Η Γερμανία μας κοροϊδεύει γνωρίζοντας ότι, η πτώση της παραγωγικότητας των εργαζομένων και άρα της ανταγωνιστικότητας, είναι το αποτέλεσμα της μη διεξαγωγής επενδύσεων από τις επιχειρήσεις – η οποία με τη σειρά της οφείλεται στα μνημόνια που μας επιβάλλει.
«Ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων, είχε πει ο Πρωταγόρας. Επομένως, από τα αποτελέσματα για τον άνθρωπο εξαρτάται η επιτυχία ή η αποτυχία της εκάστοτε οικονομικής πολιτικής».
Μετά το ξεκίνημα της Μεγάλης Ύφεσης του 2008, ένα από τα μεγάλα θύματα της οποίας ήταν η Ελλάδα, γίνεται προσπάθεια να βρεθούν οι αιτίες που προκάλεσαν την ισχυρότερη κρίση μετά από αυτήν του 1929/33 – κυρίως όμως, με ποιόν τρόπο θα μπορούσε να καταπολεμηθεί καλύτερα.
Όσον αφορά τις αιτίες, οι βασικότερες θεωρείται πως ήταν (α) η υπερχρέωση του ιδιωτικού τομέα, (β) η πολύ χαλαρή προσφορά δανείων εκ μέρους των τραπεζών, καθώς επίσης (γ) ο ελάχιστος και «λανθασμένος» έλεγχος τους από τις «ρυθμιστικές αρχές» (εκτός αυτού, η συμμετοχή των ιδιωτικών εταιρειών αξιολόγησης, των τριών αδελφών καλύτερα, στη «μεγάλη απάτη»).
Εν τούτοις, είναι επίσης σημαντικές οι αιτίες των παραπάνω αιτιών – όπου η πρώτη οφείλεται στην μη αύξηση των πραγματικών αμοιβών των εργαζομένων (οπότε αναγκάζονταν να αναπληρώσουν τη διαφορά με δάνεια – άρθρο), η δεύτερη στην υιοθέτηση του νόμου που επέτρεπε στις τράπεζες να έχουν επενδυτικές δραστηριότητες (Glass-Steagall), ενώ η τρίτη στην υποταγή της πολιτικής εξουσίας στην οικονομική. Όσον αφορά δε τις τρείς αδελφές, η βασική αιτία ήταν η σύγκρουση συμφερόντων – αφού πληρωνόντουσαν από αυτούς που αξιολογούσαν!
Όσον αφορά τώρα την καταπολέμηση της κρίσης, θεωρείται πως οι Η.Π.Α. εφάρμοσαν την πλέον επιτυχημένη πολιτική, αν και με τεράστιο κόστος (διπλασιασμός του δημοσίου χρέους) – με κριτήριο το ρυθμό ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ, το οποίο υπερέβη το τρίτο τρίμηνο του 2011 αυτό του 2007, έχοντας σήμερα φτάσει στο +11% σε σχέση με τότε. Αντίθετα, η Ευρωζώνη κατάφερε μόλις το τρίτο τρίμηνο του 2015 να ξεπεράσει το 2007, ενώ σήμερα είναι στο +1,4% – χωρίς όμως να αυξηθεί τόσο πολύ το δημόσιο χρέος της (γράφημα).
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη του δημοσίου χρέους της ΕΕ (μπλε
στήλες, αριστερή κάθετος), σε σχέση με αυτό των Η.Π.Α. (διακεκομμένη
καμπύλη, δεξιά κάθετος).
Εκτός αυτού, οι Η.Π.Α. αναπτύσσονται μετά το 2007 με έναν μέσο ρυθμό της τάξης του 1,2%, ενώ μετά το ζενίθ της κρίσης ο ρυθμός υπολογίζεται στο 2,1% ετησίως – με την Ευρωζώνη στο 0,2% και 1% αντίστοιχα. Το ίδιο συμβαίνει όσον αφορά τα υπόλοιπα οικονομικά μεγέθη – όπως είναι η ανεργία, ο τζίρος λιανικής, οι πραγματικοί μισθοί κοκ.
Η αιτία της διαφορετικής εξέλιξης
Περαιτέρω, οι διαφορές αυτές μεταξύ των δύο παραπάνω περιοχών της Δύσης οφείλονται προφανώς στην αμεσότερη πολιτική αντίδραση των Η.Π.Α. – όπου η Fed άρχισε να μειώνει μαζικά τα επιτόκια της ήδη από το Σεπτέμβρη του 2007, φτάνοντας στο 0% στα τέλη του 2008 έως πρόσφατα, όπου τα αύξησε μόλις κατά 0,25%.
Αντίθετα, η ΕΚΤ συνέχισε να αυξάνει τα επιτόκια της το 2008, ενώ αργότερα τα μείωσε, φτάνοντας στο 1% το 2009 – όπου όμως άρχισε ξανά να τα αυξάνει, ενώ μόλις μετά το 2011 τα περιόρισε σταδιακά, έως το 0%. Όσον αφορά την ανεργία, είναι διπλάσια από αυτήν στις Η.Π.Α. – αποτελώντας ένα ακόμη δείγμα της ευρωπαϊκής αποτυχίας.
Εν τούτοις, μπορεί ο ρυθμός ανάπτυξης των Η.Π.Α. να είναι υψηλότερος από αυτόν της Ευρωζώνης, αλλά παρέμεινε πολύ χαμηλός καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας – όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες χώρες της Δύσης, μεταξύ των οποίων η Μ. Βρετανία, ενώ η Ιαπωνία υποφέρει ήδη από το 1990. Ως εκ τούτου, όλες οι ανεπτυγμένες οικονομίες ευρίσκονται σε ένα επίπεδο πολύ κοντινό στην οικονομική στασιμότητα – όταν πολλές αναπτυσσόμενες έχουν βυθιστεί τα τελευταία χρόνια στην κρίση, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης της Κίνας είναι τόσο χαμηλός πια, όσο τη δεκαετία του 1980.
Στα πλαίσια αυτά, γνωρίζοντας πως το καπιταλιστικό σύστημα στηρίζεται στην ανάπτυξη, μοιάζοντας με ένα αεροπλάνο που παραμένει στον αέρα μόνο όταν πετάει προς τα πάνω, οι φόβοι για την κατάρρευση του πολλαπλασιάζονται – ενώ το γεγονός ότι, η ανάπτυξη στο συγκεκριμένο σύστημα βασίζεται στην πίστωση, η οποία όμως δυσκολεύει όταν ο πλανήτης είναι ήδη υπερχρεωμένος (ανάλυση), αυξάνει ακόμη περισσότερο τους φόβους.
Ορισμένες χώρες βέβαια, όπως για παράδειγμα η Ελβετία (γράφημα), παρουσιάζουν μεγαλύτερη ανάπτυξη – η οποία όμως στηρίζεται μόνο στη χημική και φαρμακευτική της βιομηχανία, ενώ όλοι οι υπόλοιποι κλάδοι, με εξαίρεση την ένδυση και την υπόδηση που συμμετέχει όμως ελάχιστα στο ΑΕΠ της, είναι είτε στάσιμοι, είτε καθοδικοί.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη του πραγματικού ΑΕΠ ορισμένων περιοχών και χωρών του πλανήτη – Ελβετία (κόκκινη καμπύλη), Η.Π.Α. (κίτρινή), Ευρωζώνη (μπλε) και Ιαπωνία (πράσινη).
Συνεχίζοντας, ένας από τους λόγους της μειωμένης ανάπτυξης είναι ασφαλώς η μεγάλη επιβράδυνση του πληθυσμού σε εργάσιμη ηλικία – όπου τη δεκαετία του 1960 ο αριθμός αυξανόταν με ρυθμό 1,5% ετησίως στις Η.Π.Α., έχοντας έκτοτε μειωθεί στο 0,5%. Στην Ευρώπη το μέγεθος αυτό είναι σημαντικά χαμηλότερο, ενώ στην Κίνα θα υπάρξει στασιμότητα τη δεκαετία που διανύουμε. Η επί πλέον απασχόληση τώρα των γυναικών φαίνεται πως φτάνει στο τέλος της – ενώ η διαρκής αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης, για να επιλυθεί το πρόβλημα, δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον.
Εν τούτοις, η επιβράδυνση της αύξησης ή η μείωση των εργαζομένων, δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτή καθεαυτή πρόβλημα – εκτός από το βιοτικό επίπεδο, εφόσον ο συνολικός πληθυσμός αυξάνεται περισσότερο ή συρρικνώνεται λιγότερο, σε σχέση με τον αριθμό των εργαζομένων. Στην πραγματικότητα βέβαια η εξέλιξη του συνολικού πληθυσμού είναι μικρότερη από αυτήν των εργαζομένων – ένα μέγεθος που ονομάζεται «δείκτης εξάρτησης», όπου ο πληθυσμός κάτω των 15 ετών και άνω των 65, διαιρείται με τον πληθυσμό μεταξύ 15 και 65.
Σύμφωνα τώρα με έρευνες του ΟΗΕ ο παραπάνω δείκτης, αν και άρχισε να αυξάνεται μετά το 2010, θα μείνει έως το 2100 κάτω από αυτόν του 1980 – οπότε δεν πρόκειται να δημιουργηθούν μεγάλα προβλήματα γενικά στον πλανήτη. Στις επί μέρους όμως περιοχές του, όπως είναι οι βιομηχανικές καθώς επίσης οι αναπτυσσόμενες χώρες, θα υπάρξει σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου εις βάρος των πρώτων – αφού ο «δείκτης εξάρτησης» αυξάνεται περισσότερο στη Δύση.
Το πρόβλημα της παραγωγικότητας
Το πλέον προβληματικό μέγεθος όμως δεν είναι αυτό, ειδικά όσον αφορά την Ευρώπη, όσο η μείωση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας των εργαζομένων – η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960 και συνεχίζεται έκτοτε σταθερά, ενώ σε χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία έχει πλέον πάψει να αυξάνεται. Κάτι ανάλογο συμβαίνει επίσης στις Η.Π.Α., όπου μετά από μία δυναμική άνοδο της παραγωγικότητας από το 1995 έως το 2005, άρχισε να υποχωρεί – παρά το ότι ο αυτοματισμός κλιμακώνεται συνεχώς, οπότε έπρεπε να αυξάνει συνεχώς την παραγωγικότητα.
Εν τούτοις, παρά την τεχνολογική εξέλιξη, τη δικτύωση και την αυτοματοποίηση, τα αποτελέσματα στην οικονομία είναι πρακτικά μηδενικά – γεγονός που διαπιστώνεται εάν ερευνήσει κανείς τη διενέργεια επενδύσεων στις Η.Π.Α., όπου υπάρχουν ακριβή στατιστικά στοιχεία μετά το 1947. Ειδικότερα, στις δεκαετίες του 1950, 1960 και 1970, το ποσοστό των επενδύσεων σε βιομηχανικό εξοπλισμό (μηχανήματα και εγκαταστάσεις) ήταν μεταξύ 1,5% και 2% του ΑΕΠ – έχοντας έκτοτε μειωθεί σταδιακά, φτάνοντας την εποχή της κρίσης του 2008 κάτω από το 1% (γράφημα).
Επεξήγηση γραφήματος: Επενδύσεις στις Η.Π.Α. σε βιομηχανικό εξοπλισμό,
ως ποσοστό επί του ΑΕΠ.
Όσον αφορά τώρα τις επενδύσεις σε πληροφοριακά συστήματα επεξεργασίας (γράφημα), αυξάνονταν διαρκώς μετά το 1950, όπου ήταν καινούργια, έως το 1980 – όπου παρατηρήθηκε η πρώτη μείωση τους, από το 2,5% του ΑΕΠ στο 2%, ακολουθούμενη τελικά από μία άνοδο της τάξης του 3% τη δεκαετία του 1990. Όταν έσπασε όμως η φούσκα της νέας τεχνολογίας το 2000, οι επενδύσεις άρχισαν να μειώνονται συνεχώς – φτάνοντας στο 1,7% πλέον, όσο δηλαδή στα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Επεξήγηση γραφήματος: Επενδύσεις στις Η.Π.Α. σε πληροφοριακά
συστήματα επεξεργασίας, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ.
Περαιτέρω, εάν συγκρίνει κανείς αυτά τα νούμερα με την άνοδο της παραγωγικότητας, θα διαπιστώσει πως συνδέονται σε μεγάλο βαθμό μεταξύ τους – αφού η παραγωγικότητα στις Η.Π.Α. αυξανόταν κατά 2,5% ετησίως από το 1949 έως το 1979, τη δεκαετία του 1980 κατά 1,5%, του 1990 κατά 2,4% και έκτοτε κατά περίπου 1,6% (μέσος όρος ετησίως).
Κάτι ανάλογο συνέβαινε επίσης στην υπόλοιπη Δύση, παρά το ότι δεν υπάρχουν ακριβείς στατιστικές – γεγονός που σημαίνει ότι, χωρίς επενδύσεις σε νέες μηχανές και στη νέα τεχνολογία, δεν μπορεί να αυξηθεί η παραγωγικότητα των εργαζομένων. Με απλά λόγια, η τεχνολογική εξέλιξη δεν φτάνει για να δημιουργείται ανάπτυξη, εάν δεν διενεργούνται επενδύσεις – αντίθετα, αυξάνει την ανεργία και μειώνει τους μισθούς των εργαζομένων.
Ως εκ τούτου στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου οι δανειστές επιμένουν πως είναι δυνατόν να αυξηθεί η παραγωγικότητα των εργαζομένων και άρα η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας χωρίς επενδύσεις, απλά και μόνο με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, μάλλον μας κοροϊδεύουν, έχοντας άλλες σκοπιμότητες – αφού γνωρίζουν πολύ καλά τα παραπάνω.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, η απορία όσον αφορά τις Η.Π.Α. είναι το γιατί δεν επενδύουν οι επιχειρήσεις, αφού έτσι θα αυξανόταν η παραγωγικότητα των εργαζομένων – πόσο μάλλον όταν η Πολιτεία, μετά την άνοδο του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, μείωσε τη φορολογία εις βάρος των εργαζομένων (με την έννοια της αύξησης των κρατικών ελλειμμάτων, του περιορισμού του κοινωνικού κράτους κοκ.), ακριβώς για να διεξαχθούν περισσότερες επενδύσεις.
Το πιθανότερο εν προκειμένω είναι το ότι, οι επιχειρήσεις αύξησαν μεν τις επενδύσεις, αλλά κυρίως στις αναπτυσσόμενες οικονομίες – με τη βοήθεια των Αμερικανών φορολογουμένων, καθώς επίσης των κεντρικών τραπεζών και του χρηματιστηρίου. Η αιτία ήταν το ότι, το κόστος τους ήταν πολύ χαμηλότερο – ενώ έτσι διατηρούσαν χαμηλούς τους μισθούς των εργαζομένων στις Η.Π.Α.. Λογικά λοιπόν οι Πολίτες επέλεξαν τον κ. Trump, ευελπιστώντας πως θα αντιστρέψει τους όρους του παιχνιδιού προς όφελος τους – κάτι που μένει φυσικά να αποδειχθεί,
Σε κάθε περίπτωση τεκμηριώνεται πως η οικονομική στασιμότητα (άρα η ύφεση επίσης) δεν είναι μία φυσική καταστροφή, αλλά ένα πρόβλημα που μπορεί εύκολα να επιλυθεί από την πολιτική εξουσία – εάν και εφόσον πάψει βέβαια να υπηρετεί έμμισθα τις εκάστοτε εγχώριες και ξένες ελίτ.
Βιβλιογραφία: F&W, Frizsche
Βασίλης Βιλιάρδος
Οικονομολόγος
E-mail: viliardos@analyst.gr
Ειδικότητα: Mάκρο-οικονομικά / Πολιτική Οικονομία
Βασίλης Βιλιάρδος
Οικονομολόγος
E-mail: viliardos@analyst.gr
Ειδικότητα: Mάκρο-οικονομικά / Πολιτική Οικονομία
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου