Οι μεγάλοι χαμένοι του ριζικού μετασχηματισμού των Η.Π.Α. από τον κ. Trump, θα είναι οι πρώην εχθροί της υπερδύναμης και οι μετέπειτα ηττημένοι του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου: κυρίως η Γερμανία και δευτερευόντως η Ιαπωνία.
«Η Γερμανία, η οποία διενέργησε δύο παγκοσμίους πολέμους, αιματοκύλισε την Ευρώπη, «γαλούχησε» το ναζισμό και δρομολόγησε το Ολοκαύτωμα, όπου αντί να τιμωρηθεί της χαρίστηκε το 50% των χρεών της, η πληρωμή των υπολοίπων με ρήτρα ανάπτυξης, τα κλοπιμαία, καθώς επίσης ένα σχέδιο Μάρσαλ, ενώ της επετράπη να ενωθεί ξανά, έχει το θράσος να κατηγορεί τις Η.Π.Α. – εκείνη τη χώρα δηλαδή που κυριολεκτικά της χάρισε τα πάντα, χωρίς ουσιαστικά κανένα αντάλλαγμα, εκτός από το ότι αποτέλεσε το δυτικό ανάχωμα στον ψυχρό πόλεμο.
Προφανώς λοιπόν πρόκειται για το πιο αχάριστο κράτος του πλανήτη, χωρίς απολύτως καμία διάθεση υπερβολής – για μία χώρα που δεν διστάζει να εκμεταλλευθεί τους πάντες και τα πάντα, για να εξυπηρετήσει αποκλειστικά και μόνο τα δικά της συμφέροντα«.
Ανάλυση
Μετά την Κίνα και τη Γερμανία (άρθρο), οι οποίες κατηγορήθηκαν από τις Η.Π.Α. για τη χειραγώγηση της ισοτιμίας των νομισμάτων τους, με στόχο τα υπερβολικά εμπορικά πλεονάσματα εις βάρος των άλλων χωρών, για μερκαντιλισμό ουσιαστικά, σειρά είχε η Ιαπωνία – με την ίδια κατηγορία, παρά το ότι το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της είναι σχετικά χαμηλό στο 2,9% του ΑΕΠ της, όπως περίπου της Κίνας (γράφημα), σε σύγκριση με το τερατώδες της Γερμανίας (8,8% το 2015).
Επεξήγηση γραφήματος: Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ιαπωνίας (γαλάζιες στήλες, αριστερή κάθετος), σε σύγκριση με την Κίνα (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος).
Βέβαια αυξήθηκε το πλεόνασμα της το 2015, ενώ το γεγονός ότι, τυπώνει συνεχώς νέα χρήματα ως αποτέλεσμα του μεγαλύτερου νομισματικού πειράματος όλων των εποχών, προφανώς αδυνατίζει την ισοτιμία του γεν – οπότε λογικές οι αναφορές στη χειραγώγηση του.
Εν τούτοις, ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας αρνήθηκε τις κατηγορίες κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο κοινοβούλιο – τονίζοντας πως οι αγορές καθορίζουν την ισοτιμία και όχι η κεντρική τράπεζα της χώρας του, οπότε ασφαλώς δεν τη χειραγωγεί. Η Κίνα, αντίθετα, δεν αντέδρασε καθόλου στην αναφορά του προέδρου Trump, σύμφωνα με την οποία τα εξής:
«Βλέπετε τι κάνει η Κίνα, βλέπετε τι έκανε η Ιαπωνία όλα αυτά τα χρόνια. Παίζουν με τις αγορές χρήματος, παίζουν με τις υποτιμήσεις και εμείς καθόμαστε εδώ σαν μία ομάδα ηλιθίων. Οι άλλες χώρες χρησιμοποιούν τις Η.Π.Α. με τα νομίσματα τους, με την προσφορά νέου χρήματος και με τις υποτιμήσεις τους«.
Περαιτέρω, ο κ. Trump δεν επιτίθεται στην Ιαπωνία μόνο εξαιτίας της υποτίμησης του νομίσματος της – αλλά, επίσης, λόγω των εμποδίων που θεωρεί πως τοποθετεί στις εισαγωγές αμερικανικών αυτοκινήτων. Στο στόχαστρο του είναι τα διμερή εμπορικά ελλείμματα μεταξύ των Η.Π.Α. και της Ιαπωνίας, τα οποία είναι της τάξης των 69 δις $ – αφού οι Η.Π.Α. εξάγουν στην Ιαπωνία εμπορεύματα αξίας 62 δις $ και εισάγουν 131 δις $ (πηγή).
Εν τούτοις, η Ιαπωνία «συμβάλλει» μόνο με 9% στα συνολικά εμπορικά ελλείμματα των Η.Π.Α., από σχεδόν 50% τη δεκαετία του 1990 – όπου υπενθυμίζουμε πως της επέβαλλε έμμεσα η υπερδύναμη μία τρομακτική ανατίμηση του νομίσματος της, με αποτέλεσμα τότε να σπάσει η διπλή φούσκα του χρηματιστηρίου και των ακινήτων της, καθώς επίσης να βυθιστεί σε μία ύφεση ισολογισμών, από την οποία δεν έχει ακόμη ξεφύγει.
Για σύγκριση, η Κίνα συμβάλλει με περίπου 45% στα συνολικά εμπορικά ελλείμματα των Η.Π.Α., αφού εισάγει εμπορεύματα αξίας 116 δις $ και εξάγει 483 δις $ (πηγή) – οπότε η συμμετοχή της είναι της τάξης των 367 δις $, στα περίπου 800 δις $ που είναι το συνολικό έλλειμμα της υπερδύναμης. Όσον αφορά τη Γερμανία, εξάγει περί τα 125 δις $ στις Η.Π.Α. και εισάγει μόλις 50 δις $ (πηγή) – οπότε το πλεόνασμα της είναι περί τα 75 δις $, ελαφρά υψηλότερο από αυτό της Ιαπωνίας, αλλά συντριπτικά χαμηλότερο από της Κίνας.
Η κατηγορίες της χειραγώγησης
Συνεχίζοντας, η Ιαπωνία ναι μεν δεν επεμβαίνει απ’ ευθείας στις αγορές συναλλάγματος (η τελευταία φορά ήταν το 2011), αλλά χρησιμοποιεί έμμεσες μεθόδους υποτίμησης του νομίσματος της – όπως η Γερμανία υποτιμάει συνεχώς το ευρώ, ξεκινώντας με την ευρωπαϊκή κρίση χρέους που η ίδια πυροδότησε μέσω της Ελλάδας, καθώς επίσης με τα πακέτα ποσοτικής διευκόλυνση (QE), τα οποία δεν έχει σταματήσει η ΕΚΤ παρά το ότι το έκανε η Fed πριν από αρκετούς μήνες.
Λογικά λοιπόν υποθέτει η Ιαπωνία πως ο βασικός στόχος του αμερικανού προέδρου είναι η νομισματική πολιτική της κεντρικής της τράπεζας – η οποία αγοράζει από το 2013 τεράστιες ποσότητες ομολόγων που, σε συνδυασμό με τα αρνητικά επιτόκια, προκαλεί ασφαλώς την (τεχνητή) υποτίμηση του γεν. Βέβαια ισχυρίζεται ότι, η αιτία της πολιτικής της είναι η καταπολέμηση του αποπληθωρισμού, όπως συμβαίνει επίσης με την ΕΚΤ – κάτι που όμως δεν γίνεται αποδεκτό από την κυβέρνηση των Η.Π.Α., η οποία ασφαλώς δεν είναι ανόητη, κρίνοντας από τη στελέχωση της (εικόνα).
Σε κάθε περίπτωση, η ισοτιμία του γεν απέναντι στο δολάριο είναι κατά 30% περίπου χαμηλότερη σε σχέση με το 2013, όπου ανέλαβε ο νέος πρωθυπουργός της Ιαπωνίας τα καθήκοντα του – αν και ανατιμήθηκε κατά 18% το περασμένο έτος, παρά τη μαζική εκτύπωση νέων χρημάτων. Όταν όμως εξελέγη πρόεδρος ο Trump, με αποτέλεσμα να αναμένεται μεγαλύτερη ανάπτυξη στις Η.Π.Α., η κατάσταση άλλαξε – οπότε το γεν άρχισε ξανά να υποτιμάται.
Περαιτέρω, ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας (Abe), στη συνάντηση που θα έχει με τον κ. Trump, σχεδιάζει να τον ενημερώσει σχετικά με το πόσο έχουν συμβάλλει οι επενδύσεις των εταιρειών της χώρας του στις Η.Π.Α., τόσο στην ανάπτυξη, όσο και στη δημιουργία θέσεων εργασίας – ενώ η Κίνα, την οποία κατηγόρησε ο κ. Trump ότι βιάζει την πατρίδα του, ενώ χειραγωγεί το νόμισμα της για να πουλάει φτηνά τα εμπορεύματα της στην αμερικανική αγορά, απειλώντας την με δασμούς της τάξης του 45%, δεν φαίνεται να έχει την πρόθεση να ενεργήσει ανάλογα με την Ιαπωνία, ούτε πανικοβλήθηκε.
Εν τούτοις, η κινεζική κυβέρνηση θεωρεί πως οι Η.Π.Α. θα πραγματοποιήσουν τις απειλές τους, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ένας εμπορικός πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών – αναζητώντας τη στήριξη της Γερμανίας. Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό της (Li Keqiang), ο οποίος επικοινώνησε με την καγκελάριο, οι δύο χώρες πρέπει από κοινού να εκπέμψουν «σήματα σταθερότητας» σε ολόκληρο τον πλανήτη, σε σχέση με τους «κομπασμούς» του κ. Trump – οπότε αρκετοί θεωρούν πιθανό το σχηματισμό ενός γερμανοκινεζικού μετώπου απέναντι στις Η.Π.Α., επιδιώκοντας τη συνεργασία και άλλων κρατών.
Όσον αφορά πάντως τη χειραγώγηση του νομίσματος της, οι Η.Π.Α. έχουν άδικο – αφού ναι μεν ήταν ο βασιλιάς της υποτίμησης από το 2003 έως το 2014, αγοράζοντας περί τα 300 δις $ ετήσια για να υποτιμάει το γουάν, αλλά έκτοτε η κατάσταση έχει αλλάξει δραματικά.
Ειδικότερα, όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί, μεταξύ των ετών 2003 και 2014, η κεντρική τράπεζα της Κίνας (PBoC) επενέβαινε πράγματι στην αγορά συναλλάγματος – αγοράζοντας μεγάλες ποσότητες ξένων νομισμάτων για να μην αυξηθεί η ισοτιμία του γουάν, ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα των πλεονασμάτων της (κάτι που επιτυγχάνει έμμεσα η Γερμανία, διαθέτοντας το ευρώ).
Επεξήγηση γραφήματος: Αλλαγές σε σύγκριση με τον προηγούμενο
μήνα σε $, «ολισθήσεις» τρίμηνων μέσων όρων (Πηγή: PBoC, FRED).
Στην επισκιασμένη επιφάνεια τα συναλλαγματικά αποθέματα της Κίνας,
με την κόκκινη καμπύλη η ισοτιμία δολαρίου/γουάν.
Σύμφωνα δε με μελέτες (πηγή), η συγκεκριμένη πολιτική αύξανε την ανταγωνιστικότητα της στο ζενίθ των παρεμβάσεων, μεταξύ 30% και 40% – κάτι που όμως έπαψε να συμβαίνει μετά το καλοκαίρι του 2014, όπου η Κίνα πουλάει πλέον τις συναλλαγματικές της ρεζέρβες, όπως φαίνεται καθαρά από το γράφημα, για να μην υποτιμηθεί το νόμισμα της (μεταξύ άλλων, λόγω των μεγάλων εκροών κεφαλαίων).
Μετά το 2014 λοιπόν η Κίνα δεν αγοράζει πλέον δολάρια για να υποτιμήσει το νόμισμα της – αλλά, αντίθετα, πουλάει δολάρια για να μην υποτιμηθεί, ως αποτέλεσμα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η οικονομία της (άρθρο). Ως εκ τούτου έχουν μειωθεί κατά 10% τα συναλλαγματικά της αποθέματα, με κίνδυνο να πέσουν κάτω από τα 3 τρις $ – ενώ η Κίνα ισχυρίζεται πως το νόμισμα της είναι πια σημαντικά υποτιμημένο.
Η γερμανική πλευρά
Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τον πρώην υπουργό εξωτερικών της Γερμανίας J. Fischer, οι μεγάλοι χαμένοι του ριζικού «μετασχηματισμού» των Η.Π.Α. από το νέο πρόεδρο, θα είναι οι πρώην εχθροί της υπερδύναμης και οι μετέπειτα ηττημένοι του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου: πρώτα η Γερμανία και αμέσως μετά η Ιαπωνία, αν και λιγότερο λόγω της γεωπολιτικής της θέσης στο «περιθώριο» του πλανήτη.
Και οι δύο αυτές μεγάλες δυνάμεις υπέστησαν μία ήττα κατά κράτος, ολοκληρωτική, ενώ κατόρθωσαν να ανακάμψουν μόνο κάτω από δύο προϋποθέσεις: (α) τη ριζική απόρριψη κάθε μορφής στρατιωτικής ισχύος, με αποτέλεσμα να έχει ριζώσει ο φιλειρηνισμός σε αμφότερες μετά το 1945 και (β) τη μετατροπή τους σε εμπορικά κράτη, την ασφάλεια των οποίων εγγυάται έκτοτε η νικήτρια υπερδύναμη, καθώς επίσης το διεθνές σύστημα που έχει η ίδια κατασκευάσει.
Ως εκ τούτου, εάν οι Η.Π.Α. καταρρεύσουν, πόσο μάλλον μαζί με το διεθνές σύστημα που έχουν οικοδομήσει, τότε οι δύο αυτές οικονομικές δυνάμεις θα αντιμετωπίσουν σημαντικά προβλήματα ασφάλειας – όπου μπορεί μεν η Ιαπωνία να θεωρεί ότι θα έχει λιγότερα, αφού βρίσκεται στο περιθώριο του πλανήτη, αλλά τυχόν πτώση των Η.Π.Α. θα αύξανε κατά πολύ τους κινδύνους συγκρούσεων στην ανατολική Ασία. Σε μία περιοχή δηλαδή που πολλά κράτη διαθέτουν πυρηνικά όπλα, ενώ η Κίνα φιλοδοξεί να αναδειχθεί στον απόλυτο κυρίαρχο.
Οφείλουμε επίσης να λάβουμε υπ’ όψιν το γεγονός ότι, τόσο η Γερμανία, όσο και η Ιαπωνία, ισχυροποιήθηκαν οικονομικά σε τέτοιο βαθμό επειδή αφενός μεν στηρίχθηκαν από τις Η.Π.Α., αφετέρου επιβαρύνθηκαν ελάχιστα με εξοπλιστικό κόστος – κάτι που φυσικά δεν θα συνεχισθεί, εάν αποσυρθεί η υπερδύναμη, παύοντας να εγγυάται την ασφάλεια των συνόρων τους.
Περαιτέρω, η Γερμανία βρίσκεται στο κέντρο της Ευρώπης, περιτριγυρισμένη από γείτονες που τον 20ο αιώνα ήταν όλοι εχθροί της – ενώ έχει μεν το μεγαλύτερο πληθυσμό όλων και είναι η ισχυρότερη οικονομικά, αλλά παραμένει εξαρτημένη μετά το ξεκίνημα του ψυχρού πολέμου από τις Η.Π.Α., οι οποίες εγγυώνται την ασφάλεια της.
Παράλληλα είναι μέλος ενός πολυεθνικού, υπερατλαντικού και ευρωπαϊκού δικτύου που βασίζεται στο διεθνές δίκαιο, καθώς επίσης ενός συστήματος ελευθέρου εμπορίου – τα οποία φαινόταν να καθιστούν περιττή την ύπαρξη μίας ισχυρής γερμανικής κρατικής οντότητας, με τις δικές της ζώνες επιρροής. Ταυτόχρονα δεν διαθέτει ούτε καν θεωρητικά την επιλογή της επανεθνικοποίησης της πολιτικής που αφορά τη στρατιωτική της άμυνα – αφού κάτι τέτοιο θα διέλυε κυριολεκτικά την Ευρώπη, προκαλώντας τεράστια ανασφάλεια σε όλα τα κράτη της.
Εδώ δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι, η παλαιά πια παγκόσμια και περιφερειακή τάξη πραγμάτων, την οποία οικοδόμησαν οι Η.Π.Α. μετά το 1945, εξυπηρετούσε πάνω από όλα την ενσωμάτωση των δύο μεγάλων εχθρικών δυνάμεων, της Γερμανίας και της Ιαπωνίας – για να εξασφαλισθεί η διαρκής ασφάλεια όλων.
Στα πλαίσια αυτά η Γερμανία, λόγω της γεωπολιτικής της θέσης, καθώς επίσης του ειδικού βάρους της, λογικά δεν έχει άλλη επιλογή εκτός από την ευρωπαϊκή της προοπτική – σε μία ήπειρο που όμως δεν θα κυριαρχείται ηγεμονικά από κανέναν, αλλά θα αποτελείται από χώρες ενωμένες, ενσωματωμένες και με ίσα δικαιώματα μεταξύ τους, χωρίς να απειλείται η ειρήνη.
Εν τούτοις, η κυβέρνηση της χώρας φαίνεται να έχει εντελώς διαφορετικές προθέσεις – με την έννοια ότι, μη έχοντας τη δυνατότητα της στρατιωτικής ισχύος, χρησιμοποιεί την οικονομική δύναμη και τα υπόλοιπα όπλα της, όπως είναι οι τερατώδεις επιχειρήσεις (Lidl, Bayer, Siemens κλπ.), καθώς επίσης οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί που έχει η ίδια κατασκευάσει και ελέγχει (ESM, Euro Group, ΕΚΤ κλπ.), για να κυριαρχήσει στην Ευρώπη.
Εκτός αυτού, αντιμετωπίζοντας ανέκαθεν ως μοναδικό αντίπαλο δέος της στην ήπειρο μας τη Ρωσία, κάνει ότι μπορεί για να τη διατηρήσει στο περιθώριο – όπως στο θέμα της Ουκρανίας, της Κριμαίας, των κυρώσεων κοκ.
Προφανώς λοιπόν η νέα κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών έχει συνειδητοποιήσει τον οικονομικό ιμπεριαλισμό της Γερμανίας (άρθρο), μέσω του οποίου σκοπεύει να ανακτήσει την ανεξαρτησία της από την υπερδύναμη, οπότε λογικά της επιτίθεται – κάτι που δεν θα αποφύγει ούτε ο βασικότερος της σύμμαχος, η Τουρκία, ειδικά εάν τελικά οι Η.Π.Α. συνεργασθούν γεωπολιτικά με τη Ρωσία.
Κλείνοντας, το μειονέκτημα της Γερμανίας είναι το ότι δεν μπορεί να «αποχαιρετήσει» τις δομές της συλλογικής ασφάλειας, όπως δεν μπορούν ούτε οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι – αφού η δική της ασφάλεια δεν εξασφαλίζεται χωρίς την Πολωνία, της Γαλλίας επίσης όχι χωρίς τη Γερμανία, της ΕΕ χωρίς το ΝΑΤΟ κοκ. Επομένως, δεν είναι καθόλου εύκολο για την πιο αχάριστη χώρα του πλανήτη να πραγματοποιήσει τα ύπουλα σχέδια της – πόσο μάλλον αφού κανένας Ευρωπαίος δεν πρόκειται να ανεχθεί την ηγεμονία της, ενώ οι Η.Π.Α. γνωρίζουν πια τις ανίερες προθέσεις της κυβέρνησης της.
Επίλογος
Λογικά συμπεραίνεται ότι, μόνο οι γεωπολιτικές και οι οικονομικές συνέπειες της νέας πολιτικής που εγκαινιάζει η κυβέρνηση του κ. Trump, όσον αφορά τον προστατευτισμό, καθώς επίσης τον περιορισμό της παγκοσμιοποίησης εκ μέρους μίας χώρας που αποτελεί επί δεκαετίες την ατμομηχανή του ελεύθερου εμπορίου, προς όφελος των στενών της εθνικών συμφερόντων, θα επηρεάσουν σημαντικά την πορεία του πλανήτη – σε βαθμό που κανένας δεν μπορεί σήμερα να προβλέψει.
Η τελευταία φορά πάντως που ο πλανήτης βρέθηκε σε μία ανάλογη θέση ήταν η δεκαετία του 1930 – με τα γνωστά αποτελέσματα. Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, η παλαιά τάξη πραγμάτων και ειδικά η PAX AMERICANA θα πάψουν να υπάρχουν – ενώ η μορφή της νέας τάξης πραγμάτων δεν μπορεί ακόμη να συγκεκριμενοποιηθεί.
Ολοκληρώνοντας όπως όλα δείχνουν, θα ακολουθήσουν ταραχώδεις και χαοτικές εποχές στο εγγύς μέλλον – ενώ καμία χώρα δεν θα μείνει «απρόσβλητη», πόσο μάλλον η Ελλάδα, η οποία βιώνει τη χειρότερη εποχή στη μακραίωνη ιστορία της (αν και η πιθανότατη ήττα της Γερμανίας θα ήταν προς όφελος της). «Προσδεθείτε λοιπόν», θα ήταν η μοναδική παραίνεση, αναμένοντας τις εξελίξεις – οι οποίες δεν θα είναι καθόλου ομαλές, χωρίς όμως να είναι κανείς απαισιόδοξος.
Βασίλης Βιλιάρδος
Οικονομολόγος
E-mail: viliardos@analyst.gr
Ειδικότητα: Mάκρο-οικονομικά / Πολιτική Οικονομία
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου