Προηγείται η αποδοχή του ότι η Ελλάδα έχει χρεοκοπήσει, πως η πολιτική της υποτέλειας δεν αποδίδει, ότι τα μνημόνια δεν είναι η λύση και πως πρέπει να υποστούμε σήμερα τις συνέπειες, αφού αύριο θα είναι πολύ πιο επώδυνες – ηχητικό
«Κανένας δεν μπορεί να καταλάβει γιατί αυτή η κυβέρνηση συνηθίζει πρώτα να υπογράφει μνημόνια και στη συνέχεια να διαπραγματεύεται – όταν όλοι οι υπόλοιποι στον πλανήτη κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Εκτός αυτού, γιατί συνεχίζει το «παιχνίδι της όρνιθας», τη θεωρία των παιγνίων, αφού δεν έχει απολύτως κανένα όπλο στη διάθεση της, οπότε είναι καταδικασμένη να χάσει – επειδή σπάνια εκβιάζεις απειλώντας με τη δική σου αυτοκτονία» (πηγή).
Άποψη
Δυστυχώς συνηθίζουμε κάθε φορά, μετά από σωρεία λαθών που μας οδηγούν σε νέα αδιέξοδα, να ισχυριζόμαστε πως τη δεδομένη στιγμή δεν υπάρχουν άλλες λύσεις – άρα αυτό που μας απομένει είναι η πιστή εφαρμογή των μνημονίων των δανειστών, τα οποία όμως ανέκαθεν διαστρεβλώνουμε.
Εν προκειμένω με την έννοια πως αποφεύγουμε συστηματικά τις σωστές διαρθρωτικές αλλαγές (εξυγίανση των Θεσμών, καταπολέμηση της πολιτικής διαφθοράς, της διαπλοκής και του πελατειακού κράτους, κατάργηση της γραφειοκρατίας, σταθερό και ανταγωνιστικό φορολογικό σύστημα, φιλικό επιχειρηματικό πλαίσιο κοκ.), επικεντρωνόμενοι στην υπερβολική άνοδο των φόρων – με αποτέλεσμα να αυξάνονται συνεχώς τα δημόσια χρέη, καθώς επίσης τα ιδιωτικά (έχουν υπερβεί ήδη τα 330 δις € από σχεδόν αμελητέα πριν την κρίση), λόγω των οποίων δεν πρόκειται ποτέ να διενεργηθούν επενδύσεις, οπότε να ακολουθήσει η ανάπτυξη.
Εάν αναρωτιόμαστε τώρα γιατί δεν επενδύουν οι ξένοι, τότε αγνοούμε το βασικότερο επιχειρηματικό κανόνα – σύμφωνα με τον οποίο κανένας δεν τοποθετεί τα χρήματα του εκεί που προβλέπει με ασφάλεια ότι θα ζημιωθεί. Ειδικότερα, σε μία χώρα που δεν είναι πλέον ανταγωνιστική, οπότε δεν μπορεί να εξάγει, ενώ ταυτόχρονα η ζήτηση στο εσωτερικό της καταρρέει – αφού μειώνονται συνεχώς τα εισοδήματα, καθώς επίσης η αγοραστική τους αξία λόγω των φόρων. Πόσο μάλλον όταν προβλέπονται εσωτερικές αναταραχές και εξεγέρσεις, αλλαγή του νομίσματος, πολιτικό χάος, χρεοκοπία κοκ.
Σε μία τέτοια περίπτωση, ακόμη και όταν μπορεί κάποιος να αγοράσει σε εξευτελιστικές τιμές επιχειρήσεις, ακίνητα ή οικόπεδα δεν το κάνει – αφενός μεν επειδή υπολογίζει πως θα συνεχιστεί η καθοδική πορεία των τιμών, αφετέρου λόγω του ότι δεν προβλέπει κέρδη από την επένδυση του, αλλά ζημίες.
Όταν βέβαια οι τιμές φτάσουν στο ναδίρ, ενώ η χώρα θα έχει μετατραπεί σε μία ειδική οικονομική ζώνη χαμηλού εργατικού κόστους, χωρίς καμία απολύτως δυνατότητα ανάκτησης της εθνικής της κυριαρχίας, τότε οι ξένοι θα επενδύσουν – εκμεταλλευόμενοι το φυσικό, υπόγειο, ιστορικό και λοιπό πλούτο της πατρίδας μας, τον οποίο δεν μπορέσαμε ποτέ να εκτιμήσουμε.
Εάν το είχαμε κάνει, τότε δεν θα εκλέγαμε το 2009 αυτόν που μας υποσχέθηκε ότι «λεφτά υπάρχουν» – αλλά είτε θα μηδενίζαμε μόνοι μας το χρέος μας (ανάλυση), είτε θα επιλέγαμε τη χρεοκοπία, αντί να οδηγηθούμε στο ΔΝΤ. Το ίδιο ισχύει επίσης για τη σημερινή κυβερνητική επιλογή μας – για αυτούς που ενώ υποσχέθηκαν την εύρεση μίας ριζικής λύσης ή τη ρήξη, μας οδήγησαν στην παγίδα του δημοψηφίσματος, στο κλείσιμο των τραπεζών, στο χειρότερο μνημόνιο όλων των εποχών, καθώς επίσης στο ξεπούλημα ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μέσω του οποίου θα λεηλατηθεί τελικά η ιδιωτική περιουσία των Ελλήνων.
Περαιτέρω, πάντοτε υπήρχαν και υπάρχουν λύσεις για την Ελλάδα, αρκεί να εκπονηθεί ένα δικό της πρόγραμμα. Οι λύσεις βέβαια αυτές, όταν καθυστερούν και δεν υιοθετούνται έγκαιρα, είναι συνεχώς πιο επώδυνες – έχουν δηλαδή μεγαλύτερο υλικό και ανθρώπινο κόστος. Στα πλαίσια αυτά, η λιγότερο οδυνηρή λύση σήμερα για την Ελλάδα είναι εν πρώτοις η επίσημη αποδοχή της χρεοκοπίας της – η οποία είναι πλέον πέραν κάθε αμφιβολίας.
Ειδικότερα, τόσο το δημόσιο, όσο και το ιδιωτικό χρέος της πλησιάζουν έκαστο στο 200% του ΑΕΠ. Εάν δε συνυπολογίσει κανείς το ασφαλιστικό, το οποίο το 2012 υπολογιζόταν στο 475% του ΑΕΠ (πηγή), τις χρεοκοπημένες τράπεζες, την απώλεια των περιουσιακών μας στοιχείων (καταθέσεις, τιμές ακινήτων), καθώς επίσης την καταστροφή του παραγωγικού μας ιστού, τότε έχουμε καταρρίψει κάθε προηγούμενο ρεκόρ υπερχρέωσης και κυλιόμενης πτώχευσης στην παγκόσμια ιστορία.
Στη συνέχεια, αφού η χώρα μας αποδεχθεί επίσημα τη χρεοκοπία της, οφείλει να προβεί σε στάση πληρωμών εντός της Ευρωζώνης (ανάλυση) – αφενός μεν επειδή δεν μπορεί να την εγκαταλείψει μονομερώς (η συμμετοχή στο ευρώ είναι αμετάκλητη, οπότε προϋποθέτει την έξοδο από την ΕΕ που θεωρείται πως διαρκεί δύο χρόνια), αφετέρου λόγω του ότι, αποκλεισμένη εντελώς από τις αγορές, θα αντιμετώπιζε θανατηφόρα προβλήματα (άρθρο μας).
Σε μία τέτοια περίπτωση, η Ελλάδα πιθανότατα θα εκβιαζόταν από την ΕΚΤ, με το σταμάτημα της παροχής ρευστότητας στο τραπεζικό της σύστημα – παρά το ότι πρόκειται για μία άκρως παράνομη ενέργεια (άρθρο), όπως είχαμε τονίσει όταν έκλεισε τις τράπεζες μας. Εν τούτοις, δεν έχουμε άλλη λύση, από το να αναλάβουμε το ρίσκο, ειδικά αφού η ρευστότητα στη χώρα μας είναι ελάχιστη και οι καταθέσεις ανύπαρκτες – ενώ υπάρχει η δυνατότητα εθνικοποίησης των τραπεζών, για να είναι λιγότερο καταστροφικές οι συνέπειες του εκβιασμού της ΕΚΤ.
Η επόμενη ενέργεια μας είναι η διαπραγμάτευση μίας μεγάλης διαγραφής του δημοσίου χρέους με την ευρωπαϊκή Τρόικα – κάτι που είναι δυνατόν να συμβεί «αναίμακτα» μέσω της ΕΚΤ, εάν αγόραζε και πάγωνε τα ομόλογα μας σταδιακά, κάθε φορά που κάποια θα καθίσταντο ληξιπρόθεσμα.
Αμέσως μετά η διαγραφή ή το πάγωμα μέσω κάποιας «κακής τράπεζας» (bad Bank) ενός αντίστοιχα μεγάλου μέρους εκείνου του ιδιωτικού χρέους που είναι αδύνατον να πληρωθεί – με την ταυτόχρονη μεταφορά των ενυπόθηκων κόκκινων δανείων στην ίδια ή σε κάποια άλλη επίσης κρατική τράπεζα, για να διακανονισθούν ορθολογικά, χωρίς να γίνουν βορά των κερδοσκόπων οι Έλληνες.
Έτσι θα μπορούσε να αποκατασταθεί η πιστοληπτική ικανότητα του δημοσίου και ιδιωτικού μας τομέα – οπότε να μπορούν να δανείζονται και οι δύο τομείς, να ακολουθήσει η ανάπτυξη, καθώς επίσης να εξυπηρετούνται τα εναπομείναντα χρέη.
Εάν βέβαια παραμείνει ανένδοτη η Τρόικα, παρά το ότι πλέον ακόμη και το ΔΝΤ τάσσεται υπέρ της γενναίας διαγραφής χρέους (εμείς εννοούμε πάντοτε ονομαστική), τότε δεν μπορούμε παρά να υποστούμε τις όποιες συνέπειες, μένοντας σταθεροί στη θέση μας – έχοντας τη βεβαιότητα ότι κάνουμε το σωστό, πως δεν υπάρχει άλλη λύση, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των χρεών μας, ειδικά τα ιδιωτικά, δεν οφείλονται σε εμάς, αλλά στην λανθασμένη (εάν όχι σκόπιμα) πολιτική των μνημονίων που μας επιβλήθηκε (ανάλυση).
Φυσικά θα πρέπει προετοιμασθεί άμεσα ένα αναλυτικό σχέδιο εκτάκτου ανάγκης, για το χρονικό διάστημα μετά τη στάση πληρωμών – όπου με τα όποια πρωτογενή πλεονάσματα μας θα διενεργούνταν δημόσιες επενδύσεις, αφού δεν θα πληρώναμε καθόλου τόκους και χρεολύσια, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μας θα διατηρούταν θετικό, οι τράπεζες θα λειτουργούσαν μόνο με τα χρήματα που ήδη κυκλοφορούν, θα επιταχυνόντουσαν οι πραγματικές διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία μας κοκ.
Παράλληλα, απαιτείται επίσης ένα σχέδιο επιστροφής στο εθνικό μας νόμισμα, εάν μας αναγκάσουν με κάποιο τρόπο να το υιοθετήσουμε – σε καμία περίπτωση όμως η κυκλοφορία ενός παράλληλου νομίσματος ή υποσχετικών πληρωμής (IOU), παρά το ότι είναι η κρυφή επιθυμία της Γερμανίας (θέλει να διεξάγει το πείραμα), αφού αυτό θα σήμαινε πως θα συνεχίζαμε τα ίδια λάθη, επιλέγοντας «μεσοβέζικες» λύσεις που απλά καθυστερούν την καταστροφή επιδεινώνοντας την.
Ολοκληρώνοντας, φυσικά δεν είναι δυνατόν να παρουσιαστεί ένα αναλυτικό σχέδιο στη μικρή έκταση ενός άρθρου. Εν τούτοις, σε γενικές γραμμές αυτό θα όφειλε να είναι το εθνικό μας πρόγραμμα, κυρίως όμως να βρούμε κάποια στιγμή το θάρρος να παραδεχτούμε το αυτονόητο: το ότι η Ελλάδα έχει ήδη χρεοκοπήσει, πως η πολιτική των υποκλίσεων και της υποτέλειας δεν αποδίδει, ότι τα μνημόνια δεν είναι η λύση αλλά το πρόβλημα, καθώς επίσης πως πρέπει να υποστούμε σήμερα τις οδυνηρές συνέπειες της πτώχευσης – αφού αύριο θα είναι πολύ πιο επώδυνες.
Μοναδική εξαίρεση θα ήταν ίσως ο μονεταρισμός των χρεών ολόκληρης της Ευρωζώνης από την ΕΚΤ, έτσι ώστε να ακολουθήσει η δημοσιονομική και πολιτική ένωση της – κάτι που δεν είναι απίθανο, οπότε δεν θα έπρεπε να λείπουμε, αλλά εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί. Ακολουθεί η σημερινή συζήτηση του κ. Βιλιάρδου με τον κ. Σαχίνη, σχετικά με την επικαιρότητα – σε συνθήκες έντασης όμως, αφού η κυβέρνηση κάνει ξανά τα ίδια λάθη με το 2015, προσπαθώντας να εκβιάσει την Ευρώπη με την αυτοκτονία της χώρας και με το μεταναστευτικό.
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου