Αναμένεται μία κυβίστηση πέντε αστέρων των δύο κομμάτων που θέλουν να συγκυβερνήσουν, αντίστοιχη με αυτήν των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην Ελλάδα – κάτι που όμως θα απογοήτευε σε μεγάλο βαθμό τόσο τους υποστηρικτές τους, όσο και τους υπέρμαχους των εθνικών νομισμάτων στην Ευρώπη, οι οποίοι περιμένουν πως η Ιταλία θα ανοίξει την ερμητικά κλειστή πόρτα της Ευρωζώνης.
«Η Λίγκα της ακροδεξιάς και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, αποτελούν έναν περίεργο συνδυασμό αναρχισμού, σοσιαλισμού και λαϊκισμού. Ο ανορθόδοξος συνδυασμός έχει ήδη προκαλέσει την ανησυχία των Βρυξελλών, που καλούν την Ιταλία να μην παρεκκλίνει από το γερμανικό μονοπάτι της δημοσιονομικής πειθαρχίας, ειδικά από τη στιγμή που το χρέος της χώρας, στο 132% του ΑΕΠ, είναι το δεύτερο υψηλότερο στην Ευρωζώνη και ένα από τα μεγαλύτερα στον κόσμο. Εάν κηρύξει στάση πληρωμών, όχι μόνο θα συμπαρασύρει ολόκληρη τη ζώνη του Ευρώ, αλλά θα βυθίσει στο χάος το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Στην ουσία, αυτό που φοβίζει τους επενδυτές είναι οι χειρισμοί της αντισυστημικής κυβέρνησης, που έχει ήδη υποσχεθεί στους Ιταλούς ψηφοφόρους φορολογικές ελαφρύνσεις και κατάργηση των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων, ενώ ετοιμάζεται να κηρύξει πόλεμο στις Βρυξέλλες για τον καινούργιο κοινοτικό προϋπολογισμό. Η νέα κυβέρνηση της Ιταλίας πρέπει να κερδίσει, εκτός από τους ψηφοφόρους, την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Χρειάζεται την υποστήριξή τους στη μάχη για το χρέος και την επανεκκίνηση της οικονομίας. Μόνο έτσι θα διαψεύσει πανηγυρικά τα σενάρια καταστροφολογίας» (Ν).
Επικαιρότητα
Ξεκινώντας από το γεγονός ότι, όποιος τοποθετείται εναντίον της δικτατορίας των ελίτ, των πολυεθνικών και των τοκογλυφικών αγορών δηλαδή, καθώς επίσης υπέρ της πλειοψηφίας των ανθρώπων χαρακτηρίζεται αμέσως ως λαϊκιστής από τα διεφθαρμένα συνήθως ΜΜΕ, είναι σωστό πως πριν από τις εκλογές όλοι οι πολιτικοί της Ιταλίας δεν κουράζονταν να υπόσχονται στους Πολίτες φορολογικά δώρα – μεταρρυθμίσεις στη φορολογία εισοδήματος, χαμηλότερους συντελεστές, έναν «οριζόντιο φόρο» για όλους (flat tax) και γενναιόδωρες φορολογικές απαλλαγές για τους φτωχότερους. Σε μία χώρα βέβαια που η μέση φορολογική επιβάρυνση είναι στο 43% του ΑΕΠ (γράφημα), την οποία φυσικά αποφεύγουν οι ελίτ με τα προνόμια που τους έχουν δοθεί (φορολογικοί παράδεισοι κλπ.), η τακτική αυτή είναι κατανοητή – εάν δεν υπήρχε η αδυναμία της Ιταλίας να μειώσει πραγματικά τους φόρους.
Ειδικότερα, έχει προστεθεί μία ρήτρα στη νομοθεσία του προϋπολογισμού της Ιταλίας, σύμφωνα με την οποία εάν δεν μειώνονται οι δημόσιες δαπάνες, θα πρέπει να αυξάνεται το ΦΠΑ – της μεγάλης κλίμακας από το 22% στο 24,2% το 2019, στο 24,9% το 2020 και στο 25% το 2021, ενώ της μικρής από 10% σήμερα στο 11,5% και στο 13% μετά από δύο χρόνια. Για να αποφευχθούν αυτές οι αυξήσεις λοιπόν, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να μειώσει τις δαπάνες ή/και να αυξήσει τους φόρους το 2019, για να εξοικονομήσει 12,5 δις € – ενώ το 2020 συνολικά 19 δις €. Επομένως είναι αδύνατον να εφαρμοσθούν οι δεσμεύσεις των δύο κομμάτων που θέλουν να συγκυβερνήσουν – τα οποία φυσικά ψεύδονταν για να κερδίσουν τις εκλογές, όπως τα ελληνικά.
Η άνοδος τώρα των έμμεσων φόρων κρέμεται ως μία δαμόκλειος σπάθη επάνω από το κεφάλι της Ιταλίας, όσον αφορά το οικονομικό της μέλλον – αφού θα στερούσε τα ήδη προβληματισμένα νοικοκυριά από ένα μέρος των εισοδημάτων τους, μειώνοντας την κατανάλωση, τη ζήτηση, τις επενδύσεις, το ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 1,2% που προβλέπεται από την Κομισιόν για το 2019 και το ΑΕΠ. Εν τούτοις δεν φαίνεται να υπάρχει άλλος τρόπος αύξησης των εσόδων, αφού στη ρήτρα είναι προϋπολογισμένη η οικονομική ανάκαμψη – ενώ τα δύο κόμματα δεν έχουν υποβάλλει καμία πρόταση.
Στα πλαίσια αυτά, οι δύο ηγέτες των παρατάξεων που θέλουν να σχηματίσουν κυβέρνηση, έχουν επιλέξει τις επιθέσεις εναντίον της Κομισιόν – δηλώνοντας πως θα προσπαθήσουν να διαπραγματευθούν έναν συμβιβασμό ή να αναιρέσουν τη ρήτρα του ΦΠΑ, στην ύπαρξη της οποίας οφείλεται ουσιαστικά η στήριξη της Ιταλίας από την ΕΚΤ, τόσο του δημοσίου, όσο και των τραπεζών, καθώς επίσης η ανοχή απέναντι στα μεγάλα χρέη της στο Target 2, άνω των 430 δις €, τα οποία δεν εμφανίζονται στις στατιστικές του δημοσίου (ήδη απαιτούν υπερβολικές παραχωρήσεις διαρρέοντας τες, όπως τη διαγραφή ομολόγων 250 δις € από την ΕΚΤ, διαφοροποιήσεις στο μεταναστευτικό κλπ., με στόχο την επιθετική διαπραγμάτευση – πηγή).
Κάτι τέτοιο βέβαια δεν θα είναι καθόλου εύκολο, αφού η ρήτρα αποτελεί τη μυστική εγγύηση που έδωσε η Ιταλία στην σκιώδη Τρόικα της – κατά τη διάρκεια της σκοτεινής φάσης της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους του 2010. Ειδικότερα, όταν οι διεθνείς επενδυτές άρχισαν να χάνουν το 2011 την εμπιστοσύνη τους στην κυβέρνηση του κ. Berlusconi, αυτός τους έδωσε την εγγύηση της αύξησης των φόρων, εάν δεν επετύγχανε τη μείωση των δημοσίων δαπανών κατά 20 δις € έως το Σεπτέμβριο του 2012. Στη συνέχεια βέβαια ανετράπη όπως ο κ. Παπανδρέου, αλλά ο διάδοχος του, ο κ. Monti, κληρονόμησε τη συγκεκριμένη ρήτρα, όπως επίσης όλες οι επόμενες κυβερνήσεις – ενώ παρά τις τεχνητές αναβολές, η υποχρέωση παραμένει.
Με βάση αυτήν την εγγύηση πάντως τα spreads της Ιταλίας μειώθηκαν στο 1,35% σε σχέση με τα γερμανικά, οπότε το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους – παρά το ότι το χρέος αυξήθηκε κατά 554 δις € από το ξεκίνημα της κρίσης, τρεις φορές το ελληνικό ΑΕΠ δηλαδή, στο δυσθεώρητο ύψος των 2,28 τρις €!
Εάν θελήσει τώρα η νέα κυβέρνηση να αναιρέσει τη ρήτρα, τότε θα έλθει σε ρήξη με την Ευρώπη, κατά τα πρότυπα της Ελλάδας στις αρχές του 2015 – οπότε ο παλαιός εφιάλτης που αφορούσε τα μη βιώσιμα δημόσια οικονομικά του μεγαλύτερου κράτους οφειλέτη της Ευρωζώνης, με ενδεχόμενο αποτέλεσμα τη διάλυση της εάν τυχόν την εγκατέλειπε η Ιταλία, θα επανέλθει δριμύτερος.
Ολοκληρώνοντας οφείλει να σημειωθεί ότι, το ελάχιστο βασικό εισόδημα που υποσχέθηκε το κόμμα των πέντε αστέρων θα κόστιζε ετήσια 17 δις €, η οριζόντια φορολόγηση για επιχειρηματίες και πολίτες ύψους 15% θα μείωνε τα δημόσια έσοδα κατά 80 δις € το χρόνο, ενώ η κατάργηση των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων θα επιβάρυνε τις δαπάνες κατά 15 δις € – όπου η Ιταλία πληρώνει ήδη το 16% του ΑΕΠ της για συντάξεις (γράφημα), όταν ο μέσος όρος στα κράτη του ΟΟΣΑ είναι 8,2%.
Συνολικά λοιπόν θα επιβαρυνόταν ο προϋπολογισμός της Ιταλίας κατά 112 δις € ή 5,10% του εκτιμώμενου ΑΕΠ του 2018 (2,18 τρις €, πηγή) – κάτι που θα επιδείνωνε σημαντικά την οικονομική κατάσταση της χώρας, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της οποίας είναι 3% χαμηλότερο από την εποχή της υιοθέτησης του ευρώ, ενώ τα γενικότερα προβλήματα της είναι τεράστια (ανάλυση).
Λογικά επομένως αναμένεται μία μεγαλειώδης κυβίστηση των δύο κομμάτων, αντίστοιχη με αυτήν των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην Ελλάδα – κάτι που όμως θα απογοήτευε σε μεγάλο βαθμό τόσο τους υποστηρικτές τους, όσο και τους υπέρμαχους των εθνικών νομισμάτων στην Ευρώπη, οι οποίοι περιμένουν πως η Ιταλία θα ανοίξει την ερμητικά κλειστή πόρτα της Ευρωζώνης. Φυσικά τίποτα δεν είναι απίθανο και δεν πρέπει να αποκλεισθεί η επιμονή της κυβέρνησης στις παραχωρήσεις που ζητάει, έχοντας το μέγεθος για να τα καταφέρει – με εναλλακτική την έξοδο από το ευρώ, η οποία θα ήταν θανατηφόρα για το κοινό νόμισμα και τη Γερμανία.
Ξεκινώντας από το γεγονός ότι, όποιος τοποθετείται εναντίον της δικτατορίας των ελίτ, των πολυεθνικών και των τοκογλυφικών αγορών δηλαδή, καθώς επίσης υπέρ της πλειοψηφίας των ανθρώπων χαρακτηρίζεται αμέσως ως λαϊκιστής από τα διεφθαρμένα συνήθως ΜΜΕ, είναι σωστό πως πριν από τις εκλογές όλοι οι πολιτικοί της Ιταλίας δεν κουράζονταν να υπόσχονται στους Πολίτες φορολογικά δώρα – μεταρρυθμίσεις στη φορολογία εισοδήματος, χαμηλότερους συντελεστές, έναν «οριζόντιο φόρο» για όλους (flat tax) και γενναιόδωρες φορολογικές απαλλαγές για τους φτωχότερους. Σε μία χώρα βέβαια που η μέση φορολογική επιβάρυνση είναι στο 43% του ΑΕΠ (γράφημα), την οποία φυσικά αποφεύγουν οι ελίτ με τα προνόμια που τους έχουν δοθεί (φορολογικοί παράδεισοι κλπ.), η τακτική αυτή είναι κατανοητή – εάν δεν υπήρχε η αδυναμία της Ιταλίας να μειώσει πραγματικά τους φόρους.
Ειδικότερα, έχει προστεθεί μία ρήτρα στη νομοθεσία του προϋπολογισμού της Ιταλίας, σύμφωνα με την οποία εάν δεν μειώνονται οι δημόσιες δαπάνες, θα πρέπει να αυξάνεται το ΦΠΑ – της μεγάλης κλίμακας από το 22% στο 24,2% το 2019, στο 24,9% το 2020 και στο 25% το 2021, ενώ της μικρής από 10% σήμερα στο 11,5% και στο 13% μετά από δύο χρόνια. Για να αποφευχθούν αυτές οι αυξήσεις λοιπόν, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να μειώσει τις δαπάνες ή/και να αυξήσει τους φόρους το 2019, για να εξοικονομήσει 12,5 δις € – ενώ το 2020 συνολικά 19 δις €. Επομένως είναι αδύνατον να εφαρμοσθούν οι δεσμεύσεις των δύο κομμάτων που θέλουν να συγκυβερνήσουν – τα οποία φυσικά ψεύδονταν για να κερδίσουν τις εκλογές, όπως τα ελληνικά.
Η άνοδος τώρα των έμμεσων φόρων κρέμεται ως μία δαμόκλειος σπάθη επάνω από το κεφάλι της Ιταλίας, όσον αφορά το οικονομικό της μέλλον – αφού θα στερούσε τα ήδη προβληματισμένα νοικοκυριά από ένα μέρος των εισοδημάτων τους, μειώνοντας την κατανάλωση, τη ζήτηση, τις επενδύσεις, το ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 1,2% που προβλέπεται από την Κομισιόν για το 2019 και το ΑΕΠ. Εν τούτοις δεν φαίνεται να υπάρχει άλλος τρόπος αύξησης των εσόδων, αφού στη ρήτρα είναι προϋπολογισμένη η οικονομική ανάκαμψη – ενώ τα δύο κόμματα δεν έχουν υποβάλλει καμία πρόταση.
Στα πλαίσια αυτά, οι δύο ηγέτες των παρατάξεων που θέλουν να σχηματίσουν κυβέρνηση, έχουν επιλέξει τις επιθέσεις εναντίον της Κομισιόν – δηλώνοντας πως θα προσπαθήσουν να διαπραγματευθούν έναν συμβιβασμό ή να αναιρέσουν τη ρήτρα του ΦΠΑ, στην ύπαρξη της οποίας οφείλεται ουσιαστικά η στήριξη της Ιταλίας από την ΕΚΤ, τόσο του δημοσίου, όσο και των τραπεζών, καθώς επίσης η ανοχή απέναντι στα μεγάλα χρέη της στο Target 2, άνω των 430 δις €, τα οποία δεν εμφανίζονται στις στατιστικές του δημοσίου (ήδη απαιτούν υπερβολικές παραχωρήσεις διαρρέοντας τες, όπως τη διαγραφή ομολόγων 250 δις € από την ΕΚΤ, διαφοροποιήσεις στο μεταναστευτικό κλπ., με στόχο την επιθετική διαπραγμάτευση – πηγή).
Κάτι τέτοιο βέβαια δεν θα είναι καθόλου εύκολο, αφού η ρήτρα αποτελεί τη μυστική εγγύηση που έδωσε η Ιταλία στην σκιώδη Τρόικα της – κατά τη διάρκεια της σκοτεινής φάσης της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους του 2010. Ειδικότερα, όταν οι διεθνείς επενδυτές άρχισαν να χάνουν το 2011 την εμπιστοσύνη τους στην κυβέρνηση του κ. Berlusconi, αυτός τους έδωσε την εγγύηση της αύξησης των φόρων, εάν δεν επετύγχανε τη μείωση των δημοσίων δαπανών κατά 20 δις € έως το Σεπτέμβριο του 2012. Στη συνέχεια βέβαια ανετράπη όπως ο κ. Παπανδρέου, αλλά ο διάδοχος του, ο κ. Monti, κληρονόμησε τη συγκεκριμένη ρήτρα, όπως επίσης όλες οι επόμενες κυβερνήσεις – ενώ παρά τις τεχνητές αναβολές, η υποχρέωση παραμένει.
Με βάση αυτήν την εγγύηση πάντως τα spreads της Ιταλίας μειώθηκαν στο 1,35% σε σχέση με τα γερμανικά, οπότε το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους – παρά το ότι το χρέος αυξήθηκε κατά 554 δις € από το ξεκίνημα της κρίσης, τρεις φορές το ελληνικό ΑΕΠ δηλαδή, στο δυσθεώρητο ύψος των 2,28 τρις €!
Εάν θελήσει τώρα η νέα κυβέρνηση να αναιρέσει τη ρήτρα, τότε θα έλθει σε ρήξη με την Ευρώπη, κατά τα πρότυπα της Ελλάδας στις αρχές του 2015 – οπότε ο παλαιός εφιάλτης που αφορούσε τα μη βιώσιμα δημόσια οικονομικά του μεγαλύτερου κράτους οφειλέτη της Ευρωζώνης, με ενδεχόμενο αποτέλεσμα τη διάλυση της εάν τυχόν την εγκατέλειπε η Ιταλία, θα επανέλθει δριμύτερος.
Ολοκληρώνοντας οφείλει να σημειωθεί ότι, το ελάχιστο βασικό εισόδημα που υποσχέθηκε το κόμμα των πέντε αστέρων θα κόστιζε ετήσια 17 δις €, η οριζόντια φορολόγηση για επιχειρηματίες και πολίτες ύψους 15% θα μείωνε τα δημόσια έσοδα κατά 80 δις € το χρόνο, ενώ η κατάργηση των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων θα επιβάρυνε τις δαπάνες κατά 15 δις € – όπου η Ιταλία πληρώνει ήδη το 16% του ΑΕΠ της για συντάξεις (γράφημα), όταν ο μέσος όρος στα κράτη του ΟΟΣΑ είναι 8,2%.
Συνολικά λοιπόν θα επιβαρυνόταν ο προϋπολογισμός της Ιταλίας κατά 112 δις € ή 5,10% του εκτιμώμενου ΑΕΠ του 2018 (2,18 τρις €, πηγή) – κάτι που θα επιδείνωνε σημαντικά την οικονομική κατάσταση της χώρας, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της οποίας είναι 3% χαμηλότερο από την εποχή της υιοθέτησης του ευρώ, ενώ τα γενικότερα προβλήματα της είναι τεράστια (ανάλυση).
Λογικά επομένως αναμένεται μία μεγαλειώδης κυβίστηση των δύο κομμάτων, αντίστοιχη με αυτήν των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην Ελλάδα – κάτι που όμως θα απογοήτευε σε μεγάλο βαθμό τόσο τους υποστηρικτές τους, όσο και τους υπέρμαχους των εθνικών νομισμάτων στην Ευρώπη, οι οποίοι περιμένουν πως η Ιταλία θα ανοίξει την ερμητικά κλειστή πόρτα της Ευρωζώνης. Φυσικά τίποτα δεν είναι απίθανο και δεν πρέπει να αποκλεισθεί η επιμονή της κυβέρνησης στις παραχωρήσεις που ζητάει, έχοντας το μέγεθος για να τα καταφέρει – με εναλλακτική την έξοδο από το ευρώ, η οποία θα ήταν θανατηφόρα για το κοινό νόμισμα και τη Γερμανία.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου