Tο επιχείρημα ότι το πρόβλημα της ακρίβειας των αγαθών και ειδικά των
τροφίμων στην Ελλάδα αποτελεί πρόβλημα της αύξησης των μισθών δεν
μπορεί κατά αντικειμενικό και τεκμηριωμένο τρόπο να υποστηριχθεί. Με
άλλα λόγια αναδεικνύεται ότι στερείται αντικειμενικής τεκμηρίωσης η
άποψη ότι η αύξηση των τιμών στην Ελλάδα οφείλεται αποκλειστικά στην
αύξηση της ζήτησης, η οποία προκαλείται, όπως λανθασμένα υποστηρίζεται,
από την αύξηση των μισθών, η οποία συμβάλλει στην αύξηση των τιμών των
αγαθών.
Τα τελευταία δύο χρόνια σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο
παρατηρείται, τόσο εξαιτίας των βραχυπρόθεσμων αναταράξεων, όσο και
εξαιτίας των μεσοπρόθεσμων κρίσεων της προσφοράς και της αύξησης του
κόστους δανεισμού, η υπονόμευση της ανάπτυξης και η εγκαθίδρυση συνθηκών
επιβράδυνσης των οικονομιών. Βασική αφετηρία, μεταξύ άλλων, αυτών των
εξελίξεων αποτελούν η αύξηση των τιμών των ενεργειακών προϊόντων μετά
την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και γενικότερα των τιμών, ιδιαίτερα
των τροφίμων, των μεταφορών, του εφοδιασμού κλπ, καθώς και των κερδών.
Οι Κεντρικές Τράπεζες σε ΗΠΑ και σε ΕΕ επέλεξαν τη πολιτική αύξησης
των επιτοκίων προκειμένου να επιτύχουν τον Καταστατικό στόχο της
σταθερότητας των τιμών και της επιστροφής του επιπέδου του πληθωρισμού
στο ουδέτερο επίπεδο του 2%. Ειδικότερα στην Ευρώπη, η προσδοκία της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) με την υλοποίηση της συγκεκριμένης
πολιτικής της ήταν και είναι η μείωση σε σύντομο χρόνο του πληθωρισμού
στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όμως, ο πληθωρισμός συνεχίζει να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, ιδιαίτερα μάλιστα ο πληθωρισμός
των τροφίμων με προοπτική, κατά τους αναλυτές, διατήρησης του σε υψηλά
επίπεδα και το 2024. Αντίθετα, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, η
πολιτική αύξησης των επιτοκίων συμβάλλει στην καθίζηση της ευρωπαϊκής
οικονομίας, στην μείωση της κατανάλωσης και των επενδύσεων, στην κρίση
του κόστους διαβίωσης και στην επιδείνωση της αγοραστικής δύναμης των
νοικοκυριών, στη συρρίκνωση της παραγωγής των επιχειρήσεων και στη
παράταση της λιτότητας.
Στο περιβάλλον αυτών των συνθηκών ο κατώτατος μισθός
στην χώρα μας αυξήθηκε τον Ιανουάριο του 2022 κατά 2% και τον Μάιο του
2022 αυξήθηκε κατά 7,5% και από τον Απρίλιο του 2023, αυξήθηκε κατά 9,4%
με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί στο επίπεδο των 780 ευρώ (Διάγραμμα 1).
Δηλαδή, η συνολική αύξηση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα από 1/1/2022
μέχρι και το τέλος του 2023, θα είναι 19%, αύξηση η οποία υπερκαλύπτει
την συνολική αύξηση των τιμών, η οποία το ίδιο χρονικό διάστημα θα είναι
14,8%. Όμως, δεν συμβαίνει το ίδιο με το συνολικό επίπεδο των τιμών.
Συγκεκριμένα τα έτη 2021, 2022 και 2023 το γενικό επίπεδο των μισθών
αυξήθηκε σωρευτικά μόλις κατά 5,1%, παρόλο που στο ίδιο χρονικό διάστημα
(2021 – 2023) η πραγματική συνολική αύξηση του ΑΕΠ ήταν 14,6%
(Διάγραμμα 1).
Έτσι, η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων έχει μειωθεί κατά 9,5%. Η απώλεια της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών όμως αν μεταφραστεί σε σύγκριση με τις τιμές του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ (PPS, Purchasing Power Standard), τότε σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat η απώλεια της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών είναι 18%.
Πού οφείλεται ο πληθωρισμός
Λαμβάνοντας υπόψη τα συγκεκριμένα στατιστικά στοιχεία διαπιστώνεται
με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι το επιχείρημα ότι το πρόβλημα της ακρίβειας
των αγαθών και ειδικά των τροφίμων στην Ελλάδα αποτελεί πρόβλημα της
αύξησης των μισθών, δεν μπορεί κατά αντικειμενικό και τεκμηριωμένο τρόπο
να υποστηριχθεί. Με άλλα λόγια αναδεικνύεται ότι στερείται
αντικειμενικής τεκμηρίωσης η άποψη ότι η αύξηση των τιμών στην Ελλάδα
οφείλεται αποκλειστικά στην αύξηση της ζήτησης, η οποία προκαλείται,
όπως λανθασμένα υποστηρίζεται, από την αύξηση των μισθών, η οποία
συμβάλλει στην αύξηση των τιμών των αγαθών.
Το ερώτημα επομένως που προκύπτει είναι: πως είναι δυνατόν να
υποστηρίζεται ότι η ακρίβεια στην Ελλάδα οφείλεται στην αυξημένη ζήτηση
λόγω της αύξησης των μισθών, όταν η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων
και των συνταξιούχων έχει μειωθεί κατά 18%, την ίδια περίοδο όπου το
πραγματικό ΑΕΠ έχει αυξηθεί κατά 14,6%, ενώ οι μισθοί έχουν αυξηθεί
μόλις 5,1% με τον πληθωρισμό να έχει αυξηθεί κατά 14,8%; Επίσης, πως
είναι δυνατόν να υποστηρίζεται ότι η ακρίβεια στην Ελλάδα οφείλεται στην
αύξηση των μισθών και στην αυξημένη ζήτηση όταν ο μέσος μισθός των
μισθωτών (συνολικός αριθμός πλήρους και ευέλικτων μορφών απασχόλησης)
έχει μειωθεί στο επίπεδο των 1.038 ευρώ (μεικτά) όταν το 2009 ήταν στο
επίπεδο των 1.543 ευρώ;
Με άλλα λόγια η πραγματικότητα των παρατηρούμενων στατιστικών
στοιχείων δεν επαληθεύει την άποψη ότι η ακρίβεια στην Ελλάδα οφείλεται
στην αυξημένη ζήτηση και στην αύξηση των μισθών. Αντίθετα επιβεβαιώνουν
ότι η εκτόξευση της ακρίβειας, ιδιαίτερα στα τρόφιμα, στην στέγαση κλπ
στην Ελλάδα οφείλεται στην κερδοσκοπία, η οποία ανατροφοδοτείται από τον
πληθωρισμό των κερδών. Στις συνθήκες αυτές, η ύπαρξη της μειωμένης
(30%) ζήτησης στην Ελλάδα προσανατολίζεται, κατά βάση, στα είδη πρώτης
ανάγκης προκειμένου τα νοικοκυριά από το μειωμένο πραγματικό εισόδημα
τους να ικανοποιήσουν πρωτίστως τις βασικές ανάγκες διατροφής, στέγασης,
θέρμανσης και ένδυσης, τοποθετώντας σε δευτερεύουσα θέση τις υπόλοιπες
ανάγκες.
Αυτό σημαίνει ότι όσο το κόστος για την κάλυψη των βασικών αναγκών
αυξάνει, τόσο αναγκάζεται το νοικοκυριό να περικόπτει δαπάνες για την
κάλυψη άλλων αναγκών, όπως την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την
εκπαίδευση, τον πολιτισμό, κλπ, με αποτέλεσμα τα εισοδήματα για ένα
σημαντικό τμήμα των νοικοκυριών να επαρκούν μόνο για την κάλυψη των
βασικών αναγκών, το επίπεδο διαβίωσης να μειώνεται συνεχώς και να
παρατηρείται σταδιακά η διεύρυνση της φτωχοποίησης των πολιτών. Επομένως
το ερώτημα που αναδεικνύεται αναφορικά με την άποψη ότι το θέμα των
μισθών είναι θέμα καθαρά επενδύσεων και επιπέδου παραγωγικότητας της
οικονομίας είναι: Πως μπορούν να πραγματοποιηθούν επενδύσεις σε μια χώρα
όπου σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της φτωχοποιείται συνεχώς;
Πως μπορεί να αυξηθεί η παραγωγικότητα της οικονομίας όταν η αύξηση
των μισθών δεν ακολουθεί την αύξηση του ΑΕΠ αλλά αντίθετα υπολείπεται
κατά 9,5% της αύξησης του ΑΕΠ; Κατά συνέπεια, η επιλογή της διαφορετικής
κατεύθυνσης και επιλογής της αύξησης των μισθών και της παραγωγικότητας
της οικονομίας απ’ αυτή της λιτότητας και της φτωχοποίησης σημαντικού
τμήματος του πληθυσμού στην χώρα μας προϋποθέτει, “εκ των ων ουκ άνευ
εστί – προϋπόθεση από εκείνες που δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχουν” την
θεσμική αποκατάσταση και επιστροφή στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και
συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Πηγή : https://slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου