Το κοινό σημείο όλων των αναλύσεων για την ελληνική οικονομία αποτελεί η διαπίστωση για το χαμηλό επίπεδο του μεγέθους της παραγωγικότητας, παρά τον μεγάλο αριθμό των μεταρρυθμίσεων που συνεχίστηκαν την τελευταία πενταετία και αποτέλεσαν συνέχεια των μνημονιακών πολιτικών της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά και παρά το μεγάλο όγκο των πόρων που έχουν προγραμματισθεί να εισέλθουν από την ΕΕ και το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) τουλάχιστον μέχρι και το 2026.
Με απλά λόγια φαίνεται εν τοις πράγμασι η
αδυναμία του ακολουθούμενου οικονομικού υποδείγματος να διορθώσει θετικά
και διαχρονικά την κύρια μεταβλητή που μπορεί να εξασφαλίσει τη
μακροχρόνια βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας: Την
παραγωγικότητα της οικονομίας.
Η Ελλάδα έχει πολύ χαμηλή παραγωγικότητα: Το ΚΕΠΕ και το Εθνικό
Συμβούλιο Παραγωγικότητας της Ελλάδας αναφέρει στην ετήσια έκθεση του
2024: «Παρόλο που πολλές χώρες της ΕΕ έχουν εισέλθει σε μια περίοδο
παρατεταμένης στασιμότητας, το ΑΕΠ της Ελλάδας το 2023 αυξήθηκε κατά 2%,
καταλαμβάνοντας την 7η υψηλότερη θέση στην ΕΕ, οι ώρες εργασίας
αυξήθηκαν κατά 1,7%, η απασχόληση κατά 1% και το φυσικό κεφάλαιο κατά
0,35%. Συνεπώς, η παραγωγικότητα εργασίας ως προς τις ώρες εργασίας
βελτιώθηκε κατά 0,3%, ενώ ως προς τους απασχολούμενους βελτιώθηκε κατά
1%».
Όμως σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης και της ΕΕ-27 η
κατάσταση παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητη, όπως φαίνεται από τα δύο
γραφήματα που ακολουθούν:
Επίσης σύμφωνα πάντα με την αναφερόμενη Έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας της Ελλάδας «η
συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής αυξήθηκε 2,9%,
χρησιμοποιώντας τις ώρες εργασίας ως εισροή εργασίας, και 3,8%,
χρησιμοποιώντας την απασχόληση ως εισροή εργασίας. Η πλειονότητα της
αύξησης του κατά κεφαλήν προϊόντος αποδίδεται στη χρήση της εργασίας
(2,1%), λόγω της μείωσης της ανεργίας και της αύξησης του μέσου όρου των
ωρών εργασίας, ενώ η παραγωγικότητα εργασίας συνέβαλε μόνο κατά 0,3%,
υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι, από το 2008, ο ρόλος της παραγωγικότητας
εργασίας στη στήριξη του κατά κεφαλήν προϊόντος έχει μειωθεί.
Η αρνητική επίδραση της έντασης κεφαλαίου αντισταθμίστηκε μόνο
οριακά από τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής. Ωστόσο,
η παραγωγικότητα του κεφαλαίου αυξήθηκε κατά 1,8% το 2023, δείχνοντας
ότι οι επιχειρήσεις έχουν γίνει αποδοτικότερες στη χρήση των πόρων τους
σε σύγκριση με το παρελθόν».
Χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας
Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα. Αυτό
απορρέει από τα συνεχώς αυξανόμενα ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου,
αλλά και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η διεθνής ανταγωνιστικότητα
με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος καταφέρνει να
διατηρείται σχετικά σταθερή λόγω της μεγαλύτερης συγκράτησης των
μισθολογικών αποδοχών των Ελλήνων εργαζομένων σε σχέση με τους
αντίστοιχους των κύριων εμπορικών εταίρων (Ευρωπαϊκών χωρών) και όχι
λόγω της αύξησης της παραγωγικότητας.
Αυτό δείχνει ότι η συγκράτηση των μισθολογικών αποδοχών των
εργαζομένων, που έχει αντικαταστήσει τη διολίσθηση του νομίσματος όταν
υπήρχε εθνικό νόμισμα, είναι ένα συγκυριακό μέτρο και δεν έχει θετικές
επιδράσεις στην αύξηση της μακροχρόνιας διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας
που έχει ανάγκη η οικονομία της χώρας. Όμως στην Ελλάδα, το μέτρο αυτό,
έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον την περίοδο των μνημονίων, και
συνεχίζεται καθ’ όλη τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη, δημιουργώντας ψευδή
συμπεράσματα για την διεθνή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων
και κυρίως αφήνοντας χωρίς ουσιαστική λύση το πραγματικό πρόβλημα της
ελληνικής οικονομίας.
Προς επίρρωση των παραπάνω η Έκθεση του Συμβουλίου Παραγωγικότητας
αναφέρει σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα κόστους της Ελλάδας: «Η
πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία έφτασε στο χαμηλότερο επίπεδο σε
ολόκληρη την περίοδο από το 2010 έως το 2023. Το ονομαστικό μοναδιαίο
κόστος εργασίας στην Ελλάδα κατέγραψε την τέταρτη χαμηλότερη αύξηση
μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, με μόνο τη Δανία, τη Μάλτα και την
Ιταλία να παρουσιάζουν μικρότερες αυξήσεις, ενώ το σχετικό μοναδιαίο
κόστος εργασίας μειώθηκε κατά 1,6 ποσοστιαίες μονάδες το 2023, σε σχέση
με το 2022, καταγράφοντας την πέμπτη μεγαλύτερη μείωση μεταξύ των
κρατών-μελών της ΕΕ.
Κατά την περίοδο 2018-2020, η συμμετοχή της Ελλάδας στις
παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, ως προς τις κάθετες διασυνδέσεις, παρέμεινε
άνω του μέσου όρου της ΕΕ, δείχνοντας την αυξημένη εξάρτηση της χώρας
από εισαγόμενες εισροές για παραγωγή εξαγόμενων αγαθών ή υπηρεσιών,
συγκριτικά με άλλες χώρες της ΕΕ, ιδιαίτερα σε τομείς υψηλής
παραγωγικότητας, όπως η μεταποίηση».
Αλλαγή υποδείγματος
Το απλό συμπέρασμα είναι ότι: Δεν μπορείς να είσαι ανταγωνιστικός εις
βάρος των αμοιβών εργασίας, των δικαιωμάτων των εργαζομένων και των
περιβαλλοντικών προτύπων, γιατί στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο θα υπάρχει
πάντα κάποιος που θα μειώνει περισσότερο. Αυτός είναι ο λόγος που πρέπει
να αλλάξουμε τη στρατηγική για την ανάπτυξη της χώρας.
Θέλω να τονίσω ότι η προσαρμογή, από τα Μνημόνια μέχρι και σήμερα,
της οικονομίας της χώρας στηρίζεται στις χαμηλές αμοιβές εργασίας. Οι
χαμηλές αμοιβές εργασίας είναι απαραίτητες για τη στήριξη των εξαγωγών
(αγαθών και υπηρεσιών) δεδομένου ότι η παραγωγικότητα παραμένει χαμηλή,
λόγω της ποσότητας αλλά και των ποιοτικών χαρακτηριστικών των επενδύσεων
που ενσωματώνουν τεχνολογία που θα μπορούσε να συνδράμει στην αύξηση
της παραγωγικότητας. Για παράδειγμα αναφέρω τις εισροές των Άμεσων Ξένων
Επενδύσεων (κατευθύνονται στα ακίνητα, real estate, τουρισμό,
χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες).
Αντιθέτως ,την τελευταία δεκαετία, η συνεισφορά του παραγωγικού
συντελεστή της εργασίας (απασχόληση) στον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης
του ΑΕΠ είναι θετική και σημαντική, παρά το ότι υπαμείβεται. Με απλά
λόγια η αυξημένη απασχόληση στηρίζει τη μεγέθυνση της ελληνικής
οικονομίας. Η παραπάνω εξέλιξη προφανώς συνάδει με την χαμηλή
παραγωγικότητα της οικονομίας. Η μεγάλη πλειοψηφία των δημιουργούμενων
θέσεων εργασίας είναι χαμηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης, όπως άλλωστε
και ο μεγάλος όγκος των επενδύσεων.
Το μέλλον αυτού του υποδείγματος είναι προδιαγραμμένο: διεύρυνση των
ανισοτήτων, και συνεπώς δυσκολίες διευρυμένης αναπαραγωγής του ίδιου του
κεφαλαίου, το οποίο για την ώρα στηρίζεται στον τουρισμό και στους
πόρους του ΤΑΑ.
Μία ακόμη σημαντική παρατήρηση της Έκθεσης είναι ότι: «Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 25η θέση (λίγο πάνω από τη Βουλγαρία) μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ (εκτός Μάλτας) όσον αφορά στην ψηφιακή ανταγωνιστικότητα. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει την ανάγκη επιτάχυνσης της ψηφιακής μετάβασης για ουσιαστική σύγκλιση με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σύμφωνα με την έκδοση του 2024 του Institute for Management Development (IMD),
η οικονομική επίδοση καθώς και η κυβερνητική αποτελεσματικότητα της
Ελλάδας κατατάσσονται πολύ χαμηλά, δηλαδή, στην 52η θέση μεταξύ 67
χωρών, ενώ εντός της ΕΕ (εκτός Μάλτας) βρίσκονται στην 23η και
22η θέση, αντίστοιχα. Αυτές οι αδυναμίες, σε συνδυασμό με τα προβλήματα
στο δικαστικό και εκπαιδευτικό σύστημα, μειώνουν την προσέλκυση των ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ), οι
οποίες επικεντρώνονται κυρίως στον τομέα των ακινήτων, ο οποίος δεν
είναι παραγωγικός. Παρά την αύξηση των ροών ΞΑΕ, το απόθεμα των ΞΑΕ
παραμένει σε επίπεδα αρκετά μακριά από τον μέσο όρο της Ευρώπης».
ΜΕΛΑΣ ΚΩΣΤΑΣ
Πηγή : https://slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου