MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Η ύφεση των υφέσεων

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η λύση εάν δεν θέλουμε να ξεσπάσουν κοινωνικές αναταραχές, εμφύλιοι και διακρατικοί πόλεμοι, είναι είτε η διαγραφή μέρους των χρεών (η βέλτιστη), είτε ο πληθωρισμός – η μαζική εκτύπωση χρημάτων από όλες τις κεντρικές τράπεζες μαζί, χωρίς καμία εξαίρεση, τα οποία όμως οφείλουν να κατευθύνονται στην πραγματική οικονομία για την αύξηση των επενδύσεων, των μισθών και της κατανάλωσης. Ταυτόχρονα, αφενός μεν η επιδίωξη μίας ισορροπημένης αναδιανομής των εισοδημάτων, αφετέρου το κλείσιμο των συνόρων με χώρες που στηρίζουν την ανταγωνιστικότητα τους στους χαμηλούς μισθούς και στις περιορισμένες παροχές των εργαζομένων τους – καθώς επίσης με κράτη που χειραγωγούν το νόμισμα τους όπως η Κίνα ή που εκμεταλλεύονται τη δεσπόζουσα θέση τους με τη συνέχιση του μισθολογικού dumping, εμποδίζοντας ταυτόχρονα την εκτύπωση χρημάτων, όπως η Γερμανία. Τέλος ένα νέο νομισματικό σύστημα που να μη στηρίζεται στο χρέος και στο δολάριο – αλλά στη σύγχρονη νομισματική θεωρία, με τις κατάλληλες προσαρμογές.

Ανάλυση

Η αντιμετώπιση μίας ύφεσης που προέρχεται από το σπάσιμο μίας μεγάλης «κερδοσκοπικής φούσκας», με αποτέλεσμα ο ιδιωτικός τομέας να προσπαθεί για πάρα πολλά έτη να μειώσει τα συσσωρευμένα, τεράστια χρέη του, είναι εξαιρετικά δύσκολη – πόσο μάλλον όταν συμβαίνει ταυτόχρονα με μία πανδημία που ενδεχομένως θα επαναληφθεί στο μέλλον και με το κλείδωμα των οικονομιών που κοστίζει τεράστια ποσά, ενώ η επανεκκίνηση τους είναι απίστευτα προβληματική, ειδικά για τις υπερχρεωμένες χώρες. Μία τέτοια κρίση, χωρίς την πανδημία και το κλείδωμα, σύμφωνα με τον οικονομολόγο R. Koo, εξελίσσεται ως εξής: 

(α) Ο ιδιωτικός τομέας συσσωρεύει μαζικά χρέη αγοράζοντας, με δανεικά χρήματα, ακίνητα, καθώς επίσης άλλες κερδοσκοπικές αξίες (μετοχές κλπ.). Η αύξηση της ζήτησης, η οποία προκαλείται με αυτόν τον τρόπο, οδηγεί στην κλιμάκωση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων – η οποία συνεχίζεται για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, έως εκείνη τη στιγμή που φθάνει στο ζενίθ της.

(β) Νομοτελειακά τότε, η φούσκα των τιμών σπάζει – με αποτέλεσμα ο ιδιωτικός τομέας να έχει από τη μία πλευρά του ισολογισμού του υψηλά χρέη, ενώ από την άλλη περιουσιακά στοιχεία, η τιμή των οποίων μειώνεται συνεχώς, λόγω της απουσίας ζήτησης (Πίνακας Ι). Φυσικά τότε το πρόβλημα των τραπεζών είναι ακόμη μεγαλύτερο – αφού δανείζουν με κριτήριο τις εγγυήσεις που τους δίνονται, καθώς επίσης τα εισοδήματα των οφειλετών, με «στοιχεία» δηλαδή που μειώνονται απότομα.

Με άλλα λόγια, το παθητικό του ιδιωτικού τομέα, τα χρέη του δηλαδή, παραμένουν σταθερά υψηλά (συχνά αυξάνονται τόσο από τους τόκους, όσο και από τις απλήρωτες δόσεις που συσσωρεύονται, επιβαρυνόμενες με επιτόκιο υπερημερίας), ενώ το ενεργητικό του, τα περιουσιακά του στοιχεία, μειώνονται – οπότε δημιουργούνται διαρκώς μεγαλύτερες ζημίες στον ισολογισμό του.

(γ) Στη συνέχεια, ολόκληρος ο ιδιωτικός τομέας, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις δηλαδή, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών, αρχίζουν να εξυγιαίνουν τους ισολογισμούς τους – προσπαθώντας όσο καλύτερα μπορούν είτε να αυξήσουν τις αποταμιεύεις τους, είτε να εξοφλήσουν τα χρέη τους. Εκείνη ακριβώς τη χρονική στιγμή, η νομισματική πολιτική χάνει την αποτελεσματικότητα της – επειδή ο ιδιωτικός τομέας δεν είναι πλέον πρόθυμος να αυξήσει το δανεισμό του, ακόμη και αν τα επιτόκια που του προσφέρονται είναι μηδαμινά. 

(δ) Από την άλλη πλευρά, οι περισσότερες τράπεζες δεν ενδιαφέρονται πλέον να δανείσουν τον ιδιωτικό τομέα, επειδή ο ισολογισμός του είναι ζημιογόνος – οπότε φοβούνται ότι θα χάσουν τα υφιστάμενα δάνεια τους, πόσο μάλλον τυχόν καινούργια. Πολύ περισσότερο, όταν και οι δικοί τους ισολογισμοί είναι προβληματικοί, υποχρεώνοντας τες να αναζητήσουν οι ίδιες νέα δάνεια, αύξηση των κεφαλαίων τους κλπ. (στη συνέχεια, η μία τράπεζα δεν εμπιστεύεται και δεν δανείζει την άλλη, δημιουργούνται μεγάλα προβλήματα ρευστότητας κλπ.). 

(ε) Σε τελική ανάλυση λοιπόν μειώνεται η συνολική ζήτηση, οπότε η οικονομία βυθίζεται στην ύφεση – σε μία κατάσταση που ισοδυναμεί με αργό θάνατο, όπως έχει τεκμηριωθεί στην Ιαπωνία, μετά το σπάσιμο της φούσκας του χρηματιστηρίου και των ακινήτων πριν το 1990. 

Περαιτέρω στην ανάλυση μας, όταν δεν δανείζεται και δεν ξοδεύει κανένας χρήματα, ακόμη και με μηδαμινά επιτόκια, τότε, στην οικονομία συνολικά, περιορίζεται η ζήτηση στο ύψος των αποταμιεύσεων, συν τις καθαρές εξοφλήσεις των χρεών (καθαρές = εξοφλούμενα δάνεια, μείον τα νέα). 

Έχουμε λοιπόν εδώ το εξής απλουστευμένο παράδειγμα, για την καλύτερη κατανόηση της διαδικασίας: 

(α) Σε μία κανονική εποχή, η οποία δεν χαρακτηρίζεται από μία κρίση ισολογισμών, το μέσο νοικοκυριό, το οποίο έχει εισόδημα 1.000 €, ξοδεύει υποθετικά τα 900 €, ενώ αποταμιεύει τα 100 € – οπότε αναφερόμαστε σε δείκτη αποταμίευσης της οικονομίας ίσο με 10%. Τα χρήματα τώρα που αποταμιεύει το μέσο νοικοκυριό, τα 100 €, απορροφώνται από τον χρηματοπιστωτικό τομέα – ο οποίος τα δανείζει σε ένα άλλο νοικοκυριό ή σε μία επιχείρηση. Όταν το άλλο αυτό νοικοκυριό ή η επιχείρηση ξοδεύει τα 100 € που δανείσθηκε, τότε η συνολική δαπάνη στην οικονομία διαμορφώνεται στα 1.000 € – όσο λοιπόν το αρχικό εισόδημα, χωρίς να μειωθεί από το ποσόν της αποταμίευσης. 

Σαν αποτέλεσμα της υπεραπλουστευμένης αυτής διαδικασίας, το ΑΕΠ μίας χώρας είτε παραμένει σταθερό, είτε αυξάνεται – αφενός μεν από τους άλλους παράγοντες της εξίσωσης (ακολουθεί παρακάτω), αφετέρου από την πραγματική αύξηση των εισοδημάτων. 

(β) Αντίθετα τώρα, σε μία εποχή που χαρακτηρίζεται από μία τέτοιου είδους ύφεση, με τον ιδιωτικό τομέα να προσπαθεί να εξοφλήσει τα χρέη του, δεν δανείζεται κανένας τα 100 € που αποταμιεύονται – ακόμη και με μηδενικό επιτόκιο. 

Στο παράδειγμα μας, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση της δαπάνης στην οικονομία στα 900 €. Επειδή τώρα οι δαπάνες του ενός είναι τα έσοδα του άλλου, το μέσο άτομο μας δεν έχει πλέον εισόδημα 1.000 €, αλλά μόνο 900 €. Εάν δε αποταμιεύσει ξανά το 10%, τα 90 € στην προκειμένη περίπτωση, τότε το μελλοντικό εισόδημα του θα μειωθεί, με την ίδια διαδικασία, στα 810 € (900 – 90), στα 729 € (810-81) κοκ. 

Κατ’ επέκταση, η οικονομία συρρικνώνεται διαρκώς, ενώ το ΑΕΠ μειώνεται, σαν αποτέλεσμα της προσπάθειας του ιδιωτικού τομέα να μειώσει τα χρέη του. Προφανώς, υπάρχει μία λιγότερο απλουστευμένη ανάλυση του φαινομένου, τόσο από την πλευρά της ζήτησης, όσο και της προσφοράς – την οποία παραθέτουμε στο τέλος του κειμένου, για όσους ενδιαφέρονται (παράρτημα*). 

Ίσως οφείλουμε να συμπληρώσουμε ότι, εάν στον παραπάνω περιορισμό των εισοδημάτων, λόγω της ύφεσης, προστεθεί η μείωση των μισθών λόγω της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης που υιοθετεί μία χώρα, τότε είναι αρνητικά και τα «αποτελέσματα χρήσης» των νοικοκυριών – αφού τα έξοδα τους είναι υψηλότερα των εσόδων, δημιουργώντας ζημίες (ελλείμματα), οι οποίες επιδεινώνουν τα αποτελέσματα του ισολογισμού τους. 

Η Κεϋνσιανή λύση του προβλήματος της ύφεσης 

Όπως έχουμε αναφέρει, τα τέσσερα βασικά στοιχεία του ακαθάριστού εθνικού προϊόντος μίας χώρας (ΑΕΠ), από την πλευρά των δαπανών, είναι η ιδιωτική κατανάλωση (Κ), οι μικτές επενδύσεις (Ε), οι δαπάνες του δημοσίου συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων (Δ), καθώς επίσης η διαφορά μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών – το εμπορικό ισοζύγιο. Πρόκειται λοιπόν για την παρακάτω μαθηματική εξίσωση: 

ΑΕΠ = Κ+Ε+Δ+(Εξαγωγές – Εισαγωγές) 

Στα πλαίσια αυτά, για την αντιμετώπιση της ύφεσης με τη μέθοδο του Keynes, το κράτος επεμβαίνει στην οικονομία, αυξάνοντας τις δαπάνες του. Αυξάνει το Δ δηλαδή στην εξίσωση μας κατά το ποσόν των 100 €, τα οποία δεν απορροφώνται και δεν ξοδεύονται από τον ιδιωτικό τομέα – δεν καταναλώνονται (Κ) ή/και δεν επενδύονται (Ε). Η επέμβαση του δημοσίου οφείλει δε να γίνει έγκαιρα, πριν ακόμη επιδεινωθεί το πρόβλημα – οπότε θα χρειάζονταν 190 €, στη συνέχεια 271 € κοκ. Ακριβώς για το λόγο αυτό αναφερόμαστε σε «εμπροσθοβαρή» μέτρα – επειδή όσο πιο πολύ καθυστερούν, τόσο περισσότερα απαιτούνται. 

Για να μπορέσει όμως να λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο το δημόσιο, θα πρέπει να μην είναι υπερχρεωμένο (όπως, για παράδειγμα, η Ελλάδα και η Ιταλία), να μην έχει ελλείμματα στον προϋπολογισμό του, να έχει έστω πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών του, καθώς επίσης να μην έχει εξαντλήσει τη φοροδοτική ικανότητα των Πολιτών και των επιχειρήσεων του. 

Εύλογα λοιπόν η σωστή εφαρμογή της «συνταγής» του Keynes, προϋποθέτει πως το δημόσιο, σε περιόδους ανάπτυξης, θα πρέπει να δημιουργεί «αποθεματικά» – πλεονάσματα λοιπόν για ώρα ανάγκης. Επομένως, να μην σπαταλάει τα έσοδα του, να αποσύρεται από τις μη κοινωφελείς και μη στρατηγικές επενδύσεις του πουλώντας τες με κέρδος, καθώς επίσης να φορολογεί λιγότερο τους Πολίτες του.

Εάν δεν το έχει κάνει, πολύ περισσότερο εάν ευρίσκεται σε πλήρη αδυναμία εφαρμογής μίας ανάλογης επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, τότε η συνταγή του Keynes δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα της ύφεσης – όπως επίσης δεν μπορεί να το λύσει, όταν ο «κεϋνσιανός πολλαπλασιαστής» είναι μικρότερος της μονάδας (όταν δηλαδή οι δαπάνες ή η επένδυση ενός ευρώ εκ μέρους του δημοσίου, προκαλεί αύξηση του ΑΕΠ μικρότερη του 1 €). Σε κάθε περίπτωση, όσο μεγαλύτερη είναι η ύφεση σε μία οικονομία, τόσο μικρότερος είναι ο πολλαπλασιαστής. 

Η Αυστριακή λύση 

Περαιτέρω, η κρίση του 2008 αποκάλυψε ότι, ο βασικός μηχανισμός δημιουργίας χρήματος, το τραπεζικό σύστημα δηλαδή, στηρίζεται σε μία αλληλουχία εμπράγματων εγγυήσεων – η τελευταία αναγωγή του οποίου συνεχίζει να είναι η γη και τα κτίρια. 

Απλούστερα, οι εξασφαλίσεις όλων των δανειακών κεφαλαίων που διατίθενται, έχουν ως τελικό «αντίκρισμα» είτε ακίνητα, είτε οικόπεδα. Επομένως, οι τιμές των οικοπέδων και των ακινήτων, οι αξίες τους καλύτερα, θα πρέπει να ευρίσκονται σε μία ορθολογική σχέση ισορροπίας, με τις αξίες των υπολοίπων αγαθών – την παραγωγή των οποίων χρηματοδοτεί το ίδιο σύστημα. 

Για παράδειγμα, η αξία ενός μέτριου διαμερίσματος πρέπει να είναι ίση με τους ετήσιους μισθούς δέκα ετών ενός μέσου εργαζομένου. Όταν η τιμή του διαμερίσματος ξεφεύγει από αυτά τα επίπεδα, λόγω της «φούσκας» που έχει δημιουργηθεί, τότε ο ιδιοκτήτης του μπορεί να δανεισθεί, με εγγύηση το ακίνητο του, πολύ περισσότερα χρήματα, από αυτά που στην πραγματικότητα αξίζει το σπίτι του. Όταν όμως οι τιμές επιστρέφουν στο σημείο ισορροπίας, τότε τα χρέη του είναι δυσανάλογα με την αξία του σπιτιού – με αποτέλεσμα να μην έχει η τράπεζα που τον δάνεισε ανάλογη εγγύηση, να ζητάει άλλου είδους εξασφάλιση ή αύξηση των δόσεων, όταν (ο ιδιοκτήτης) πουλάει το σπίτι να παραμένει χρεωμένος κοκ. 

Συνεχίζοντας, τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκε μία μεγάλη φούσκα στη συγκεκριμένη αγορά διεθνώς – αφού οι τιμές των ακινήτων, με βάση τις οποίες δανείζονταν χρήματα τόσο οι καταναλωτές, όσο και οι επιχειρήσεις, εκτοξεύτηκαν στα ύψη. Για να μπορέσουν τώρα να επανέλθουν οι τιμές σε φυσιολογικά επίπεδα, θα πρέπει, κατά την αυστριακή σχολή, να αφεθεί ελεύθερη η αγορά – χωρίς να επεμβαίνουν οι κεντρικές τράπεζες με την αύξηση των λογιστικών χρημάτων, η οποία απλά διαιωνίζει το πρόβλημα, όπως έχει τεκμηριωθεί τα τελευταία χρόνια. 

Στο παράδειγμα της Αυστραλίας ή του Καναδά λοιπόν που οι τιμές των ακινήτων είναι πολύ υψηλές, θα πρέπει να πουληθούν τα σπίτια «σε τιμές εκποίησης», έτσι ώστε τα έσοδα να τοποθετηθούν σε παραγωγικές επενδύσεις – τις οποίες έχει ανάγκη η οικονομία για να αναπτυχθεί. 

Το μεγάλο πρόβλημα στην προκειμένη περίπτωση είναι ο χρόνος που θα απαιτηθεί για να αυτορυθμισθεί η οικονομία – εάν υποθέσουμε ότι μπορεί να το κάνει. Επίσης, η ενδιάμεση οικονομική καταστροφή χιλιάδων ανθρώπων – η τεράστια αύξηση της ανεργίας, η αδυναμία άμεσης ρευστοποίησης των «κακών επενδύσεων» (των επενδύσεων δηλαδή που δεν αποδίδουν), οι κοινωνικές αντοχές οι οποίες, εάν ξεπεραστούν, οδηγούν σε καταστροφικές εξεγέρσεις κοκ. 

Εκτός αυτού, πως είναι δυνατόν να αποδεχθούμε ότι οι ίδιοι άνθρωποι (αγορές), οι οποίοι οδήγησαν τις τιμές στα ύψη, συμπεριφερόμενοι είτε ανόητα, είτε άπληστα, θα μπορέσουν να λύσουν το πρόβλημα που οι ίδιοι δημιούργησαν, μόνοι τους; Ας μην ξεχνάμε ότι, η οικονομία είναι ανθρώπινο δημιούργημα και όχι θεϊκό, για να έχει «ενσωματωμένη» τη δυνατότητα να αυτορυθμίζεται. 

Η μερκαντιλιστική λύση 

Πρόκειται για τον τρόπο αντιμετώπισης που προτείνει η Γερμανία, γνωστό ως πολιτική λιτότητας. Ουσιαστικά επικεντρώνεται στον τελευταίο παράγοντα της εξίσωσης του ΑΕΠ, την οποία παραθέσαμε προηγουμένως – στην αύξηση των εξαγωγών δηλαδή, σε συνδυασμό με τη μείωση των εισαγωγών. Προσοχή! Όχι μόνο στην αύξηση των εξαγωγών που μπορεί να είναι δύσκολη και απαιτεί χρόνο αλλά, επί πλέον, στη μείωση των εισαγωγών που γίνεται γρήγορα, χωρίς μεγάλες δυσκολίες. Για παράδειγμα στην Ελλάδα, με την κατανάλωση ελληνικών προϊόντων από τα νοικοκυριά και τα ξενοδοχεία – με την εξ’ αυτής αύξηση των εγχωρίων επενδύσεων κοκ. 

Η λύση αυτή στην Ευρωζώνη, λόγω του κοινού ευρώ, δεν μπορεί να επιβοηθηθεί από την υποτίμηση του νομίσματος, αλλά από την εσωτερική υποτίμηση – από τη μείωση των ονομαστικών μισθών, καθώς επίσης των λοιπών εισοδημάτων. 

Τα προβλήματα στην προκειμένη περίπτωση, είναι αυτά που βιώνουμε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια – κυρίως η μείωση της κατανάλωσης οπότε του ΑΕΠ, των εσόδων του δημοσίου και των επενδύσεων. Το σημαντικότερο όλων είναι όμως το ότι, είναι αδύνατον να εφαρμοσθεί με επιτυχία, όταν πολλές χώρες μαζί υιοθετούν την ίδια μέθοδο – αφού τότε δεν θα υπάρχουν κράτη, τα οποία θα μπορούν να αγοράζουν τα προϊόντα αυτών που επιλέγουν τη μερκαντιλιστική μέθοδο. 

Εάν εφαρμοζόταν δε συνολικά στην Ευρωζώνη, έστω με επιτυχία, θα δημιουργούνταν τόσο μεγάλα πλεονάσματα, τα οποία θα οδηγούσαν τον υπόλοιπο πλανήτη στη χρεοκοπία – οπότε η μέθοδος αυτή θεωρείται φυσικά ουτοπική, αφού δεν θα γινόταν ανεκτή από καμία άλλη χώρα της υφηλίου. 

Η μονεταριστική λύση 

Ουσιαστικά είναι αυτή που ακολουθείται από τις Η.Π.Α. σήμερα, κυρίως δε από την Ιαπωνία – με την ΕΕ να είναι ουσιαστικά διστακτική, λόγω της Γερμανίας. Η λύση αυτή συνοδεύεται συνήθως από συναλλαγματικούς πολέμους, οι οποίοι είναι εξαιρετικά επικίνδυνοι για την παγκόσμια ειρήνη – εάν δεν εφαρμοσθεί από όλα τα κράτη μαζί. 

Εμείς βέβαια, έχουμε τοποθετηθεί προ πολλού υπέρ του μερικού παγώματος των χρεών, με τη βοήθεια της ΕΚΤ (ΕΚΤ, η λύση των λύσεων) – επειδή θεωρούσαμε από τότε πως είναι αδύνατον διαφορετικά να αντιμετωπισθεί η κρίση υπερχρέωσης της Δύσης. 

Υπάρχουν φυσικά και άλλες δυνατότητες, τις οποίες έχουμε περιγράψει σε προηγούμενα κείμενα μας – όπως η χρηματοοικονομική καταστολή (χαμηλό βασικό επιτόκιο, έτσι ώστε τα επιτόκια που λαμβάνουν οι καταθέτες να είναι ουσιαστικά αρνητικά, με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται σταδιακά με τη μείωση των χρεών), ο ελεγχόμενος πληθωρισμός της τάξης του 4-6%, η έκδοση διαρκών ευρωομολόγων (perpetual bonds ή καλύτερα consol) για ένα μέρος του χρέους, με το υπόλοιπο να «αποθηκεύεται» σε μία «bad bank», έτσι ώστε να αποπληρώνεται μακροπρόθεσμα, ο συνδυασμός ορισμένων από τις παραπάνω μεθόδους κλπ. 

Όλες οι λύσεις έχουν βέβαια «παρενέργειες», ενώ εφάπτονται σε αντικρουόμενα συμφέροντα – για την αντιμετώπιση των οποίων απαιτούνται αμοιβαίες παραχωρήσεις, αλληλεγγύη και συμβιβασμοί. 

Το φαινόμενο των πολλαπλών σημείων ισορροπίας 

Στην Ευρώπη αντιμετωπίζουμε ήδη μία μείωση του ΑΕΠ, καθώς επίσης μία αυξανόμενη ανεργία. Επί πλέον, σε κάποιες χώρες υπάρχουν πολύ μεγάλα χρέη του ιδιωτικού τομέα, σε συνδυασμό με μία πληθώρα εσφαλμένων, ασύμφορων επενδύσεων – ενώ σε ορισμένες άλλες, τα χρέη του δημοσίου είναι υπέρογκα, παράλληλα με μεγάλες «διαρθρωτικές ανεπάρκειες» (Ελλάδα, Ιταλία). 

Τα γεγονότα αυτά έχουν λειτουργήσει ήδη αρνητικά, γενικότερα στην ψυχολογία της οικονομίας, με αποτέλεσμα να έχουν δημιουργηθεί παντού συνθήκες ανασφάλειας, καθώς επίσης αποφυγής του επενδυτικού ρίσκου – ακόμη και σε άτομα, σε επιχειρήσεις, σε τομείς ή σε κλάδους, στους οποίους δεν υπάρχει πρόβλημα. 

Από την άλλη πλευρά, σε ορισμένες χώρες απαιτείται η τόνωση της ζήτησης με τη μέθοδο του Keynes (κυρίως στη Γερμανία) – ενώ σε κάποιες άλλες η άμεση ρευστοποίηση των εσφαλμένων επενδύσεων – όπως για παράδειγμα στη Σουηδία. 

Η κατάσταση αυτή έχει δημιουργήσει το φαινόμενο των πολλαπλών σημείων ισορροπίας – όπου διαπιστώνεται η αδυναμία να εκτιμήσει κανείς ποιές ενέργειες προέχουν, ενώ τις περισσότερες φορές οι ενέργειες αυτές είναι ασύμβατες μεταξύ τους. Για παράδειγμα, όταν επιλέξουμε να αυξήσουμε τη ζήτηση με την επέμβαση του δημοσίου στη Σουηδία, τότε δεν θα μειωθούν οι τιμές των ακινήτων – οπότε θα παραμείνει η φούσκα. 

Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι ένας Γάλλος επιχειρηματίας, ο οποίος δεν επενδύει στην επιχείρηση του, παρά τις καλές προοπτικές της, φοβούμενος τις επιπτώσεις της ιταλικής κρίσης – με αποτέλεσμα να οδηγεί την οικονομία της χώρας του στην ύφεση, η οποία ενδεχομένως μπορεί να προκαλέσει τη χρεοκοπία της Ιταλίας (αφού οι εξαγωγές της στη Γαλλία θα καταρρεύσουν). Η στάση πληρωμών τώρα της Ιταλίας, θα μπορούσε με τη σειρά της να συμπαρασύρει τη Γαλλία – οπότε ο Γάλλος επιχειρηματίας, θα είχε προκαλέσει έμμεσα τη χρεοκοπία της πατρίδας του.

Είμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με μία εξαιρετικά πολύπλοκη κατάσταση – η πολυπλοκότητα της οποίας κλιμακώνεται συνεχώς, επειδή συμμετέχει ολόκληρος σχεδόν ο πλανήτης. Στα πλαίσια αυτά θεωρούμε ότι, εφόσον πρόκειται για ένα παγκόσμιο πρόβλημα, θα πρέπει να βρεθούν παγκόσμιες λύσεις – γεγονός που απαιτεί τις συντονισμένες προσπάθειες όλων των χωρών μαζί, εάν επιθυμούμε να αποφύγουμε μία τεράστια, παγκόσμια καταστροφή, καθώς επίσης το παράδοξο του Minsky (ανάλυση μας). 

Επίλογος 

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, πρέπει να βρεθούν λύσεις στο πρόβλημα της υπερχρέωσης της Δύσης, οι οποίες να μην εξαρτώνται από την ανάπτυξη – παράλληλα, οφείλει να αναζητηθεί ένα νέο πολίτευμα, συμβατό με τα σημερινά δεδομένα, καθώς επίσης ένα καινούργιο νομισματικό σύστημα. 

Στα πλαίσια αυτά, με αφορμή το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο, το οποίο ουσιαστικά καταδίκασε τον τρόπο που λειτουργεί η ΕΚΤ, όσον αφορά κυρίως την απόκτηση ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά (πηγή), θεωρούμε πως υπάρχει απόλυτη ανάγκη ενός τέταρτου θεσμού – συμπληρωματικού στην εκτελεστική, στη νομοθετική, καθώς επίσης στη δικαστική εξουσία. Πολύ περισσότερο, αφού είναι αδύνατον οι δικαστές, όσο ικανοί και αν είναι, να κρίνουν πολύπλοκα οικονομικά θέματα, μη διαθέτοντας τις απαιτούμενες γνώσεις. 

Η τέταρτη αυτή εξουσία έχουμε την άποψη ότι, οφείλει να είναι ένας θεσμός αντίστοιχος του συνταγματικού δικαστηρίου, ο οποίος όμως θα αποτελείται από οικονομικούς επιστήμονες – από ανθρώπους δηλαδή, οι οποίοι θα μπορούν να κρίνουν σε ανώτατο επίπεδο θέματα όπως το παραπάνω της ΕΚΤ, καθώς επίσης τις σημαντικές οικονομικές αποφάσεις της κυβέρνησης (προϋπολογισμός, συντελεστές φορολόγησης, χαράτσια, μνημόνια, οικονομική πολιτική κοκ.), ελέγχοντας παράλληλα την τήρηση τους (επίσης, την τήρηση των προεκλογικών δεσμεύσεων, όσον αφορά πάντοτε την Οικονομία). 

Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι δυνατόν να εμπιστεύονται οι Πολίτες την κρίση της Βουλής, σε θέματα μακροοικονομίας – όπως δεν συμβαίνει και στα συνταγματικά θέματα. Για παράδειγμα, η Βουλή ήταν αδύνατον να κρίνει τα οικονομικά μέτρα που επιβλήθηκαν από το ΔΝΤ στην Ελλάδα – ενώ το ΣτΕ τα έκρινε συνταγματικά! Μέτρα που τελικά, σύμφωνα με την αποδοχή του ίδιου του ΔΝΤ, ήταν λανθασμένα. 

Οι Πολίτες δεν μπορούν να εμπιστεύονται ούτε τις εκθέσεις της κεντρικής τράπεζας, η οποία είναι ουσιαστικά υπεύθυνη για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, λειτουργώντας υπέρ των εμπορικών τραπεζών – πόσο μάλλον όταν είναι ιδιωτική, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας. 

Ολοκληρώνοντας, επειδή ο βασικός στόχος οφείλει να είναι η άμεση Δημοκρατία, ο θεσμός αυτός θα έπρεπε να αποτελείται από οικονομικούς επιστήμονες, με άριστες σπουδές και επαγγελματική εμπειρία – οι οποίοι θα ψηφίζονταν απ’ ευθείας από τους Πολίτες της χώρας τους. Διαφορετικά δεν πρόκειται να υπάρξει καμία ουσιαστική αλλαγή, ενώ είναι σχεδόν αδύνατον να καταπολεμηθεί η μεγαλύτερη πηγή των δεινών ολόκληρου του πλανήτη – η οποία είναι αναμφίβολα η πολιτική διαφθορά. 

Σε παγκόσμιο επίπεδο τώρα, η λύση είναι είτε η διαγραφή μέρους των χρεών (η βέλτιστη), είτε ο πληθωρισμός – η μαζική εκτύπωση χρημάτων από όλες τις κεντρικές τράπεζες μαζί, χωρίς καμία εξαίρεση, τα οποία όμως οφείλουν να κατευθύνονται στην πραγματική οικονομία για την αύξηση των επενδύσεων, των μισθών και της κατανάλωσης. 

Ταυτόχρονα, αφενός μεν η επιδίωξη μίας ισορροπημένης αναδιανομής των εισοδημάτων, αφετέρου το κλείσιμο των συνόρων με χώρες που στηρίζουν την ανταγωνιστικότητα τους στους χαμηλούς μισθούς και στις περιορισμένες παροχές των εργαζομένων τους – καθώς επίσης με κράτη που χειραγωγούν το νόμισμα τους όπως η Κίνα ή που εκμεταλλεύονται τη δεσπόζουσα θέση τους με τη συνέχιση του μισθολογικού dumping, εμποδίζοντας ταυτόχρονα την εκτύπωση χρημάτων, όπως η Γερμανία. Τέλος ένα νέο νομισματικό σύστημα που να μη στηρίζεται στο χρέος και στο δολάριο – αλλά στη σύγχρονη νομισματική θεωρία (ανάλυση), με τις κατάλληλες προσαρμογές.

(*) Παράρτημα: Όπως αναφέραμε στο κείμενο, η εξίσωση του ΑΕΠ από την πλευρά των δαπανών είναι η εξής: 

(α) ΑΕΠ = Κ+Ε+Δ+(Εξαγωγές – Εισαγωγές). Εάν λοιπόν σε μία χώρα, όπως στην Ελλάδα στο παρελθόν, μειώνονται οι μισθοί, τότε μειώνεται η κατανάλωση (Κ), καθώς επίσης οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα (Ε) – αφού κανένας δεν επενδύει, εάν δεν προβλέπει ζήτηση στα προϊόντα του. 

Όταν επί πλέον δεν επενδύει ή/και δεν καταναλώνει το δημόσιο (Δ), λόγω του ότι είναι υπερχρεωμένο, τότε η μοναδική δυνατότητα ανάπτυξης είναι η μείωση των εισαγωγών, με την παράλληλη αύξηση των εξαγωγών (Εξαγωγές – Εισαγωγές) – η οποία πρέπει να είναι ανάλογη με τη μείωση του συνόλου των τριών άλλων δεικτών (Κ+Ε+Δ), για να μην ακολουθήσει ύφεση (για να παραμείνει σταθερό το ΑΕΠ). 

(β) Από την πλευρά των εσόδων τώρα, η εξίσωση είναι: ΑΕΠ = Κ+Α+Φ, όπου Κ είναι η ιδιωτική κατανάλωση, Α οι αποταμιεύσεις και Φ οι φόροι. 

Στην περίπτωση που μειώνεται λοιπόν η κατανάλωση, θα πρέπει να αυξηθούν ανάλογα είτε οι φόροι, είτε οι αποταμιεύσεις, είτε και τα δύο μαζί – για να μείνει σταθερό το ΑΕΠ. Σε τελική ανάλυση βέβαια, το κράτος προσπαθεί να εισπράξει, μέσω των φόρων, ένα ποσόν από αυτό που θα κατανάλωνε ή θα αποταμίευε ο πολίτης – βάζοντας στην κυριολεξία το χέρι στην τσέπη του. 

Όταν στην εξίσωση μας οι φόροι παραμένουν οι ίδιοι, παρά την αύξηση των συντελεστών, ενώ η κατανάλωση περιορίζεται ή/και μειώνονται οι αποταμιεύσεις, το ΑΕΠ ακολουθεί αρνητική πορεία. Για παράδειγμα Κ+Α+Φ = ΑΕΠ, δηλαδή 70+20+10 = 100. Εάν τώρα η κατανάλωση μειωθεί, με σταθερούς φόρους και αποταμιεύσεις, τότε έχουμε 50+20+10 = 80. 

Περαιτέρω, για να μην υπάρξει πτώση του ΑΕΠ, είναι δυνατόν η κυβέρνηση να θελήσει να αυξήσει τους άμεσους φόρους, κατά το ποσόν που μειώνονται η κατανάλωση και οι αποταμιεύσεις – λόγω της μείωσης των μισθών, καθώς επίσης της αύξησης των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ, φόρος στα καύσιμα κλπ.). Στο παράδειγμα μας, αντί 50+20+10 = 80, με την αύξηση των φόρων από το 10 στα 30, θα είχαμε το ίδιο ΑΕΠ (50+20+30= 100). 

Για να το πετύχει αυτό η κυβέρνηση, σε μία χώρα με ιδιωτική ακίνητη περιουσία, αυξάνει τους φόρους στα ακίνητα – έτσι ώστε οι Πολίτες να αναγκασθούν είτε να τους πληρώσουν από τα εισοδήματα τους, είτε να πουλήσουν (ή να υποθηκεύσουν) τα ακίνητα τους. 

(γ) Από την πλευρά των δαπανών και εσόδων μαζί, επειδή οι δύο ανωτέρω εξισώσεις έχουν έναν κοινό παράγοντα, το ΑΕΠ, εάν το αντικαταστήσουμε και στις δύο, τότε θα έχουμε την παρακάτω νέα εξίσωση: 

Κ+Ε+Δ+(Εξαγωγές – Εισαγωγές) = Κ+Α+Φ, 

δηλαδή Κατανάλωση + Ιδιωτικές επενδύσεις + Δημόσιες δαπάνες + (Εξαγωγές – Εισαγωγές) = Κατανάλωση + Αποταμιεύσεις + Φόροι 

Εάν τώρα αφαιρέσουμε την κατανάλωση (Κ), η οποία ευρίσκεται και στις δύο πλευρές, τότε έχουμε την εξής εξίσωση: 

Ιδιωτικές επενδύσεις + Δημόσιες δαπάνες + (Εξαγωγές
– Εισαγωγές) =
Αποταμιεύσεις + Φόροι 

(δ) Συνεχίζοντας, η διαφοροποίηση αυτής της εξίσωσης, μας δίνει τα χρηματοοικονομικά υπόλοιπα των τριών μακροοικονομικών τομέων: του ιδιωτικού τομέα (νοικοκυριά και επιχειρήσεις, Α-Ε), του δημοσίου (Φ-Δ), καθώς επίσης του εξωτερικού (Εξαγωγές-Εισαγωγές), οι οποία ισούνται, προστιθέμενοι, με το μηδέν:

(Α-Ε) + (Φ-Δ) + (Εξαγωγές-Εισαγωγές) = 0 

Σύμφωνα με αυτήν την εξίσωση, απέναντι στο έλλειμμα του ενός τομέα, υπάρχει ένα πλεόνασμα των δύο άλλων, αντίστοιχου ύψους. Εάν τώρα υπολογίσει κανείς τα χρηματοδοτικά υπόλοιπα των τομέων αυτών σε ποσοστά επί του ΑΕΠ θα διαπιστώσει ότι, για παράδειγμα, εάν το δημόσιο έχει ένα έλλειμμα της τάξης του 5%, ενώ ο ιδιωτικός τομέας ένα πλεόνασμα 2%, τότε το ισοζύγιο της συγκεκριμένης χώρας θα έχει έλλειμμα 3%. Η παραπάνω εξίσωση μας δίνει αντιστρεφόμενη την εξής: 

(Α-Ε) = (Δ-Φ) + (Εξαγωγές – Εισαγωγές) 

Εάν χρησιμοποιήσει κανείς την συγκεκριμένη εξίσωση για μία χώρα με υπερχρεωμένο ιδιωτικό τομέα (νοικοκυριά, επιχειρήσεις και τράπεζες), θα διαπιστώσει ότι, η μοναδική δυνατότητα του ιδιωτικού τομέα είναι αυτή που περιγράφεται από τον R.Koo, όσον αφορά την ύφεση και κρίση ισολογισμών – η μείωση των χρεών του με κάθε τρόπο, έτσι ώστε να δημιουργήσει πλεόνασμα στον ισολογισμό του. Επομένως, να διατηρήσει με κάθε θυσία το Α (αποταμιεύσεις), μεγαλύτερο από το Ε (ιδιωτικές επενδύσεις). 

Εάν τώρα το Α > Ε, τότε η αριστερή πλευρά της εξίσωσης είναι θετική, οπότε και η δεξιά. Επομένως, το σύνολο των ισολογισμών του δημοσίου τομέα, καθώς επίσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι θετικό (ίσο με την αριστερή πλευρά).
Εάν όμως σε μία οικονομία με αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (Εξαγωγές < Εισαγωγές), ο ιδιωτικός τομέας αποταμιεύει στο σύνολο του (Α > Ε), για να μειώσει τα χρέη του, τότε απαιτούνται συνεχή δημόσια ελλείμματα (Δ > Φ) – έτσι ώστε να εξισορροπείται το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, χωρίς να μειώνεται το ΑΕΠ (η Ιαπωνία διατηρεί ακόμη τα ελλείμματα του προϋπολογισμού της υποτιμώντας το νόμισμα, έτσι ώστε να αυξήσει τα πλεονάσματα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της, διαθέτοντας βέβαια, σε αντίθεση με την Ελλάδα, ισχυρές εξαγωγικές επιχειρήσεις – ένα πείραμα που όμως μπορεί τελικά να αποδειχθεί μοιραίο). 

Εάν βέβαια, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται στο κράτος να αυξήσει τα ελλείμματα του, ενώ παράλληλα ο ιδιωτικός τομέας μειώνει τα χρέη του, τότε η οικονομία οδηγείται σε μία «σωρευτική» μείωση της ζήτησης – με αποτέλεσμα να περιορίζεται τόσο η παραγωγή, όσο και το ΑΕΠ (μοναδική διέξοδος είναι η αύξηση των εξαγωγών, η οποία όμως δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, όταν τόσο ο ιδιωτικός, όσο και ο δημόσιος τομέας μειώνουν τις επενδύσεις τους – ενώ το ποσόν της αύξησης των εξαγωγών μείον τη μείωση των εισαγωγών θα πρέπει να υπερβαίνει το σύνολο της μειωμένης κατανάλωσης, των ιδιωτικών επενδύσεων και των δημοσίων δαπανών, για να μπορέσει να μείνει σταθερό το ΑΕΠ). 

Το γεγονός αυτό δεν μειώνει μόνο τις δυνατότητες αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα, αλλά επιδεινώνει ταυτόχρονα και τα άλλα μεγέθη της οικονομίας. Η ύφεση βαθαίνει και οι τράπεζες υποχρεώνονται σε ακόμη μεγαλύτερες αποσβέσεις κόκκινων δανείων, από αυτές που είχαν προϋπολογίσει – ενώ το κράτος, με στόχο να κλείσει τα νέα κενά που δημιουργούνται στον προϋπολογισμό του, αποφασίζει νέα μέτρα λιτότητας. 

Τα νέα μέτρα επιδεινώνουν ξανά όλα τα μεγέθη της οικονομίας, με αποτέλεσμα να ξεκινάει ο επόμενος γύρος του θανάτου (γράφημα) – με την αύξηση της ύφεσης, με την επιδείνωση της ανεργίας, με τα μειωμένα φορολογικά έσοδα, με την κλιμάκωση των ελλειμμάτων κοκ. 



Συμπερασματικά λοιπόν, η Ελλάδα είναι αδύνατον να αποφύγει τον καθοδικό σπειροειδή κύκλο του θανάτου, εάν δεν καταφέρει να δημιουργήσει θετικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – γεγονός που απαιτεί μεγάλη αύξηση των εξαγωγών (συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού, του ναυτιλιακού συναλλάγματος κλπ.), καθώς επίσης σημαντική μείωση των εισαγωγών (κατανάλωση ελληνικών προϊόντων, παραγωγή μέσα στην Ελλάδα όσο περισσότερων προϊόντων μπορούμε, από αυτά που εισάγουμε). Αυτό προϋποθέτει όμως επενδύσεις (σχέδιο «τύπου» Marshall, μεταφορά πόρων από τα ακίνητα στη βιομηχανία, ομολογιακά δάνεια επιχειρήσεων κλπ.), ενώ δεν είναι καθόλου εύκολο σε μία εποχή, όπου πολλές άλλες χώρες επιδιώκουν το ίδιο.


Πηγή : https://analyst.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου