Οι τράπεζες της Ευρωζώνης είναι σε άσχημη οικονομική κατάσταση, με προβλήματα επισφαλειών και κερδοφορίας – ενώ η ΕΚΤ σχεδιάζει να τις διασώσει τυπώνοντας χρήματα, γεγονός που ίσως οδηγήσει σε εθνικοποιήσεις ιδρυμάτων
«Τα 44 δις € που εξανεμίστηκαν μέσα σε εννιά μόλις μήνες από τις ελληνικές τράπεζες αντιστοιχούν με 20 σχεδόν ΕΝΦΙΑ, με τις συντάξεις ετών, με τους μισθούς χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων και με μέτρα τέσσερις φορές περισσότερα από όλα μαζί του τρίτου μνημονίου! Είναι δυνατόν λοιπόν να διασωθεί η Ελλάδα ή να εξυπηρετηθεί ποτέ το δημόσιο χρέος, όταν αυξάνεται με τέτοιον ιλιγγιώδη ρυθμό από τις κυβερνήσεις μας;
Φυσικά δεν είναι το μοναδικό έγκλημα του κράτους που κατακλέβει συνέχεια τους πολίτες του, όσο κανένα άλλο στην υφήλιο, απαιτώντας ταυτόχρονα να είναι εντάξει με τις δικές τους υποχρεώσεις απέναντι του.
Προηγήθηκε άλλωστε το 2010 η παράδοση των κλειδιών της Ελλάδας στους διεθνείς τοκογλύφους, η ληστεία των μικρών ομολογιούχων που είχαν το θράσος να δανείσουν στη χώρα τους τα χρήματα τους, η κλοπή των ασφαλιστικών ταμείων και των οργανισμών του δημοσίου, τρία ανηλεή μνημόνια και τόσα πολλά άλλα, που είναι αδύνατον να τα καταγράψει κανείς.
Είναι όμως το πιο αποτρόπαιο όλων των εγκλημάτων του, ενώ τα αποτελέσματα του θα ακολουθήσουν σύντομα, όταν θα κατάσχονται τα σπίτια των Ελλήνων από τα ξένα κοράκια, πολλά από τα οποία θα είναι μεταμφιεσμένα ελληνικά, οι επιχειρήσεις τους, οι μισθοί τους, οι συντάξεις τους, πιθανότατα ακόμη και οι καταθέσεις τους.
Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα κράτος στην υπηρεσία του πολίτη, αλλά για έναν αιμοχαρή δυνάστη τους. Για το μεγαλύτερο τους εχθρό, ο οποίος κατανοεί το ρόλο του ως εκείνου που έχει το δικαίωμα να απομυζεί αχόρταγα τους πάντες, για να συντηρείται ο εκάστοτε κομματικός στρατός και η πολιτική διαφθορά, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν.
Ελπίζω βέβαια, χωρίς όμως στην πραγματικότητα να το περιμένω, πως θα τιμωρηθούν κάποια στιγμή όλοι οι υπεύθυνοι του σημερινού, στυγνού εγκλήματος των τραπεζών (άρθρο). Όπως οι «συνάδελφοι» τους στην Ισλανδία, οι οποίοι καταδικάστηκαν και κλείστηκαν στη φυλακή, για τις ληστείες που και αυτοί διενήργησαν στο φως της ημέρας» (πηγή).
Άρθρο
Ξεκινώντας από τις ελληνικές τράπεζες, παρά τη μεγάλη απάτη που προηγήθηκε εις βάρος των μετόχων τους, ο κυριότερος των οποίων είναι το ελληνικό δημόσιο, άρα οι Έλληνες φορολογούμενοι, κανένας δεν μπορεί να μας πείσει πως είναι πλέον φερέγγυες – κυρίως λόγω των τεράστιων επισφαλειών τους (κόκκινα δάνεια), οι οποίες έχουν υπερβεί πλέον τα 115 δις € ή το 50% των συνολικών (203,2 δις € το Φεβρουάριο του 2016).
Με δεδομένο τώρα το ότι, η επάρκεια των κεφαλαίων τους είναι αποκλειστικά και μόνο το αποτέλεσμα μίας αρκετά εντυπωσιακής δημιουργικής λογιστικής, αφού προστέθηκαν οι αναβαλλόμενοι φόροι (άρθρο), η οικονομική τους κατάσταση είναι πολύ χειρότερη από όσο φανταζόμαστε – αν και οι επισφάλειες είναι επίσης μεγάλο πρόβλημα στην Ιταλία, όπου υπολογίζονται στα 360 δις € (πηγή), στη δήθεν διασωθείσα Κύπρο που υπερβαίνουν επίσης το 50% των συνολικών, στην Ισπανία, στην Ιρλανδία κοκ.
Όσον αφορά δε τις καταθέσεις, ύψους 121,6 δις € το Φεβρουάριο του 2016, οι οποίες ουσιαστικά συνιστούν υποχρεώσεις των τραπεζών απέναντι στους αποταμιευτές, όλοι γνωρίζουν πως είναι εντελώς εικονικές – ενώ φυσικά δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να εκταμιευτούν.
Εκτός αυτού οι τράπεζες είναι αδύνατον να δανείσουν την πραγματική οικονομία, οπότε να αυξήσουν τα κέρδη τους ή να καλύψουν έστω τα έξοδα τους – όχι επειδή δεν έχουν τα χρήματα, αφού τα παράγουν από το πουθενά, αλλά λόγω του ότι δεν υπάρχουν πλέον αρκετοί φερέγγυοι δανειολήπτες. Τέλος, ακόμη και αυτοί που έχουν απομείνει αντιμετωπίζονται με επιφυλάξεις – αφού η χώρα βιώνει συνθήκες κυλιόμενης χρεοκοπίας, οπότε είναι αδύνατες οι προβλέψεις.
Το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα
Στην υπόλοιπη Ευρώπη τώρα, οι μετοχές των τραπεζών ευρίσκονται σε συνεχή πτωτική πορεία (γράφημα) – ενώ τα διατραπεζικά επιτόκια, με τα οποία δανείζονται μεταξύ τους, αυξάνονται συνεχώς. Ακόμη χειρότερα, κλιμακώνονται επικίνδυνα οι τιμές των ασφαλειών πιστώσεων (CDS) για τα τραπεζικά ομόλογα – γεγονός που σημαίνει βέβαια ότι, οι επενδυτές φοβούνται πως θα υπάρξουν αθετήσεις πληρωμών εκ μέρους τους (χρεοκοπίες).
Περαιτέρω, όπως φαίνεται από το παραπάνω γράφημα, οι τιμές των τραπεζικών μετοχών συνεχίζουν να ευρίσκονται σε ελεύθερη πτώση μετά το 2008 – ενώ διαπραγματεύονται πλέον σε επίπεδα τιμής προς κέρδος (Ρ/Ε) κατά 40% χαμηλότερα από την υπόλοιπη αγορά. Την τελευταία φορά που είχε συμβεί αυτό ήταν το 2000 – ενώ, όσον αφορά την τιμή τους σε σχέση με τη λογιστική τους αξία, είναι κατά 60% χαμηλότερη από την υπόλοιπη αγορά.
Η βασική αιτία, εκτός από την ύφεση, είναι προφανώς οι φόβοι των επενδυτών σε σχέση με την κερδοφορία τους, λόγω των αυστηρότερων ρυθμίσεων που τους έχουν επιβληθεί, καθώς επίσης της μείωσης των επιτοκίων από την ΕΚΤ – όσον αφορά φυσικά τις υγιείς, αφού για τις υπόλοιπες υπάρχουν πολλοί άλλοι λόγοι (κόκκινα δάνεια, μόχλευση όπως στην περίπτωση της Deutsche Bank κοκ.).
Λογικά λοιπόν αναρωτιέται κανείς εάν πρόκειται για σοβαρές ενδείξεις μίας επόμενης χρηματοπιστωτικής κρίσης, όπως αυτή του 2007/2008 – όπου οι τράπεζες οδηγήθηκαν σε μεγάλα αδιέξοδα, λόγω της επιδείνωσης των περιουσιακών χαρτοφυλακίων τους. Εκείνη την εποχή οι οφειλέτες δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τα δάνεια τους, ενώ ταυτόχρονα κατέρρευσαν οι τιμές των δομημένων προϊόντων – με αποτέλεσμα να υποστούν ζημίες οι τράπεζες, μεγαλύτερες ορισμένες φορές από τα κεφάλαια τους, οπότε να κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν.
Ως εκ τούτου η διατραπεζική αγορά πάγωσε, οι επενδυτές απομακρύνθηκαν και οι τράπεζες δεν μπορούσαν να αναχρηματοδοτήσουν τις υποχρεώσεις τους – έως ότου τελικά διασώθηκαν από τις κεντρικές, υπό την ηγεσία της Fed. Χρησιμοποιήθηκε δε το τέχνασμα των μηδενικών επιτοκίων, καθώς επίσης των προγραμμάτων ποσοτικής διευκόλυνσης, τα οποία τελικά απέδωσαν τα αναμενόμενα – αφού αποκαταστάθηκε η εμπιστοσύνη στις αγορές.
Έκτοτε όμως τα κράτη ελέγχουν πολύ πιο αυστηρά τις τράπεζες – υποχρεώνοντας τες επί πλέον να αυξάνουν τα ίδια κεφάλαια τους, να διαθέτουν υψηλότερη ρευστότητα, καθώς επίσης να περιορίζουν το δανεισμό τους. Λογικά λοιπόν μειώνεται η κερδοφορία τους, με πολλές από αυτές να μην είναι πια σε θέση να καλύψουν τα έξοδα τους – παρά τις απολύσεις προσωπικού, καθώς επίσης γενικότερα τη μείωση του λειτουργικού τους κόστους.
Ακόμη χειρότερα, η πολιτική αρνητικών επιτοκίων της ΕΚΤ επιδεινώνει σημαντικά τις προοπτικές τους, καταστρέφοντας το βασικό επιχειρηματικό μοντέλο τους – ενώ άρχισαν να υπάρχουν προσφορές καταναλωτικών δανείων δύο ετών, με αρνητικά επιτόκια -1% στη Γερμανία! (πηγή). Δηλαδή, θα δανείζεται κανείς 100 € για δύο χρόνια και θα πληρώνει 98 € στη λήξη τους – οπότε θα εισπράττει τόκο αντί να πληρώνει!
Περαιτέρω, οι προσπάθειες των κρατών να ελέγξουν τις τράπεζες είχαν μία σημαντική, πιθανότατα μη επιθυμητή και μη προβλεπόμενη, παρενέργεια: την απροθυμία των τραπεζών να δανείσουν την πραγματική οικονομία, είτε λόγω της οικονομικής τους αδυναμίας, είτε επειδή κάτι τέτοιο δεν τους υπόσχεται κέρδη – ενώ τα πιστωτικά ρίσκα αυξάνονται συνεχώς εξαιτίας της ύφεσης, στην οποία είναι βυθισμένη η Ευρώπη.
Το γεγονός αυτό επιδεινώνει με τη σειρά του την κατάσταση των οφειλετών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, οι οποίοι αδυνατούν να δανειστούν για να ανανεώσουν τα δάνεια τους, για να επενδύσουν ή για να καταναλώσουν – με αποτέλεσμα να περιορίζεται ο ρυθμός ανάπτυξης, καθώς επίσης να τίθεται σε λειτουργία ένας φαύλος κύκλος, μέσω του οποίου οι δυσκολίες του ενός μεταφέρονται στον άλλο και τανάπαλιν.
Ο μονεταρισμός του ευρωπαϊκού χρέους
Υπενθυμίζουμε πως στο σημερινό χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο στηρίζεται στα χωρίς αντίκρισμα χρήματα (Fiat money), δημιουργούνται πολύ μεγάλα προβλήματα όταν οι «μηχανές» που παράγουν χρήματα από το πουθενά μέσω της έγκρισης δανείων, οι εμπορικές τράπεζες δηλαδή, τα σύγχρονα τυπογραφεία εικονικού πλούτου, σταματούν να λειτουργούν – γεγονός που συμβαίνει όταν περιορίζεται ο δανεισμός, πολύ περισσότερο όταν μειώνεται.
Με απλά λόγια, όταν οι τράπεζες δανείζουν πολλαπλασιάζονται τα χρήματα, ενώ όταν σταματούν «καίγονται» – ακόμη πιο απλά, όταν επιστρέφονται περισσότερα χρήματα πίσω στις τράπεζες, λόγω της εξόφλησης των δανείων, από αυτά που παρέχονται, τότε το σύστημα μπλοκάρει και η οικονομία καταρρέει. Σε μία τέτοια περίπτωση η ανάπτυξη, η οποία στηρίζεται στην πίστωση, «κλυδωνίζεται» – η ουτοπία της ευημερίας χάνεται, ο δανεισμός σταματάει και ολόκληρη η οικονομία βυθίζεται σε ένα αποπληθωριστικό χάος.
Αυτό θα είχε συμβεί ήδη στην Ευρώπη (στις Η.Π.Α., στην Ιαπωνία κοκ.), εάν δεν είχε επέμβει η ΕΚΤ – η οποία θέλει να εμποδίσει τη συρρίκνωση των πιστώσεων, άρα της ποσότητας χρήματος στην Ευρωζώνη, με κάθε τρόπο. Εδώ αναρωτιέται εύλογα κανείς γιατί στην Ελλάδα επιβλήθηκε το ακριβώς αντίθετο – κάτι που ισοδυναμούσε από την αρχή με την εν ψυχρώ δολοφονία της, επί πλέον στο εκ προμελέτης έγκλημα των μνημονίων (ανάλυση).
Περαιτέρω, προβλέπεται πως η ΕΚΤ θα θέτει στη διάθεση των τραπεζών απεριόριστες ποσότητες φθηνών χρημάτων, για να καταπολεμήσει το πρόβλημα – πόσο μάλλον αφού έχει διαθέσει τα λιγότερα πακέτα, από τις υπόλοιπες μεγάλες κεντρικές τράπεζες, όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί.
Αναλυτικότερα, για να καλυτερεύσει τη ρευστότητα, καθώς επίσης τα ίδια κεφάλαια των ευρωπαϊκών τραπεζών, η ΕΚΤ θα αγοράζει μεγάλες ποσότητες δανείων και αξιόγραφων από αυτές, πληρώνοντας τα με νέα χρήματα που θα δημιουργεί η ίδια από το πουθενά – με τα ονομαζόμενα «κεντρικά χρήματα», τα οποία είναι συνήθως το 10% των συνολικών. Αυτό σημαίνει βέβαια πως θα συνεχίσει να τροφοδοτείται η φούσκα των χρηματιστηρίων – γεγονός εξαιρετικά επικίνδυνο για το μέλλον.
Εν τούτοις, για να καλύψει η ΕΚΤ τις ληξιπρόθεσμες καθημερινά υποχρεώσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών, θα έπρεπε να διαθέσει περισσότερα από 5 τρις € – ποσόν που ισοδυναμεί περίπου με το 50% των συνολικών χρεών των χωρών της Ευρωζώνης (πηγή). Επί πλέον αυτών θα έπρεπε να «παράγει» χρήματα για να αγοράζει τα νέα ομόλογα που εκδίδουν τα διάφορα κράτη – ενώ τα καινούργια χρήματα που θα δημιουργούταν με αυτόν τον τρόπο, θα προσμετρούνταν στα ίδια κεφάλαια των εγχωρίων τραπεζών των κρατών, αφού αυτές αγοράζουν τα συγκεκριμένα ομόλογα.
Σε μία τέτοια περίπτωση, αφενός μεν οι τράπεζες θα ανακεφαλαιοποιούνταν έμμεσα, αφετέρου οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν πολύ πιο εύκολα να τους επιβάλλουν την αύξηση των πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία – οπότε θα σταματούσε η τραπεζική θύελλα. Με τον τρόπο αυτό βέβαια θα άνοιγε ο δρόμος για την εθνικοποίηση των ευρωπαϊκών τραπεζών, οπότε για τη δημιουργία μίας σοβιετικού τύπου ευρωπαϊκής οικονομίας – μία προοπτική που θα ήταν μάλλον ελκυστική για πολλές κυβερνήσεις των χωρών της Ευρωζώνης.
Ως εκ τούτου δεν είναι τελικά απίθανο να προκύψει ο μονεταρισμός των χρεών των ευρωπαϊκών κρατών, όπως τον έχουμε ήδη αναλύσει (άρθρο) – μία προοπτική αρκετά θετική για το μέλλον της νομισματικής ένωσης, εάν τελικά δεν εμποδιστεί από τη Γερμανία που ασφαλώς δεν τον θέλει. Πιθανότατα όμως είναι επιθυμητός από τις Η.Π.Α., στα πλαίσια του οικονομικού ΝΑΤΟ που προωθούν – οπότε η Γερμανία, η οποία θεωρείται προτεκτοράτο τους, θα αναγκαζόταν ίσως να συμβιβαστεί.
Επίλογος
Ο ενδεχόμενος μονεταρισμός του ευρωπαϊκού χρέους θα ήταν εξαιρετικά θετικός για την Ελλάδα, εάν φυσικά συμμετείχε με ίσους όρους, όπως τα υπόλοιπα κράτη – αφού με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να παγώσει ένα μεγάλο μέρος των χρεών της, οπότε δεν θα χρειαζόταν να εξυπηρετηθούν και θα γινόταν βιώσιμα τα υπόλοιπα.
Εάν όμως θα συνδεόταν με νέα ανταλλάγματα, δεν θα αποτελούσε μία τόσο θετική εξέλιξη – ειδικά εάν η Ελλάδα παρέμενε υπό την κατοχή της ευρωπαϊκής Τρόικας (το ΔΝΤ μάλλον θα πιεστεί να αποχωρήσει), με νέα μνημόνια και με συνεχείς παραχωρήσεις στο θέμα της εθνικής της κυριαρχίας.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο ίσως επεξηγεί την προσήλωση της ελληνικής κυβέρνησης στη Γερμανία, καθώς επίσης τις προσπάθειες της να διώξει το ΔΝΤ από το πρόγραμμα, οι οποίες ασφαλώς υποκινούνται κρυφά από τρίτους – προσπάθειες που όμως μάλλον δεν θα αποδώσουν, αφού οι Η.Π.Α. δεν είναι τόσο ανόητες, ώστε να επιτρέψουν στη γερμανική κυβέρνηση να πραγματοποιήσει τα σχέδια της, όσον αφορά το τέταρτο ράιχ (άρθρο).
Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε θανάσιμο λάθος να εμπιστεύεται κανείς τη Γερμανία, θεωρώντας πως έχει θεραπευθεί από το ναζιστικό παρελθόν της – ή πως δεν έχει ηγεμονικές βλέψεις. Ειδικά η Ελλάδα, η οποία δεν πρέπει για πολλοστή φορά να πέσει στην ίδια παγίδα των υποσχέσεων χωρίς αντίκρισμα – όπως συνέβη με την προηγούμενη κυβέρνηση και την τότε υπόσχεση της αναδιάρθρωσης των χρεών (2012), η οποία ποτέ δεν τηρήθηκε.
Εν τούτοις, οφείλουμε να λαμβάνουμε υπ’ όψιν όλα όσα συμβαίνουν – ενώ η ελπίδα του μονεταρισμού των χρεών της Ευρωζώνης δεν είναι ουτοπική, χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα πραγματοποιηθεί σίγουρα. Φαίνεται όμως πως δρομολογείται ήδη από την ΕΚΤ, ενδεχομένως κατ’ εντολή της Fed – η οποία ευρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, μη έχοντας πλέον άλλα όπλα στη φαρέτρα της, όσον αφορά την υπερχρεωμένη, παγιδευμένη στα δίδυμα ελλείμματα και στην αδύναμη ανάπτυξη, αμερικανική οικονομία.
Πηγή : Analyst Team
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου