MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

Η αποτυχία του ΔΝΤ...

Το Ταμείο έπρεπε να είχε προτείνει στην Ελλάδα μία τρίτη, πραγματικά εναλλακτική λύση – την ελεγχόμενη έξοδο της από την Ευρωζώνη, με τη διαγραφή χρέους, με τη χρηματοδότηση και με τη στήριξη όλων των εταίρων της, καθώς επίσης με τη δική του

Το ΔΝΤ, τουλάχιστον από τα τέλη του προηγουμένου αιώνα, αποτελεί αναμφίβολα το «μακρύ χέρι» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Επομένως, η οποιαδήποτε αντικειμενική αποτυχία του θεωρείται ταυτόχρονα ως ένα λάθος της υπερδύναμης – γεγονός που ασφαλώς χαρακτηρίζει τη δραστηριοποίηση του στην Ελλάδα, όπως κάποτε αυτήν στη Ρωσία, μετά τη χρεοκοπία της (ανάλυση).

Πόσο μάλλον όταν, στην περίπτωση της Ελλάδας, αποτελεί μία σημαντική ήττα των Η.Π.Α. από τη Γερμανία – την οποία «ρευστοποίησε» άμεσα ο υπουργός οικονομικών της χώρας, με τις προϋποθέσεις που έθεσε και κέρδισε για το Μνημόνιο ΙΙΙ.

Η ήττα αυτή δίνει προφανώς ένα μεγάλο πλεονέκτημα στη Γερμανία, όσον αφορά τις προθέσεις της ναηγηθεί κυριαρχικά της Ευρωζώνης, να εκδιώξει την υπερδύναμη από την Ευρώπη και να ανακτήσει την εθνική της κυριαρχία – την οποία έχει χάσει απέναντι στις Η.Π.Α. μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Περαιτέρω, αυτό που απασχολεί είναι το τι θα έπρεπε να κάνει το ΔΝΤ, όσον αφορά το πρόβλημα της Ελλάδας – με τους περισσότερους να θεωρούν πως όφειλε να προτείνει στη χώρα μας πραγματικές εναλλακτικές δυνατότητες, όπως αρμόζει σε μία Δημοκρατία.

Εν τούτοις, κατά τη συνολική διάρκεια της κρίσης, δεν το έκανε ποτέ – με ευθύνη όχι μόνο δική του αλλά, επίσης, της Κομισιόν και της ΕΚΤ. Ειδικότερα, η Ελλάδα είχε μόνο δύο δυνατότητες στη διάθεση της:

(α) την εγκατάλειψη της Ευρωζώνης χωρίς την παράλληλη χρηματοδότηση της, οπότε την αυτοκτονία της, καθώς επίσης

(β) την παραμονή της στη νομισματική ένωση με τη χρηματοδότηση της από την Τρόικα, υπό την προϋπόθεση της υιοθέτησης σκληρών μέτρων λιτότητας – τα οποία νομοτελειακά δεν θα οδηγούσαν πουθενά (ανάλυση).

Εν τούτοις, έπρεπε να της είχε προταθεί μία τρίτη, πραγματική εναλλακτική λύση, αφού οι δύο προηγούμενες ήταν ουσιαστικά μονόδρομος: η έξοδος από την Ευρωζώνη, με μία γενναιόδωρη χρηματοδότηση, καθώς επίσης με τη διαγραφή μέρους του δημοσίου χρέους της (σενάριο).

Βέβαια, κανένας δεν μπορεί να ισχυρισθεί με σιγουριά πως η Ελλάδα θα επέλεγε αυτή τη λύση, αφού η παραμονή της στην Ευρωζώνη είχε πολλά πολιτικά και γεωπολιτικά πλεονεκτήματα – ενώ η έξοδος της θα την ωφελούσε μεν σε διάφορα επίπεδα, αλλά ήταν συνδεδεμένη με πολύ μεγάλο κόστος, της τάξης του 75% του ΑΕΠ της.

Στα πλεονεκτήματα συγκαταλέγεται η μαζική υποτίμηση του νομίσματος της, η οποία θα της εξασφάλιζε την ανάπτυξη της μέσω των εξαγωγών, τον περιορισμό των εισαγωγών, καθώς επίσης την αναβίωση του παραγωγικού της ιστού – εάν κατάφερνε φυσικά να χρηματοδοτήσει τις απαιτούμενες επενδύσεις.

Τα μειονεκτήματα όμως δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα – αφού η κυβέρνηση θα έπρεπε να δηλώσει τη χρεοκοπία της χώρας, μεταξύ άλλων επειδή το δημόσιο χρέος σε όρους εθνικού νομίσματος θα διπλασιαζόταν,οι τράπεζες θα πτώχευαν, οι αποταμιεύσεις των Ελλήνων θα εξανεμίζονταν, θα υπήρχαν πολλές ελλείψεις σε εισαγόμενα προϊόντα (καύσιμα, τρόφιμα, φάρμακα), ενώ θα περνούσαν πολλά χρόνια, μέχρι να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών.

Ως εκ τούτου, τα επιτόκια θα παρέμεναν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα πολύ υψηλά οπότε, παράλληλα με τους ελέγχους στη διακίνηση των κεφαλαίων που θα επιβάλλονταν αναγκαστικά, δεν θα επέτρεπαν την ανάπτυξη της χώρας – ενώ δεν θα ήταν καθόλου εύκολο να αποφευχθούν οι κοινωνικές αναταραχές και η πολιτική αστάθεια.

Επομένως, ακόμη και αν προσφερόταν αυτή η δυνατότητα στην Ελλάδα, δεν είναι σίγουρο πως θα την αποδεχόταν – εκτός εάν το ΔΝΤ πρότεινε τότε την ομαλή έξοδο της από την Ευρωζώνη, με τη χρηματοδότηση της από τη διεθνή κοινότητα, με τη διαγραφή μέρους των χρεών της, καθώς επίσης με την κεφαλαιοποίηση των τραπεζών της, έτσι ώστε να περιορισθούν οι κίνδυνοι της οικονομίας της.

Ακόμη και τότε όμως το κόστος θα ήταν πολύ υψηλό, ενώ θα δημιουργούνταν πολλά άλλα προβλήματα(ανάλυση) – οπότε το ΔΝΤ θα έπρεπε να βοηθήσει με πολύ περισσότερα μέτρα, όπως με την εξασφάλιση των εισαγωγών, με την παροχή ρευστότητας για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα κοκ.

Συνεχίζοντας η πρώτη αιτία, λόγω της οποίας δεν προσφέρθηκε ποτέ στην Ελλάδα η παραπάνω λύση της ελεγχόμενης εξόδου της από την Ευρωζώνη, είναι φανερή: οι Ευρωπαίοι δανειστές της απέρριπταν τη συγκεκριμένη λύση, κυρίως λόγω της έκθεσης των τραπεζών τους στο ελληνικό δημόσιο χρέος(γράφημα).


Η αιτιολογία όμως αυτή ίσχυε μόνο για την Ευρώπη – ούτε για τις Η.Π.Α., ούτε για το ΔΝΤ. Το Ταμείο γνώριζε άλλωστε από την αρχή πως κάτι τέτοιο αφενός μεν ήταν απαραίτητο για την Ελλάδα, αφετέρου εξυπηρετούσε τόσο τα δικά του συμφέροντα, όσο και αυτά των Η.Π.Α. – οπότε δεν κατανοεί κανείς γιατί δεν το έκανε.

Η δεύτερη αιτία, την ίδια εποχή (2010), ήταν η ανησυχία των Ευρωπαίων πιστωτών της χώρας, σχετικά με τις πιθανότητες «μόλυνσης» των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης από την ελληνική κρίση – αφού οι επενδυτές θα αναρωτιόνταν ποιά θα ήταν η επόμενη υπερχρεωμένη χώρα, η οποία θα ακολουθούσε το παράδειγμα της Ελλάδας, οπότε θα έπαυαν να δανείζουν πολλά κράτη, τις τράπεζες τους επίσης (ανάλυση), θέτοντας σε κίνδυνο το κοινό νόμισμα.

Εν τούτοις, ο κίνδυνος αυτός ήταν στην πραγματικότητα ένας ακόμη λόγος, για να δοθεί στην Ελλάδα η εναλλακτική δυνατότητα της ομαλής αποχώρησης της από το ευρώ – τουλάχιστον με πρωτοβουλία του ΔΝΤ, το οποίο δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να αποδεχθεί τέτοιου είδους λανθασμένες εκτιμήσεις.

Συνοψίζοντας, το ΔΝΤ έπρεπε να είχε προτείνει στην Ελλάδα την τρίτη, πραγματική εναλλακτική τότε λύση – την ελεγχόμενη έξοδο της από την Ευρωζώνη, με τη στήριξη όλων των πιστωτών της, των εταίρων της, καθώς επίσης τη δική του.

Το ότι δεν το έκανε, ενάντια στα συμφέροντα της Ελλάδας, των Η.Π.Α. και στα δικά του, αποτελεί ένα μεγάλο λάθος του – το οποίο δυστυχώς συνεχίζεται, κρίνοντας από τη στάση του απέναντι στο τρίτο μνημόνιο που επιβλήθηκε στη χώρα μας.

Αυτό σημαίνει πως, μέσω της γαλλίδας διευθύντριας του, όπως κάποτε του κ. Strauss Kahn, έχει πέσει στην ξανά παγίδα της Γερμανίας – η οποία δεν πρόκειται να αφήσει να πάει χαμένη η μεγάλη της ευκαιρία.

Άρης Οικονόμου, Senior Analyst (finance & markets)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου