραμα της πολιτικής ένωσης. Κυρίως, πέραν πολλών άλλων πιθανών προβλημάτων και σε αντίθεση με αυτό που ισχύει στο εσωτερικό κάθε δημοκρατικού και ευνομούμενου κράτους, η ΟΝΕ, αλλά και άλλες παράλληλες εξελίξεις στην Ευρώπη, ευνοούν τον ανεξέλεγκτο οικονομικό και πολιτικό ανταγωνισμό, χωρίς να διασφαλίζεται ο εξισορροπητικός ρυθμιστικός ρόλος μιας δημοκρατικά εκλεγμένης ευρωπαϊκής εξουσίας.

Είναι προφανές πως η μετά ΟΝΕ εποχή δεν θα είναι ανθόσπαρτη. Η προσήλωση στο εθνικό συμφέρον και η απαλλαγή από αυταπάτες και ευσεβείς πόθους είναι προϋπόθεση τόσο της εκμετάλλευσης των ευκαιριών όσο και της αντιμετώπισης των προκλήσεων και των κινδύνων.

Ευρώ και μεγάλες ιδέες


Στόχος η οικονομική σταθερότητα με τη συμμετοχή στην ΟΝΕ 

Δημοσιεύθηκε: Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2002

Σύμφωνα με τις διακηρύξεις όλων σχεδόν των πολιτικών ηγετών της Ευρώπης, η συμμετοχή στην ΟΝΕ έχει ως κύριους σκοπούς το ισχυρό κράτος, την οικονομική -νομισματική σταθερότητα, τη βελτίωση της οικονομικής και θεσμικής ανταγωνιστικότητας των κρατών – μελών, την ενίσχυση των εθνικών εξωτερικών πολιτικών απέναντι σε αντιπάλους και την εμπέδωση της καθεστωτικής σταθερότητας. Όντως, πρόκειται για μια ορθολογική και ρεαλιστική οριοθέτηση των σκοπών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Πιο συγκεκριμένα, υπό συνθήκες διακρατικής ισοτιμίας και στο πλαίσιο μιας αμοιβαίας επωφελούς, εμποροοικονομικής συνεργασίας, τα κυρίαρχα έθνη – κράτη της Ε.Ε. δημιούργησαν κοινούς θεσμούς και άλλες ρυθμίσεις που εξυπηρετούν τα εθνικά τους συμφέροντα. Ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει σοβαρά το γεγονός πως η εμπορική, νομισματική και θεσμική συνεργασία των τελευταίων δεκαετιών συμβάλλει στη διακρατική σταθερότητα της ευρωπαϊκής ηπείρου ή πως ενισχύει τα έθνη – κράτη που συμμετέχουν! Όμως, είναι άλλο πράγμα η διακρατική σταθερότητα απόρροια των κοινών επιτευγμάτων στους ωφελιμιστικούς τομείς και άλλο πράγμα η κοινωνικοπολιτική ένωση των λαών, η εξομοίωση των ηθικοκανονιστικών τους δομών και η ανατροπή των κεκτημένων του εθνικού – κρατικού γίγνεσθαι. Όποιος πολιτικός ηγέτης ή στοχαστής δεν κατανοεί αυτή τη διαφορά, κινείται σε ολισθηρό έδαφος: Τα ωφελιμιστικά συμφέροντα, όταν δεν συνοδεύονται από ισχυρές ηθικοκανονιστικές παραδοχές συναρτημένων με εδραία κοσμοθεωρητικά θεμέλια και όταν δεν συνοδεύονται από ισχυρούς κοινωνικούς ελέγχους και εξισορροπήσεις, εύκολα μπορούν να γίνουν «θρύψαλα».

Έτσι, καλά θα κάνουμε να γνωρίζουμε πως το ευρώ δεν συνιστά ηθικοκανονιστική κοσμογονία, αλλά μόνο χρηστική αναγκαιότητα και ωφελιμιστικό επιστέγασμα μιας μακρόχρονης εμπορικοοικονομικής συνεργασίας που οικοδομήθηκε προσεκτικά και που επιβιώνει λόγω ισορροπίας μεταξύ υπερεθνικών ρυθμίσεων και εθνικών συμφερόντων. Υπό αυτό το πρίσμα, πέραν της ωφελιμιστικής – λειτουργικής σημασίας του, το ευρώ δεν προκρίνει την Πολιτική Ένωση ή ακόμη μια Οικονομική Ένωση που θα συνοδεύεται από πανευρωπαϊκή αλληλεγγύη, πανευρωπαϊκή λαϊκή κυριαρχία και πανευρωπαϊκούς κοινωνικούς ελέγχους και εξισορροπήσεις. Κοντολογίς, το ευρώ δεν μετατρέπει αυτόματα τα «εθνικά πολιτικά ζώα» σε «ευρωπαϊκά πολιτικά ζώα»: Τα έθνη – κράτη, η κυριαρχία τους, τα σύμβολά τους,οι εθνικές ταυτότητες και οι εθνικές ηθικοκανονιστικές δομές συνεχίζουν να είναι όσο ποτέ άλλοτε τα βασικά χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος. Σε όσους λόγω ευρώ βιάστηκαν να προκρίνουν κοσμογονικούς ιδεολογικούς μετασχηματισμούς, αντιτάσσεται η ρήση: «Μακαρίζουμε την αθωότητά σας, αλλά δεν ζηλεύουμε την άγνοια και την επιπολαιότητά σας». 

Το ευρώ δεν είναι μαγικό ραβδί επαναστατικών μετασχηματισμών των ταυτοτήτων,των συνειδήσεων και των εν γένει κοσμοθεωρητικών κεκτημένων των κοινωνιών των μελών της Ε.Ε. Τέτοιοι εξομοιωτικοί συλλογισμοί είναι απόρροια παρωχημένων φιλελεύθερων οικονομιστικών δοξασιών, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά χυδαίος μαρξισμός με αντεστραμμένα πρόσημα. Θα μπορούσε να προστεθεί ότι, σε σύγκριση με την επαναστατική κοσμοθεωρητική δύναμη της «κομμουνιστικής ιδέας», η οποία συνάρπασε δισεκατομμύρια ανθρώπους, ενοποίησε οικονομικά και πολιτειακά δεκάδες έθνη, οικοδόμησε την πανίσχυρη σοβιετική αυτοκρατορία και εξώθησε εκατομμύρια ανθρώπους να επιδείξουν αυτοθυσία στο όνομα της παγκόσμιας αταξικής κοινωνίας, η ωφελιμιστικού χαρακτήρα «ευρωπαϊκή ιδέα» περί «ελευθέρας κυκλοφορίας προσώπων, αγαθών, κεφαλαίου και υπηρεσιών» αποτελεί «ιδεολογική παιδική χαρά».

Συνήθως, «θρύψαλα» έχουμε όταν σε μικρά μυαλά μπουν μεγάλες ιδέες για επαναστατική ανατροπή των κοινωνικών και πολιτισμικών κεκτημένων των λαών. Η διασφάλιση των επιτευγμάτων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τρεις παράγοντες: Πρώτο, δεν θα λάβουν χώρα απρόβλεπτες στρατηγικές ανατροπές. Δεύτερο, οι εθνικές στρατηγικές των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων δεν θα δημιουργήσουν απρόοπτα. Τρίτο, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα συνεχίσει να εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα, θα αναπτύσσεται υπό συνθήκες ισοτιμίας μεταξύ των κρατών – μελών και θα στηρίζει τους εθνικούς πολιτισμούς.

*Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Έδρας Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Πηγή : https://analyst.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου