Ο γερμανικός μερκαντιλισμός αποτελεί μία βραδυφλεγή ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της νομισματικής ένωσης – η οποία μπορεί να αποβεί μοιραία για την ειρήνη στην Ευρώπη.
«Οι τρεις νόμοι του D. Deutsch: (α) τα προβλήματα είναι αναπόφευκτα (β) τα προβλήματα είναι επιλύσιμα – οτιδήποτε δεν απαγορεύεται από τους νόμους της φύσης είναι εφικτό, δεδομένης της σωστής γνώσης και (γ) οι λύσεις δημιουργούν νέα προβλήματα – επιλύσιμα με τη σειρά τους«.
Ανάλυση
Μετά την Οικολογία, το παγκόσμιο περιβάλλον δηλαδή, τα πλεονάσματα και ελλείμματα στα εμπορικά ισοζύγια αποτελούν το δεύτερο μεγαλύτερο πρόβλημα του πλανήτη – ενώ το σημαντικότερο ίσως της Ευρωζώνης. Στον πίνακα που ακολουθεί, φαίνονται οι μεγαλύτερες πλεονασματικές και ελλειμματικές χώρες διεθνώς το 2016, σε απόλυτα νούμερα (δις $):
Σε επίπεδο Ευρωζώνης, τα εμπορικά πλεονάσματα το 2016 ήταν συνολικά 440 δις €, εκ των οποίων τα 256 δις € αφορούσαν τη Γερμανία – ενώ τα ελλείμματα ήταν 136 δις €, όπου η Γαλλία είχε τα υψηλότερα (-64 δις €). Εν τούτοις, έως το 2011 το εμπορικό ισοζύγιο των χωρών της νομισματικής ήταν ισοσκελισμένο – δηλαδή, το σύνολο των ελλειμμάτων και πλεονασμάτων ήταν ίσο με το μηδέν, οπότε εξήγαγαν όσα εισήγαγαν χωρίς να ζουν εις βάρος των άλλων περιοχών του πλανήτη.
Έκτοτε ορισμένες ελλειμματικές χώρες μείωσαν τα ελλείμματα τους ή παρήγαγαν πλεονάσματα – όπως η Ιταλία, η οποία από -40 δις € το 2010 κατόρθωσε να έχει +57 δις € το 2016. Ο τρόπος όμως που τα κατάφεραν ήταν κυρίως ο περιορισμός των εισαγωγών τους λόγω της βαθιάς κρίσης, της υψηλής ανεργίας, καθώς επίσης της πτώσης των εισοδημάτων – επομένως φτωχοποιούμενες και εις βάρος του ΑΕΠ τους.
Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας στις ελλειμματικές χώρες ήταν το γεγονός ότι, η Ευρωζώνη συνολικά είχε εμπορικό πλεόνασμα απέναντι στον πλανήτη, ύψους 270 δις € ή περί τα 330 δις $ – εκ των οποίων βέβαια το συντριπτικό ποσοστό αφορούσε τη Γερμανία (ανάλυση). Αυτό σημαίνει υποχρεωτικά πως στο πλεόνασμα αυτό αντιστοιχούσαν ισόποσα ελλείμματα άλλων κρατών που δεν ήταν μέλη της νομισματικής ένωσης – κυρίως των Η.Π.Α. και της Μ. Βρετανίας που αποτελούν τους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους της (το πλεόνασμα του ενός είναι έλλειμμα του άλλου).
Ορισμένοι θεωρούν βέβαια πως πρόκειται για μία πολύ θετική εξέλιξη, όσον αφορά την οικονομία της Ευρωζώνης – ειδικά οι Γερμανοί, οι οποίοι είναι οπαδοί του μερκαντιλισμού που ως γνωστόν είναι συνώνυμος με τον επεκτατικό πόλεμο, αλλά με οικονομικά όπλα. Εν τούτοις πρόκειται για μία πολύ επικίνδυνη διαδικασία – επειδή ναι μεν η Ευρωζώνη και η Γερμανία παράγουν και εξάγουν περισσότερα από όσα εισάγουν, εξάγοντας ανεργία και εισάγοντας απασχόληση, αλλά ως αντάλλαγμα για τα πλεονάσματα τους λαμβάνουν ξένα αξιόγραφα, συνάλλαγμα και χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία του εξωτερικού.
Ένα μικρό μόνο μέρος αυτών που λαμβάνουν ως αντάλλαγμα αφορά ενσώματα πάγια περιουσιακά στοιχεία, όπως είναι τα ακίνητα, τα οικόπεδα ή οι επιχειρήσεις – αφού, ειδικά όσον αφορά τη Γερμανία, μόνο η Ελλάδα έχει εγγυηθεί έναντι των δανείων της με ολόκληρη την (εμπράγματη προφανώς) δημόσια περιουσία της, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειακών της αποθεμάτων (ουσιαστικά με το έγκλημα του PSI, καθώς επίσης με την τρίτη δανειακή σύμβαση του 2015). Υπενθυμίζουμε δε εδώ πως με τον αφελληνισμό των τραπεζών παραδόθηκε επί πλέον έναντι 6-7 δις € ο έλεγχος ενός μεγάλου μέρους της ιδιωτικής περιουσίας των Ελλήνων, αξίας 300-400 δις € – μία πραγματικά κορυφαία ανοησία, μοναδική ιστορικά σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η άλλη όψη του νομίσματος
Για να κατανοήσουμε τώρα την επικινδυνότητα της συγκεκριμένης διαδικασίας, των πλεονασμάτων δηλαδή, οφείλουμε να γνωρίζουμε εν πρώτοις πως εντός της Ευρωζώνης οι κίνδυνοι είναι πολύ μικρότεροι – επειδή δεν μειώνονται οι απαιτήσεις των πλεονασματικών χωρών απέναντι στις ελλειμματικές, μέσω της υποτίμησης των νομισμάτων των τελευταίων, αφού όλες έχουν ως κοινό νόμισμα το ευρώ (κάτι που εξυπηρετεί κυρίως τη Γερμανία και την Ολλανδία, αφού αυτές έχουν τα μεγαλύτερα πλεονάσματα εις βάρος των εταίρων τους).
Εκτός της Ευρωζώνης όμως οι απαιτήσεις, όπως σε δολάρια ή σε στερλίνες, προκαλούν τη συρρίκνωση των πλεονασμάτων της Ευρωζώνης και βέβαια της Γερμανίας, όταν το δολάριο ή η στερλίνα υποτιμώνται – οπότε τα χρήματα που κερδίζουν με πολύ κόπο οι πλεονασματικές χώρες εξάγοντας τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους και τα οποία συσσωρεύονται διαχρονικά ως απαιτήσεις, εξαφανίζονται. Κάτι τέτοιο μπορεί δε να συμβεί είτε σταδιακά, είτε απότομα – όπως όταν προκύψει μία χρηματοπιστωτική κρίση.
Στα πλαίσια αυτά, τα σωρευτικά εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας από το 1999 έως το 2015 ήταν 2,6 τρις $ – εκ των οποίων όμως της έχουν σήμερα απομείνει στατιστικά, ως περιουσιακά στοιχεία του εξωτερικού, μόλις 1,47 τρις $. Επομένως έχει χάσει 1,2 τρις $ ή περίπου τα μισά, λόγω των συναλλαγματικών κυρίως υποτιμήσεων των εμπορικών της εταίρων – ενώ δεν είναι καθόλου σίγουρη πως θα εισπράξει τα 1,47 τρις $ που της έχουν απομείνει, αφού οι οφειλέτες της είτε (α) θα υποτιμήσουν τα νομίσματα τους (όπως οι Η.Π.Α. ή η Βρετανία), είτε (β) κάποιες επιχειρήσεις στο εξωτερικό που της οφείλουν χρήματα θα χρεοκοπήσουν, είτε (γ) κάποια κράτη θα προβούν σε στάση πληρωμών, αδυνατώντας να ανταπεξέλθουν με την εξυπηρέτηση των χρεών τους.
Εντός της Ευρωζώνης τώρα, τα υπόλοιπα του γνωστού συστήματος διακανονισμού πληρωμών της ΕΚΤ (Target 2), τεκμηριώνουν πόσο αμφιλεγόμενες είναι οι απαιτήσεις της Γερμανίας – καθώς επίσης πόσο επικίνδυνα μεγάλη είναι η ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της νομισματικής ένωσης, η οποία μπορεί να αποβεί μοιραία για την ειρήνη στην Ευρώπη.
Ειδικότερα, οι απαιτήσεις της Γερμανίας στο σύστημα αυξήθηκαν κατά 152 δις € το 2017 (γράφημα), όσο περίπου τα πλεονάσματα της απέναντι στους εταίρους της – φτάνοντας στο ποσόν των 906 δις €, το οποίο είναι ίσο με τα 2/3 περίπου των συνολικών εξωτερικών περιουσιακών στοιχείων που της έχουν απομείνει (1,47 τρις $ ή 1,2 τρις €), με κυριότερους οφειλέτες την Ιταλία (435,9 δις €) και την Ισπανία (367,3 δις €). Εάν λοιπόν η Ιταλία ή η Ισπανία δεν μπορέσουν να πληρώσουν τη Γερμανία, ειδικά όταν ξεσπάσει η επόμενη χρηματοπιστωτική κρίση, πόσο σίγουρη θα είναι η ειρήνη στην Ευρώπη;
Από την άλλη πλευρά, για όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα η Γερμανία συνεχίζει να παράγει τόσο υψηλά πλεονάσματα, τόσο πιθανότερο είναι πως οι αδύναμες χώρες της Ευρώπης δεν θα μπορούν να την ανταγωνιστούν καθόλου – οπότε κάποια στιγμή θα καταθέσουν τα όπλα και θα χρεοκοπήσουν, αθετώντας την πληρωμή των υποχρεώσεων τους απέναντι της.
Το ενδεχόμενο δε αυτό θα μπορούσε να επιταχυνθεί από μία ισχυρή ανατίμηση του ευρώ απέναντι στο δολάριο, στη στερλίνα κλπ., ως αποτέλεσμα των εμπορικών πλεονασμάτων της Ευρωζώνης ύψους 440 δις € το 2016 – οπότε αρκετά κράτη θα αδυνατούσαν να πουλήσουν τα εμπορεύματα ή τις υπηρεσίες τους σε χώρες εκτός του ευρώ, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα που ήδη αντιμετωπίζει τα πρώτα προβλήματα στον τουρισμό, αφού φαίνεται πως επανέρχονται η Τουρκία και η Αίγυπτος, με πολύ φθηνότερες τιμές.
Εάν συμβεί τώρα κάτι τέτοιο, τότε η Γερμανία θα είναι ο μεγάλος χαμένος – όπως η Κίνα σε σχέση με τις Η.Π.Α., οι οποίες της οφείλουν πάνω από 1 τρις $. Δεν θα χάσει δε μόνο τα χρήματα της η Γερμανία αλλά, επίσης, θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση η βιομηχανία της – αφού θα μειωθούν οι εισαγωγές των άλλων κρατών, θα αυξηθεί η ανεργία κοκ.
Συμπερασματικά λοιπόν δεν μπορεί να ισχυρισθεί κανείς σοβαρά ότι, ο μερκαντιλισμός της Γερμανίας είναι ένα ορθολογικό οικονομικό μοντέλο που θα ήταν σωστό να υιοθετήσει ολόκληρη η Ευρωζώνη – αφού δεν ωφελεί μακροπρόθεσμα ούτε τη Γερμανία, ενώ αποτελεί μία βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια τόσο της ίδιας, όσο και της νομισματικής ένωσης. Ακόμη δε και χώρες που έχουν ανεχθεί το ξεπούλημα της δημόσιας και ιδιωτικής τους περιουσίας, για να εξυπηρετήσουν/εγγυηθούν τα υπέρογκα χρέη που τους προκάλεσαν τα ελλείμματα, όπως η Ελλάδα, κάποια στιγμή θα αντιδράσουν – πιθανότατα δρομολογώντας μία στάση πληρωμών που θα ζημίωνε τους δανειστές τους.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, δεν είναι μόνο η υπερχρέωση των ελλειμματικών χωρών αυτή που θέτει σε κίνδυνο το ευρώ και αποσταθεροποιεί τις χρηματοπιστωτικές αγορές – αφού προκαλούνται επίσης ζημίες στην πραγματική οικονομία, τόσο στα ελλειμματικά κράτη, όσο και στα πλεονασματικά. Ειδικότερα συμβαίνουν τα εξής:
(α) Στις πλεονασματικές χώρες καταναλώνονται υπερβολικά οι φυσικοί πόροι, ζημιώνεται σε μεγάλο βαθμό το περιβάλλον και διενεργούνται πολύ λίγες εγχώριες επενδύσεις – ενώ, αντί να αναπληρώνονται οι καταναλωθέντες πόροι με περισσότερες εισαγωγές και να βελτιώνεται η δυναμική της ανάπτυξης τους, αντικαθίστανται ουσιαστικά με χρηματοπιστωτικές απαιτήσεις.
(β) Στις ελλειμματικές χώρες εντείνεται η αποβιομηχανοποίηση και αυξάνεται η ανεργία, οπότε επιδεινώνεται η οικονομική τους κατάσταση – καθιστώντας τις χρηματοπιστωτικές απαιτήσεις των πλεονασματικών χωρών απέναντι τους αβέβαιες ως προς την είσπραξη τους.
Στα πλαίσια αυτά, όσο η Ευρωζώνη κατ’ εντολή της Γερμανίας επιμένει στην ίδια πολιτική και δεν αλλάζει στρατηγική, οι ημέρες του ευρώ είναι μετρημένες – ενώ η διάλυση του θα προέλθει τόσο από το εσωτερικό της νομισματικής ένωσης, όσο και από το εξωτερικό. Ειδικά όσον αφορά τους εξωτερικούς κινδύνους, χώρες όπως οι Η.Π.Α. και η Μ. Βρετανία δεν θα ανεχθούν για πολύ ακόμη τη δημιουργία πλεονασμάτων εις βάρος τους – επιβάλλοντας δασμούς στην Ευρωζώνη ή ότι άλλο σκεφθούν για να αμυνθούν.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου