MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020

Σκάνδαλο Novartis

Οι έρευνες, εδώ και έναν πλέον χρόνο, έχουν στραφεί στην άποψη της «σκευωρίας», με αποκορύφωμα τη δίωξη της Εισαγγελέα Διαφθοράς, Ελένης Τουλουπάκη, για «κατάχρηση εξουσίας» κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης. Η Εξεταστική Επιτροπή που στήθηκε από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προχώρησε σε μια σειρά αμφιλεγόμενων, στην καλύτερη, επιλογών, με τη βοήθεια των βουλευτών του ΚΙΝΑΛ, αλλά και σε απόπειρες για αντιθεσμικές παρεμβάσεις, που βρήκαν τοίχο με απαντήσεις του Αρείου Πάγου ή της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής. Παράλληλα, η όλη διαδικασία ήταν ένας αυτοξευτελισμός της δικαστικής εξουσίας


Ξένη δημοσίευση
Στο εξωτερικό πληρώνει η Novartis, στην Ελλάδα η Τουλουπάκη

Η αντίφαση είναι κραυγαλέα. Στις ΗΠΑ, με διαδοχικούς εξωδικαστικούς συμβιβασμούς, η Novartis αρχικά υποχρεώθηκε να καταβάλει 347 εκατ. δολάρια, με το μεγαλύτερο ποσό εξ αυτών (310 εκατ. δολάρια) να αφορά τις αθέμιτες πρακτικές που εφάρμοζε η μεγάλη φαρμακευτική εταιρεία στην Ελλάδα, την περίοδο 2012-2015. Ένα από τα άρθρα της απόφασης μάλιστα, αυτό που αναφερόταν σε τακτικές ώστε «να παρακινήσουν τους ξένους αξιωματούχους (εννοεί τους Έλληνες αξιωματούχους) να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους στην κυβέρνηση» προκάλεσε σύγκρουση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης ως προς την ακριβή μετάφραση.

Από την πλευρά της, η Novartis Hellas ότι αυτή η συμφωνία «δεν περιλαμβάνει ισχυρισμούς σχετικά με φερόμενη δωροδοκία πολιτικών στην Ελλάδα.». Ακολούθησε νέος συμβιβασμός – μαμούθ με τις αμερικανικές αρχές, 678 εκατομμυρίων δολαρίων, για δωροδοκίες σε γιατρούς την περίοδο 2002 με 2011.

Πριν μερικές μέρες, η Επιτροπή Ανταγωνισμού στη Γαλλία επέβαλε πρόστιμο 385 εκατ. ευρώ στην φαρμακευτική, λόγω της νόθευσης του ανταγωνισμού στην υπόθεση του φαρμάκου Lucentis. Η ιστορία του Lucentis είναι ενδεικτική της κερδοσκοπίας στον χώρο του φαρμάκου. Το συγκεκριμένο φάρμακο δημιουργήθηκε από τη Novartis, μαζί με την εταιρεία Roche, για τη θεραπεία της «ηλικιακής εκφύλισης της ωχράς κηλίδας» ασθένειας που επηρεάζει την όραση κυρίως ατόμων άνω των 50 και σύμφωνα με τη γαλλική εφημερίδα, επηρεάζει το 8% του πληθυσμού. Ωστόσο, ιατρικές έρευνες απέδειξαν ότι για τη θεραπεία της συγκεκριμένης ασθένειας μπορεί να χρησιμοποιηθεί, εξίσου αποτελεσματικά και το φάρμακο Avastin, που κοστίζει περίπου 40 φορές λιγότερο από το Lucentis. Μία ένεση με το Lucentis κοστίζει 1,1161 ευρώ, μία με Avastin 30-40 ευρώ. Οι δύο φαρμακευτικές ωστόσο, προσπαθούσαν να προωθήσουν καταχρηστικά το ακριβότερο φάρμακο, υποστηρίζοντας παραπλανητικά ότι δρα πιο αποτελεσματικά και πώς οι κίνδυνοι του Avastin είναι μεγαλύτεροι. Συνέπεια ήταν να ζημιωθούν τα ασφαλιστικά ταμεία της Γαλλία κατά 800 εκατ. ευρώ.

Για την ίδια υπόθεση έχει επιβληθεί πρόστιμο συνολικά 180 εκατ. στις Roche και Novartis από το 2014 στην Ιταλία, που τελικά επικυρώθηκε, τέσσερα χρόνια αργότερα, από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Παράλληλα, οι έρευνες στη γειτονική χώρα για παράνομες πρακτικές της φρμακευτικής συνεχίζονται. Πριν λίγες μέρες εκδόθηκε εντολή κατάσχεσης 2,3 εκατομμυρίων ευρώ για τη Novartis στο πλαίσιο έρευνας για απάτη. Οι αρχές ερευνούν την πώληση φαρμάκων σε νοσοκομεία σε φουσκωμένες τιμές στο πλαίσιο ενός προγράμματος με σκοπό να αντλήσουν χρήματα από την περιφερειακή κυβέρνηση,

Αξίζει να σημειωθεί ότι η υπόθεση της εισαγωγής και της τιμολόγησης του Lucentis στην Ελλάδα είναι βασικός παράγοντας στην έρευνα και τελικά δίωξη που έχει ασκηθεί στον Ανδρέα Λοβέρδο από την Εισαγγελία Διαφθοράς, με τον βουλευτή του ΚΙΝΑΛ να αρνείται όλες τις κατηγορίες.

Και η Ελλάδα κύριε; Εδώ ακολουθείται μία δύο επίπεδα στην υπόθεση. Το πρώτο είναι, τι γίνεται με την διεκδίκηση αποζημιώσεων. Εξάλλου, ένα σημείο της επιχειρηματολογίας της Νέας Δημοκρατίας στο σκάνδαλο Novartis είναι, παραδόξως, ότι υπάρχει σκάνδαλο, αλλά «αφορά μόνο δωροδοκίες γιατρών». Σχολιάζοντας την απόφαση στις ΗΠΑ, στα τέλη Ιουνίου, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, θύμισε τοποθετήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στο παρελθόν, σύμφωνα με τις οποίες «πατώντας σε ένα πραγματικό σκάνδαλο -δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι υπήρχε σκάνδαλο Novartis, όπως χρηματισμός γιατρών και του συστήματος υγείας- στήθηκε μια πολιτική σκευωρία» (ΔΕΘ, 8/9/2019).

Σύμφωνα με την τελευταία ενημέρωση, που ήρθε σε απάντηση σχετικής ερώτησης βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή,, η κυβέρνηση έχει στείλει, στα τέλη Ιουνίου, σχετικό αίτημα προς το Νομικό Συμβούλιο του κράτους για να υποδείξει τις «ενδεικνυόμενες δικαστικές ή εξωδικαστικές ενέργειες για την αποκατάσταση της όποιας ζημίας ή ηθικής βλάβης έχει υποστεί το ελληνικό Δημόιο από ενέργειες της εταιρείας». Σε μια υπόθεση που έχει πολώσει και κινείται μονίμως σε δύο διαφορετικές πραγματικότητες, το πώς θα εξελιχθεί η υπόθεση των αποζημιώσεων, με τι ταχύτητα και με τι αποτέλεσμα αναμφίβολα θα κρίνει πολλά, όσον αφορά τις προθέσεις της κυβέρνησης να υπερασπιστεί τα δημόσια ταμεία και τα τουλάχιστον 3 δισ., σύμφωνα με το εισαγγελικό πόρισμα, που χάθηκαν. Ενδιαφέρον θα έχει, αν και όταν φτάσουμε εκεί, η τελική συμφωνία με την εταιρεία για τον συμβιβασμό. Υπάρχει εδώ το προηγούμενο του εξωδικαστικού συμβιβασμού του 2012 με τη Siemens, που υπογράφηκε από τον τότε υπουργό Οικονομικών, Γιάννη Στουρνάρα και που επικρίθηκε έντονα από την αντιπολίτευση, που τον χαρακτήριζε ως «λεόντειο».

Αλλά οι αποζημιώσεις είναι μόνο ένα από τα ζητήματα. Άλλωστε, όπως έχει αναφερθεί επανειλημμένα, η Ελλάδα θεωρείται παγκοσμίως ως «χώρα αναφοράς» στο φάρμακο, διαμορφώνοντας τις τιμές για 28 χώρες. Επομένως, η υπόθεση στη χώρα μας δεν έχει να κάνει μόνο με νόθευση ανταγωνισμού ή με χρηματιστηριακού τύπου παραβατικές πρακτικές. Παράλληλα, υπάρχει το ζήτημα της μείωσης της φαρμακευτικής δαπάνης, λόγω της δημοσιονομικής προσαρμογής που επέβαλαν τα μνημόνια. Αυτό σημαίνει ότι προκύπτουν ερωτήματα αν κάποιες εταιρείες βρήκαν τρόπο όχι μόνο να αποκομίζουν κέρδη, αλλά να έχουν και μικρότερη ζημία σε χέση με τις ανταγωνίστριές τους. Είναι και αυτό ένα από τα ερωτήματα στα οποία κλήθηκε να απαντήσει η εισαγγελική έρευνα, η οποία δεν βασίστηκε μόνο στις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων, αλλά και στα αρχεία της εταιρείας.

Οι έρευνες όμως, εδώ και έναν πλέον χρόνο, έχουν στραφεί στην άποψη της «σκευωρίας», με αποκορύφωμα τη δίωξη της Εισαγγελέα Διαφθοράς, Ελένης Τουλουπάκη, για «κατάχρηση εξουσίας» κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, Η Εξεταστική Επιτροπή που στήθηκε από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προχώρησε σε μια σειρά αμφιλεγόμενων, στην καλύτερη, επιλογών, με τη βοήθεια των βουλευτών του ΚΙΝΑΛ, αλλά και σε απόπειρες για αντιθεσμικές παρεμβάσεις, που βρήκαν τοίχο με απαντήσεις του Αρείου Πάγου ή της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής. Παράλληλα, η όλη διαδικασία ήταν ένας αυτοξευτελισμός της δικαστικής εξουσίας. Αλληλοκατηγορίες, ένα σπίτι που πλημμύρισε (της Ελένης Ράικου), αρχεία που βρίσκονταν ως δια μαγείας σε συρτάρια και διάφορα άλλα ευτράπελα. Στο τέλος, δύο εντελώς αντίθετα πορίσματα από τους δύο εισαγγελείς που εξέταζαν την ίδια υπόθεση, με το ένα από αυτά να στέλνει την Τουλουπάκη στο δικαστήριο και το άλλο να ρίχνει σοβαρές ευθύνες σε όσους στράφηκαν εναντίον της, αλλά να εξετάζεται.

Η στοχοποίηση της Τουλουπάκη διαρκεί πλέον χρόνια, τόσο στον δημόσιο λόγο, όσο και με σωρεία μηνύσεων από τα εμπλεκόμενα πολιτικά πρόσωπα. Είναι εύλογο το τι μήνυμα στέλνει όλη αυτή η λυσσαλέα επίθεση στον επόμενο δημόσιο λειτουργό που θα κληθεί να ελέγξει πολτικά πρόσωπα με εξουσία στα χέρια τους. Αλλά δεν έχει τελειώσει ακόμα. Πριν λίγες μέρες, αποκαλύφθηκε το σχέδιο της κυβέρνησης να δημιουργήσει έναν «υπερεισαγγελέα», ενοποιώντας τις εισαγγελείες Διαφθοράς και Οικονομικού Εγκλήματος, (δείτε εδώ το αναλυτικό ρεπορτάζ του TPP). Αυτό de facto οδηγεί στην απομάκρυνση της κ.Τουλουπάκη από τη θέση της και μάλιστα αντιμετωπίστηκε διθυραμβικά από μερίδα του φιλοκυβερνητικού Τύπου ως το «τέλος» της.

Προηγήθηκε μία ερώτηση, μία ημέρα πριν τις σχετικές διαρροές, από βουλευτές του ΚΙΝΑΛ να ρωτούν ωμά «πότε θα κινηθούν οι διαδικασίες για να καθαιρεθεί η Εισαγγελέας Διαφθοράς», με αφορμή την δίωξή της. Όπως προηγήθηκαν πολλές προσπάθειες να της αποσπάσουν τον φάκελο της υπόθεσης, που απετράπησαν από τις ψηφοφορίες εντός του δικαστικού σώματος, όπως προηγήθηκε η μυστηριώδης διάρρηξη στο σπίτι της, την οποία ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, του «Νόμου και της Τάξης», της «Ασφάλειας», Μιχάλης Χρυσοχοϊδης, επιχείρησε προκλητικά να υποβαθμίσει. Μάλιστα, όπως υπενθύμισε πρόσφατα η «Εφημερίδα των Συντακτών» κάτι ανάλογο είχε συμβεί και το 2013, τότε με την ίδρυση της Εισαγγελίας κατά της Διαφθοράς, με πρώτη επικεφαλής την εκλεκτή της κυβέρνησης Σαμαρά, Ελένη Ράικου, κίνηση που de facto αφαίρεσε την υπόθεση Siemens από τα χέρια των οικονομικών εισαγγελέων.

«Ο εξοβελισμός της Εισαγγελέως Διαφθοράς, με την ενοποίηση των Εισαγγελιών Διαφθοράς και Οικονομικού Εγκλήματος, στέλνει στην κοινωνία μας ένα ηχηρό μήνυμα ατιμωρησίας των σφετεριστών του δημόσιου χρήματος. Δεν γνωρίζουμε αν το σκάνδαλο Novartis υπήρξε το μεγαλύτερο σκάνδαλο στην χώρα μας, είμαστε όμως πεπεισμένοι ότι η συγκάλυψή του θα αποτελέσει το σκάνδαλο των σκανδάλων.» τονίζει σε ανοικτή της επιστολή προς την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, η «Ομάδα υποστήριξης Ε.Τουλουπάκη», μία διαδικτυακή ομάδα πολιτών που αριθμεί χιλιάδες μέλη, με το σχετικό διαδικτυακό ψήφισμα να ππλησιάζει τις 7.000 υπογραφές.

Ενώ λοιπόν η Novartis υποχρεώνεται τακτικά στην καταβολή αποζημιώσεων εκατομμυριών σε διάφορες χώρες, στην Ελλάδα της κυβέρνησης Μητσοτάκη φαίνεται πώς το πρώτο πρόσωπο που θα υποστεί ποινές για την υπόθεση θα είναι η εισαγγελέας που ανέλαβε να διερευνήσει το σκάνδαλο. Το μήνυμα όμως, που στελνεται έτσι εκκωφαντικά στους πολίτες, δεν έχει να κάνει μόνο με την ίδια. Έχει να κάνει με τη Δικαιοσύνη, τον έλεγχο των ισχυρών, την ίδια τη σωστή λειτουργία της Δημοκρατίας μας. 
 
Κατασκευάζουν «Υπερεισαγγελία» που θα συσσωρεύει πολιτικά και οικονομικά σκάνδαλα

Την περασμένη Τρίτη, η είδηση της ερώτησης βουλευτών του Κινήματος Αλλαγής προς τον υπουργό Δικαιοσύνης για το «πότε θα κινηθεί η διαδικασία για την κα Τουλουπάκη;» έκανε τον γύρω του διαδικτύου. Σύντομα, η παράλληλη πληροφορία της απόφασης του Κώστα Τσιάρα για την ενοποίηση της Εισαγγελίας Διαφθοράς και της Εισαγγελίας Οικονομικού Εγκλήματος, σύντομα συνόδευε την παραπάνω είδηση, με την πλειοψηφία των συστημικών μέσων να τις εμπλουτίζουν με την συναγωγή του «τέλους της Τουλουπάκη».

Μετά και τις προ δύο μηνών τελευταίες εξελίξεις στην υπόθεση της «σκευωρίας» της υπόθεσης Novartis που από την πρώτη στιγμή χαρακτηρίζουν Νέα Δημοκρατία και ΚΙΝΑΛ την διερεύνηση της πιθανής εμπλοκής πολιτικών προσώπων, η Εισαγγελίας Διαφθοράς παραπέμπεται με απόφαση της Βουλής στο Ειδικό Δικαστήριο ως συμμέτοχος του τέως αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης, Δημήτρη Παπαγγελόπουλου. Για την παραπομπή τους αναμένεται να αποφασίσει το δικαστικό συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου, ενώ συγκεκριμένα για την Ε. Τουλουπάκη εκκρεμεί το ερώτημα της θέσης της σε αργία, το οποίο θα πρέπει να θέσει ο υπουργός στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.

Με τα παραπάνω, αναμένεται να κλείσει ένας τρομακτικός και προσβλητικός για το κοινό περί δικαίου αίσθημα κύκλος στοχοποίησης και παραγκωνισμού της ανώτερης δικαστικού που τόλμησε να διερευνήσει τις πιθανές ευθύνες ανωτάτων πολιτικών προσώπων για το σκάνδαλο που φέρεται να κόστισε στην Υγεία της χώρας περισσότερα από 30 δισ. ευρώ, και για το οποίο η Novartis Hellas συμφώνησε με τις αμερικανικές αρχές να καταβάλει ποσό τουλάχιστον 225 εκατ. ευρώ, στο πλαίσιο εξωδικαστικού διακανονισμού. Ένας κύκλος που είχε πλήθος επιθέσεων σε μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος και επιχειρήσεις κατατρομοκράτησης δικαστικών, μηνύσεις από τους ελεγχόμενους πολιτικούς, αντίστοιχες από συναδέλφους της δικαστικούς και εκ των υστέρων κατηγορίες, σκαιές προσωπικές επιθέσεις, ορυμαγδό στοχευμένων δημοσιευμάτων, πλήρης απαξίωση της δικαστικής συνδρομής από ΗΠΑ και FBI, δύο εκ διαμέτρου αντίθετα πορίσματα δύο αντεισαγγελέων, πριν καταλήξει με την ληστεία στο σπίτι της, την υποβάθμιση του περιστατικού από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και την απόρριψη των αιτημάτων της για παροχή αστυνομικής προστασίας.

Αναμφίβολα, παρότι κατ’ ουσίαν η κυβέρνηση και οι αρμόδιες αρχές εκπληρώνουν τις προεκλογικές υποσχέσεις επιπέδου Άδωνι Γεωργιάδη πως «θα τους λιώσω» και Αντώνη Σαμαρά πως «θα τους πάω μέχρι τέλους», είναι σίγουρο πως τα επεισόδια που αναμένεται να γραφτούν στην υπόθεση Novartis είναι ακόμα αρκετά. Όμως, η εργαλειοποίηση της ενοποίησης της Εισαγγελίας Διαφθοράς με την Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος που συντελείται σήμερα για να βγει από τη μέση η Εισαγγελέας και να φύγουν οι επίμαχες υποθέσεις από τα χέρια της σκορπά ακόμα μεγαλύτερο προβληματισμό, δεδομένων των καταστροφικών για τη Δικαιοσύνη στη χώρα, αποτελεσμάτων που θα έχει μία τέτοια απόφαση.

Ένα πάγιο αίτημα σημαντικού μέρους Δικαστών και Εισαγγελέων, καθώς και της Ένωσής τους, ήταν πράγματι εδώ και χρόνια η κατάργηση των ειδικών «επίλεκτων» ομάδων εντός του Δικαστικού Σώματος, όπως οι δύο Εισαγγελίες που πρόκειται να ενοποιηθούν. Πλήθος δικαστικών και νομικών χαρακτήριζαν αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης την ίδρυση των Εισαγγελιών αυτών, με δεδομένη όχι μόνο την απουσία νομικής εξειδίκευσης στο συγκεκριμένο αντικείμενο, αλλά και το γεγονός πως μπορούν να λειτουργήσουν ως νεκροταφείο σκανδάλων. Όπως υπενθυμίζει σε άρθρο της η Εφημερίδα των Συντακτών, η ίδρυση της Εισαγγελίας κατά της Διαφθοράς, με πρώτη επικεφαλής την εκλεκτή Σαμαρά, Ελένη Ράικου, κατάφερνε την αφαίρεση της υπόθεσης Siemens από τα χέρια των οικονομικών εισαγγελέων. Η σημερινή διαδρομή είναι αντίστροφη, για την αφαίρεση της υπόθεσης Novartis από την Εισαγγελία Διαφθοράς, όμως πηγαίνει και αρκετά βήματα παρακάτω.

Η ενοποίηση των δύο Εισαγγελιών που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση και έχει ήδη ανακοινώσει ο υπουργός Δικαιοσύνης, δεν είναι τίποτα άλλο από την δημιουργία μίας «Υπερεισαγγελίας», αφού ένας εισαγγελέας με υπερεξουσίες πλέον θα έχει στα χέρια του όλες τις μεγάλες υποθέσεις διαφθοράς και οικονομικών σκανδάλων. Με ότι αυτό συνεπάγεται τόσο για τη διερεύνησή τους, όσο και για την χειραγώγηση των όποιων ερευνών.

Όπως εξηγούν στο TPP ανώτατοι δικαστικοί, η παρούσα εξέλιξη σημαίνει πως όλες οι υποθέσεις των δύο Εισαγγελιών θα περάσουν στα χέρια ενός εισαγγελέα, με πληροφορίες του κυβερνητικού Τύπου να θέλουν ως εκλεκτό τον εισαγγελέα Εφετών Χρήστο Μπαρδάκη, ο οποίος μόλις τον περασμένο Ιούνιο επελέγει από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (ΑΔΣ) Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης (Άρειος Πάγος). Έτσι, το παιχνίδι εξουσίας και επιρροής που ξεκίνησε με την ίδρυση των δύο «ειδικών» Εισαγγελιών το 2012, όχι μόνο δεν θα σταματήσει, αλλά θα κορυφωθεί, με την εκάστοτε κυβέρνηση να πασχίζει να προωθήσει τα δικά της πρόσωπα για την πλήρωση των κρίσιμων -πλέον- αυτών θέσεων.

Συνεπώς, η ενοποίηση των δύο Εισαγγελιών που προωθεί η κυβέρνηση κάθε άλλο παρά πορεύεται στον δρόμο της διαφάνειας και της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, και φυσικά, είναι πρακτικά αδύνατο να «συμβάλλει στην αντιμετώπιση φαινομένων διαφθοράς και οικονομικής εγκληματικότητας», όπως σπεύδουν να στηρίξουν τις κυβερνητικές μεθοδεύσεις τα ίδια δημοσιεύματα. Αντί να καταργηθούν οι δύο αυτές θέσεις, με παράλληλη ενίσχυση θεσμών όπως η οικονομική αστυνομία, των ειδικών επιστημόνων και άλλοι κρίσιμοι κλάδοι του δικαστικού και του εισαγγελικού σώματος, κατασκευάζεται μία θέση που θα χωράει όλες τις κρίσιμες πολιτικές υποθέσεις και τα μεγάλα σκάνδαλα κάτω από μία μασχάλη. Αποτέλεσμα, να γίνει απλώς ευκολότερο να ελεγχθεί η Δικαιοσύνη από την κυβέρνηση, με ότι αυτό συνεπάγεται.

Πηγή: The Press Project

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου