Δεν υπάρχει κάτι το καινούργιο, όσον αφορά την εκτύπωση χρημάτων – την ποσοτική χαλάρωση, όπως την αποκαλούν σήμερα οι κεντρικοί τραπεζίτες και τα κράτη, για να την ωραιοποιούν ή για να τη θεωρούν ένα σύγχρονο επίτευγμα. Μπορεί λοιπόν να έχουν περάσει πάνω από 200 χρόνια από τη γαλλική επανάσταση, αλλά στην ουσία δεν έχει αλλάξει τίποτα – σημειώνοντας πως η εσωτερική υποτίμηση που συμβαίνει σε χώρες της Ευρωζώνης όπως η Ελλάδα, δεν είναι κάτι διαφορετικό. Απλούστατα, αντί να αυξάνουν οι τιμές, μειώνονται οι μισθοί και τα λοιπά εισοδήματα της συντριπτικής πλειοψηφίας – οπότε η αγοραστική αξία των χρημάτων τους, παράλληλα με την πτώση των τιμών των περιουσιακών τους στοιχείων. Αντίθετα, το κόστος ζωής έχει αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό σε άλλες χώρες, όπως στη Γερμανία, λόγω της ανόδου των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, όπως των σπιτιών και των ενοικίων που έχει ξανά χαθεί η αγοραστική αξία των χρημάτων τους – ενώ η διαχείριση της πανδημίας θα επιταχύνει τις εξελίξεις.
Υπάρχουν δύο τρόποι επιθετικής αντιμετώπισης μίας ύφεσης που προκαλείται από μία κρίση – εν προκειμένω από τη χρηματοπιστωτική του 2008 και από την υγειονομική του 2019. Ο πρώτος είναι η νομισματική πολιτική (=τύπωμα χρημάτων) που υπεύθυνη για την Ευρωζώνη είναι η ΕΚΤ, με τη συλλογική ευθύνη όλων και ο δεύτερος η δημοσιονομική (=αύξηση των δημοσίων δαπανών με δανεισμό) – όπου το κάθε κράτος ευθύνεται για τον εαυτό του, με εξαίρεση το πακέτο των 750 δις € της Κομισιόν. Η αμυντική πολιτική είναι η λιτότητα που όμως σπάνια επιλέγεται – ενώ όταν οι κρίσεις είναι μεγάλες, δεν αποδίδει τα αναμενόμενα.
Η δημοσιονομική βέβαια αντιμετώπιση, για κράτη με υψηλά δημόσια χρέη, ακόμη και στην περίπτωση που ο δανεισμός εξασφαλίζεται (από την ΕΚΤ στην Ευρωζώνη σήμερα), μοιάζει με αυτοχειρία – αφού αυξάνει τα ελλείμματα και τα χρέη, με τελική κατάληξη τη χρεοκοπία (ή μία επόμενη δανειακή σύμβαση/μνημόνιο, σε χώρες της νομισματικής ένωσης). Ιδίως φυσικά όταν τα ελλείμματα και ο δανεισμός δεν χρησιμοποιούνται για παραγωγικούς σκοπούς, όπως για την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, αλλά για καταναλωτικούς – δηλαδή, για τη στήριξη των επιχειρήσεων και των εργαζομένων, έτσι ώστε να επιβιώσουν.
Όσον αφορά τη νομισματική αντιμετώπιση, τα βουνά των χρημάτων που έχουν τυπώσει οι κεντρικές τράπεζες μετά το 2008, καθώς επίσης τα επί πλέον το 2020, θεωρείται πως είναι ανώδυνα – επειδή έχουν προκαλέσει πληθωρισμό μόνο στα πάγια περιουσιακά στοιχεία (=μετοχές, ακίνητα) και όχι στην πραγματική οικονομία, μη έχοντας θέσει σε κίνηση το φαύλο κύκλο μισθών-τιμών. Το ότι όμως ο πληθωρισμός έχει εξαφανισθεί εντελώς από τον πλανήτη, δεν είναι κάτι που πείθει – ειδικά επειδή είναι γνωστό πως έχει διατηρηθεί χαμηλός, εξαιτίας των αποπληθωριστικών πιέσεων της παγκοσμιοποίησης. Δηλαδή, λόγω των εισαγωγών φθηνών προϊόντων και χαμηλού κόστους εργατικού δυναμικού με τη βοήθεια της μαζικής μετανάστευσης, στις ανεπτυγμένες χώρες από τις αναπτυσσόμενες.
Αντίθετα, οι περισσότεροι πιστεύουν πως συμπεριφερόμαστε σαν να οδηγούμε ένα αυτοκίνητο με 300 χιλιόμετρα την ώρα, χωρίς να κοιτάζουμε πίσω μας – έχοντας την πεποίθηση πως επειδή δεν σκοτωθήκαμε ακόμη, δεν κινδυνεύουμε. Σε κάθε περίπτωση, το μόνο σίγουρο είναι πως η παγκοσμιοποίηση θεωρείται απαραίτητη για τη διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα – οπότε είναι αυτονόητη η βιασύνη της κυκλοφορίας του εμβολίου για την πανδημία, χωρίς μία επαρκή δοκιμαστική περίοδο και με κάθε κόστος, αφού η πανδημία είναι ο κίνδυνος νούμερο ένα της παγκοσμιοποίησης.
Δεν είναι βέβαια αρκετή η κυκλοφορία του εμβολίου, επειδή για να έχει αποτέλεσμα θα πρέπει να το χρησιμοποιήσει το 70% του πληθυσμού – ο οποίος θα πρέπει να εξαναγκασθεί με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τόπο, όπως με τις ταυτότητες (πηγή). Με δεδομένο όμως το ότι, αυτοί που ωφελούνται περισσότερο από την παγκοσμιοποίηση είναι οι ελίτ, οι μεγάλες πολυεθνικές και τα εξαγωγικά κράτη, όπως η Γερμανία και η Κίνα, καθώς επίσης αυτά που τυπώνουν χρήματα αφειδώς, όπως οι Η.Π.Α., ο εξαναγκασμός θα επιτύχει τελικά – είτε έμμεσα με τις απειλές απαγορεύσεων σε αυτούς που αρνούνται, είτε μέσω της χειραγώγησης, είτε με τη βία.
Τέλος, υπάρχουν και άλλοι κίνδυνοι από την πανδημία, εκτός από τον πληθωρισμό, που καθιστούν απαραίτητο τον εμβολιασμό με κάθε θυσία – όπως η επιβίωση των αεροπορικών εταιριών (για παράδειγμα, η Qantas τον έχει καταστήσει υποχρεωτικό για τους επιβάτες της, πηγή), των τουριστικών περιοχών κοκ. Δεν πρέπει δε να υποτιμήσουμε τις ευκαιρίες για τις ελίτ, εκτός από τους κινδύνους – όπως ο έλεγχος των μαζών που θυσιάζουν εύκολα τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες τους, όταν πείθονται πως απειλείται η υγεία τους.
Η δημοσιονομική βέβαια αντιμετώπιση, για κράτη με υψηλά δημόσια χρέη, ακόμη και στην περίπτωση που ο δανεισμός εξασφαλίζεται (από την ΕΚΤ στην Ευρωζώνη σήμερα), μοιάζει με αυτοχειρία – αφού αυξάνει τα ελλείμματα και τα χρέη, με τελική κατάληξη τη χρεοκοπία (ή μία επόμενη δανειακή σύμβαση/μνημόνιο, σε χώρες της νομισματικής ένωσης). Ιδίως φυσικά όταν τα ελλείμματα και ο δανεισμός δεν χρησιμοποιούνται για παραγωγικούς σκοπούς, όπως για την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, αλλά για καταναλωτικούς – δηλαδή, για τη στήριξη των επιχειρήσεων και των εργαζομένων, έτσι ώστε να επιβιώσουν.
Όσον αφορά τη νομισματική αντιμετώπιση, τα βουνά των χρημάτων που έχουν τυπώσει οι κεντρικές τράπεζες μετά το 2008, καθώς επίσης τα επί πλέον το 2020, θεωρείται πως είναι ανώδυνα – επειδή έχουν προκαλέσει πληθωρισμό μόνο στα πάγια περιουσιακά στοιχεία (=μετοχές, ακίνητα) και όχι στην πραγματική οικονομία, μη έχοντας θέσει σε κίνηση το φαύλο κύκλο μισθών-τιμών. Το ότι όμως ο πληθωρισμός έχει εξαφανισθεί εντελώς από τον πλανήτη, δεν είναι κάτι που πείθει – ειδικά επειδή είναι γνωστό πως έχει διατηρηθεί χαμηλός, εξαιτίας των αποπληθωριστικών πιέσεων της παγκοσμιοποίησης. Δηλαδή, λόγω των εισαγωγών φθηνών προϊόντων και χαμηλού κόστους εργατικού δυναμικού με τη βοήθεια της μαζικής μετανάστευσης, στις ανεπτυγμένες χώρες από τις αναπτυσσόμενες.
Αντίθετα, οι περισσότεροι πιστεύουν πως συμπεριφερόμαστε σαν να οδηγούμε ένα αυτοκίνητο με 300 χιλιόμετρα την ώρα, χωρίς να κοιτάζουμε πίσω μας – έχοντας την πεποίθηση πως επειδή δεν σκοτωθήκαμε ακόμη, δεν κινδυνεύουμε. Σε κάθε περίπτωση, το μόνο σίγουρο είναι πως η παγκοσμιοποίηση θεωρείται απαραίτητη για τη διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα – οπότε είναι αυτονόητη η βιασύνη της κυκλοφορίας του εμβολίου για την πανδημία, χωρίς μία επαρκή δοκιμαστική περίοδο και με κάθε κόστος, αφού η πανδημία είναι ο κίνδυνος νούμερο ένα της παγκοσμιοποίησης.
Δεν είναι βέβαια αρκετή η κυκλοφορία του εμβολίου, επειδή για να έχει αποτέλεσμα θα πρέπει να το χρησιμοποιήσει το 70% του πληθυσμού – ο οποίος θα πρέπει να εξαναγκασθεί με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τόπο, όπως με τις ταυτότητες (πηγή). Με δεδομένο όμως το ότι, αυτοί που ωφελούνται περισσότερο από την παγκοσμιοποίηση είναι οι ελίτ, οι μεγάλες πολυεθνικές και τα εξαγωγικά κράτη, όπως η Γερμανία και η Κίνα, καθώς επίσης αυτά που τυπώνουν χρήματα αφειδώς, όπως οι Η.Π.Α., ο εξαναγκασμός θα επιτύχει τελικά – είτε έμμεσα με τις απειλές απαγορεύσεων σε αυτούς που αρνούνται, είτε μέσω της χειραγώγησης, είτε με τη βία.
Τέλος, υπάρχουν και άλλοι κίνδυνοι από την πανδημία, εκτός από τον πληθωρισμό, που καθιστούν απαραίτητο τον εμβολιασμό με κάθε θυσία – όπως η επιβίωση των αεροπορικών εταιριών (για παράδειγμα, η Qantas τον έχει καταστήσει υποχρεωτικό για τους επιβάτες της, πηγή), των τουριστικών περιοχών κοκ. Δεν πρέπει δε να υποτιμήσουμε τις ευκαιρίες για τις ελίτ, εκτός από τους κινδύνους – όπως ο έλεγχος των μαζών που θυσιάζουν εύκολα τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες τους, όταν πείθονται πως απειλείται η υγεία τους.
Ο πληθωρισμός στη Γαλλία το 17ο αιώνα
Στο θέμα τώρα του πληθωρισμού και των κινδύνων του, έχει ενδιαφέρον μία μικρή ιστορική αναδρομή στη Γαλλία του 17ου αιώνα – ξεκινώντας από το ότι συσσώρευσε σημαντικά χρέη, υπό τους βασιλείς Λουδοβίκο XV και Λούις XVI. Οι βασικοί παράγοντες των ελλειμμάτων, οπότε των χρεών της ήταν οι πόλεμοι, η σημαντική υποστήριξη της Αμερικής στον επαναστατικό της πόλεμο και οι τεράστιες δαπάνες της κυβερνητικής πολυτέλειας.
Για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, δρομολόγησε πολλές χρηματοοικονομικές μεταρρυθμίσεις που δεν ήταν καμία επιτυχής – ενώ οι πολιτικοί που τέθηκαν υπέρ της δημοσιονομικής λιτότητας είτε παραιτήθηκαν, είτε εκδιώχθηκαν, επειδή η συγκεκριμένη πολιτική δεν ήταν δημοφιλής και ο βασιλιάς φοβόταν το ξέσπασμα κοινωνικών εξεγέρσεων.
Μεταξύ πολλών άλλων, ο υπουργός οικονομικών της χώρας που διορίσθηκε το 1776, πίστευε πως θα ήταν προτιμότερη η λήψη δανείων αντί της αύξησης των φόρων – με αποτέλεσμα τα χρέη να αυξηθούν επικίνδυνα, οπότε αναγκάσθηκε η Γενική Συνέλευση στα τέλη της δεκαετίας του 1780 να υιοθετήσει περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων.
Εν τούτοις ήταν πολύ αργά για να αποδώσει αυτή η πολιτική που απαιτεί χρόνο και υπομονή – οπότε αποφασίσθηκε η εκτύπωση χρημάτων για την αναζωογόνηση της οικονομίας που είχε βυθιστεί στην ύφεση από τη λιτότητα. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, η κυβέρνηση δρομολόγησε την κατάσχεση της εκκλησιαστικής γης που ήταν μεγαλύτερη από το ¼ της χώρας – έτσι ώστε να εκδώσει χρήματα με αντίκρισμα την εκκλησιαστική γη (υποσχετικές πληρωμής IOU, τα γνωστά ως Assignats), απομακρυνόμενη από το νόμισμα της (λίβρα) που στηριζόταν με χρυσό και ασήμι.
Παρά το ότι είχε λοιπόν την εξαιρετικά επώδυνη εμπειρία από την κρίση της φούσκας του Μισισιπή του 1720, η οποία προέκυψε τότε από την υπερβολική έκδοση χαρτονομισμάτων του John Law, πίστευε πως αυτή τη φορά θα μπορούσε να ελέγξει το ποσόν των χρημάτων – αποσύροντας τα εάν χρειαζόταν. Υποστηρίχθηκε επίσης πως τα νέα χρήματα θα ενθάρρυναν τους ανθρώπους να ξοδεύουν, οπότε θα στήριζαν την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας – ενώ η Γαλλία θα επωφελούταν επί πλέον από την πώληση της κατασχεθείσας γης στους Πολίτες της, οπότε αυτά τα κεφάλαια θα βοηθούσαν στην αποπληρωμή των χρεών της, ενισχύοντας παράλληλα τον πατριωτισμό των Πολιτών-ιδιοκτητών γης.
Έτσι, τον Απρίλιο του 1790 εκδόθηκαν 400 εκ. Assignats (φωτογραφία), με αντίκρισμα την εκκλησιαστική γη – παρά το ότι η εκκλησία είχε διαμαρτυρηθεί. Η ελίτ της χώρας μιλούσε με ενθουσιασμό για τη μελλοντική ευημερία και το τέλος της οικονομικής καταπίεσης – θεωρώντας πως ανακάλυψε τη θεραπεία για όλα τα οικονομικά δεινά. Πόσο μάλλον όταν η οικονομική δραστηριότητα αυξήθηκε σχεδόν αμέσως, επιτρέποντας να εξοφληθεί ένα μέρος του εθνικού χρέους.
Εν τούτοις, λίγους μήνες αργότερα, το Σεπτέμβριο του 1790, η οικονομία επέστρεψε στη στασιμότητα – με αποτέλεσμα να ισχυρίζονται πολλοί πως οφειλόταν στο ότι, τα 400 εκ. που τυπώθηκαν ήταν λίγα. Το αξιοσημείωτο είναι εδώ πως ένας σεβαστός πρεσβύτερος πολιτικός της Συνέλευσης και εθνικός ήρωας, ο Mirabeau, ο οποίος ήταν αντίθετος στην αρχική έκδοση των Assignats, λέγοντας πως «είναι φυτώριο τυραννίας, διαφθοράς και αυταπάτης, κρίσης της εξουσίας και δάνειο σε ένοπλους ληστές», κατανοώντας με σαφήνεια τις αρνητικές επιπτώσεις της πληθωριστικής έκδοσης χρημάτων, άλλαξε την άποψη του – τασσόμενος υπέρ αυτών που πίστευαν πως μπορούν να ελέγξουν τον πληθωρισμό.
Η συνέχεια της τραγωδίας
Συνεχίζοντας, στις 29 Σεπτεμβρίου του 1790 τυπώθηκαν ακόμη 800 εκ. Assignats – με αποτέλεσμα να ξεκινήσει ξανά ένας καλός οικονομικός κύκλος, ο οποίος ακολουθήθηκε από έναν κακό. Οι πιέσεις για εκτύπωση νέων χρημάτων αυξήθηκαν και τον Ιούνιο εκδόθηκαν ακόμη 600 εκ. – θυμίζοντας για σύγκριση πως πριν ξεκινήσει το πρώτο τύπωμα, το συνολικό χρέος της Γαλλίας ήταν 2.400 εκ.
Όπως ήταν φυσικό, με κάθε εκτύπωση υποτιμούταν το νόμισμα και αυξάνονταν οι τιμές – ενώ ο κόσμος άρχισε να συσσωρεύει χρυσά και ασημένια νομίσματα που ήταν σε περιορισμένη ποσότητα, για να προστατευθεί από την υποτίμηση των χαρτονομισμάτων, με το βιοτικό επίπεδο να μειώνεται συνεχώς. Γιατί συνέβαινε αυτό; Απλούστατα, επειδή η οικονομική δραστηριότητα δεν στηριζόταν σε τίποτα άλλο, εκτός από τα νέα χρήματα – κάτι που ασφαλώς συμβαίνει και σήμερα.
Για παράδειγμα στην Ελλάδα που ενώ η οικονομία της το 2020 στηρίχθηκε με 24 δις € από την κυβέρνηση, η ύφεση εκτινάχθηκε στο -11% (μείωση του ΑΕΠ κατά 20 δις €) – χωρίς να δημιουργηθεί καμία προοπτική μελλοντικής ανάπτυξης αφού τα χρήματα σπαταλήθηκαν σε επιδοτήσεις και δεν διατέθηκαν σε επενδύσεις.
Επειδή λοιπόν η οικονομική δραστηριότητα στηριζόταν μόνο στα χρήματα, δεν είχε διάρκεια – αφού θα θετικά της στοιχεία, τα οφέλη της, εξανεμίζονταν γρήγορα. Οι επιχειρήσεις δεν έπαιρναν αποφάσεις, φοβούμενες τη συνέχιση της υποτίμησης του νομίσματος – οπότε η προσφορά μειωνόταν και οι τιμές αυξάνονταν, ενώ οι κύριοι μοχλοί της οικονομίας ήταν η συσσώρευση και η κερδοσκοπία. Στη θέση δηλαδή της απονεκρωμένης παραγωγής και του εμπορίου, τοποθετήθηκε ο στοιχηματισμός, όπως συμβαίνει σήμερα στα χρηματιστήρια – όταν την ίδια στιγμή οι εργαζόμενοι απολύονταν, αφού οι επιχειρήσεις προσπαθούσαν να καλύψουν το αυξανόμενο κόστος.
Στα πλαίσια αυτά, οι μόνοι ωφελημένοι ήταν οι χρηματιστές και οι παραγωγοί προϊόντων για εξαγωγές – επειδή η υποτίμηση του νομίσματος καθιστούσε τα προϊόντα τους φθηνά στις αγορές του εξωτερικού. Οι πλέον ζημιωμένοι ήταν οι εισαγωγείς, καθώς επίσης οι εργαζόμενοι – ενώ αυξήθηκαν η εγκληματικότητα και η πολιτική διαφθορά.
Στη συνέχεια, το Δεκέμβριο του 1791 τυπώθηκαν ακόμη 300 εκ. Assignats – με αποτέλεσμα ο πληθωρισμός να καταστεί ανεξέλεγκτος. Εν τούτοις, από τον Απρίλιο έως τον Ιούλιο του 1792, τυπώθηκαν ξανά 600 εκ. – ενώ έως το 1793 η συνολική ποσότητα των Assignats εκτιμήθηκε στα 3.500 εκ. Η άνοδος των τιμών ήταν τέτοια που άρχισαν να λείπουν πλέον βασικά είδη διατροφής, όπως το ψωμί, η ζάχαρη και ο καφές – οπότε άρχισαν να λεηλατούνται τα τοπικά καταστήματα, οι ειρηνικές διαδηλώσεις έγιναν βίαιες, η χώρα χρεοκόπησε και ξέσπασε η γαλλική επανάσταση, με το βασιλιά να οδηγείται στη λαιμητόμο.
Επίλογος
Συμπερασματικά, δεν υπάρχει κάτι το καινούργιο, όσον αφορά την εκτύπωση χρημάτων – την ποσοτική χαλάρωση, όπως την αποκαλούν σήμερα οι κεντρικοί τραπεζίτες και τα κράτη, για να την ωραιοποιούν ή για να τη θεωρούν ένα σύγχρονο επίτευγμα. Μπορεί λοιπόν να έχουν περάσει πάνω από 200 χρόνια από τη γαλλική επανάσταση, αλλά στην ουσία δεν έχει αλλάξει τίποτα – σημειώνοντας πως η εσωτερική υποτίμηση που συμβαίνει σε χώρες της Ευρωζώνης όπως η Ελλάδα, δεν είναι κάτι διαφορετικό.
Απλούστατα, αντί να αυξάνουν οι τιμές, μειώνονται οι μισθοί και τα λοιπά εισοδήματα της συντριπτικής πλειοψηφίας – οπότε η αγοραστική αξία των χρημάτων τους, παράλληλα με την πτώση των τιμών των περιουσιακών τους στοιχείων. Αντίθετα, το κόστος ζωής έχει αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό σε άλλες χώρες, όπως στη Γερμανία, λόγω της ανόδου των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, όπως των σπιτιών και των ενοικίων που έχει ξανά χαθεί η αγοραστική αξία των χρημάτων τους – ενώ η διαχείριση της πανδημίας θα επιταχύνει τις εξελίξεις.
Βασίλης Βιλιάρδος
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου