Οι υψηλές τιμές της ενέργειας έχουν ήδη προκαλέσει τεράστιες διαμαρτυρίες των καταναλωτών και των εταιριών – ενώ παράλληλα η επισιτιστική κρίση και ο μεγάλος πληθωρισμός, είναι προ των πυλών. Στα πλαίσια αυτά, εάν η ΕΕ δεν πάρει γρήγορα τα μέτρα της, η αποδοχή των μέτρων προστασίας του κλίματος θα μειωθεί, ενώ οι αντιστάσεις θα αυξηθούν – όπως συμβαίνει με τη σχεδιαζόμενη διεύρυνση της εμπορίας εκπομπών CO2, με στόχο να συμπεριλάβει την κυκλοφορία οχημάτων και τα κτίρια, η οποία ευτυχώς εμποδίζεται αποφασιστικά από τους Ευρωπαίους Πολίτες. Σε κάθε περίπτωση, η τυφλή πίστη εάν όχι η υπακοή της καγκελαρίου στις ικανότητες της (νεοφιλ)ελεύθερης αγοράς, οδηγεί σε αδιέξοδο τόσο την ενεργειακή, όσο και την κλιματική κρίση – ενώ εάν πράγματι αναλάβει υπουργός οικονομικών ο επικεφαλής των φιλελευθέρων (FDP) στη Γερμανία που είναι ακόμη πιο νεοφιλελεύθερος, η κατάσταση στην ΕΕ που ήδη ευρίσκεται στα πρόθυρα της διάλυσης, θα επιδεινωθεί. Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, μετά την ξέφρενη σπατάλη 42,7 δις € της κυβέρνησης με δανεικά, σαν να μην υπάρχει αύριο, καθώς επίσης τις αστρονομικές αυξήσεις των τιμών, το μέλλον θα είναι πολύ ζοφερό – ενώ, εάν εδώ προσθέσει κανείς τη σημερινή αναταραχή στις αγορές των ευρωπαϊκών ομολόγων, μετά την αναφορά της ΕΚΤ στη μη συνέχιση του προγράμματος ΡΕΡΡ όταν λήξει και όχι μόνο, η εικόνα θα γίνει πολύ πιο σκοτεινή.
Ανάλυση
Ανάλυση
Η απερχόμενη καγκελάριος ήλθε στην Ελλάδα, αφού προηγουμένως επισκέφθηκε τη σύμμαχο της, την Τουρκία, ο δικτάτορας της οποίας δεν ενοχλεί καθόλου τις κατ’ επίφαση δημοκρατικές αντιλήψεις της, ζητώντας συγνώμη από τους Έλληνες – για τα βασανιστήρια που τους επέβαλε, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την πλήρη καταστροφή της οικονομίας τους.
Μίας οικονομίας που δεν αντιδράει πλέον με το παράδειγμα του ελατηρίου, αφού το ελατήριο έχει σπάσει και η χώρα έχει μετατραπεί σε «ζόμπι» – γεγονός που μεταξύ άλλων τεκμηριώνεται από το απονεκρωμένο χρηματιστήριο, ο δείκτης του οποίου, μετά από 27 μήνες διακυβέρνησης της ΝΔ, έχει κολλήσει στις 896 μονάδες τώρα, από 894 τότε, όταν στα περισσότερα άλλα κράτη εγγράφει αποδόσεις ρεκόρ.
Εν προκειμένω, για να θυμηθούμε ορισμένα βασικά οικονομικά μεγέθη της προ μνημονίων εποχής, του 2009, το ΑΕΠ μας ήταν στα 237,5 δις € (γράφημα), το δημόσιο χρέος μετά τις αλχημείες της ΕΛΣΤΑΤ που διόγκωσαν το έλλειμμα του προϋπολογισμού (ανάλυση) στα 298 δις € ή στο 126,8% του ΑΕΠ (πηγή) από 261,3 δις ή 110,3% του ΑΕΠ το 2008 και τα τραπεζικά κόκκινα δάνεια στο 5% περίπου των συνολικών δανείων των τραπεζών – ενώ το 2020 το ΑΕΠ μας κατέρρευσε στα 164 δις € περίπου, το δημόσιο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτοξεύθηκε στα 350 δις € ή στο 213% του ΑΕΠ και τα τραπεζικά κόκκινα δάνεια είναι της τάξης των 107 δις € ή πάνω από το 50%, μαζί με αυτά που έχουν πουληθεί στους κερδοσκόπους.
Ακόμη χειρότερα, το 2010 η Ελλάδα καταδικάσθηκε από την καγκελάριο στην πολιτική των μνημονίων, επειδή είχε ένα χρηματοδοτικό κενό της τάξης των 10 δις € – ενώ αργότερα, το 2013, διαπιστώθηκε πως διέθετε στα ταμεία των οργανισμών του δημοσίου μεταξύ 20 δις € και 40 δις €, με αποτέλεσμα να είναι η μοναδική χώρα που χρεοκόπησε στον πλανήτη, έχοντας αρκετά χρήματα στα ταμεία της! Φυσικά η καγκελάριος δεν ανέφερε πως ο στόχος της τότε ήταν η διάσωση των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών – ενώ ο πρωθυπουργός μας την ευχαρίστησε για τη στήριξη της Ελλάδας (!), χωρίς καν να της υπενθυμίσει πως η Γερμανία μας οφείλει πάνω από 300 δις €, από τις πολεμικές αποζημιώσεις και επανορθώσεις, όπως οι ίδιοι οι δικοί της επιστήμονες το επιβεβαιώνουν (πηγή).
Το πού βλέπει βέβαια ο πρωθυπουργός πως η σημερινή Ελλάδα είναι καλύτερη από το παρελθόν, όπως τόνισε στην ομιλία του, είναι κάτι που δεν μπορούμε να καταλάβουμε – αδιανόητο για κάποιον που γνωρίζει απλή αριθμητική και έρχεται σε επαφή με τους απλούς ανθρώπους, χωρίς να εθελοτυφλεί.
Μίας οικονομίας που δεν αντιδράει πλέον με το παράδειγμα του ελατηρίου, αφού το ελατήριο έχει σπάσει και η χώρα έχει μετατραπεί σε «ζόμπι» – γεγονός που μεταξύ άλλων τεκμηριώνεται από το απονεκρωμένο χρηματιστήριο, ο δείκτης του οποίου, μετά από 27 μήνες διακυβέρνησης της ΝΔ, έχει κολλήσει στις 896 μονάδες τώρα, από 894 τότε, όταν στα περισσότερα άλλα κράτη εγγράφει αποδόσεις ρεκόρ.
Εν προκειμένω, για να θυμηθούμε ορισμένα βασικά οικονομικά μεγέθη της προ μνημονίων εποχής, του 2009, το ΑΕΠ μας ήταν στα 237,5 δις € (γράφημα), το δημόσιο χρέος μετά τις αλχημείες της ΕΛΣΤΑΤ που διόγκωσαν το έλλειμμα του προϋπολογισμού (ανάλυση) στα 298 δις € ή στο 126,8% του ΑΕΠ (πηγή) από 261,3 δις ή 110,3% του ΑΕΠ το 2008 και τα τραπεζικά κόκκινα δάνεια στο 5% περίπου των συνολικών δανείων των τραπεζών – ενώ το 2020 το ΑΕΠ μας κατέρρευσε στα 164 δις € περίπου, το δημόσιο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτοξεύθηκε στα 350 δις € ή στο 213% του ΑΕΠ και τα τραπεζικά κόκκινα δάνεια είναι της τάξης των 107 δις € ή πάνω από το 50%, μαζί με αυτά που έχουν πουληθεί στους κερδοσκόπους.
Ακόμη χειρότερα, το 2010 η Ελλάδα καταδικάσθηκε από την καγκελάριο στην πολιτική των μνημονίων, επειδή είχε ένα χρηματοδοτικό κενό της τάξης των 10 δις € – ενώ αργότερα, το 2013, διαπιστώθηκε πως διέθετε στα ταμεία των οργανισμών του δημοσίου μεταξύ 20 δις € και 40 δις €, με αποτέλεσμα να είναι η μοναδική χώρα που χρεοκόπησε στον πλανήτη, έχοντας αρκετά χρήματα στα ταμεία της! Φυσικά η καγκελάριος δεν ανέφερε πως ο στόχος της τότε ήταν η διάσωση των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών – ενώ ο πρωθυπουργός μας την ευχαρίστησε για τη στήριξη της Ελλάδας (!), χωρίς καν να της υπενθυμίσει πως η Γερμανία μας οφείλει πάνω από 300 δις €, από τις πολεμικές αποζημιώσεις και επανορθώσεις, όπως οι ίδιοι οι δικοί της επιστήμονες το επιβεβαιώνουν (πηγή).
Το πού βλέπει βέβαια ο πρωθυπουργός πως η σημερινή Ελλάδα είναι καλύτερη από το παρελθόν, όπως τόνισε στην ομιλία του, είναι κάτι που δεν μπορούμε να καταλάβουμε – αδιανόητο για κάποιον που γνωρίζει απλή αριθμητική και έρχεται σε επαφή με τους απλούς ανθρώπους, χωρίς να εθελοτυφλεί.
Το πρόβλημα Merkel
Γενικότερα τώρα, η κυρία Merkel έχει έναν περίεργο τρόπο να αντιμετωπίζει τα προβλήματα – αν και τελικά είναι προς όφελος της Γερμανίας. Ξεκάθαρα, αφού από την κρίση χρέους της Ελλάδας κέρδισε πάνω από 100 δις €, όταν για τη στήριξη μας εγγυήθηκε για δάνεια της τάξης των 80 δις € που θα εισπράξει με τόκους και στο πολλαπλάσιο – μέσω του ξεπουλήματος της δημόσιας και ιδιωτικής μας περιουσίας.
Ο τρόπος της είναι να απωθεί εν πρώτοις τα προβλήματα, μετά να τα συζητάει χωρίς να παίρνει αποφάσεις και στο τέλος, όταν τίποτα πια δεν λειτουργεί, να δηλώνει πως θα διορθωθούν από τις αγορές. Το γεγονός αυτό φαίνεται σήμερα στο παράδειγμα της ενεργειακής κρίσης που πλήττει την Ευρώπη (ανάλυση) – η οποία, σύμφωνα με τις Η.Π.Α., θα μπορούσε να λάβει «απειλητικές διαστάσεις για τη ζωή».
Εν προκειμένω, για πολλούς μήνες, η κυρία Merkel απωθούσε τις αναφορές αφενός μεν στις μισοάδειες εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου της ΕΕ, αφετέρου στις αυξανόμενες τιμές – επίσης στο θέμα του πληθωρισμού όπου, όταν δεν ήταν πια δυνατόν να αποφύγει τις συζητήσεις, δήλωσε πως θα είναι προσωρινός. Αργότερα, στην τελευταία σύνοδο κορυφής της ΕΕ που συμμετείχε, είπε πως δεν χρειάζεται λιγότερη ελεύθερη αγορά, αλλά περισσότερη – για να ξεπεραστεί το σοκ των ακριβών τιμών του φυσικού αερίου και της ανόδου του πληθωρισμού.
Η δήλωση της αυτή αφορούσε κυρίως την ισπανική και τη γαλλική κυβέρνηση – τις πρώτες που ένοιωσαν το σοκ και αντέδρασαν, λαμβάνοντας δημοσιονομικά μέτρα αντιμετώπισης του. Η καγκελάριος όμως ανακοίνωσε πως δεν ενεργούν σωστά – αφού η ελεύθερη αγορά μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα. Λίγες ημέρες δε αργότερα, οι ανόητοι γείτονες της το έλαβαν γραπτά – με μια επιστολή που είχαν υπογράψει οκτώ άλλες χώρες της ΕΕ μαζί με τη Γερμανία, σύμφωνα με την οποία «οι διαφανείς και ανταγωνιστικές αγορές, αποτελούν εγγύηση για τις καλύτερες δυνατές τιμές»!
Το πρόβλημα είναι όμως πως αυτές οι ανταγωνιστικές αγορές που εξασφαλίζονταν κάποτε από την ορθολογική λειτουργία των μη διεφθαρμένων κυβερνήσεων και από τις αποτελεσματικές επιτροπές ανταγωνισμού, δεν υπάρχουν πια – ενώ η ενεργειακή πολιτική είναι θέμα της εκάστοτε χώρας. Ειδικότερα, κάθε κράτος της ΕΕ έχει το δικό του ενεργειακό μείγμα και τις δικές του τιμές – όπου, στο παράδειγμα της Ελλάδας, έχει διαπραχθεί κυριολεκτικά ένα ενεργειακό έγκλημα (πηγή), ενώ ούτε στη Γερμανία δεν υπάρχουν «ανταγωνιστικές αγορές».
Από την άλλη πλευρά, οι αγορές ενέργειας της ΕΕ δεν είναι πλήρως ενοποιημένες – ενώ ο στόχος της σύνδεσης των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας σε ολόκληρη την Ευρώπη, απέχει πολύ από το να επιτευχθεί. Η ΕΕ στοχεύει να επιτύχει μία διασυνδεσιμότητα μόλις 15% έως το 2030 – ενώ σήμερα είναι πολύ μικρότερη.
Όσον αφορά την τιμολόγηση στην αγορά ενέργειας, δεν είναι καθόλου διαφανής – κάτι που δεν οφείλεται μόνο στους πολύ διαφορετικούς φόρους και δασμούς των εθνικών χωρών που αποτελούν μεγάλο μέρος των τιμών αλλά, επί πλέον, στους εντελώς αδιαφανείς τόπους χρηματιστηριακής διαπραγμάτευσης των τιμών, όπως στην Ολλανδία.
Εν προκειμένω, όπως λένε οι ειδήμονες, είναι αδύνατον να πει κανείς γιατί οι τιμές του φυσικού αερίου στην κορυφαία παγκοσμίως ολλανδική διαπραγματευτική αγορά «Title Transfer Facility» ανεβαίνουν ή πέφτουν – αφού χαρακτηρίζονται από μεγάλη κερδοσκοπία. Εκτός αυτού, είναι γνωστή η παράλογη τάση των αγορών να τείνουν πάντοτε σε υπερβολές, είτε προς τα επάνω, είτε προς τα κάτω – γεγονός που συμβαίνει ακόμη και με τις πρώτες ύλες, όπως είναι το φυσικό αέριο.
Εν τούτοις, η κυρία Merkel δεν γνωρίζει, δεν θέλει μάλλον να γνωρίζει τίποτα από όλα αυτά – εμπιστευόμενη πλήρως τις αγορές. Ενεργεί δηλαδή ακριβώς όπως με την κρίση του ευρώ που πυροδότησε η ευρωπαϊκή κρίση χρέους μετά την αμερικανική – θυμίζοντας πως τότε έκανε εκστρατεία υπέρ της «δημοκρατίας της ελεύθερης αγοράς», αγνοώντας εσκεμμένα τη μαζική κερδοσκοπία εναντίον της Ελλάδας ή της Ιταλίας. Επαναλαμβάνει λοιπόν τις νεοφιλελεύθερες τοποθετήσεις της που συγχέει σκόπιμα με το φιλελευθερισμό – χωρίς να δίνει καμία σημασία στη δημιουργία του νεοφιλελεύθερου «χρηματιστηριακού καζίνο» που λειτουργεί πλέον ανεξέλεγκτα, χωρίς καμία επαφή με την πραγματική οικονομία, προς όφελος των ισχυρών κερδοσκόπων.
Συνεχίζοντας, λίγο πριν την αλλαγή της κυβέρνησης στη Γερμανία, δεν λειτουργεί τίποτα σωστά στις Βρυξέλλες – αφού η ιδεολογική διαμάχη σχετικά με τη θέση του κράτους και των αγορών στον ενεργειακό τομέα, επισκίασε την πρόσφατη σύνοδο κορυφής, στην οποία ουσιαστικά κανένας δεν δίνει σημασία σε χώρες όπως η Ελλάδα. Δεν δόθηκε καν λύση από την έκτακτη «συνάντηση κρίσης» των υπουργών ενέργειας – γεγονός που σημαίνει πως η ΕΕ δεν μπορεί να βρει καμία συνταγή αντιμετώπισης του σοκ των τιμών.
Δυστυχώς, παρά το ότι οι υψηλές τιμές της ενέργειας δεν θέτουν πλέον σε κίνδυνο μόνο τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα και τις επιχειρήσεις έντασης ενεργειακού κόστους – αλλά, επιπλέον, αυξάνουν την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας που θέτει με τη σειρά της σε κίνδυνο την ευρωπαϊκή πράσινη συμφωνία για την προστασία του κλίματος. Ειδικότερα, στην ιδανική περίπτωση επιδιώκεται να είναι το φυσικό αέριο και ο άνθρακας ακριβά, ενώ η ηλεκτρική ενέργεια φθηνή – έτσι ώστε να είναι επιτυχής η μετάβαση σε μία κλιματικά ουδέτερη οικονομία.
Στα πλαίσια αυτά, η «Πράσινη Συμφωνία» προβλέπει μεταξύ άλλων την αύξηση της τιμής των ορυκτών καυσίμων, μέσω της εμπορίας των εκπομπών ρύπων – της διαπραγμάτευσης τους δηλαδή στα χρηματιστήρια ενέργειας, στα οποία η «ελεύθερη αγορά» πρέπει να πετύχει κυριολεκτικά θαύματα. Όμως, η συγκεκριμένη στρατηγική καταρρέει, όταν η ηλεκτρική ενέργεια γίνεται εξίσου ακριβή με το φυσικό αέριο, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη – γεγονός που σημαίνει είτε πως απέτυχε η ελεύθερη αγορά, είτε πως είναι λάθος ο σχεδιασμός της ευρωπαϊκής ενεργειακής αγοράς.
Όσον αφορά ειδικά το σχεδιασμό, σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ, η ακριβότερη μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, καθορίζει την τιμή στις ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας. Με δεδομένο λοιπόν το ότι, η τιμή του φυσικού αερίου είναι επί του παρόντος στο ανώτατο όριο, η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας βασίζεται στο ακριβό φυσικό αέριο.
Από τη μία πλευρά βέβαια είναι θετικό – επειδή οι φθηνότερες πηγές ενέργειας, όπως οι ανεμογεννήτριες και τα φωτοβολταϊκά, μπορούν να επιτύχουν επίσης υψηλές τιμές. Από την άλλη όμως είναι αρνητικό, επειδή η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος αποσυνδέεται από την εγχώρια (εθνική) παραγωγή και εκτοξεύεται στα ύψη.
Εν προκειμένω οι Γάλλοι, παρά το ότι οι πυρηνικοί τους σταθμοί παράγουν ηλεκτρική ενέργεια εξίσου φθηνά, όπως πριν από την κρίση του φυσικού αερίου, πρέπει ξαφνικά να πληρώσουν υψηλότερες τιμές στο ηλεκτρικό τους ρεύμα – κάτι που φυσικά έχει ενοχλήσει σε μεγάλο βαθμό τον πρόεδρο της Γαλλίας που, μαζί με τον πρωθυπουργό της Ισπανίας, πιέζει για μεταρρυθμίσεις, όσον αφορά τα παραπάνω.
Λογικά βέβαια θα έπρεπε να έχουν ενοχληθεί όλοι όσοι στηρίζουν πραγματικά την κλιματική ουδετερότητα και την «απανθρακοποίηση» – εκτός εάν έχουν σχέδιο χρησιμοποίησης και αυτής της κρίσης για τον πλουτισμό τους, όπως η Γερμανία το 2010 και δευτερευόντως η Ολλανδία. Εδώ θα πρέπει να ερευνήσει κανείς τι συμβαίνει με τον Nord Stream II, καθώς επίσης με τις υπόγειες επαφές της Γερμανίας με τη Ρωσία – θυμίζοντας τις σχέσεις του πρώην καγκελαρίου της, του κ. Schroeder, με την Gazprom.
Επίλογος
Κλείνοντας, οι υψηλές τιμές της ενέργειας έχουν ήδη προκαλέσει τεράστιες διαμαρτυρίες των καταναλωτών και των εταιριών – ενώ παράλληλα η επισιτιστική κρίση και ο μεγάλος πληθωρισμός (ο υπερπληθωρισμός που καταστρέφει τα πάντα, μαζί μα τα νομίσματα απέχει πολύ ακόμη, αφού ορίζεται ως τέτοιος όταν οι τιμές αυξάνονται άνω του 50%), είναι προ των πυλών.
Στα πλαίσια αυτά, εάν η ΕΕ δεν πάρει γρήγορα τα μέτρα της, η αποδοχή των μέτρων προστασίας του κλίματος θα μειωθεί, ενώ οι αντιστάσεις θα αυξηθούν – όπως συμβαίνει με τη σχεδιαζόμενη διεύρυνση της εμπορίας εκπομπών CO2, με στόχο να συμπεριλάβει την κυκλοφορία οχημάτων και τα κτίρια, η οποία εμποδίζεται αποφασιστικά από τους Ευρωπαίους Πολίτες. Χώρες πάντως όπως η Ελλάδα, όπου οι αυξήσεις είναι αστρονομικές (εικόνα), θα αντιμετωπίσουν τεράστια προβλήματα – στα οποία δυστυχώς δεν δίνεται η απαιτούμενη σημασία, αφού οι υπουργοί της κυβέρνησης συνεχίζουν να λαϊκίζουν, να δημαγωγούν και να εμφανίζονται νυχθημερόν στα κανάλια, αντί να εργάζονται.
Σε κάθε περίπτωση, η τυφλή πίστη εάν όχι η υπακοή της καγκελαρίου στις ικανότητες της (νεοφιλ)ελεύθερης αγοράς, οδηγεί σε αδιέξοδο τόσο την ενεργειακή, όσο και την κλιματική κρίση, εάν υποθέσουμε πως η τελευταία προκαλείται από τον άνθρωπο (ανάλυση) – ενώ εάν πράγματι αναλάβει υπουργός οικονομικών ο επικεφαλής των φιλελευθέρων (FDP) στη Γερμανία που είναι ακόμη πιο νεοφιλελεύθερος, η κατάσταση στην ΕΕ που ήδη ευρίσκεται στα πρόθυρα της διάλυσης θα επιδεινωθεί.
Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, μετά την ξέφρενη σπατάλη 42,7 δις € πλέον της κυβέρνησης με δανεικά, σαν να μην υπάρχει αύριο (πηγή), το μέλλον θα είναι πολύ ζοφερό – κάτι για το οποίο έχουμε προειδοποιήσει πολλές φορές, χωρίς να μας δίνεται δυστυχώς καμία σημασία. Εάν εδώ προσθέσει κανείς τη σημερινή αναταραχή στις αγορές των ευρωπαϊκών ομολόγων, μετά την αναφορά της ΕΚΤ στη μη συνέχιση του προγράμματος ΡΕΡΡ όταν λήξει (Μάρτιος 2022) και όχι μόνο, η εικόνα θα γίνει πολύ πιο σκοτεινή – αυτή τη φορά με καθαρά δική μας (=της κυβέρνησης) ευθύνη.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου