Επειδή μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι πεθαμένοι, πρέπει να βρεθεί μία λύση που να έχει θετικά βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα – κάτι που απαιτεί το συμβιβασμό των Θεσμών, τη συναίνεση του Αλέξη με τον Κυριάκο και τη στήριξη όλων των Ελλήνων
Συμφωνώ με το συνάδελφο, όσον αφορά την απόγνωση της μεσαίας τάξης και τη γνώμη του για τον Αλέξη – ενώ θα πρόσθετα πως έχουμε μπλέξει άσχημα. Πιστεύω επίσης πως δεν μπορεί δυστυχώς να μας ξεμπλέξει ο Κυριάκος, παρά το ότι φαίνεται πολύ πιο ικανός – ειδικά επειδή έχουμε ακούσει αρκετές φορές στο παρελθόν ωραίες θεωρίες και όμορφα μεγάλα λόγια, τα οποία ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν, ενώ οι συνεργάτες του δεν είναι οι καλύτεροι.
Έξι κυβερνήσεις άλλωστε έχουν μεσολαβήσει μετά το ξέσπασμα της κρίσης, καθώς επίσης πολλά δισεκατομμύρια δάνεια επί δανείων, χωρίς κανένα αποτέλεσμα – ενώ τα ψέματα που έχουμε ακούσει από τους πολιτικούς, δεν απαριθμούνται. Ακόμη χειρότερα, παρά τις διαγραφές και τα συνεχόμενα προγράμματα εξυγίανσης της οικονομίας μας, το δημόσιο χρέος έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ – ενώ σε όρους εισοδημάτων και παγίων περιουσιακών στοιχείων που πρέπει να υπολογίζεται, είναι υπερδιπλάσιο συγκριτικά με το 2010 (άρθρο).
Το ίδιο ισχύει και για τα ελλείμματα του προϋπολογισμού, τα οποία συνεχίζουν να είναι ανεξέλεγκτα (γράφημα) – τελευταία λόγω της «διάσωσης» των τραπεζών που κάθε άλλο παρά ως τέτοια μπορεί να θεωρηθεί. Όποιος ισχυρίζεται πάντως όπως ο Αλέξης ότι, οι καταθέσεις είναι ασφαλείς, όταν αναμένεται μία ακόμη αύξηση των κόκκινων δανείων από το 42% στο 45%, όσον αφορά τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες έως τα τέλη του 2016 (πηγή), είτε είναι αιθεροβάμων, είτε ψεύτης – ελπίζοντας πως για τον πρωθυπουργό ισχύει το πρώτο.
Περαιτέρω, η κυβέρνηση φαίνεται να έχει στηρίξει τις τελευταίες ελπίδες της στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης – την οποία αρνιόταν μετά μανίας το Φεβρουάριο του 2015, όταν η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας ήταν πολύ πιο καλή, ενώ οι απαιτήσεις των δανειστών αρκετά χαμηλότερες.
Εν προκειμένω ισχυρίζεται πως έχουν λυθεί όλα τα θέματα, ενώ ουσιαστικά απομένει ένα και μοναδικό «μήλο της έριδος»: το ασφαλιστικό, το οποίο όμως δεν είναι δυνατόν ποτέ να λυθεί έτσι ώστε να αποβεί βιώσιμο, όσο η ανεργία καλπάζει, οι χρεοκοπίες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων επίσης, η ύφεση βαθαίνει, η φτώχεια κλιμακώνεται και κανένας δεν είναι πρόθυμος να διενεργήσει επενδύσεις.
Εάν προσθέσει κανείς επί πλέον το μεταναστευτικό, αφενός μεν όσον αφορά το κόστος του, αφετέρου τις επιπτώσεις του στον τουρισμό, τότε η εικόνα σκοτεινιάζει επικίνδυνα – αν και σε κάποιο βαθμό βοήθησε την κυβέρνηση, αφού έδιωξε τους αγρότες από τα μπλόκα στις εθνικές, σε συνδυασμό με το ότι ξεκίνησε η εποχή της καλλιέργειας των χωραφιών τους (παραδοσιακά οι αγρότες βγαίνουν στους δρόμους το Φεβρουάριο, οπότε αρκεί να περιμένει κανείς να περάσει ο μήνας για να σταματήσουν).
Το δεύτερο μεγάλο μπλέξιμο
Υπάρχει όμως ένα ακόμη μεγάλο μπλέξιμο, για το οποίο δεν φταίει η κυβέρνηση: το ότι συγκρούονται δύο ασυμβίβαστες μεταξύ τους θεωρίες, οι οποίες έχουν διασπάσει την οικονομική επιστήμη τον 20ο αιώνα: η θεωρία της ζήτησης, καθώς επίσης η αντίστοιχη της προσφοράς.
(α) Η πρώτη προέρχεται από τον J.M. Keynes τη δεκαετία του 1930, έχοντας υποστηριχθεί από τους οικονομικούς απογόνους του, όπως από τον P. Samuelson – όπου, σε αντίθεση με τους κλασσικούς οικονομολόγους του παρελθόντος, επικεντρώθηκαν στα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα της μείωσης της ζήτησης στο σύνολο της οικονομίας μίας χώρας, σε σχέση με το επίπεδο παραγωγής.
Σε γενικές γραμμές, πρότειναν την αύξηση της ζήτησης μέσω της επέμβασης του κράτους στην οικονομία (επενδύσεις, θέσεις εργασίας) – όπου όμως, όταν η οικονομία ξεκινούσε ξανά να λειτουργεί σωστά, το κράτος θα έπρεπε να «αποχωρήσει» (κάτι που δυστυχώς δεν συνέβη, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν εκείνες οι δυσλειτουργίες, οι οποίες τελικά οδήγησαν στην άνοδο του νεοφιλελευθερισμού).
(β) Η δεύτερη, τα οικονομικά της προσφοράς όπως αποκαλείται (Supply-Side Economics), τεκμηριώθηκε από οικονομολόγους όπως M. Friedman και ο M. Feldstein τη δεκαετία του 1960 – έχοντας θεωρηθεί ως ένα αντίδοτο κατά της φερόμενης ως ζημιογόνου οικονομικής πολιτικής του Keynes: δηλαδή, του ανεξέλεγκτου κρατικού παρεμβατισμού, ο οποίος παραλύει τις διαδικασίες της ελεύθερης αγοράς και της επιχειρηματικότητας, ενώ αυξάνει επικίνδυνα τον πληθωρισμό.
Η θεωρία της προσφοράς τάσσεται υπέρ της σημαντικής μείωσης των φορολογικών συντελεστών, ισχυριζόμενη πως αυξάνει τα φορολογικά έσοδα του δημοσίου – ενώ τελικά βοηθάει στην άνοδο του ρυθμού ανάπτυξης, καθώς επίσης στον περιορισμό των πληθωριστικών πιέσεων.
Στα πλαίσια αυτά, η Ελλάδα έχει παγιδευτεί μεταξύ των δύο παραπάνω συγκρουόμενων τοποθετήσεων – με δεδομένο το ότι, το κρατικό ασφαλιστικό της σύστημα θα καταρρεύσει αργά ή γρήγορα, αφού, καλώς ή κακώς, λείπουν οι εισφορές που θα μπορούσαν να καλύψουν τις πληρωμές που απαιτούνται (συντάξεις, κοινωνικό κράτος).
Η πρώτη άποψη, η οποία βασίζεται ουσιαστικά στη θεωρία της προσφοράς (M. Friedman), υποστηρίζεται από τους «Θεσμούς» – οι οποίοι θέλουν να μειώσουν τις πληρωμές, περιορίζοντας τις κοινωνικές δαπάνες και όχι να αυξήσουν τις εισφορές.
Η δεύτερη άποψη, αυτή της κυβέρνησης, υποστηρίζει ακριβώς το αντίθετο – λέγοντας πως εάν μειωθούν ακόμη περισσότερο οι κοινωνικές δαπάνες (συντάξεις κλπ.), τότε θα περιορισθεί η ζήτηση, οπότε η Ελλάδα θα βυθιστεί ακόμη περισσότερο στην ύφεση. Επειδή όμως δεν έχει τα χρήματα για να το εφαρμόσει, τάσσεται υπέρ της αύξησης των φορολογικών συντελεστών (εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές κοκ.) – η οποία θα βύθιζε επίσης την Ελλάδα στην ύφεση, ενδεχομένως πολύ περισσότερο.
Η θέση της αυτή δεν γίνεται λοιπόν αποδεκτή από τους δανειστές της, από τους Θεσμούς καλύτερα και ειδικά από το ΔΝΤ – οι οποίοι θεωρούν πως ο στόχος των οικονομικών μεταρρυθμίσεων είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Κυρίως μέσω της μείωσης του εργατικού κόστους, οπότε θα διενεργούταν επενδύσεις – με αποτέλεσμα την καταπολέμηση της ανεργίας, οπότε τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού. Εάν λοιπόν αυξανόταν το εργατικό κόστος των επιχειρήσεων, δεν θα ακολουθούσαν επενδύσεις, οπότε το ασφαλιστικό δεν θα ήταν βιώσιμο.
Εδώ θα έπρεπε να αντιτάξει κανείς βέβαια ότι, η ανταγωνιστικότητα δεν αυξάνεται μόνο μέσω του περιορισμού των μισθών – αφού τότε χώρες όπως η Βουλγαρία θα ήταν ασυναγώνιστες. Απαιτούνται επί πλέον επενδύσεις που μειώνουν το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, φθηνότερη και επαρκέστερη χρηματοδότηση, ανταγωνιστικό νόμισμα κοκ. – τα οποία δεν μας επιτρέπονται ούτε από τους Θεσμούς, ούτε από την οικονομική μας κατάσταση, ούτε από τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.
Συνεχίζοντας, οι χρηματαγορές τάσσονται με το μέρος των «Θεσμών» έχοντας την άποψη ότι, η μέθοδος τους υπόσχεται μακροπρόθεσμα μία πραγματικά επιτυχημένη αλλαγή (short pain, long gain – δηλαδή, βραχυπρόθεσμος πόνος και μακροπρόθεσμη ωφέλεια). Εν τούτοις, τα έξι χρόνια της λιτότητας, καθώς επίσης των διαρθρωτικών αλλαγών που επιβλήθηκαν στη χώρα, δεν έχουν σταθεροποιήσει την οικονομία της – αντίθετα, την έχουν επιδεινώσει σε μεγάλο βαθμό.
Πόσο λοιπόν πρέπει να διαρκέσει ακόμη η «ξηρασία», έως ότου επιτευχθεί η ανάκαμψη; Στο σημείο αυτό είχε απαντήσει ο Keynes, όσον αφορά εκείνες τις οικονομικές συνταγές που διαρκούν πολλά χρόνια, λέγοντας πολύ σοφά ότι, «Μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι πεθαμένοι».
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιά από τις δύο θεωρίες είναι η σωστή – ποιός έχει δίκιο. Στο σημείο αυτό, ότι και να πιστεύω για τον Αλέξη και την κυβέρνηση του, αυτός έχει δίκιο μετά από τα έξι καταστροφικά χρόνια που προηγήθηκαν – με την έννοια πως είναι σωστή η πολιτική του Keynes και όχι του Friedman, παρά το ότι είμαι υπέρ της ελεύθερης αγοράς και εναντίον του κρατισμού που υποστηρίζει ο Αλέξης, υπέρ της επιχειρηματικότητας και εναντίον του υπερτροφικού δημοσίου.
Δυστυχώς όμως, δεν την υποστήριξε όσο και όταν έπρεπε λόγω των αριστερών του αγκυλώσεων, συμβιβάστηκε χωρίς την έγκριση της πλειοψηφίας των Ελλήνων, τους πρόδωσε επαίσχυντα και οδηγήθηκε στη μεγαλύτερη κυβίστηση όλων των εποχών – υπογράφοντας το χειρότερο μνημόνιο στην παγκόσμια ιστορία.
Εκτός αυτού, έχει εντελώς άδικο όσον αφορά την αύξηση των φορολογικών συντελεστών – οι οποίοι πράγματι στραγγαλίζουν την οικονομία, ενώ εκτρέφουν σε μεγάλο βαθμό την παραοικονομία. Επομένως, πρέπει να βρεθεί μία συμβιβαστική λύση με τους δανειστές, ενώ οφείλει να υπάρξει συναίνεση μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων – αφού, εάν τυχόν ανέλθει στην εξουσία ο Κυριάκος και κατέλθει στους δρόμους ο Αλέξης, η Ελλάδα θα βυθιστεί στο χάος, με τελικό προορισμό την ολοκληρωτική κατάρρευση και την αναρχία.
Σε κάθε περίπτωση, ούτε οι Έλληνες, ούτε οι δανειστές εμπιστεύονται μονομερώς τον Αλέξη ή τον Κυριάκο – ενώ οτιδήποτε και αν αποφασιστεί, θα πρέπει να στηριχθεί από το σύνολο των πολιτών για να έχει κάποια προοπτική επιτυχίας. Πριν από κάθε τι άλλο, απαιτείται η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των Πολιτών προς την Πολιτεία – χωρίς την οποία η Ελλάδα θα κινδυνεύσει να σβηστεί από το χάρτη.
Εάν βέβαια οι δανειστές συνεχίζουν να έχουν σκοπό να μας ληστέψουν, μετατρέποντας μας σε προτεκτοράτο, σε μία χώρα της Lidl όπως την Πορτογαλία ή σε μία αποικία των αμερικανικών πολυεθνικών όπως την Ιρλανδία, τότε ονειροβατούμε – αν και η αλλαγή πολιτικής στην Ισπανία, στην Πορτογαλία καθώς επίσης στην Ιρλανδία είναι υπέρ μας. Επίσης, εάν δεν έχουν την πρόθεση να μας διαγράψουν ονομαστικά το χρέος – αφού είναι αδύνατον να εξυπηρετηθεί, χωρίς να εξαθλιωθεί και να ληστευτεί η Ελλάδα.
Σε μία τέτοια περίπτωση, απαιτείται προφανώς η άμεση στάση πληρωμών, η οποία όμως προϋποθέτει ξανά τη συναίνεση των μεγάλων τουλάχιστον πολιτικών κομμάτων και της κοινωνίας – χωρίς την οποία Καληνύχτα Ελλάδα.
Άρης Οικονόμου, Senior Analyst (finance & markets)
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου