Την ώρα που ο Άδωνις Γεωργιάδης πλέκει το εγκώμιό του στα κανάλια για τις δήθεν επιτυχημένες παρεμβάσεις του στο υπ. Υγείας, ενώ στην πραγματικότητα «τελειώνει» τη δωρεάν δημόσια υγεία και αναγκάζει τους ασθενείς να βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για φάρμακα και εξετάσεις, αποκαλυπτική έκθεση του ΟΟΣΑ αποτυπώνει την τραγική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας.
Μειωμένες κρατικές δαπάνες, υψηλό κόστος περίθαλψης, ελλείψεις προσωπικού στον τομέα της υγείας και ο αριθμός των αποφοίτων της ιατρικής που όλο και μειώνεται συνθέτουν το παζλ της κατάρρευσης της δημόσιας υγείας στην Ελλάδα.
Με βάση την έκθεση «State of Health in the EU Ελλάδα Προφίλ Υγείας 2023»,
η οποία συντάθηκε βασισμένη σε εθνικά επίσημα στατιστικά στοιχεία τα
οποία παρασχέθηκαν στη Eurostat και στον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα στον τομέα της
υγείας, παραμένει σταθερά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Σύστημα υγείας
Με 1874 EUR κατά κεφαλήν το 2021, η Ελλάδα διέθεσε λιγότερο από το ήμισυ του μέσου όρου των συνολικών δαπανών για την υγεία σε ολόκληρη την ΕΕ. Οι δημόσιες δαπάνες αποτελούν τη βασική πηγή χρηματοδότησης (62 %), αλλά είναι σημαντικά χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ που ανέρχεται σε 81 %. Το μεγαλύτερο μέρος των ιδιωτικών δαπανών έχει τη μορφή άμεσων ιδιωτικών πληρωμών (33 %), ποσοστό που υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο όρο της ΕΕ (15 %).
Προσβασιμότητα
Τα ποσοστά των αναφερόμενων μη ικανοποιούμενων αναγκών για ιατρική περίθαλψη στην Ελλάδα (9,0 %) είναι σημαντικά υψηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ (2,2 %). Οι μη ικανοποιούμενες ανάγκες που αναφέρονται από νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος είναι υπερτριπλάσιες από εκείνες που αναφέρονται από ομάδες υψηλού εισοδήματος. Το κόστος αποτελεί σημαντικό παράγοντα παραμέλησης της περίθαλψης, γεγονός που αντικατοπτρίζει τις υψηλές άμεσες ιδιωτικές πληρωμές των νοικοκυριών
Οι δαπάνες για την υγεία έχουν αυξηθεί, αλλά εξακολουθούν να είναι σχετικά χαμηλές σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ Ιστορικά,
οι δαπάνες της Ελλάδας για την υγεία ήταν χαμηλότερες από τον μέσο όρο
της ΕΕ, και ειδικότερα μετά την εφαρμογή ευρέος φάσματος μέτρων για τη
συγκράτηση του κόστους και την αποδοτικότητα μετά την παγκόσμια
χρηματοπιστωτική κρίση το 2009.
Το 2021 οι δαπάνες για την υγεία ανέρχονταν στο 9,2 % του ΑΕΠ, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ που ήταν 11,0 %. Παρά την αύξηση κατά 4,9 % των τρεχουσών δαπανών για την υγεία μεταξύ του 2020 και του 2021, οι οποίες ανήλθαν σε 1874 EUR κατά κεφαλήν (προσαρμοσμένες ανάλογα με τις διαφορές στην αγοραστική δύναμη), οι δαπάνες της Ελλάδας για την υγεία είναι χαμηλότερες από το ήμισυ του μέσου όρου σε ολόκληρη την ΕΕ (4 028 EUR). Το 2021 το ποσοστό της δημόσιας χρηματοδότησης για την υγειονομική περίθαλψη αυξήθηκε ελαφρά στο 62,1 %, αλλά βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο των κρατών μελών της ΕΕ και είναι σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ, που ανέρχεται σε 81,1 %.
Οι άμεσες ιδιωτικές
πληρωμές των νοικοκυριών αντιπροσωπεύουν το 33 % των δαπανών για την
υγεία, το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μετά τη Βουλγαρία, και
είναι πολύ υψηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ (15 %). Πρόκειται κυρίως
για συμμετοχές για φαρμακευτικά προϊόντα και άμεσες πληρωμές για
υπηρεσίες εκτός της δέσμης παροχών (βλ. ενότητα 5.2). Οι άτυπες πληρωμές αποτελούν επίσης χαρακτηριστικό των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών, καθώς το 13 %
των Ελλήνων που απάντησαν σε έρευνα το 2022 ανέφερε ότι χρειάστηκε να
προσφέρει επιπλέον πληρωμή ή πολύτιμο δώρο σε νοσηλευτή ή ιατρό, ή να προβεί σε δωρεά στο νοσοκομείο
(επιπλέον των επίσημων αμοιβών) κατά την επίσκεψή τους σε δημόσια δομή
υγειονομικής περίθαλψης (EU, 2022· Economou C et al., 2017)
Συνεχίζοντας
τις παγιωμένες τάσεις, πάνω από τα δύο πέμπτα των δαπανών για την
υγειονομική περίθαλψη στην Ελλάδα το 2021 αφορούσαν την ενδονοσοκομειακή
περίθαλψη — το τρίτο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ μετά την Κύπρο και τη
Ρουμανία.
Ο μέσος όρος στην ΕΕ ανέρχεται σε 28 %. Δεδομένου ότι οι συνολικές δαπάνες της Ελλάδας για την υγεία είναι σχετικά χαμηλές, η χορήγηση φαρμάκων και ιατρικών βοηθημάτων σε εξωτερικούς ασθενείς, των οποίων οι τιμές τείνουν να συγκλίνουν εντός της ενιαίας αγοράς, απορροφούν το 30 % των δαπανών για την υγεία, ποσοστό πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (18 %). Αντίθετα, η Ελλάδα δαπανά πολύ λιγότερο για εξωνοσοκομειακή περίθαλψη, τόσο σε απόλυτους όρους όσο και ως ποσοστό επί των συνολικών δαπανών για την υγεία (21 %), παρά τις προσπάθειες για επέκταση της διαθεσιμότητας και της χρήσης της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Παρότι οι δαπάνες για την πρόληψη αυξήθηκαν, στο 4 % των δαπανών για την υγεία εξακολουθούν να είναι χαμηλές σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ (6 %). Ομοίως, οι πόροι που διατίθενται για μακροχρόνια φροντίδα είναι από τους χαμηλότερους στην ΕΕ.
Η Ελλάδα διαθέτει λιγότερες νοσοκομειακές κλίνες από τον μέσο όρο της ΕΕ
Ο
συνολικός αριθμός νοσοκομειακών κλινών (σε μονάδες εντατικής και μη
εντατικής θεραπείας) μειώθηκε σταδιακά από το 2000, φθάνοντας τις 4,3
ανά 1 000 κατοίκους το 2021, ποσοστό χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ
που είναι 4,8 κλίνες. Η πανδημία COVID-19 άσκησε πιέσεις στις νοσοκομειακές κλίνες
τόσο σε μονάδες εντατικής όσο και μη εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) κατά τις
περιόδους αιχμής, ενώ σε περιοχές που επλήγησαν περισσότερο έπρεπε
ενίοτε να χρησιμοποιηθούν κλίνες σε εγκαταστάσεις του ιδιωτικού τομέα
Μεγάλο ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών αντιμετωπίζει καταστροφικά επίπεδα δαπανών για την υγεία
Η μεγάλη εξάρτηση από τις άμεσες ιδιωτικές πληρωμές για ιατρικές δαπάνες σημαίνει επίσης ότι μεγάλο ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών αντιμετωπίζει καταστροφικές δαπάνες
για την υγεία3 . Το ποσοστό αυτό ανήλθε σε 10,6 % το 2020, ποσοστό
υψηλότερο από τον μέσο όρο των 24 χωρών της ΕΕ (6,8 %) για τις οποίες
υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Επιπλέον, πολύ πάνω από το ήμισυ του
συνόλου των καταστροφικών δαπανών στην Ελλάδα συγκεντρώνεται στο
φτωχότερο 20 % των νοικοκυριών
Οι ελλείψεις προσωπικού στον τομέα της υγείας αποτελούν βασικό παράγοντα περιορισμού της δυναμικότητας, και οι προσπάθειες πολιτικής επικεντρώνονται στην αποζημίωση και την κατάρτιση των ιατρών
Ο αριθμός των αποφοίτων ιατρικής στην Ελλάδα ήταν σταθερά χαμηλότερος από τον μέσο όρο της ΕΕ τα τελευταία χρόνια. Το 2021 ανερχόταν σε 13,7 απόφοιτους ανά 100 000 κατοίκους στην Ελλάδα, σε σύγκριση με 17,5 ανά 100 000 σε ολόκληρη την ΕΕ κατά
μέσο όρο (σχήμα 19). Ο μικρός αριθμός αποφοίτων, σε συνδυασμό με τον
υψηλό αριθμό ιατρών που μετανάστευσαν λόγω της οικονομικής κρίσης, έχει
συμβάλει στη σημαντική έλλειψη ιατρών στο δημόσιο σύστημα.
Διαβάστε εδώ αναλυτικά την έκθεση
Πηγή : https://www.newsbreak.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου