Όταν ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας αναφέρεται σε ένα παροδικό φαινόμενο, δεν εννοεί τις αυξήσεις των τιμών – αλλά το ότι δεν θα πυροδοτηθεί το σπιράλ «μισθών-τιμών-μισθών» και άρα ο πληθωρισμός, λόγω της υψηλής ανεργίας στην Ελλάδα, της αδυναμίας/ανυπαρξίας των συνδικάτων, των συνεχών μεταναστευτικών ροών και της «αποδοχής της μοίρας τους», εκ μέρους των εργαζομένων. Εύλογη υπόθεση, πολύ περισσότερο αφού οι Έλληνες εργαζόμενοι είναι οι μοναδικοί στην παγκόσμια ιστορία που αποδέχθηκαν την ονομαστική μείωση των αμοιβών τους κατά περίπου 30%, μέσω των μνημονίων – να γίνουν δηλαδή τα 1.000 € μισθός 700 €, χωρίς καμία διαμαρτυρία. Προηγήθηκε βέβαια η σκόπιμη ύφεση, με στόχο την άνοδο της ανεργίας – έτσι ώστε να βρεθούν οι Έλληνες με την πλάτη στον τοίχο. Εν τούτοις, δεν είναι απαραίτητο να επαναλαμβάνεται η ιστορία – οπότε το μέλλον και η στάση των εργαζομένων θα δείξει, εάν η υπόθεση του διοικητή και της κυβέρνησης φυσικά, είναι σωστή ή όχι. Εάν λοιπόν είμαστε αντιμέτωποι με μία επικίνδυνη ή με μία ακίνδυνη αύξηση των τιμών, με πληθωρισμό ή όχι – κάτι που δεν αφορά φυσικά μόνο την Ελλάδα, αλλά πολλές χώρες του πλανήτη.
Ανάλυση
Το τελευταίο χρονικό διάστημα αυξάνονται κατακόρυφα οι τιμές μίας σειράς βασικών αγαθών – όπως των τροφίμων, του φυσικού αερίου και του ηλεκτρισμού. Εύλογα λοιπόν αναρωτιέται κανείς εάν πρόκειται για μία επικίνδυνη, ή για μία σχετικά ακίνδυνη άνοδο των τιμών – του πληθωρισμού καλύτερα. Εάν δηλαδή είναι κάτι παροδικό που θα περάσει σύντομα, όπως άλλωστε δήλωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, ή όχι.
Στα πλαίσια αυτά, όχι μόνο τα ΜΜΕ αλλά, επί πλέον, αρκετοί οικονομολόγοι και πολιτικοί δίνουν την εντύπωση στους ανθρώπους πως είμαστε αντιμέτωποι με μία άγνωστη κατάσταση – την οποία μπορούν δήθεν να διασαφηνίσουν μόνο οι πιο έξυπνοι επιστήμονες! Από την άλλη πλευρά, αρκετοί κεντρικοί τραπεζίτες και όχι μόνο ο Έλληνας, κάνουν μεγάλες προσπάθειες για να πείσουν πως πρόκειται για έναν δισεπίλυτο γρίφο – παρά το ότι η ερμηνεία είναι εξαιρετικά απλή.
Ειδικότερα, οι διαδικασίες που παρατηρήθηκαν παγκοσμίως μετά τις δύο κρίσεις των τιμών του πετρελαίου της δεκαετίας του 1970, παρέχουν αρκετό επεξηγηματικό υλικό – το οποίο είναι μεν γνωστό στις οικονομικές και πολιτικές ελίτ, αλλά δεν θέλουν να το αποκαλύψουν, για λόγους σκοπιμότητας. Εν προκειμένω, χωρίς να επεκταθούμε σε περιττές λεπτομέρειες που θα δυσκόλευαν την κατανόηση του φαινομένου από μη οικονομολόγους, ο πυρήνας της ιστορίας είναι ο εξής:
Οι αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου «χτύπησαν» τις οικονομίες πλήρους απασχόλησης, μηδενικής ανεργίας δηλαδή, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 – όπου όμως τα συνδικάτα των εργαζομένων ήταν εξαιρετικά ισχυρά, έχοντας αποκτήσει την ισχύ τους από τις ακραίες ελλείψεις εργατικού δυναμικού και από τις υπέρογκες αυξήσεις των μισθών που εξασφάλιζαν στα μέλη τους.
Σε αυτές τις συνθήκες υπήρξε ένα εξωτερικό σοκ, με τη μορφή της ανόδου των τιμών του πετρελαίου – το οποίο οδήγησε αρχικά σε μία αύξηση του επιπέδου των τιμών των βιομηχανικών χωρών. Έτσι αυξήθηκε μεν ο πληθωρισμός, αλλά θα ήταν προσωρινός και παροδικός – θα επανέρχονταν δηλαδή εύκολα οι τιμές στο προηγούμενο επίπεδο, εάν δεν αντιδρούσαν τα συνδικάτα.
Με απλά λόγια, εάν τα συνδικάτα ήταν διατεθειμένα να αποδεχθούν τη μείωση του πραγματικού μισθού των εργαζομένων λόγω του πληθωρισμού, την ανακατανομή στην ουσία των πραγματικών εισοδημάτων προς τις χώρες που εξάγουν πετρέλαιο και δεν ήθελαν να επιβαρύνουν την κερδοφορία των εγχωρίων επιχειρήσεων, οι αυξήσεις των τιμών θα ήταν παροδικές.
Εν τούτοις, σε όλες τις χώρες του πλανήτη τα αυξανόμενα επίπεδα των τιμών ήταν το σήμα για τα συνδικάτα για να ζητήσουν αυξήσεις των μισθών – με στόχο στην ουσία να μετατοπίσουν τα βάρη από τις υψηλότερες τιμές πετρελαίου στους εργοδότες. Με δεδομένη τώρα την πλήρη απασχόληση, την έλλειψη εργατικού δυναμικού δηλαδή, καθώς επίσης τη μεγάλη διαπραγματευτική ισχύ των συνδικάτων, στις περισσότερες δυτικές χώρες απαιτήθηκαν και έγιναν αποδεκτές πολύ μεγάλες αυξήσεις των μισθών.
Αμέσως μετά όμως, λόγω του ότι η οικονομία ήταν σε περίοδο μεγάλης ανάπτυξης, οι επιχειρήσεις μετέφεραν ένα μέρος των αυξήσεων των τιμών του πετρελαίου και των μισθών στις τιμές των προϊόντων – οπότε στους εργαζομένους ως καταναλωτές. Το γεγονός αυτό έθεσε σε λειτουργία το σπιράλ των «μισθών-τιμών-μισθών», επειδή τα συνδικάτα προσπάθησαν να πετύχουν ακόμη υψηλότερους μισθούς, για να υπερκαλύψουν τον πληθωρισμό.
Τελικά η προσπάθεια τους αυτή στραγγαλίσθηκε βίαια από τις κεντρικές τράπεζες – οι οποίες αύξησαν κατακόρυφα τα βασικά επιτόκια, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ύφεση. Η ύφεση αυτή προκάλεσε την απότομη αύξηση της ανεργίας – οπότε μειώθηκε η διαπραγματευτική ισχύς των συνδικάτων. Στην ουσία οι κεντρικές τράπεζες κατέστησαν σαφές στα συνδικάτα το ότι, ο αγώνας εξουσίας τους με τους εργοδότες θα συνεχιζόταν μόνο με το κόστος της αυξημένης ανεργίας.
Συμπερασματικά λοιπόν, τα παραπάνω ισχύουν για όλες τις πραγματικά πληθωριστικές εξελίξεις – για τις επικίνδυνες όπως θα λέγαμε. Με απλά λόγια, ο πληθωρισμός δεν προκαλείται από ένα συγκεκριμένο γεγονός ή σοκ προσφοράς – αλλά είναι το αποτέλεσμα μίας διαδικασίας, κατά την οποία οι μισθοί διαδραματίζουν το σημαντικότερο ρόλο: αυτόν του οδηγού των εξελίξεων.
Εν προκειμένω, εάν δεν υπάρχουν μισθολογικές απαιτήσεις που βασίζονται στα αυξανόμενα ποσοστά πληθωρισμού ή που δεν μπορούν να επιβληθούν από τους εργαζομένους στους εργοδότες, τότε δεν προκαλείται διαρκής ή κλιμακούμενος πληθωρισμός. Εξακολουθούν βέβαια να υπάρχουν αυξήσεις τιμών, αλλά αυτό που χαρακτηρίζουμε ως «πληθωρισμό» ή ως «υπερπληθωρισμό», δηλαδή μία επιταχυνόμενη αύξηση των τιμών που διαρκεί αρκετά χρόνια, δεν υπάρχει.
Όταν επομένως ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας αναφέρεται σε ένα παροδικό φαινόμενο, δεν εννοεί τις αυξήσεις των τιμών – αλλά το ότι δεν θα πυροδοτηθεί το σπιράλ «μισθών-τιμών-μισθών», λόγω της υψηλής ανεργίας στην Ελλάδα, της αδυναμίας/ανυπαρξίας των συνδικάτων, των συνεχών μεταναστευτικών ροών και της «αποδοχής της μοίρας τους», εκ μέρους των εργαζομένων.
Εύλογη υπόθεση, πολύ περισσότερο αφού οι Έλληνες εργαζόμενοι είναι οι μοναδικοί στην ιστορία που αποδέχθηκαν την ονομαστική μείωση των αμοιβών τους κατά περίπου 30%, μέσω των μνημονίων – να γίνουν δηλαδή τα 1.000 € μισθός 700 €, χωρίς καμία διαμαρτυρία. Προηγήθηκε βέβαια η σκόπιμη ύφεση, με στόχο την άνοδο της ανεργίας – έτσι ώστε να βρεθούν οι εργαζόμενοι με την πλάτη στον τοίχο.
Εν τούτοις δεν είναι απαραίτητο να επαναλαμβάνεται η ιστορία – οπότε το μέλλον και η στάση των εργαζομένων θα δείξει, εάν η υπόθεση του διοικητή και της κυβέρνησης φυσικά, είναι σωστή ή όχι. Εάν λοιπόν είμαστε αντιμέτωποι με μία επικίνδυνη ή με μία ακίνδυνη αύξηση των τιμών, με πληθωρισμό ή όχι – κάτι που δεν αφορά φυσικά μόνο την Ελλάδα, αλλά πολλές χώρες του πλανήτη.
Βασίλης Βιλιάρδος
Πηγή : https://analyst.gr
Στα πλαίσια αυτά, όχι μόνο τα ΜΜΕ αλλά, επί πλέον, αρκετοί οικονομολόγοι και πολιτικοί δίνουν την εντύπωση στους ανθρώπους πως είμαστε αντιμέτωποι με μία άγνωστη κατάσταση – την οποία μπορούν δήθεν να διασαφηνίσουν μόνο οι πιο έξυπνοι επιστήμονες! Από την άλλη πλευρά, αρκετοί κεντρικοί τραπεζίτες και όχι μόνο ο Έλληνας, κάνουν μεγάλες προσπάθειες για να πείσουν πως πρόκειται για έναν δισεπίλυτο γρίφο – παρά το ότι η ερμηνεία είναι εξαιρετικά απλή.
Ειδικότερα, οι διαδικασίες που παρατηρήθηκαν παγκοσμίως μετά τις δύο κρίσεις των τιμών του πετρελαίου της δεκαετίας του 1970, παρέχουν αρκετό επεξηγηματικό υλικό – το οποίο είναι μεν γνωστό στις οικονομικές και πολιτικές ελίτ, αλλά δεν θέλουν να το αποκαλύψουν, για λόγους σκοπιμότητας. Εν προκειμένω, χωρίς να επεκταθούμε σε περιττές λεπτομέρειες που θα δυσκόλευαν την κατανόηση του φαινομένου από μη οικονομολόγους, ο πυρήνας της ιστορίας είναι ο εξής:
Οι αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου «χτύπησαν» τις οικονομίες πλήρους απασχόλησης, μηδενικής ανεργίας δηλαδή, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 – όπου όμως τα συνδικάτα των εργαζομένων ήταν εξαιρετικά ισχυρά, έχοντας αποκτήσει την ισχύ τους από τις ακραίες ελλείψεις εργατικού δυναμικού και από τις υπέρογκες αυξήσεις των μισθών που εξασφάλιζαν στα μέλη τους.
Σε αυτές τις συνθήκες υπήρξε ένα εξωτερικό σοκ, με τη μορφή της ανόδου των τιμών του πετρελαίου – το οποίο οδήγησε αρχικά σε μία αύξηση του επιπέδου των τιμών των βιομηχανικών χωρών. Έτσι αυξήθηκε μεν ο πληθωρισμός, αλλά θα ήταν προσωρινός και παροδικός – θα επανέρχονταν δηλαδή εύκολα οι τιμές στο προηγούμενο επίπεδο, εάν δεν αντιδρούσαν τα συνδικάτα.
Με απλά λόγια, εάν τα συνδικάτα ήταν διατεθειμένα να αποδεχθούν τη μείωση του πραγματικού μισθού των εργαζομένων λόγω του πληθωρισμού, την ανακατανομή στην ουσία των πραγματικών εισοδημάτων προς τις χώρες που εξάγουν πετρέλαιο και δεν ήθελαν να επιβαρύνουν την κερδοφορία των εγχωρίων επιχειρήσεων, οι αυξήσεις των τιμών θα ήταν παροδικές.
Εν τούτοις, σε όλες τις χώρες του πλανήτη τα αυξανόμενα επίπεδα των τιμών ήταν το σήμα για τα συνδικάτα για να ζητήσουν αυξήσεις των μισθών – με στόχο στην ουσία να μετατοπίσουν τα βάρη από τις υψηλότερες τιμές πετρελαίου στους εργοδότες. Με δεδομένη τώρα την πλήρη απασχόληση, την έλλειψη εργατικού δυναμικού δηλαδή, καθώς επίσης τη μεγάλη διαπραγματευτική ισχύ των συνδικάτων, στις περισσότερες δυτικές χώρες απαιτήθηκαν και έγιναν αποδεκτές πολύ μεγάλες αυξήσεις των μισθών.
Αμέσως μετά όμως, λόγω του ότι η οικονομία ήταν σε περίοδο μεγάλης ανάπτυξης, οι επιχειρήσεις μετέφεραν ένα μέρος των αυξήσεων των τιμών του πετρελαίου και των μισθών στις τιμές των προϊόντων – οπότε στους εργαζομένους ως καταναλωτές. Το γεγονός αυτό έθεσε σε λειτουργία το σπιράλ των «μισθών-τιμών-μισθών», επειδή τα συνδικάτα προσπάθησαν να πετύχουν ακόμη υψηλότερους μισθούς, για να υπερκαλύψουν τον πληθωρισμό.
Τελικά η προσπάθεια τους αυτή στραγγαλίσθηκε βίαια από τις κεντρικές τράπεζες – οι οποίες αύξησαν κατακόρυφα τα βασικά επιτόκια, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ύφεση. Η ύφεση αυτή προκάλεσε την απότομη αύξηση της ανεργίας – οπότε μειώθηκε η διαπραγματευτική ισχύς των συνδικάτων. Στην ουσία οι κεντρικές τράπεζες κατέστησαν σαφές στα συνδικάτα το ότι, ο αγώνας εξουσίας τους με τους εργοδότες θα συνεχιζόταν μόνο με το κόστος της αυξημένης ανεργίας.
Συμπερασματικά λοιπόν, τα παραπάνω ισχύουν για όλες τις πραγματικά πληθωριστικές εξελίξεις – για τις επικίνδυνες όπως θα λέγαμε. Με απλά λόγια, ο πληθωρισμός δεν προκαλείται από ένα συγκεκριμένο γεγονός ή σοκ προσφοράς – αλλά είναι το αποτέλεσμα μίας διαδικασίας, κατά την οποία οι μισθοί διαδραματίζουν το σημαντικότερο ρόλο: αυτόν του οδηγού των εξελίξεων.
Εν προκειμένω, εάν δεν υπάρχουν μισθολογικές απαιτήσεις που βασίζονται στα αυξανόμενα ποσοστά πληθωρισμού ή που δεν μπορούν να επιβληθούν από τους εργαζομένους στους εργοδότες, τότε δεν προκαλείται διαρκής ή κλιμακούμενος πληθωρισμός. Εξακολουθούν βέβαια να υπάρχουν αυξήσεις τιμών, αλλά αυτό που χαρακτηρίζουμε ως «πληθωρισμό» ή ως «υπερπληθωρισμό», δηλαδή μία επιταχυνόμενη αύξηση των τιμών που διαρκεί αρκετά χρόνια, δεν υπάρχει.
Όταν επομένως ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας αναφέρεται σε ένα παροδικό φαινόμενο, δεν εννοεί τις αυξήσεις των τιμών – αλλά το ότι δεν θα πυροδοτηθεί το σπιράλ «μισθών-τιμών-μισθών», λόγω της υψηλής ανεργίας στην Ελλάδα, της αδυναμίας/ανυπαρξίας των συνδικάτων, των συνεχών μεταναστευτικών ροών και της «αποδοχής της μοίρας τους», εκ μέρους των εργαζομένων.
Εύλογη υπόθεση, πολύ περισσότερο αφού οι Έλληνες εργαζόμενοι είναι οι μοναδικοί στην ιστορία που αποδέχθηκαν την ονομαστική μείωση των αμοιβών τους κατά περίπου 30%, μέσω των μνημονίων – να γίνουν δηλαδή τα 1.000 € μισθός 700 €, χωρίς καμία διαμαρτυρία. Προηγήθηκε βέβαια η σκόπιμη ύφεση, με στόχο την άνοδο της ανεργίας – έτσι ώστε να βρεθούν οι εργαζόμενοι με την πλάτη στον τοίχο.
Εν τούτοις δεν είναι απαραίτητο να επαναλαμβάνεται η ιστορία – οπότε το μέλλον και η στάση των εργαζομένων θα δείξει, εάν η υπόθεση του διοικητή και της κυβέρνησης φυσικά, είναι σωστή ή όχι. Εάν λοιπόν είμαστε αντιμέτωποι με μία επικίνδυνη ή με μία ακίνδυνη αύξηση των τιμών, με πληθωρισμό ή όχι – κάτι που δεν αφορά φυσικά μόνο την Ελλάδα, αλλά πολλές χώρες του πλανήτη.
Βασίλης Βιλιάρδος
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου