Του ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ Κ. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ*
Η μόνη χώρα της ευρωζώνης, που δεν υπέγραψε τη δανειακή σύμβαση Ελλάδας – χωρών ευρωζώνης (το γνωστό μνημόνιο Νο1) απευθείας με την Ελλάδα, ήταν η Γερμανία (αντ’ αυτής υπέγραψε η γερμανική κρατική επενδυτική τράπεζα ειδικού σκοπού KFW).
Ο προφανέστατος λόγος, είναι η ύπαρξη του γερμανικού κατοχικού δανείου και των γερμανικών επανορθώσεων (για να μην δημιουργείται σύγχυση δεν πρόκειται για τις γερμανικές κατοχικές αποζημιώσεις για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά την γερμανική κατοχή, που πρέπει να διεκδικηθούν δικαστικά). Το ύψος τους κατά το έτος 2010, χωρίς συνυπολογισμό των τόκων, εκτιμάτο σε 162 δις ευρώ.
Ο προφανέστατος λόγος, είναι η ύπαρξη του γερμανικού κατοχικού δανείου και των γερμανικών επανορθώσεων (για να μην δημιουργείται σύγχυση δεν πρόκειται για τις γερμανικές κατοχικές αποζημιώσεις για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά την γερμανική κατοχή, που πρέπει να διεκδικηθούν δικαστικά). Το ύψος τους κατά το έτος 2010, χωρίς συνυπολογισμό των τόκων, εκτιμάτο σε 162 δις ευρώ.
Η απόφαση της 19μελούς Διασυμμαχικής Επιτροπής των Παρισίων του 1946, καταλόγισε στη Γερμανία ότι οφείλει να καταβάλλει στην Ελλάδα:
- 7,1 δις δολάρια, αγοραστικής αξίας 1938, δηλαδή αξίας 108 δις ευρώ το 2010 χωρίς συνυπολογισμό των τόκων, που είναι επανορθώσεις για καταστροφές στις υποδομές κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και οφείλονται στο ελληνικό δημόσιο.
- Το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο ύψους 3,5 δις δολαρίων, αγοραστικής αξίας 1938, δηλαδή αξίας 54 δις ευρώ το 2010 χωρίς συνυπολογισμό των τόκων. Το δάνειο αυτό, υπολογιζόμενο κάθε έτος, τόσο από την Tράπεζα της Ελλάδας, όσο και από την γερμανική κρατική τράπεζα, προκάλεσε καθοριστικά την πείνα και τους εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής.
Η Γερμανία δεν έχει προβεί σε εξόφληση αυτών των αναγνωρισμένων οφειλών της προς την Ελλάδα, ενώ έχει εξοφλήσει όλες ανεξαιρέτως τις χώρες με τις οποίες βρέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση. Και τα δύο αυτά ποσά δεν έχουν παραγραφεί, ούτε μπορούν να παραγραφούν, γιατί είναι αναγνωρισμένες οφειλές με διεθνείς συμφωνίες και διεθνείς συμβάσεις και είναι αρκετή η έγγραφη απαίτησή τους από την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση. Εάν αυτό συνέβαινε και η γερμανική κυβέρνηση αρνιόταν την καταβολή τους, η όποια ελληνική κυβέρνηση θα στοιχειοθετούσε δικαίωμα προσφυγής στα διεθνή δικαστήρια και αναμφισβήτητης δικαίωσής της για τη λήψη τους.
Η σχετική δανειακή συμφωνία του αναγκαστικού γερμανικού κατοχικού δανείου, υπογράφηκε την 14/3/1942 από τους πληρεξούσιους της Γερμανίας και της Ιταλίας στην Ελλάδα, Άλτενμπουργκ και Γκίτζι. Η Ελλάδα δεν είχε προσκληθεί και δεν ήταν παρούσα. Στην Ελλάδα ανακοινώθηκε, μετά από εννιά ημέρες, από τον Άλτενμπουργκ με τη ρηματική διακοίνωση 160/23-3-1942 και από τον Γκίτζι με το σημείωμά του Νο4/6406/461/23-3-1942.
Σύμφωνα με αυτή:
- Η ελληνική κυβέρνηση υποχρεούται μηνιαία να καταβάλλει έξοδα κατοχής 1,5 δισ. δρχ. (άρθρο 2).
- Οι αναλήψεις από την Τράπεζα της Ελλάδος, άνω του ποσού αυτού θα χρεώνονται στις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας ως άτοκο, σε δραχμές, δάνειο της Ελλάδας προς αυτές (άρθρο 3).
- Η επιστροφή του δανείου θα γινόταν αργότερα (άρθρο 4).
- Η συμφωνία είχε αναδρομική ισχύ από 1/1/1942 (άρθρο 5).
Η δανειακή σύμβαση αποτελούσε μια συμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας, που επιβαλλόταν στην Ελλάδα ως υποχρεωτικά εκτελεστή (αναγκαστική). Οι δανειακές αναλήψεις θα είχαν την μορφή μηνιαίων προκαταβολών, το ύψος και η διάρκεια των οποίων δεν προσδιοριζόταν. Επίσης δεν προσδιοριζόταν πότε θα άρχιζε η εξόφλησή του, ενώ προσδιοριζόταν ότι ήταν άτοκο και σε δραχμές. Με το εμπιστευτικό έγγραφο 409/2-4-1942 ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, έδινε εντολή στην Τράπεζα της Ελλάδας να συμμορφωθεί με τη ρηματική διακοίνωση του Άλτενμπουργκ και να αρχίσει να καταβάλει τις δανειακές προκαταβολές.
Την αρχική αυτή αναγκαστική σύμβαση ακολούθησαν τρεις τροποποιήσεις, με κοινή βούληση των συμβαλλομένων. Αυτές μετέτρεψαν την αρχική αναγκαστική σύμβαση σε συμβατική, δηλαδή το δάνειο έπαψε να είναι αναγκαστικό και μετέπεσε σε κοινό συμβατικό δάνειο. Με την πρώτη τροποποίηση (2/12/1942), ορίζονταν ότι τα δανειακά ποσά είναι αναπροσαρμοζόμενα και θα αρχίσουν να επιστρέφονται από τον Απρίλιο του 1943 (άρθρο β, παράγραφοι 2 και 3). Μάλιστα καταβλήθηκαν και δύο εξοφλητικές δόσεις του δανείου και στη συνέχεια σταμάτησε η επιστροφή του, οπότε μετέπεσε σε έντοκο λόγω υπερημερίας, δηλαδή το δάνειο είχε μετατραπεί σε σταθερού νομίσματος και έντοκο. Επομένως το κατοχικό δάνειο είναι συμβατικό και όχι αναγκαστικό, σταθερού νομίσματος και από τον Απρίλιο του 1943 έντοκο. Αποτελεί συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας και όχι επανορθωτική. Συνεπώς δεν εντάσσεται στη συμφωνία του Λονδίνου 1953, που ανέστειλε την καταβολή των επανορθώσεων και αποζημιώσεων μέχρι την επανένωση της Γερμανίας.
Η σημερινή Γερμανία δεν πρέπει να ξεχνά ότι δανείσθηκε από το ελληνικό κράτος κατά παράβαση του άρθρου 49 της σύμβασης της Χάγης του 1909, που ισχύει και σήμερα. Δανείσθηκε από ένα κράτος που η ίδια η ναζιστική Γερμανία είχε χαρακτηρίσει ακατάλυτο και ότι οι ναζί δεν αμφισβήτησαν ποτέ το δάνειο αλλά και άρχισαν την αποπληρωμή του, ενώ και ο καγκελάριος Έρχαρντ το 1964 είχε δεσμευθεί για την επιστροφή του μετά την επανένωση της Γερμανίας. Η Γερμανία δεν πρέπει να ξεχνά ότι η γερμανική κατοχή είναι υπεύθυνη για το οικονομικό ελληνικό ολοκαύτωμα της περιόδου 1940-44, για την αύξηση του πληθωρισμού 15,3 εκατομμύρια φορές και ότι μόνο η Ελλάδα υποχρεώθηκε να καταβάλει στην τότε Γερμανία πολεμικές αποζημιώσεις. Για την επανόρθωση, η Ελλάδα θα χρειαζόταν 33 φορές το εθνικό εισόδημα του 1946. Αυτό η Ελλάδα, μετά την λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, θα το αναζητούσε στον εξωτερικό δανεισμό. Από την άλλη πλευρά, αυτή που αμφισβητεί και αρνείται την επιστροφή του κατοχικού δανείου είναι η μετά το 1990 ενωμένη και δημοκρατική Γερμανία.
Ο Γερμανός ιστορικός Albrecht Ritchl, σε συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό Spiegel, ανέφερε εμφατικά ότι εάν η Γερμανία πιέσει την Ελλάδα τότε η χώρα μας μπορεί να αξιώσει την καταβολή των γερμανικών επανορθώσεων και του αναγκαστικού κατοχικού δανείου, ανοίγοντας τους ασκούς του Αιόλου. Ο Γάλλος οικονομολόγος Jacques Delpla, σε συνέντευξή του στη γαλλική εφημερίδα Les Echos το 2010, υποστήριξε ότι σύμφωνα με υπολογισμούς του το συνολικό ποσό που οφείλει η Γερμανία στη Ελλάδα ανέρχεται στο ποσό των 575 δις ευρώ, με συνυπολογισμό των τόκων, εκτιμώμενης σημερινής αξίας άνω των 600 δις ευρώ. Κατ’ άλλους οικονομολόγους αυτό το ποσό υπερέβαινε το 2010 το ποσό των 1,1 τρις ευρώ, με συνυπολογισμό των τόκων, εκτιμώμενης σημερινής αξίας προσεγγίζουσας τα 1,2 τρις ευρώ. Η διαφορά στο τελικό ποσό της γερμανικής οφειλής, οφείλεται στη χρήση διαφορετικών επιτοκίων προεξόφλησης. Το προκύπτον ποσό είναι άμεσα απαιτητό από τη γερμανική κυβέρνηση, μετά την ενοποίηση της Ομοσπονδιακής Γερμανίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας το 1990, σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου.
Η ελληνική κυβέρνηση δικαιούται και οφείλει να εγγράψει την γερμανική οφειλή στις ανείσπρακτες οφειλές προς το ελληνικό Δημόσιο και στον Κρατικό Προϋπολογισμό, με την αιτιολόγηση ότι πρόκειται για άμεσα απαιτητό ληξιπρόθεσμο χρέος. Οι υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, κατόπιν σχετικής εντολής, μπορούν να προβούν σε όλες τις απαραίτητες σχετικές άμεσες ενέργειες για την είσπραξη του ληξιπρόθεσμου γερμανικού χρέους. Το γεγονός αυτό θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την μετατροπή του προϋπολογισμού της χώρας σε εντονότατα πλεονασματικό, την ολοσχερή εξάλειψη του δημόσιου χρέους και την μετατροπή του σε μεγάλο δημόσιο σωρευτικό πλεόνασμα. Συνεπώς θα σήμαινε την έξοδο της Ελλάδας από την δημοσιονομική παρακολούθηση και εποπτεία της ΕΕ, την εκπλήρωση των κριτηρίων της συνθήκης του Μάαστριχτ, την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας σε ΑΑΑ, τη ραγδαία εξαφάνιση των spreads δανεισμού κλπ. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τους κανονισμούς της Eurostat, η Γερμανία θα υποχρεωνόταν να εγγράψει στον δικό της Κρατικό Προϋπολογισμό το οφειλόμενο δημόσιο χρέος προς την Ελλάδα. Με αυτό τον τρόπο θα ετίθετο ζήτημα δημοσιονομικής επιτήρησης της Γερμανίας από την ΕΕ, λόγω μη εκπλήρωσης των κριτηρίων της συνθήκης του Μάαστριχτ και των όρων του Ευρωπαϊκού Συμφώνου Σταθερότητας, που έχει επιβάλει με κάθε τρόπο και με την απειλή ποινών στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης.
* Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική, 2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα οικονομικά και διοίκηση μονάδων υγείας) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα πληροφοριακά συστήματα), μέλος του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ερευνών Κοινωνικής και Οικονομικής πολιτικής.
Πηγή : http://www.iskra.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου