MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

Η ελληνική οικονομία στην είσοδο του 2023

Ο απολογισμός του 2022 και γενικότερα της θητείας της απερχόμενης κυβέρνησης, είναι μάλλον απογοητευτικός – αν και οφείλει να κρίνει κανείς μόνος του, από τα μεγέθη που παραθέτουμε. Ως εκ τούτου, οι προβλέψεις για το 2023, με την ενεργειακή κρίση να συνεχίζεται, όπως επίσης τον πόλεμο, τον πληθωρισμό κοκ., δεν είναι καθόλου αισιόδοξες – αν και η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να επιτύχει πάρα πολλά, εάν εκμεταλλευθεί τα διεθνή προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας, προς όφελος των βιομηχανικών επενδύσεων στην επικράτεια της. Επίσης τα σημαντικότατα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα – σε τομείς όπως ο πρωτογενής, η μεταποίηση, η ναυτιλία, η άμυνα και ο τουρισμός.
.
Ανάλυση

Κατ’ αρχήν δεν θέλουμε να είμαστε ούτε αισιόδοξοι, ούτε απαισιόδοξοι – αλλά απλά ρεαλιστές και αντικειμενικοί. Εκτός αυτού, όταν δεν βλέπουμε και δεν αντιμετωπίζουμε κατά πρόσωπο τα προβλήματα μας, δεν πρόκειται ποτέ να τα λύσουμε – ενώ ασφαλώς ως χώρα και ως λαός, έχουμε αναμφίβολα τη δυνατότητα.
 
Ξεκινώντας τώρα από τις ελάχιστες θετικές εξελίξεις της οικονομίας μας, η σημαντικότερη είναι η άνοδος του ρυθμού ανάπτυξης πάνω από το 6% – με την πρόβλεψη όμως της Κομισιόν για το 2023 στο 1% και το 2024 στο 2%, έναντι 0,3% και 1,6% αντίστοιχα στην ΕΕ.
 
Επόμενη και τελευταία είναι η προσέλκυση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων υψηλής τεχνολογίας, αν και δίνοντας γη και ύδωρ στους ξένους επενδυτές – όπως του ερευνητικού κέντρου στη Θεσσαλονίκη από τη Pfizer και των data centers από τεχνολογικές εταιρίες, όπως της Microsoft και της Google.
 
Γενικότερα τώρα, η οικονομία μας συνεχίζει να ασφυκτιά κάτω από το βάρος του μη βιώσιμου δημοσίου χρέους μας που έφτασε στα 392,3 δις € – ακόμη περισσότερο, από το υπέρογκο ιδιωτικό χρέος των 406 δις € στα τέλη του Ιουνίου του 2022, εκ των οποίων τα 258 δις € κόκκινο.
 
Επί πλέον, από το εξωτερικό χρέος των 560 δις € που έχει αυξηθεί σχεδόν κατά 150 δις € από τις αρχές του 2019 – καθώς επίσης από την έλλειψη χρηματοδότησης και από τις έντονα ανοδικές τιμές, λόγω των εγκληματικών λαθών των κυβερνήσεων μας στην ενέργεια και στη φορολογία.
 
Τέλος, από τα χρέη και από τα ελλείμματα που συσσώρευσε η σημερινή κυβέρνηση, μεταξύ άλλων με την καταστροφική πολιτική των lockdowns – όπου μέσα σε τρία μόλις χρόνια προκλήθηκε συνολικό έλλειμμα, ζημία δηλαδή, ύψους 50 δις € στο κεντρικό κράτος, από μόλις 2,36 δις € το 2019. Όσον αφορά δε το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης, το έλλειμμα των τριών ετών ήταν χαμηλότερο, στα 38,86 δις €από πλεόνασμα όμως 2,1 δις € το 2019.


Σε κάθε περίπτωση, τα ελλείμματα αυτά, αυξάνουν το ήδη μη βιώσιμο δημόσιο χρέος μας – ενώ καλύπτονται με δανεικά που θα πληρώσουμε πανάκριβα με φόρους, με πλειστηριασμούς και με ξεπουλήματα, εμείς και τα παιδιά μας.
 
Στο δημόσιο χρέος μας πάντως των 392,3 δις € του 2022, θα πρέπει να προστεθούν οι κρατικές εγγυήσεις ύψους 8 δις, τα 18,67 δις € του προγράμματος Ηρακλής, τα 1,454 δις € της ΕΤΕπ και τα όποια ποσά του SURE – οπότε περί τα 30 δις € που θα εκτόξευαν το χρέος στα 422 δις €.
 
Αυτή τη στιγμή δε, τα κόκκινα δάνεια στις τράπεζες είναι μόλις 14,8 δις – ενώ τα υπόλοιπα 86,7 δις € έχουν μεταφερθεί στους κερδοσκόπους, αφού ο συνολικός αριθμός τους δεν έχει μεταβληθεί. Από τα στεγαστικά δε, μόλις τα 3,18 δις € ευρίσκονται στις τράπεζες ενώ τα υπόλοιπα 24,1 δις € έχουν μεταφερθεί στα funds.
 
Συνεχίζοντας, ήταν εξαιρετικά απογοητευτικά τα αποτελέσματα, όσον αφορά την ανάπτυξη του 3ου τριμήνου του 2022 – στο 2,8%, παρά την κατακόρυφη άνοδο των τουριστικών εσόδων, έναντι 3,8% της Ισπανίας, 4,9% της Πορτογαλίας, 5,4% της Κύπρου και 10,6% της Ιρλανδίας. Μπορεί δε η ΕΛΣΤΑΤ να ισχυρίζεται πως το ΑΕΠ του 3ου τριμήνου επηρεάστηκε ανασταλτικά από το σημαντικά αυξημένο επίπεδο των επιδοτήσεων επί των προϊόντων που αφορούν την ενέργεια, αλλά ο κυριότερος αρνητικός παράγοντας ήταν αναμφίβολα το εμπορικό μας έλλειμμα.


Ο τέταρτος συντελεστής του ΑΕΠ δηλαδή (ΑΕΠ = Κατανάλωση + Ιδιωτικές επενδύσεις + Δημόσιες δαπάνες + Εμπορικό ισοζύγιο) που διαμορφώθηκε στα -27,3 δις € το ενιάμηνο, από -16,8 δις € το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2021μειώνοντας ανάλογα το ΑΕΠ μας. Εν προκειμένω, η αύξηση του εμπορικού μας ελλείμματος ήταν 62,3% – ενώ χωρίς τα πετρελαιοειδή 41,1% και χωρίς τα πλοία 40,6%, τεκμηριώνοντας πως συνεχίζεται η κατάρρευση του παραγωγικού μας ιστού.
 
Ειδικότερα, οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν σε ετήσια βάση κατά 1,6% και οι εισαγωγές κατά 14,1% – ενώ ο τουρισμός δεν μπόρεσε να καλύψει τη διαφορά, με αποτέλεσμα οι καθαρές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών να έχουν αρνητική συμβολή στη μεταβολή του ΑΕΠ, ίση με 1,5 ποσοστιαίες μονάδες. Στο ενιάμηνο δε, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας μας διαμορφώθηκε στο 5,9% με αποτέλεσμα να βρεθούμε στην 9η θέση των χωρών της ΕΕ.
 
Όσον αφορά δε το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μας, το έλλειμμα των 2,7 δις € του 2019 εκτοξεύθηκε στα 10,9 δις € το 2020 και στα 12,2 δις € το 2021 – ενώ στο δεκάμηνο του 2022 αυξήθηκε στα 13,6 δις €. Σε σταθερές τιμές άλλωστε οι εξαγωγές μας αυξήθηκαν κατά 0,5% και οι εισαγωγές κατά 19,3% – θυμίζοντας την εποχή πριν τα μνημόνια. Όπως πολύ σωστά αναγράφεται,
«Παρά την πρόσφατη βελτίωση, το μερίδιο των ευρωπαϊκών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών που προέρχονται από την Ελλάδα, είναι σήμερα καθαρά μικρότερο από ό,τι πριν 20 χρόνια (1,2% το 2021 έναντι 1,5% το 2000). Ακόμη χειρότερα, οι ατμομηχανές των ελληνικών εξαγωγών παραμένουν ο τουρισμός και τα καύσιμα – τα οποία εισάγονται, διυλίζονται, και επανεξάγονται.

Σε πιο σύνθετα προϊόντα, υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να σημειώνει απογοητευτικές επιδόσεις. Τα δεδομένα του Οργανισμού Βιομηχανικής Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (UNIDO) δείχνουν ότι το μερίδιο των προϊόντων μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας στο σύνολο των εξαγωγών μεταποίησης έχει υποχωρήσει από 37% το 2007 σε 28% το 2019 (τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν δεδομένα σήμερα). Η Ελλάδα ήταν τελευταία στην ΕΕ, και 84η στον κόσμο – σε σύνολο 151 χωρών».
Συνεχίζοντας με τις επενδύσεις οι άμεσες ξένες, όπως φαίνεται από το μέγεθος τους των 5,6 δις € το 2021, δεν είναι οι σημαντικότερες – παρά το ότι θριαμβολογεί η κυβέρνηση, ενώ γνωρίζει πως οφείλονται στο ξεπούλημα της χώρας, καθώς επίσης στην παροχή γης και ύδατος στους ξένους. Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου είναι σημαντικότερος – ο οποίος, σε σταθερές τιμές του προηγουμένου έτους, αυξήθηκε στα μόλις 27 δις € το 2021, από 25,5 δις € το 2020, ενώ το 2007 ήταν στα 61,8 δις €. Επομένως συνεχίζουν να μην καλύπτονται οι αποσβέσεις – παρά το επενδυτικό κενό (=αρνητικές καθαρός σχηματισμός παγίου κεφαλαίου της εποχής των μνημονίων) άνω των 150 δις €.


Ακόμη και οι άμεσες ξένες επενδύσεις όμως που δεν αφορούν την εξαγορά υφισταμένων εταιριών, αλλά εντελώς νέες επενδύσεις (= εγκατάσταση νέων επιχειρήσεων ή επέκταση με νέες επενδύσεις) μειώθηκαν το 2021 κατά 14,2%  σε σύγκριση με το 2020 – στα 2,767 δις $, από 3,32 δις $ (πηγή).
 
Περαιτέρω, η ανάπτυξη της οικονομίας μας προήλθε κυρίως από την κατανάλωση με δανεικά, όπως συνέβαινε πριν το 2009 – σημειώνοντας πως η κατανάλωση αυξήθηκε κατά 9,5% το 1ο ενιάμηνο του 2022, συνεισφέροντας 6,5 ποσοστιαίες μονάδες στην άνοδο του ΑΕΠ, ενώ οι επενδύσεις συνέβαλαν μόλις κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες.
 
Με δεδομένο δε το ότι, η ύφεση το 2020 ήταν 9%, η ανάκαμψη το 2021 8,4% και η ανάπτυξη το 2022 κατά τις προβλέψεις του προϋπολογισμού 5,6%, η σωρευτική πραγματική ανάπτυξη σε σταθερές τιμές μέσα σε τρία χρόνια, με τη σπατάλη άνω των 50 δις €, ήταν μόλις 5%  σε σχέση με το 2019 – δηλαδή περί το 1,67% ετήσια, οπότε χαμηλότερη του 2019 που ήταν 1,9%, χωρίς τις επί πλέον δαπάνες των 50 δις € τότε.
 
Εν προκειμένω, είναι ανησυχητική η συνεχής άνοδος του δομικού πληθωρισμού, χωρίς την ενέργεια και τα τρόφιμα δηλαδή, ο οποίος διαμορφώθηκε στο 5,9% το Νοέμβρη, από 5,2% τον Οκτώβρη και 4,9% το Σεπτέμβρη (γράφημα δεξιά) – όταν στην Ευρωζώνη παρέμεινε σταθερός στο 5%.

Εξέλιξη δομικού πληθωρισμού (=χωρίς τα
τρόφιμα και την ενέργεια)
Σε σχέση τώρα το χρέος που προβλέπεται στο 168,9% του ΑΕΠ το 2022 για τη γενική κυβέρνηση, από 180,5% το 2019, οφείλεται καθαρά στην άνοδο του ονομαστικού ΑΕΠ από τον πληθωρισμό – αφού χωρίς αυτόν το ΑΕΠ δεν θα υπερέβαινε τα 194 δις €, οπότε το χρέος θα ήταν στο 183% του ΑΕΠ.
Πρόκειται λοιπόν για μία πληθωριστική μείωση που ληστεύει και εξαθλιώνει τους Έλληνες – ενώ ασφαλώς δεν θα ήταν ευχαριστημένος κανένας, εάν η άνοδος των τιμών ήταν 30% αντί 10%, οπότε το ΑΕΠ περί τα 245 δις € και το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης στο 145% του ΑΕΠ. 
 
Συνεχίζοντας με την ανεργία, μειώνεται το ποσοστό της στο 10,7% το 2022 και στο 10,6% το 2023. Πρόκειται όμως για μία πλασματική εικόνα – αφού υπάρχει η γνωστή διαφορά της ΕΛΣΤΑΤ με τον πρώην ΟΑΕΔ, καθώς επίσης η φυγή των νέων μας στο εξωτερικό που δυστυχώς συνεχίζεται. Στην ουσία, δημιουργούνται στην Ελλάδα φθηνές θέσεις εργασίας για ανειδίκευτους που συχνά καλύπτονται από μετανάστεςενώ το εκπαιδευμένο δικό μας προσωπικό απορροφάται από τις βιομηχανικές χώρες, με τελικό αποτέλεσμα την αντικατάσταση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού μας.
 
Όσον αφορά δε τη γεωργική μας παραγωγή έχει μειωθεί σημαντικά, από 12 δις το 2005 στα 10,9 δις € το 2021 – ενώ το εμπορικό μας ισοζύγιο στα τρόφιμα, ποτά και καπνά παραμένει σταθερά ελλειμματικό, λιγότερο το 2020 και το 2021, λόγω της πτώσης του τουρισμού.
 
Οι αυξήσεις των λιπασμάτων πάντως είναι της τάξης του 60% – υπενθυμίζοντας πως ο αγροτικός τομέας στηρίχτηκε μόλις με 183 εκ. € στην πανδημία. Όλα αυτά θέτουν σε κίνδυνο την τροφική μας επάρκεια – τόσο για τον πληθυσμό, όσο και για τον τουρισμό.
Σε σχέση με τον τουρισμό, συνεχίζεται η υπερβολική εξάρτηση της χώρας μας – ειδικά από το φθηνό μαζικό, αν και υπήρξε μια βελτίωση το 2022. Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία του ενιαμήνου της Τράπεζας της Ελλάδας, οι τουριστικές εισπράξεις ανήλθαν σε 15,6 δις € – έχοντας  φτάσει στα επίπεδα του 2019, όπου ήταν στα 16,1 δις €.
 
Με σημαντικό πληθωρισμό όμως, οπότε με λιγότερες αφίξεις – στα 23,7 εκ. σε σχέση με 26,9 εκ. το 2019, γεγονός που οδήγησε σε υψηλότερη κατά κεφαλή δαπάνη από το 2019, αν και χαμηλότερη του 2021, όπου η κίνηση ήταν μικρότερη.

Από την άλλη πλευρά, ο τουρισμός με εισαγόμενες προμήθειες, με εισαγόμενους εργαζόμενους και με ξένης ιδιοκτησίας πάγια, όπως τα αεροδρόμια και τα ξενοδοχεία, δημιουργεί εμπορικά ελλείμματα από τις εκροές συναλλάγματος – ενώ εξυπηρετεί όλο και λιγότερο τα εγχώρια εισοδήματα. Εκτός αυτού, σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΠΟΞ, το λειτουργικό κόστος των ξενοδοχείων αυξήθηκε κατά 40% το 2022, σε σχέση με το 2019, ενώ οι τιμές πώλησης δεν ακολούθησαν – με αποτέλεσμα να είναι ζημιογόνος ο κλάδος.
 
Σε σχέση με τις ιδιωτικοποιήσεις, από τις οποίες δεν ωφελείται καθόλου η χώρα μας, πρόκειται για ένα πρόγραμμα σκάνδαλο που διενεργούν οι δανειστές, για δικό τους όφελος. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το ότι, έχουμε καταντήσει η πιο φτωχή χώρα της ΕΕ, μετά τη Βουλγαρία.


Ειδικότερα, το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων, σε όρους αγοραστικής αξίας, θα είναι το 2024 σύμφωνα με την ECFIN, 32% χαμηλότερο από το μέσον όρο της ΕΕ – όταν το 2009 ήταν 6% χαμηλότερο. Όσον αφορά δε την πιστωτική μας αξιολόγηση (γράφημα δεξιά) , είμαστε η μοναδική χώρα στην ΕΕ χωρίς επενδυτική βαθμίδα – στην τελευταία θέση όλων των κρατών της ΕΕ.

Κλείνοντας με τις ανάγκες δανεισμού, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα λήξης του χρέους του ΟΔΔΗΧ, υπάρχουν πληρωμές ύψους 16,3 δις το 2023 – ενώ για την αναχρηματοδότηση τους θα πρέπει να δανεισθεί το δημόσιο, με τα επιτόκια δανεισμού όμως απαγορευτικά. Εκτός αυτού, έχει μειωθεί το μαξιλάρι (=15,6 δις € του ESM, συν ταμειακά διαθέσιμα των οργανισμών του δημοσίου που κατατίθενται στην ΤτΕ) στα 30 δις € περίπου, ενώ έχει αυξηθεί ο δανεισμός του κράτους από τις τράπεζες – με χρήματα που στερείται η οικονομία.
Οι τράπεζες πάντως επιβαρύνουν την κοινωνία, μέσω των επαίσχυντα χαμηλών επιτοκίων καταθέσεων, των υψηλών προμηθειών και των ακριβών επιτοκίων χορηγήσεων –  ενώ δεν αποκλείεται να αντιμετωπίσουν  κεφαλαιακά προβλήματα και νέα κόκκινα δάνεια.
 
Επίλογος
 
Ολοκληρώνοντας, ο απολογισμός του 2022 και γενικότερα της θητείας της απερχόμενης κυβέρνησης, είναι μάλλον απογοητευτικός – αν και οφείλει να κρίνει κανείς μόνος του, από τα μεγέθη που παραθέτουμε.
 
Ως εκ τούτου, οι προβλέψεις για το 2023, με την ενεργειακή κρίση να συνεχίζεται, όπως επίσης τον πόλεμο, τον πληθωρισμό κοκ., δεν είναι καθόλου αισιόδοξες – αν και η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να επιτύχει πάρα πολλά, εάν εκμεταλλευθεί τα διεθνή προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας προς όφελος των βιομηχανικών επενδύσεων στην επικράτεια της. Επίσης τα σημαντικότατα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα – σε τομείς όπως ο πρωτογενής, η μεταποίηση, η ναυτιλία, η άμυνα και ο τουρισμός.
 
 
Πηγή : https://analyst.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου