Όταν μία χώρα χρεοκοπήσει δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις, αφού η ιστορία επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά – εκτός εάν σχεδιαστούν από την ίδια τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν με τη συνεργασία όλων των πολιτικών κομμάτων, καθώς επίσης εάν είναι πρόθυμοι οι Πολίτες της να υποστούν τις απαραίτητες θυσίες.
Άρθρο
Όταν ενημερώνεται κανείς πως αποφασίσθηκε από το πρόσφατο Euro Group ότι, (α) όλα τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών της Ευρώπης από τα ελληνικά ομόλογα θα δεσμεύονται αυτόματα για την εξόφληση των δόσεων του ΔΝΤ, καθώς επίσης πως (β) η δεύτερη αξιολόγηση από την οποία εξαρτάται η επόμενη δόση των 6,5 δις € του τρίτου μνημονίου δεν πρόκειται να κλείσει εάν δεν συμφωνήσει το ΔΝΤ (το οποίο όμως απαιτεί πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ τουλάχιστον έως το 2021, θεωρώντας πως με τα υφιστάμενα μέτρα το πλεόνασμα δεν θα υπερβεί το 1,1% του ΑΕΠ το 2018 – άρα πως χρειάζονται νέα μέτρα ύψους 2,4% του ΑΕΠ ή 4,3 δις € που ασφαλώς θα προκαλέσουν ύφεση με κριτήριο το γνωστό πολλαπλασιαστή),
τότε καταλαβαίνει εύκολα ότι, η Ελλάδα εκβιάζεται να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη – έχοντας χάσει επί πλέον όλους όσους θα μπορούσαν να τη στηρίξουν, απαλύνοντας τις επιθέσεις που δέχεται εν πρώτοις από τη γερμανική κυβέρνηση και δευτερευόντως από το ΔΝΤ. Ο πρωθυπουργός τώρα, ευρισκόμενος μπροστά στην επιλογή
(α) είτε της υπογραφής ενός δεύτερου μνημονίου εκ μέρους του, το οποίο όμως αυτή τη φορά δεν θα συνοδεύεται από μία αντίστοιχη χρηματοδότηση όπως όλα τα προηγούμενα – ενώ, εάν δεν πετύχει, θα ανοίξει το δρόμο για το παράλληλο ευρώ, για να πληρώνονται οι δαπάνες του δημοσίου,
(β) είτε του μη κλεισίματος της αξιολόγησης – με συνέπεια να μην εισπραχθεί η δόση των 6,5 δις € και να χαθεί εντελώς η όποια δυνατότητα συμμετοχής στα πακέτα της ΕΚΤ (QE),
ευρίσκεται κυριολεκτικά με την πλάτη στον τοίχο. Πόσο μάλλον όταν έχει χάσει παταγωδώς τη στήριξη της πλειοψηφίας των Ελλήνων, οι οποίοι του δείχνουν καθαρά την πόρτα της εξόδου.
Λογικά λοιπόν σκέφτεται να παραδώσει τη σκυτάλη στον επόμενο, όπως άλλωστε όλοι οι προκάτοχοι του (άρθρο) – ενώ μάλλον θα επιδιώξει την ηρωική έξοδο του για να εξασφαλίσει το δικό του πολιτικό μέλλον, αρνούμενος τα μέτρα των δανειστών «ενώπιον του λαού» και εκβιάζοντας τους με εκλογές.
Ότι και να αποφασίσει όμως ο πρωθυπουργός, αυτό που μας απασχολεί είναι το τι θα έκανε ο επόμενος – ο οποίος φαντάζεται ότι, με ένα νέο μείγμα πολιτικής, εντός των πλαισίων όμως των μνημονίων, θα έχει μεγαλύτερη επιτυχία.
Κατά την πάγια άποψη μας όμως, όταν μία χώρα ευρίσκεται σε καθεστώς κυλιόμενης χρεοκοπίας (ανάλυση), δεν υπάρχει καμία άλλη δυνατότητα διαφυγής, εκτός από τη διαγραφή χρέους – η οποία είναι μεν απολύτως απαραίτητη σήμερα στην Ελλάδα, αλλά όχι αρκετή πια για να αναβιώσει η οικονομία της.
Πριν από κάθε τι άλλο βέβαια απαιτείται η πλήρης κατάργηση των μνημονίων και της βιομηχανίας φτωχοποίησης που έχουν δρομολογήσει – με εξαίρεση φυσικά τις ορθολογικές διαρθρωτικές αλλαγές όπως είναι, για παράδειγμα, η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας.
Περαιτέρω έχουμε τονίσει στο παρελθόν πως δεν χρεοκοπούν ποτέ τα κράτη, αλλά οι Πολίτες τους – αφού αυτοί καλούνται τελικά να πληρώσουν, όπως φαίνεται πλέον καθαρά στην Ελλάδα. Επίσης πως θεωρούμε ότι, το δημόσιο χρέος πρέπει να υπολογίζεται αφενός μεν ως ποσοστό επί των εισοδημάτων των Ελλήνων, αφετέρου επί της αξίας των περιουσιακών τους στοιχείων – όπου, με δεδομένη τη μείωση και των δύο κατά τουλάχιστον 50%, το χρέος είναι σήμερα διπλάσιο.
Με απλά λόγια, τα 330 δις € του δημοσίου χρέους, είναι σε όρους εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων περί τα 660 δις € – όπως ακριβώς θα συνέβαινε εάν είχε υιοθετηθεί η δραχμή και υποτιμούταν κατά 50%. Εάν δε σε αυτά προστεθούν τα 220 δις €, με τα οποία επιβαρύνθηκε το ιδιωτικό χρέος μετά το 2009 (ληξιπρόθεσμα απέναντι στις τράπεζες, στο δημόσιο και στα ασφαλιστικά ταμεία), τότε θα κατανοήσουμε πως το συνολικό χρέος έχει κυριολεκτικά εκτοξευθεί στα ύψη – οπότε είναι ανόητο να αναφέρεται πια κανείς στην επιμήκυνση του, ως μία ρεαλιστική λύση για την Ελλάδα, όπως ήταν πράγματι τα προηγούμενα χρόνια (πριν το μοιραίο 2015).
Τέλος έχουμε αναφέρει πως το «τρις εξαμαρτείν» ή, καλύτερα, το να επαναλαμβάνουμε το ίδιο πείραμα για τρίτη φορά (μειώσεις εισοδημάτων, αυξήσεις φόρων κλπ.), περιμένοντας διαφορετικά αποτελέσματα, θεωρείται κατά τον Αϊνστάιν ως ο ορισμός της ηλιθιότητας – ενώ η μετάθεση της πληρωμής των δικών μας χρεών στα παιδιά μας, με αποτέλεσμα να ανατρέφουμε σήμερα σκλάβους χρέους ή μελλοντικούς μετανάστες, είναι απαράδεκτη.
Η εμπειρία της Αργεντινής
Από την άλλη πλευρά, ίσως είναι σκόπιμο εν όψει των εξελίξεων να δούμε τι συνέβη στην Αργεντινή – στην οποία ένα χρόνο πριν η αριστερή πρωθυπουργός αντικαταστάθηκε από τον δεξιό πολυεκατομμυριούχο M. Marci που κέρδισε τις εκλογές, λαμβάνοντας 3% παραπάνω ψήφους. Το εκλογικό του σλόγκαν ήταν «Μηδέν φτώχεια» – αφού κατηγορούσε την προηγούμενη κυβέρνηση για τη δραματική επιδείνωση της φτώχειας του 20% του πληθυσμού.
Σήμερα, μόλις ένα χρόνο αργότερα, οι υποσχέσεις του αποδείχθηκαν δημαγωγικές – αφού η φτώχεια αυξήθηκε κατά 60%, με αποτέλεσμα το 33% των Αργεντινών να βυθιστούν κάτω από τα όρια της. Το πρόγραμμα δε που ακολούθησε ήταν το γνωστό της «απορύθμισης» των αγορών, κατά τα νεοφιλελεύθερα πρότυπα – με αποτέλεσμα να αυξηθεί κατακόρυφα η ανεργία, καθώς επίσης να φτάσει ο πληθωρισμός στο 40%, μεταξύ άλλων λόγω της ραγδαίας υποτίμησης του νομίσματος απέναντι στο δολάριο (γράφημα).
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη της ισοτιμίας του νομίσματος της
Αργεντινής σε σχέση με το δολάριο (γαλάζια καμπύλη, αριστερή
κάθετος), συγκρινόμενη με το δείκτη του χρηματιστηρίου της που
προφανώς ακολούθησε αντίστοιχη πορεία.
Συνεχίζοντας, η αιτία του δρακόντειου προγράμματος διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που επέβαλλε η νέα κυβέρνηση, ήταν η προσπάθεια να υπερβεί τα προβλήματα που είχαν προκληθεί από τη χρεοκοπία του 2002 – της στάσης πληρωμών καλύτερα απέναντι στα κερδοσκοπικά κεφάλαια που δεν συμμετείχαν στη διαγραφή του 75% των χρεών της Αργεντινής, ενώ είχαν καταθέσει αγωγές για τη μη εξόφληση των ομολόγων της, έχοντας εγγράψει κέρδη έως και 1.000% (άρθρο).
Με την πληρωμή λοιπόν του ποσού των 9,3 δις $ τον Απρίλιο του 2016, η κυβέρνηση της χώρας «εξαγόρασε» μία καλύτερη αξιολόγηση της πιστοληπτικής της ικανότητας – με αποτέλεσμα να προσελκύσει ξανά τους ξένους επενδυτές δανειζόμενη χρήματα, έναντι όμως ενός καταστροφικού κοινωνικού τιμήματος.
Οφείλουμε να υπενθυμίσουμε εδώ πως στην περίοδο της αριστερής κυβέρνησης που διαχειρίσθηκε τη χρεοκοπία της χώρας, δημιουργήθηκαν περίπου 1 εκ. νέες θέσεις εργασίας, η ανεργία μειώθηκε από το 17% στο 7,9%, ο βασικός μισθός έφτασε στα 550 $ (2015), το 94,3% του πληθυσμού απέκτησε ασφαλιστική κάλυψη, ενώ το ΑΕΠ της είχε μία έντονα ανοδική πορεία (γράφημα).
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη του ΑΕΠ της Αργεντινής (μπλε
στήλες, αριστερή κάθετος), σε σύγκριση με το ΑΕΠ της Βραζιλίας
(διακεκομμένη καμπύλη, δεξιά κάθετος).
Εν τούτοις, τα θετικά αποτελέσματα οφειλόταν κυρίως στη μεγάλη άνοδο των τιμών των πρώτων υλών, καθώς επίσης στη σημαντική διαγραφή του χρέους – ενώ το οικονομικό όφελος καταναλώθηκε σχετικά γρήγορα από το κοινωνικό κράτος που στήριξε σε μεγάλο βαθμό η αριστερή κυβέρνηση.
Εύλογα λοιπόν επανήλθαν οι δυσκολίες στη χώρα, όταν αφενός μεν οι τιμές των πρώτων υλών ακολούθησαν πτωτική πορεία, αφετέρου οι δημόσιες δαπάνες παρέμειναν αυξημένες, ενώ τα έσοδα ήταν χαμηλά λόγω των αποκρατικοποιήσεων του παρελθόντος – κάτι που διαπιστώθηκε επίσης στη Βραζιλία, στην οποία ακολουθήθηκε μία ανάλογη πολιτική, έχοντας δεχτεί μεν την εισβολή του ΔΝΤ, αλλά χωρίς να χρεοκοπήσει (άρθρο).
Στα πλαίσια αυτά οι Πολίτες αποφάσισαν την αλλαγή της κυβέρνησης, ελπίζοντας πως η καινούργια θα έλυνε τα προβλήματα της χώρας. Έτσι ψήφισαν τον κ. Marci ο οποίος, όταν ανήλθε στην εξουσία, αύξησε μεταξύ άλλων τις τιμές στα δημόσια μέσα μαζικής μεταφοράς σχεδόν κατά 700% – καθώς επίσης τις τιμές του ηλεκτρικού, του νερού και του φυσικού αερίου. Αμέσως μετά αρκετοί Αργεντινοί κατέφυγαν στα δικαστήρια εναντίον της απόφασης – όπου το ανώτατο δικαστήριο τάθηκε τον Αύγουστο του 2016 εναντίον της δρακόντειας αύξησης των τιμών, αλλά μόνο αυτών του φυσικού αερίου.
Από την άλλη πλευρά, μετά την υποτίμηση του νομίσματος απέναντι στο δολάριο, καθώς επίσης την άνοδο του πληθωρισμού, τα βασικά τρόφιμα αυξήθηκαν κατά περίπου 30% – ενώ η κυβέρνηση ανακοίνωσε αύξηση του βασικού μισθού κατά 33% για τις αρχές του 2017, έτσι ώστε να αμβλύνει τη λαϊκή δυσαρέσκεια (αν και όλοι κατανοούν πως με πληθωρισμό 40% και άνω, η αύξηση είναι πλασματική).
Εν τούτοις, η άνοδος του ποσοστού του πληθυσμού που ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας από το 19,7% στα τέλη του 2015 στο 32% στα μέσα του 2016, προκάλεσε πολλές αντιδράσεις – ενώ η χώρα χαρακτηρίσθηκε ως η «βιομηχανία των φτωχών», με συνολικά 13 εκ. εξαθλιωμένους Πολίτες.
Ο κ. Marci βέβαια ενοχοποίησε την προηγούμενη κυβέρνηση για τα παραπάνω – υποσχόμενος πως θα λυθούν όλα τα προβλήματα της χώρας το 2017, όπου θα επανέλθει σε πορεία ανάπτυξης. Συμπερασματικά λοιπόν, η κυβερνητική αλλαγή δεν βοήθησε καθόλου την Αργεντινή αλλά, αντίθετα, επιδείνωσε σημαντικά την κατάσταση της – ενώ οι προεκλογικές υποσχέσεις και τα μεγάλα λόγια εξελίχθηκαν σε ευχολόγια για το επόμενο έτος.
Επίλογος
Δυστυχώς όταν μία χώρα χρεοκοπήσει όπως η Αργεντινή ή/και όταν υπερχρεωθεί έχοντας ζητήσει τη «βοήθεια» του ΔΝΤ, όπως η Βραζιλία, η Τουρκία κλπ., δεν υπάρχουν εύκολες ή μαγικές λύσεις – ενώ η ιστορία επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, μετά από λίγα ή περισσότερα χρόνια.
Δεν βοηθάει ούτε το νόμισμα, ούτε οι ιδιωτικοποιήσεις, ούτε η νεοφιλελεύθερες πολιτικές, εάν δεν ληφθούν ριζικά μέτρα αποκατάστασης της οικονομίας της – για τα οποία δεν υπάρχουν όμως οι κατάλληλοι διεθνείς οργανισμοί, τουλάχιστον μετά τη μετατροπή του ΔΝΤ σε μπράβο των τοκογλύφων. Επομένως, οφείλει να τα σχεδιάσει μόνη της, με τη συνεργασία όλων των κομμάτων και των Πολιτών της – οι οποίοι πρέπει να έχουν πλήρη συνείδηση των δυσκολιών που θα αντιμετωπίσουν, κατανοώντας πως μόνο όλοι μαζί μπορούν να τις διαχειριστούν, ενώ προϋποθέτουν μεγάλες θυσίες.
Στα πλαίσια αυτά η Ελλάδα, έχοντας χρεοκοπήσει το 2011, ευρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση – η οποία επιδεινώνεται διαρκώς από τα μνημόνια που της έχουν επιβληθεί, με μοναδικό στόχο την εξυπηρέτηση των χρεών της απέναντι στους ξένους, καθώς επίσης τη μη δημιουργία νέων. Ακόμη χειρότερα, η Ελλάδα χρεοκόπησε έχοντας όλα τα μειονεκτήματα της χρεοκοπίας και σχεδόν κανένα πλεονέκτημα – γεγονός που σημαίνει ότι, θα πρέπει να επαναλάβει την πικρή εμπειρία, με έναν διαφορετικό σχεδιασμό, εάν δεν θέλει να παραμένει σε καθεστώς κυλιόμενης πτώχευσης στο διηνεκές.
Άρης Οικονόμου
Πηγή : http://www.analyst.gr
Άρης Οικονόμου
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου