MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Ασθμαίνουσα Γερμανία. Η αλήθεια πίσω από τη βιτρίνα

Γιάννης Βαρουφάκης 

Κάθε φορά που Γερμανοί αξιωματούχοι αναφέρονται στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία, τώρα και στη Γαλλία, επαναλαμβάνουν το ίδιο τροπάρι:

«Αν θέλετε να ορθοποδήσετε, πρέπει να κάνετε αυτό που κάναμε εμείς τη δεκαετία του 1990 – τις επίπονες μεταρρυθμίσεις που είναι μοναδικά ικανές να αυξήσουν την παραγωγικότητα μιας χώρας». Δεν τολμά κανείς να αναφερθεί στην κρίση και η απάντηση έρχεται ως κεραυνός: «Απαιτούνται μεταρρυθμίσεις σαν εκείνες του προγράμματος Hartz IV, το οποίο εκπόνησε και εφάρμοσε αρχικά η κυβέρνηση Σρέντερ και κατόπιν οι κυβερνήσεις της κ. Μέρκελ».

Είναι, όμως, έτσι; Σύμφωνα με τη Διεθνή Τράπεζα, η μεγέθυνση της γερμανικής οικονομίας τα τελευταία είκοσι χρόνια την κατατάσσει 156η παγκοσμίως σε σύνολο 166 χωρών. Όσον αφορά την ίδια την παραγωγικότητα, την περίοδο 2007-2012 (για την οποία έχουμε ασφαλή στοιχεία) η παραγωγικότητα της χώρας αυξήθηκε μόνο κατά 0,3% ετησίως (στοιχεία ΟΟΣΑ), όταν στη Δανία η αντίστοιχη βελτίωση ήταν 0,5%, στην Αυστρία 0,7%, στην Ιαπωνία 0,7%, στην Αυστραλία 1,3%, στις ΗΠΑ 1,5% και στη Ν. Κορέα 3,2%.

Ο λόγος γι' αυτές τις κάκιστες επιδόσεις ήταν, βέβαια, το χαμηλότατο επίπεδο επενδύσεων. Συνολικά, οι καθαρές επενδύσεις έπεσαν από το 23% του γερμανικού εθνικού εισοδήματος (του ΑΕΠ), όπου κυμαίνονταν όταν υπογραφόταν η Συνθήκη του Μάαστριχτ αρχές της δεκαετίας του 1990, στο 17% σήμερα. Όλες τους ιδιωτικές, καθώς οι δημόσιες καθαρές επενδύσεις (που ισούνται με τις νέες επενδύσεις μείον το κόστος συντήρησης ή απόσβεσης παλαιότερων εγκαταστάσεων) κυμαίνονται εδώ και χρόνια σε αρνητικά νούμερα, αφού η γερμανική κυβέρνηση επιβάλλει... μνημόνιο λιτότητας στον εαυτό της.

Κάποιοι θα πουν: μα, δεν βλέπεις πόσο χαμηλή είναι η ανεργία; Μόλις 4,9%! Σωστά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι μεταρρυθμίσεις Hartz IV πέτυχαν να μειώσουν εντυπωσιακά την επίσημη ανεργία. Πώς; Όχι με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και ανάπτυξης αλλά, αντίθετα, με τη δημιουργία μιας νέας κατηγορίας εργαζομένων-πτωχών, αποτελούμενης σήμερα από επτά εκατομμύρια τετρακόσιες χιλιάδες ανθρώπους που βρίσκουν 16 ώρες εργασίας την ημέρα με μισθό €450 τον μήνα, άθλιες συνθήκες εργασίας και με ελάχιστες προοπτικές «απόδρασης» από αυτήν τη θλιβερή κατάσταση (που οι Γερμανοί ονομάζουν μίνι-δουλειές ή mini-jobs). Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του γερμανικού κράτους, το 20% των παιδιών μεγαλώνει σε συνθήκες φτώχειας.

Θα με ρωτήσετε: τότε γιατί όλοι θεωρούν τη Γερμανία ένα οικονομικό θαύμα, ένα μοντέλο για όλους τους «ανεπρόκοπους», όπως εμείς; Δεν θα σας απαντήσω εγώ. Θα σας παραπέμψω στο βιβλίο του καλού συναδέλφου Marcel Fratzscher, διευθυντή του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW), ο οποίος απαντά ως εξής στο νέο του βιβλίο Η γερμανική φαντασίωση (Die Deutschland Illusion): το ένα πράγμα που πέτυχαν οι μεταρρυθμίσεις Hartz IV ήταν να επιτρέψουν στις επιχειρήσεις να συμπιέσουν τα εισοδήματα των υπαλλήλων τους. Τα πραγματικά εισοδήματα έπεσαν πολύ και, ακόμα και σήμερα, παραμένουν καθηλωμένα στο επίπεδο της δεκαετίας του 1990. Αυτό εξηγεί πώς, παρά το γεγονός ότι η παραγωγικότητα και οι επενδύσεις υποφέρουν συστηματικά στη Γερμανία, οι εξαγωγές πήγαιναν πολύ καλά.

Πώς και πήγαιναν καλά οι γερμανικές εξαγωγές; Επειδή την ώρα που η γερμανική κυβέρνηση συμπίεζε τους μισθούς και την εσωτερική ζήτηση, αλλού είχαμε τονωτικές ενέσεις συνολικής ζήτησης: πριν από το 2008, Αμερικανοί, Έλληνες, Ιταλοί, Ισπανοί κ.λπ. καταναλωτές αγόραζαν (με δανεικά που είτε παρήγαν οι τράπεζες της αγγλοσαξωνίας είτε τους δάνειζαν οι ίδιες οι γερμανικές τράπεζες ό,τι παρήγε η Γερμανία) αγαθά που οι Γερμανοί καταναλωτές δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν. Μετά το 2008 η ζήτηση από τις ΗΠΑ στέρεψε, ενώ μετά το 2010 στέρεψε και η ζήτηση από την ευρωπαϊκή περιφέρεια για λόγους που γνωρίζουμε πολύ καλά. Συνέχισε, όμως, να αγοράζει η Κίνα, τόσο αυτοκίνητα πολυτελείας όσο και εργαλεία για τα κινεζικά εργοστάσια – με χρήματα που διοχέτευε το κινεζικό κράτος στην οικονομία για να μην την αφήσει να φρενάρει απότομα. Τώρα, όμως, πάει κι αυτή η πηγή ζήτησης για τις γερμανικές εξαγωγές, καθώς η Κίνα μπαίνει σε καθοδική τροχιά.

Κάπως έτσι η Γερμανία βρέθηκε, πρόσφατα, ενώπιον της μέγιστης ύβρεως του οικονομικού της μοντέλου. Εκπρόσωποι της γερμανικής βιομηχανίας ανακοίνωσαν ότι τον Αύγουστο παρατηρήθηκε μείωση παραγγελιών της τάξης του 5,7%. Σε συνδυασμό με την πρόβλεψη ότι η Κίνα θα συνεχίσει να μειώνει τις εισαγωγές της στο ορατό μέλλον, η ενέργεια θα κοστίζει όλο και περισσότερο στις γερμανικές επιχειρήσεις (δύο φορές πιο πολύ απ' ό,τι στη Γαλλία και τέσσερις φορές πιο πολύ απ' ό,τι στις ΗΠΑ), η διαμάχη με τη Ρωσία θα επιφέρει όλο και μονιμότερες απώλειες και, τέλος, ότι η υπόλοιπη ευρωζώνη θα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, το μέλλον προδιαγράφεται ζοφερό για τους Γερμανούς εργαζομένους και τους Γερμανούς επιχειρηματίες που δεν έχουν αποδράσει ήδη, χτίζοντας εργοστάσια στην Άπω Ανατολή ή στο Τέξας (όπου, σας πληροφορώ, έχουν ήδη μεταφερθεί γερμανικοί κολοσσοί, όπως η BASF).

Το δράμα της Γερμανίας είναι ότι η πλειονότητα των πολιτών της πείστηκε πως οι μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1990, που με τόσο κόστος και απώλειες εφαρμόστηκαν, πέτυχαν. Δεν κατανόησαν, δυστυχώς, ότι η σχετική οικονομική σταθερότητα και ευμάρεια της χώρας τους ήταν προϊόν όχι των μεταρρυθμίσεων εκείνων αλλά, από τη μια, μιας σειράς συμπτώσεων (π.χ. η τεράστια αύξηση των δημόσιων επενδύσεων που αποφάσισε η κινεζική ηγεσία μετά το κραχ του 2008) και, από την άλλη, της ίδιας της οικονομικής κρίσης της ευρωζώνης (π.χ. το τσουνάμι κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών καταθέσεων, που έτρεξαν στις τράπεζες της Φρανκφούρτης έντρομες για την περίπτωση κατάρρευσης του ευρώ). Όπως έγραψε πριν από μερικές μέρες ο Wolfgang Münchau, «δεν είναι ότι η Γερμανία πήγαινε καλά – είναι ότι η υπόλοιπη Ευρώπη σιγοπέθαινε». 

Αν κάτι αποδεικνύει τη διανοητική χρεοκοπία της γερμανικής ηγεσίας, δεν είναι άλλο από την απάντηση που η ίδια δίνει στο ερώτημα «τι πρέπει να κάνει η Γερμανία τώρα για να καταπολεμήσει το νέο τέλμα;». Το απαντούν μονολεκτικά: «Μεταρρυθμίσεις!» Δηλαδή, κι άλλη μείωση των γερμανικών μισθών, κι άλλη συμπίεση των εισοδημάτων. Μόνο που αυτήν τη φορά συμπιέζονται βάναυσα και οι υπόλοιποι μισθοί στην Ευρώπη (την ώρα, μάλιστα, που η Κίνα κλείνει λίγο-λίγο τις πόρτες της). Όπερ μεθερμηνευόμενο, είναι πλέον αδύνατον οι γερμανικές επιχειρήσεις να αποσπάσουν μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς των «άλλων» χωρίς επενδύσεις, όπως έκαναν μετά τη συμπίεση των εισοδημάτων με τις μεταρρυθμίσεις Hartz IV. Μήπως κάνουν επενδύσεις τότε; Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, δεν έχουν τέτοιο σκοπό, καθώς δεν βλέπουν από πού θα έρθει η ζήτηση για τα προϊόντα τους...

Συνοψίζοντας σε μία λέξη: αδιέξοδο! Αν μας έχει διδάξει κάτι η γερμανική ιστορία, είναι πως ποτέ η ηγεσία της δεν πείστηκε με λογικά επιχειρήματα ότι έσφαλε. Πείστηκε να αλλάξει ρότα είτε από μια απότομη, έντονη κρίση είτε όταν, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, βρήκε απέναντί της την υπόλοιπη Ευρώπη. Η κρίση της γερμανικής οικονομίας σήμερα είναι μεν βαθιά, αλλά δεν είναι απότομη. Η γερμανική ηγεσία μπορεί κάλλιστα να τελεί υπό καθεστώς άρνησης για μία δεκαετία ακόμα, παρασύροντας την Ευρώπη ολόκληρη στην αποτελμάτωση.

Το ερώτημα, λοιπόν, τίθεται: μετά από τέσσερα χρόνια αυτο-λοβοτομής και διανοητικής δειλίας, έχει μείνει ικανή αναλυτική ικανότητα και πολιτικό σθένος στο Παρίσι, τη Ρώμη και τη Μαδρίτη για να ειπωθούν στη Γερμανία μερικές αλήθειες που η ηγεσία της αρνείται να ακούσει, με τους Γερμανούς εργαζομένους να καταβάλλουν ανθρώπινο κόστος ανάλογο με εκείνο των συναδέλφων τους στην ευρωπαϊκή περιφέρεια;

Πηγή : lifo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου