Εκθέτει διεθνώς τη χώρα η «εμμονή της κυβέρνησης Μητσοτάκη με τον έλεγχο της πληροφορίας», όπως αναφέρει σε πολυσέλιδο πόρισμά της η συνομοσπονδία επτά διεθνών οργανώσεων Τύπου, Media Freedom Rapid Response (MFRR).
Το πόρισμα είναι το αποτέλεσμα της ειδικής αποστολής που είχε διοργανώσει τον Δεκέμβριο στην Ελλάδα το MFRR, στην προσπάθειά του να κατανοήσει το μέγεθος του προβλήματος που είχε δημιουργηθεί μετά την εκλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Το πόρισμα αναμενόταν να είναι σκληρό για την κυβέρνηση που επιχειρεί από την ημέρα της εκλογής της να δημιουργήσει μια «μιντιακή» σιγή γύρω από τα πεπραγμένα της, όμως η συγκεκριμένη αναφορά αποτελεί τελικά ένα πολύ ηχηρό «χαστούκι», τόσο λόγω του περιεχομένου του, όσο και λόγω της εγκυρότητας των οργανώσεων που συναποτελούν τον Οργανισμό MFRR.
Το πόρισμα είναι το αποτέλεσμα της ειδικής αποστολής που είχε διοργανώσει τον Δεκέμβριο στην Ελλάδα το MFRR, στην προσπάθειά του να κατανοήσει το μέγεθος του προβλήματος που είχε δημιουργηθεί μετά την εκλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Το πόρισμα αναμενόταν να είναι σκληρό για την κυβέρνηση που επιχειρεί από την ημέρα της εκλογής της να δημιουργήσει μια «μιντιακή» σιγή γύρω από τα πεπραγμένα της, όμως η συγκεκριμένη αναφορά αποτελεί τελικά ένα πολύ ηχηρό «χαστούκι», τόσο λόγω του περιεχομένου του, όσο και λόγω της εγκυρότητας των οργανώσεων που συναποτελούν τον Οργανισμό MFRR.
Οι εκτιμήσεις ότι «η κρίση έχει βαθύνει ως αποτέλεσμα της εμμονής της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας στον έλεγχο της πληροφορίας», ότι «η έρευνα για απειλές θανάτου κατά του δημοσιογράφου Κώστα Βαξεβάνη, […] έχει οδηγήσει σε δυσπιστία για την ικανότητα της κυβέρνησης ή τη διάθεσή της να προστατεύσει τη δημοσιογραφική κοινότητα» και ότι η ένταση των προβλημάτων στον χώρο του Τύπου είναι «εξαιρετικά προβληματική και διαφοροποιεί την Ελλάδα από τα περισσότερα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ», είναι ενδεικτικές φράσεις για τις ευθύνες που εντοπίζει το MFRR στην κυβερνητική στάση απέναντι στην ελευθερία του Τύπου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το πόρισμα αναφέρει πολλές φορές την περίπτωση του Documento, το οποίο έχει διωχθεί όσο καμία άλλη εφημερίδα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, θέτοντας όλα τα ζητήματα ελευθερίας του Τύπου που το αφορούν, συμπεριλαμβανομένου του αποκλεισμού της εφημερίδας από τη Λίστα Πέτσα, το συμβόλαιο θανάτου κατά του Κώστα Βαξεβάνη, αλλά και την παραπομπή του εκδότη του Documento στο Ειδικό Δικαστήριο.
To MFRR συναποτελείται από τις οργανώσεις: ECPMF, Article 19, EFJ. Press Unlimited, InfAl, IPI, Osservatorio Balcani e Caucaso
Οι αναφορές του πορίσματος στο Documento
To πολύ ενημερωμένο πόρισμα του MFRR, αναφέρει πολλές φορές την περίπτωση του Documento, στηλιτεύοντας τη στάση της κυβέρνησης σε όλες τις κρίσεις που έχουν δημιουργηθεί, με δική της ευθύνη, στην εφημερίδα.
Το πόρισμα αναφέρεται στην απόπειρα οικονομικού στραγγαλισμού της εφημερίδας μέσω της διακοπής διαφήμησης, σημειώνοντας: «Για παράδειγμα το Documento υπέστη απώλειες στα διαφημιστικά του έσοδα του μετά φερόμενη πίεση που δέχτηκαν ιδιωτικές εταιρείες από την κυβέρνηση να αποσύρουν τις διαφημίσεις τους».
Παράλληλα, το MFRR αφιερώνει ξεχωριστό κεφάλαιο για το «σκάνδαλο Πέτσα», όπως το χαρακτηρίζει, όπου αναφέρει μεταξύ άλλων: «Στις αρχές Ιουλίου 2020, η επικείμενη δημοσιοποίηση των ποσών που δόθηκαν σε κάθε μέσο, επιβεβαίωσαν ότι τα κονδύλια μοιράστηκαν ακολουθώντας τις δηλωμένες κομματικές γραμμές, ενώ ορισμένες εφημερίδες, συμπεριλαμβανομένου του Documento, αποκλείστηκαν εντελώς». Αξίζει να σημειωθεί ότι το πόρισμα καταγγέλλει ότι στην επιτροπή στη Βουλή, δεν προσήλθε ο ίδιος ο Στέλιος Πέτσας.
Τονίζεται επίσης το ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί κατά του Κώστα Βαξεβάνη μετά τη μήνυση που είχαν καταθέσει 24 αστυνομικοί της ΓΑΔΑ εναντίον του, καθώς είχε δημοσιοποιήσει -ως όφειλε- ένα εξώδικο που τού είχαν αποστείλει νωρίτερα.
Από το πόρισμα δε θα μπορούσε να λείπει επίσης εκτενής αναφορά στην παραπομπή του εκδότη του Documento Κώστα Βαξεβάνη στο Ειδικό Δικαστήριο, αλλά και στην απειλή κατά της ζωής του ως αποτέλεσμα της έρευνας του Documento στην υπόθεση του Μένιου Φουρθιώτη.
Οι βασικές παρατηρήσεις του πορίσματος:
– Η δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ αντιπροσωπεύει ένα χαμηλό σημείο στην ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα και επέστησε τη διεθνή προσοχή στα σημαντικά προβλήματα που αφορούν την ασφάλεια των δημοσιογράφων στην Ελλάδα. Σε αντίθεση με τις υποσχέσεις των αρχών, η πρόοδος της έρευνας φαίνεται αργή και στερείται βασικής διαφάνειας. Αυτό, σε συνδυασμό με μακροχρόνια έρευνα για απειλές θανάτου κατά του δημοσιογράφου Κώστα Βαξεβάνη, έχει δημιουργήσει ένα αποτέλεσμα τρόμου και έχει οδηγήσει σε δυσπιστία για την ικανότητα της κυβέρνησης ή τη διάθεσή της να προστατεύσει τη δημοσιογραφική κοινότητα.
– Η συστημική κρίση που επηρεάζει την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα έχει επιδεινωθεί από τις προσπάθειες της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας να «ελέγχει το μήνυμα» και να ελαχιστοποιεί επικριτικές φωνές. Αυτό έχει συμβεί μέσα σε μια πολιτικά πολωμένη και κατακερματισμένη αγορά μέσων ενημέρωσης. Εφημερίδες και μεμονωμένοι δημοσιογράφοι που είναι ιδεολογικά στην αντιπολίτευση ή τηρούν ουδέτερη στάση, διαχωρίζονται από την κυβέρνηση και αντιμετωπίζονται άνισα, υπονομεύοντας τη δημοσιογραφική τους δράση. Αυτό επιδεινώθηκε περαιτέρω από την έλλειψη διαφάνειας σχετικά με την κατανομή και τη διανομή της κρατικής διαφήμισης με βάση καθιερωμένες κομματικές γραμμές.
– Υποβολή εκθέσεων σχετικά με την εφαρμογή της μεταναστευτικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των απωθήσεων και άλλων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα σύνορα της ΕΕ γίνονται όλο και πιο δύσκολες. Οι παραβιάσεις της ελευθερίας του Τύπου που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι συνδέονται με τους περιοριστικούς κανόνες της κυβέρνησης στη μεταναστευτική πολιτική και η απροθυμία της να αποδεχτεί τον δημόσιο έλεγχο, θέτοντας εμπόδια στο ρεπορτάζ, όπως αυθαίρετη σύλληψη και κράτηση, περιορισμός πρόσβασης, παρακολούθηση και παρενόχληση.
– Τα ρεπορτάζ σε διαδηλώσεις είναι άλλος ένας ιδιαίτερα προβληματικός τομέας της δημοσιογραφικής πρακτικής στην Ελλάδα. Οι δημοσιογράφοι υφίστανται επιθετικότητα τόσο από τα σώματα επιβολής του νόμου όσο και από διαδηλωτές. Οι συνομιλητές μας έδωσαν παραδείγματα δημοσιογράφων που κρατήθηκαν, δέχτηκαν επιθέσεις και εμποδίστηκε το ρεπορτάζ τους κατά τη διάρκεια διαμαρτυριών από την αστυνομία. Δημοσιογράφοι που ρωτήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποστολής σημείωσαν ότι δεν φορούν διακριτικά Τύπου για να αποφύγουν τις αντιπαραθέσεις με διαδηλωτές και να μη θέσουν σε περαιτέρω κίνδυνο την ασφάλειά τους. Υπάρχει έλλειψη πολιτικής βούλησης να διασφαλιστεί ότι οι δημοσιογράφοι μπορούν να κάνουν ρεπορτάζ με ασφάλεια από διαδηλώσεις, κάτι που μεταφράζεται σε έλλειψη επαρκούς προστασίας σε επιχειρησιακό επίπεδο.
– Οι νομικές απειλές αποτελούν σημαντικό πρόβλημα για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων ποινικές αγωγές και Στρατηγικές αγωγές κατά της δημόσιας συμμετοχής (SLAPPs), όπως καθώς και την απειλή αυτής, στοχεύοντας κυρίως δημοσιογράφους που κάνουν ρεπορτάζ για διαφθορά και κρίσιμους τομείς για την κυβέρνηση. Οι περιορισμένοι πόροι των Ελλήνων δημοσιογράφων και ΜΜΕ σημαίνουν ότι τέτοιες νομικές απειλές μπορούν να οδηγήσουν σε αυτολογοκρισία.
Τα συμπεράσματα της αποστολής του MFRR στην Ελλάδα:
Οι προκλήσεις για την ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης και την ασφάλεια των δημοσιογράφων είναι συστημικές στην Ελλάδα. Αν και τα προβλήματα που εξετάζονται σε αυτήν την έκθεση δεν είναι μοναδικά για τη χώρα, η έντασή τους είναι εξαιρετικά προβληματική και την διαφοροποιεί από τα περισσότερα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, όπου οι δημοσιογράφοι και οι εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης απολαμβάνουν καλύτερη προστασία και περισσότερες ευκαιρίες να δημοσιεύσουν επικριτικά ρεπορτάζ για όλα τα θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι ότι οι ειδήσεις που είναι άβολες ή μη κολακευτικές για την κυβέρνηση, που περιλαμβάνουν ρεπορτάζ για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν αναφέρονται σε πολλά μέσα, δημιουργώντας σοβαρό εμπόδιο για την πρόσβαση του κοινού σε πληροφορίες σχετικά με τα τρέχοντα θέματα και, συνεπώς ενημερωμένη συμμετοχή τους στη δημοκρατική διαδικασία.
Η τρέχουσα κατάσταση μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο με μια μακροσκελή θεώρηση, συμπεριλαμβανομένου του συνεχιζόμενου αντίκτυπου της οικονομικής κρίσης και των ιστορικών προβλημάτων με το κράτος δικαίου και τη λογοδοσία των υπηρεσιών και του προσωπικού επιβολής του νόμου. Κατά μία έννοια, μόνο λίγα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα είναι νέα. Ωστόσο, η κρίση έχει βαθύνει ως αποτέλεσμα της εμμονής της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας στον έλεγχο της πληροφορίας, όπως ακούσαμε ξανά και ξανά κατά τη διάρκεια αυτής της διερευνητικής αποστολής. Η δολοφονία του βετεράνου ρεπόρτερ Γιώργου Καραϊβάζ τον Απρίλιο του 2021 έριξε το φως της δημοσιότητας στα βαθύτερα προβλήματα σχετικά με την ασφάλεια των δημοσιογράφων στη χώρα. Παρά τις υποσχέσεις των ελληνικών αρχών για ταχεία δικαιοσύνη για τους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς, η πρόοδος στην έρευνα φαίνεται να είναι αργή και η παντελής έλλειψη διαφάνειας σε αυτό το θέμα τροφοδοτεί αμφιβολίες για την ικανότητα και την προθυμία της κυβέρνησης να προστατεύσει τη δημοσιογραφική κοινότητα. Η διασφάλιση της ταχείας άρσης της ατιμωρησίας αυτού του φρικτού εγκλήματος θα ήταν ένα σημαντικό πρώτο βήμα προς τη δημιουργία ενός ευνοϊκού και ασφαλούς περιβάλλοντος για την εργασία των δημοσιογράφων.
Το τοπίο των ελληνικών μέσων ενημέρωσης δείχνει υψηλά επίπεδα πολιτικής πόλωσης σε μια στρεβλή αγορά. Το αποτέλεσμα είναι επισφαλείς συνθήκες εργασίας για τους δημοσιογράφους και τους εργαζόμενους στα μέσα ενημέρωσης, μια διαστρεύλωση των ειδήσεων ώστε να ακολουθούν το φιλοκυβερνητικό αφήγημα και χαμηλή εμπιστοσύνη του κοινού στα μέσα ενημέρωσης. Υπάρχει σαφής ανάγκη να δημιουργηθεί περισσότερη διαφάνεια στην υποστήριξη της κυβέρνησης στον τομέα και να σταματήσει η κυβέρνηση να παίζει με την τάση πόλωσης αντιμετωπίζοντας τους φιλοκυβερνητικούς, τους αντιπολιτευόμενους και τους ουδέτερους ισότιμα και σύμφωνα με αντικειμενικά πρότυπα.
Το ανεμπόδιστο ρεπορτάζ σχετικά με τη μετανάστευση γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο. Ως ένα βαθμό, τα ανεξάρτητα ρεπορτάζ για το θέμα δεν έγιναν ποτέ ιδιαίτερα ευπρόσδεκτα και η αύξηση των παραβιάσεων της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης σε αυτόν τον τομέα συνδέεται με την αυξανόμενη ένταση της προσφυγικής κρίσης από το 2015 και μετά, η οποία οδήγησε περισσότερους δημοσιογράφους να επικεντρωθούν στο θέμα. Ωστόσο, η εντατικοποίηση των παραβιάσεων της ελευθερίας του Τύπου είναι επίσης η συγκεκριμένη συνέπεια της πολιτικής και της στάσης της σημερινής κυβέρνησης, όπου φαίνεται ικανοποιημένη με την εφαρμογή μιας άκρως περιοριστικής μεταναστευτικής πολιτικής, αλλά δεν υφίσταται δημόσιο έλεγχο.
Στη συνέχεια, το MFRR διαπίστωσε ότι ορισμένες εξαιρετικά προβληματικές πρακτικές από τις αρχές είναι πολύ διαδεδομένες, συμπεριλαμβανομένης της παρεμπόδισης της πρόσβασης δημοσιογράφων στους πρόσφυγες, της χρήσης αυθαίρετων συλλήψεων και στέρησης της ελευθερίας ως τακτικής παρενόχλησής τους και παρέμβασης στην αναφορά και την παρακολούθησή τους από το κράτος υπηρεσίες ασφαλείας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το πόρισμα αναφέρει πολλές φορές την περίπτωση του Documento, το οποίο έχει διωχθεί όσο καμία άλλη εφημερίδα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, θέτοντας όλα τα ζητήματα ελευθερίας του Τύπου που το αφορούν, συμπεριλαμβανομένου του αποκλεισμού της εφημερίδας από τη Λίστα Πέτσα, το συμβόλαιο θανάτου κατά του Κώστα Βαξεβάνη, αλλά και την παραπομπή του εκδότη του Documento στο Ειδικό Δικαστήριο.
To MFRR συναποτελείται από τις οργανώσεις: ECPMF, Article 19, EFJ. Press Unlimited, InfAl, IPI, Osservatorio Balcani e Caucaso
Οι αναφορές του πορίσματος στο Documento
To πολύ ενημερωμένο πόρισμα του MFRR, αναφέρει πολλές φορές την περίπτωση του Documento, στηλιτεύοντας τη στάση της κυβέρνησης σε όλες τις κρίσεις που έχουν δημιουργηθεί, με δική της ευθύνη, στην εφημερίδα.
Το πόρισμα αναφέρεται στην απόπειρα οικονομικού στραγγαλισμού της εφημερίδας μέσω της διακοπής διαφήμησης, σημειώνοντας: «Για παράδειγμα το Documento υπέστη απώλειες στα διαφημιστικά του έσοδα του μετά φερόμενη πίεση που δέχτηκαν ιδιωτικές εταιρείες από την κυβέρνηση να αποσύρουν τις διαφημίσεις τους».
Παράλληλα, το MFRR αφιερώνει ξεχωριστό κεφάλαιο για το «σκάνδαλο Πέτσα», όπως το χαρακτηρίζει, όπου αναφέρει μεταξύ άλλων: «Στις αρχές Ιουλίου 2020, η επικείμενη δημοσιοποίηση των ποσών που δόθηκαν σε κάθε μέσο, επιβεβαίωσαν ότι τα κονδύλια μοιράστηκαν ακολουθώντας τις δηλωμένες κομματικές γραμμές, ενώ ορισμένες εφημερίδες, συμπεριλαμβανομένου του Documento, αποκλείστηκαν εντελώς». Αξίζει να σημειωθεί ότι το πόρισμα καταγγέλλει ότι στην επιτροπή στη Βουλή, δεν προσήλθε ο ίδιος ο Στέλιος Πέτσας.
Τονίζεται επίσης το ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί κατά του Κώστα Βαξεβάνη μετά τη μήνυση που είχαν καταθέσει 24 αστυνομικοί της ΓΑΔΑ εναντίον του, καθώς είχε δημοσιοποιήσει -ως όφειλε- ένα εξώδικο που τού είχαν αποστείλει νωρίτερα.
Από το πόρισμα δε θα μπορούσε να λείπει επίσης εκτενής αναφορά στην παραπομπή του εκδότη του Documento Κώστα Βαξεβάνη στο Ειδικό Δικαστήριο, αλλά και στην απειλή κατά της ζωής του ως αποτέλεσμα της έρευνας του Documento στην υπόθεση του Μένιου Φουρθιώτη.
Οι βασικές παρατηρήσεις του πορίσματος:
– Η δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ αντιπροσωπεύει ένα χαμηλό σημείο στην ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα και επέστησε τη διεθνή προσοχή στα σημαντικά προβλήματα που αφορούν την ασφάλεια των δημοσιογράφων στην Ελλάδα. Σε αντίθεση με τις υποσχέσεις των αρχών, η πρόοδος της έρευνας φαίνεται αργή και στερείται βασικής διαφάνειας. Αυτό, σε συνδυασμό με μακροχρόνια έρευνα για απειλές θανάτου κατά του δημοσιογράφου Κώστα Βαξεβάνη, έχει δημιουργήσει ένα αποτέλεσμα τρόμου και έχει οδηγήσει σε δυσπιστία για την ικανότητα της κυβέρνησης ή τη διάθεσή της να προστατεύσει τη δημοσιογραφική κοινότητα.
– Η συστημική κρίση που επηρεάζει την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα έχει επιδεινωθεί από τις προσπάθειες της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας να «ελέγχει το μήνυμα» και να ελαχιστοποιεί επικριτικές φωνές. Αυτό έχει συμβεί μέσα σε μια πολιτικά πολωμένη και κατακερματισμένη αγορά μέσων ενημέρωσης. Εφημερίδες και μεμονωμένοι δημοσιογράφοι που είναι ιδεολογικά στην αντιπολίτευση ή τηρούν ουδέτερη στάση, διαχωρίζονται από την κυβέρνηση και αντιμετωπίζονται άνισα, υπονομεύοντας τη δημοσιογραφική τους δράση. Αυτό επιδεινώθηκε περαιτέρω από την έλλειψη διαφάνειας σχετικά με την κατανομή και τη διανομή της κρατικής διαφήμισης με βάση καθιερωμένες κομματικές γραμμές.
– Υποβολή εκθέσεων σχετικά με την εφαρμογή της μεταναστευτικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των απωθήσεων και άλλων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα σύνορα της ΕΕ γίνονται όλο και πιο δύσκολες. Οι παραβιάσεις της ελευθερίας του Τύπου που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι συνδέονται με τους περιοριστικούς κανόνες της κυβέρνησης στη μεταναστευτική πολιτική και η απροθυμία της να αποδεχτεί τον δημόσιο έλεγχο, θέτοντας εμπόδια στο ρεπορτάζ, όπως αυθαίρετη σύλληψη και κράτηση, περιορισμός πρόσβασης, παρακολούθηση και παρενόχληση.
– Τα ρεπορτάζ σε διαδηλώσεις είναι άλλος ένας ιδιαίτερα προβληματικός τομέας της δημοσιογραφικής πρακτικής στην Ελλάδα. Οι δημοσιογράφοι υφίστανται επιθετικότητα τόσο από τα σώματα επιβολής του νόμου όσο και από διαδηλωτές. Οι συνομιλητές μας έδωσαν παραδείγματα δημοσιογράφων που κρατήθηκαν, δέχτηκαν επιθέσεις και εμποδίστηκε το ρεπορτάζ τους κατά τη διάρκεια διαμαρτυριών από την αστυνομία. Δημοσιογράφοι που ρωτήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποστολής σημείωσαν ότι δεν φορούν διακριτικά Τύπου για να αποφύγουν τις αντιπαραθέσεις με διαδηλωτές και να μη θέσουν σε περαιτέρω κίνδυνο την ασφάλειά τους. Υπάρχει έλλειψη πολιτικής βούλησης να διασφαλιστεί ότι οι δημοσιογράφοι μπορούν να κάνουν ρεπορτάζ με ασφάλεια από διαδηλώσεις, κάτι που μεταφράζεται σε έλλειψη επαρκούς προστασίας σε επιχειρησιακό επίπεδο.
– Οι νομικές απειλές αποτελούν σημαντικό πρόβλημα για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων ποινικές αγωγές και Στρατηγικές αγωγές κατά της δημόσιας συμμετοχής (SLAPPs), όπως καθώς και την απειλή αυτής, στοχεύοντας κυρίως δημοσιογράφους που κάνουν ρεπορτάζ για διαφθορά και κρίσιμους τομείς για την κυβέρνηση. Οι περιορισμένοι πόροι των Ελλήνων δημοσιογράφων και ΜΜΕ σημαίνουν ότι τέτοιες νομικές απειλές μπορούν να οδηγήσουν σε αυτολογοκρισία.
Τα συμπεράσματα της αποστολής του MFRR στην Ελλάδα:
Οι προκλήσεις για την ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης και την ασφάλεια των δημοσιογράφων είναι συστημικές στην Ελλάδα. Αν και τα προβλήματα που εξετάζονται σε αυτήν την έκθεση δεν είναι μοναδικά για τη χώρα, η έντασή τους είναι εξαιρετικά προβληματική και την διαφοροποιεί από τα περισσότερα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, όπου οι δημοσιογράφοι και οι εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης απολαμβάνουν καλύτερη προστασία και περισσότερες ευκαιρίες να δημοσιεύσουν επικριτικά ρεπορτάζ για όλα τα θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι ότι οι ειδήσεις που είναι άβολες ή μη κολακευτικές για την κυβέρνηση, που περιλαμβάνουν ρεπορτάζ για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν αναφέρονται σε πολλά μέσα, δημιουργώντας σοβαρό εμπόδιο για την πρόσβαση του κοινού σε πληροφορίες σχετικά με τα τρέχοντα θέματα και, συνεπώς ενημερωμένη συμμετοχή τους στη δημοκρατική διαδικασία.
Η τρέχουσα κατάσταση μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο με μια μακροσκελή θεώρηση, συμπεριλαμβανομένου του συνεχιζόμενου αντίκτυπου της οικονομικής κρίσης και των ιστορικών προβλημάτων με το κράτος δικαίου και τη λογοδοσία των υπηρεσιών και του προσωπικού επιβολής του νόμου. Κατά μία έννοια, μόνο λίγα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα είναι νέα. Ωστόσο, η κρίση έχει βαθύνει ως αποτέλεσμα της εμμονής της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας στον έλεγχο της πληροφορίας, όπως ακούσαμε ξανά και ξανά κατά τη διάρκεια αυτής της διερευνητικής αποστολής. Η δολοφονία του βετεράνου ρεπόρτερ Γιώργου Καραϊβάζ τον Απρίλιο του 2021 έριξε το φως της δημοσιότητας στα βαθύτερα προβλήματα σχετικά με την ασφάλεια των δημοσιογράφων στη χώρα. Παρά τις υποσχέσεις των ελληνικών αρχών για ταχεία δικαιοσύνη για τους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς, η πρόοδος στην έρευνα φαίνεται να είναι αργή και η παντελής έλλειψη διαφάνειας σε αυτό το θέμα τροφοδοτεί αμφιβολίες για την ικανότητα και την προθυμία της κυβέρνησης να προστατεύσει τη δημοσιογραφική κοινότητα. Η διασφάλιση της ταχείας άρσης της ατιμωρησίας αυτού του φρικτού εγκλήματος θα ήταν ένα σημαντικό πρώτο βήμα προς τη δημιουργία ενός ευνοϊκού και ασφαλούς περιβάλλοντος για την εργασία των δημοσιογράφων.
Το τοπίο των ελληνικών μέσων ενημέρωσης δείχνει υψηλά επίπεδα πολιτικής πόλωσης σε μια στρεβλή αγορά. Το αποτέλεσμα είναι επισφαλείς συνθήκες εργασίας για τους δημοσιογράφους και τους εργαζόμενους στα μέσα ενημέρωσης, μια διαστρεύλωση των ειδήσεων ώστε να ακολουθούν το φιλοκυβερνητικό αφήγημα και χαμηλή εμπιστοσύνη του κοινού στα μέσα ενημέρωσης. Υπάρχει σαφής ανάγκη να δημιουργηθεί περισσότερη διαφάνεια στην υποστήριξη της κυβέρνησης στον τομέα και να σταματήσει η κυβέρνηση να παίζει με την τάση πόλωσης αντιμετωπίζοντας τους φιλοκυβερνητικούς, τους αντιπολιτευόμενους και τους ουδέτερους ισότιμα και σύμφωνα με αντικειμενικά πρότυπα.
Το ανεμπόδιστο ρεπορτάζ σχετικά με τη μετανάστευση γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο. Ως ένα βαθμό, τα ανεξάρτητα ρεπορτάζ για το θέμα δεν έγιναν ποτέ ιδιαίτερα ευπρόσδεκτα και η αύξηση των παραβιάσεων της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης σε αυτόν τον τομέα συνδέεται με την αυξανόμενη ένταση της προσφυγικής κρίσης από το 2015 και μετά, η οποία οδήγησε περισσότερους δημοσιογράφους να επικεντρωθούν στο θέμα. Ωστόσο, η εντατικοποίηση των παραβιάσεων της ελευθερίας του Τύπου είναι επίσης η συγκεκριμένη συνέπεια της πολιτικής και της στάσης της σημερινής κυβέρνησης, όπου φαίνεται ικανοποιημένη με την εφαρμογή μιας άκρως περιοριστικής μεταναστευτικής πολιτικής, αλλά δεν υφίσταται δημόσιο έλεγχο.
Στη συνέχεια, το MFRR διαπίστωσε ότι ορισμένες εξαιρετικά προβληματικές πρακτικές από τις αρχές είναι πολύ διαδεδομένες, συμπεριλαμβανομένης της παρεμπόδισης της πρόσβασης δημοσιογράφων στους πρόσφυγες, της χρήσης αυθαίρετων συλλήψεων και στέρησης της ελευθερίας ως τακτικής παρενόχλησής τους και παρέμβασης στην αναφορά και την παρακολούθησή τους από το κράτος υπηρεσίες ασφαλείας.
Επιπλέον, οι δημοσιογράφοι και οι εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης αντιμετωπίζουν σωματικές επιθέσεις και παρενοχλήσεις από ιδιώτες, κάτι που δεν αντιμετωπίζεται με επαρκή ανταπόκριση από τις αρχές. Σε ρεπορτάζ διαδηλώσεων, οι δημοσιογράφοι και οι εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης αντιμετωπίζουν επιθετικότητα και εκφοβισμό από τις αρχές επιβολής του νόμου και τους διαδηλωτές. Υπάρχει έλλειψη πολιτικής βούλησης για να διασφαλιστεί ότι μπορούν να κάνουν ρεπορτάζ με ασφάλεια από διαδηλώσεις, κάτι που μεταφράζεται σε επιχειρησιακό επίπεδο σε έλλειψη επαρκούς προστασίας.
Η κατάσταση ως προς αυτό δεν ικανοποιεί καμία από τις συστάσεις που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς τα κράτη μέλη τον Σεπτέμβριο του 2021. Σχετικά με την αναφορά για τη μετανάστευση και τις διαμαρτυρίες, την έλλειψη λογοδοσίας για το προσωπικό επιβολής του νόμου που είναι επιθετικό προς τους δημοσιογράφους είναι βαθιά ανησυχητικό. Η έλλειψη επαρκών πειθαρχικών διαδικασιών και εποπτείας βλάπτει το κράτος δικαίου. Οι νομικές απειλές αποτελούν σημαντικό πρόβλημα. Από τη μία πλευρά, η ετοιμότητα των αρχών να απειλήσουν τη δίωξη για σοβαρές ποινικές κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένης της εμπορίας ανθρώπων και της κατασκοπείας, καθώς και η θέσπιση από την κυβέρνηση υπερβολικά ευρέων ποινικών διατάξεων σχετικά με τις «ψευδείς ειδήσεις», σε συνδυασμό με αυστηρές κυρώσεις, συνιστά διάχυτη και βαθιά ανησυχία. πρόβλημα. Από την άλλη πλευρά, οι SLAPPs και οι ποινικές αγωγές, αν και δεν είναι διαδεδομένες για όλους, υπονομεύουν την ικανότητα των θιγόμενων δημοσιογράφων και των μέσων ενημέρωσης να αναφέρουν ελεύθερα για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Η απειλή δαπανηρών αγωγών για ήδη περιορισμένους πόρους μπορεί να οδηγήσει σε αυτολογοκρισία.
ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ 28-3-2022 από directNEWS.gr
Πηγή: Koutipandoras.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου