Εάν δεν αυξηθεί το ΠΔΕ στα 10 εκ. € για να τονωθεί η ζήτηση, να μειωθεί η ανεργία και να δοθεί ώθηση στον ιδιωτικό τομέα, καθώς επίσης εάν δεν μειωθούν δραστικά οι φόροι, η Ελλάδα θα βαδίζει από το κακό στο χειρότερο. Ο προϋπολογισμός δεν δίνει καμία προοπτική στη χώρα – ενώ στηρίζεται κυρίως στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και στη δήμευση της ιδιωτικής. Δηλαδή, στην αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Ελλάδας που συνεχίζει να παραμένει ανοχύρωτη.
Εισήγηση
Ο προϋπολογισμός δεν έχει κανένα πολιτικό όραμα και κανέναν οικονομικό σχεδιασμό, αποτελώντας μόνο ένα διαχειριστικό εργαλείο για τον έλεγχο των εισπράξεων. Δεν διαφέρει σχεδόν καθόλου από τον προϋπολογισμό του διαχειριστή μίας πολυκατοικίας – ενώ δεν αλλάζει το αναποτελεσματικό οικονομικό μας μοντέλο που συνεχίζει να στηρίζεται στη διαπλοκή, στη διαφθορά και στην κομματική αναλγησία.
Αυτό το μοντέλο που μας οδήγησε στην υπερχρέωση από τη ΝΔ το 2009, αργότερα στη χρεοκοπία του PSI από τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ όπου παραδόθηκε η εθνική μας κυριαρχία και υποθηκεύθηκε η πατρίδα μας χωρίς λόγο, καθώς επίσης στην ολοκλήρωση της καταστροφής από το ΣΥΡΙΖΑ – όπου μεταφέρθηκαν τα πάντα στο ΥΠΕΡΤΑΜΕΙΟ των δανειστών, αφελληνίσθηκε το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα, συνεχίσθηκε το ξεπούλημα της χώρας και παραδόθηκε το όνομα της Μακεδονίας, με πιθανότερο αντάλλαγμα τα 96 δις € χρέους που μεταφέρθηκαν έντοκα για μετά το 2032.
Συνεχίζουν λοιπόν να τηρούνται οι προτεραιότητες των μνημονίων που φυσικά δεν έχουν τελειώσει, όσον αφορά τη συρρίκνωση της χώρας μας και την οικονομική της υποταγή στη Γερμανία, με κατεύθυνση την πλήρη αλλαγή της ιδιοκτησίας της – όπου σήμερα έχει προστεθεί ο κίνδυνος της απώλειας της εδαφικής μας ακεραιότητας από την Τουρκία, αφού η Ελλάδα είναι πλέον οικονομικά και στρατιωτικά ανοχύρωτη. Το πώς οι Έλληνες ψήφισαν ξανά εκείνα τα κόμματα που μας χρεοκόπησαν και μας κατέστρεψαν, κατά σχεδόν 80%, είναι κάτι που αδυνατούμε να ερμηνεύσουμε.
Σε σχέση τώρα με την Οικονομία, δυστυχώς, όπως διαπιστώσαμε κατά τη συζήτηση του απολογισμού του 2017, η κυβέρνηση πιστεύει απόλυτα λανθασμένα πως το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι ούτε το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος, ούτε το μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία κόκκινο ιδιωτικό – αλλά οι επενδύσεις και μάλιστα οι ξένες, παρά το ότι θα έπρεπε να γνωρίζει πως ποτέ δεν ξεπέρασαν το 2% του ΑΕΠ, έναντι σχεδόν 25% των εγχωρίων (σε όρους σημερινού ΑΕΠ_.
Πιστεύει δηλαδή στην θεωρία της προσφοράς, όταν ακόμη και ένα μικρό παιδί γνωρίζει, το αργότερο μετά τη Μεγάλη Ύφεση στις ΗΠΑ το 1930 ότι, μόνο η ζήτηση είναι αυτή που μπορεί να διασώσει μία χώρα, από τη στιγμή εκείνη και μετά που έχει βυθιστεί στην ύφεση – η οποία μπορεί να τονωθεί μόνο με μία κατάλληλη δημοσιονομική πολιτική, αφού δεν υπάρχει η δυνατότητα της νομισματικής πολιτικής, λόγω της συμμετοχής μας στην Ευρωζώνη, ενώ η μισθολογική, γνωστή ως «εσωτερική υποτίμηση», αποδείχθηκε καταστροφική.
Ειδικότερα, η ανταγωνιστική με τις γύρω χώρες φορολογία και οι δημόσιες επενδύσεις της τάξης τουλάχιστον των 10 δις € ετησίως, έτσι ώστε να υπάρξουν δουλειές, να δημιουργηθεί εγχώρια ζήτηση και να ακολουθήσει ο ιδιωτικός τομέας – πόσο μάλλον όταν η ξένη ζήτηση είναι όνειρο θερινής νύχτας, αφενός μεν επειδή η ΕΕ οδηγείται ξανά σε ύφεση, αφετέρου λόγω του ότι η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας έχει χαθεί, παρά την κατακόρυφη μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος, εξαιτίας του ότι οι εγχώριες επενδύσεις μειώθηκαν πολύ περισσότερο.
Αναφέρει λοιπόν η κυβέρνηση πως το δημόσιο θα εισπράξει το 2020 ένα ποσόν της τάξης 2,44 δις € από τις ιδιωτικοποιήσεις που θα δρομολογήσει το ΤΑΙΠΕΔ – χωρίς όμως να μας λέει πως το ΤΑΙΠΕΔ είναι μία ξένη επιχείρηση, ένας σύνδικος πτώχευσης των δανειστών, με την εντολή να ξεπουλήσει αυτά που του έχει μεταβιβάσει η Ελλάδα, χωρίς καν να εκτιμήσει την αξία τους.
Λιμάνια, μαρίνες, ενεργειακές εταιρείες, κοιτάσματα φυσικού αερίου ή πετρελαίου, νερά, ηλεκτρισμό, αυτοκινητοδρόμους, τραίνα, λαχεία, ραδιοσυχνότητες, τράπεζες, ακίνητα και ότι άλλο διαθέτει η Ελλάδα – ενώ τα έσοδα θα οδηγηθούν στο εξωτερικό, στραγγαλίζοντας ακόμη περισσότερο τη ρευστότητα της Οικονομίας μας. Η ΝΔ δεν θα διστάσει ακόμη και να δημιουργήσει μία αγορά χρηματιστηριακών παραγώγων στον τομέα της ενέργειας, παρά το ότι θα έπρεπε να γνωρίζει ότι, ακριβώς αυτά τα παράγωγα χρεοκόπησαν την Καλιφόρνια – με το ενεργειακό νομοσχέδιο που φυσικά καταψηφίσαμε, αφού διαμελίζει επί πλέον τη ΔΕΠΑ για να την ξεπουλήσει, αφήνοντας τη ΔΕΗ «άδειο κουφάρι» χωρίς τον ΑΔΜΗΕ και τον ΔΕΔΔΗΕ, στο έλεος των κερδοσκόπων.
Έτσι φυσικά θα έχει η Ελλάδα ανάπτυξη – αλλά τέτοια που δεν θα ωφελήσει καθόλου τους Έλληνες. Αντίθετα, θα τους οδηγήσει στον αφανισμό, χωρίς καμία διάθεση υπερβολής – αφού οι νέοι ιδιοκτήτες της χώρας θα έχουν κάθε συμφέρον να απασχολούν φθηνούς ξένους μετανάστες στις επιχειρήσεις τους, οι οποίοι ήδη κατακλύζουν την Ελλάδα με ευθύνη της ΝΔ, με κριτήριο το ότι οι μεταναστευτικές ροές έχουν αυξηθεί πάνω από 200% από τότε που ανέλαβε.
Ποιός ξένος αλήθεια θα επενδύσει παραγωγικά σε μία χώρα που η ζήτηση έχει σε τέτοιο βαθμό συρρικνωθεί, μεταξύ άλλων επειδή τα νοικοκυριά είναι υπερχρεωμένα; Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να ισχυρίζεται η ΝΔ πως το υπέρογκο κόκκινο ιδιωτικό χρέος δεν είναι το πρόβλημα; Για ποιό λόγο, για παράδειγμα, να κατασκευάσει κανείς ένα νέο εργοστάσιο, όταν αυτά που ήδη υπάρχουν υπολειτουργούν κινδυνεύοντας να χρεοκοπήσουν;
Δεν είναι αυτονόητο πως οι ξένοι κερδοσκόποι θα αγοράσουν τα υφιστάμενα, κυρίως τις κοινωφελείς επιχειρήσεις του δημοσίου, σε εξευτελιστικές τιμές, οπότε απλά θα αλλάξουν χέρια και δεν θα δημιουργηθεί ούτε μία επί πλέον θέση εργασίας που θα είχε ως αποτέλεσμα νέα εισοδήματα και άνοδο της ζήτησης;
Από την άλλη πλευρά, πώς να επενδύσει το δημόσιο με το δικό του χρέος στη στρατόσφαιρα και με τους δανειστές να το απαγορεύουν; Δεν είναι επομένως παράλογο να θεωρεί η κυβέρνηση πως ούτε το δημόσιο χρέος είναι πρόβλημα, επειδή εξυπηρετείται συγκυριακά λόγω των τεχνητά χαμηλών επιτοκίων διεθνώς, συν την επιμήκυνση των 96 δις € από το ΣΥΡΙΖΑ για μετά το 2032;
Αυτή τη στιγμή πάντως, με τα εξωπραγματικά πλεονάσματα του 3,5% μόλις καλύπτεται η εξυπηρέτησή του χρέους – με τόκους που θα ανέλθουν σε 5,18 δις € το 2020 από 5,6 δις € το 2019 και 6 δις € το 2018, σε σύγκριση με το μεσοπρόθεσμο.
Με βάση δε το διάγραμμα 4.1 του προϋπολογισμού (πηγή), διαπιστώνεται πως δεν μπορούν να καλυφθούν φυσιολογικά οι αναγκαίες πληρωμές το 2022 που υπερβαίνουν τα 8 δις € – ενώ το 2023 είναι της τάξης των 10 δις €. Το «καλοκαίρι» των χαμηλών πληρωμών διατηρείται έως το 2021, όπου προετοιμάζεται από την κυρία Αγγελοπούλου ο εορτασμός των 200 ετών από την απελευθέρωση της Ελλάδας – ο οποίος όμως θα τη βρει πιο υποδουλωμένη από ποτέ στην ιστορία της.
Δεν είναι αυτονόητο λοιπόν πως αυτό που θα έπρεπε να κάνει η κυβέρνηση είναι να βρει λύση, όσον αφορά το δημόσιο χρέος, την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, καθώς επίσης τη μείωση των φόρων; Να δρομολογήσει δηλαδή μία ορθολογική δημοσιονομική πολιτική, βρίσκοντας τρόπους χρηματοδότησης της και όχι να μειώνει ξανά το ΠΔΕ στον προϋπολογισμό στα 6,75 δις € από 7,35 δις € που προβλεπόταν στο Μεσοπρόθεσμο, μειώνοντας επί πλέον το εθνικό τους μέρος στα 750 εκ. € από 800 εκ. € το 2019 και 1,2 δις € στο μεσοπρόθεσμο;
Είναι αλήθεια αρκετά τα 750 εκ. € για να καλύψουν τις ανάγκες της χώρας, όταν ο κ. Χατζηδάκης δήλωσε πως θα συμπεριλάβουν και την ηλεκτρική διασύνδεση Αττικής-Κρήτης κόστους 900 εκ. €, με ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2022, οπότε θα απορροφά σχεδόν το μισό του εθνικού μέρους του ΠΔΕ; Δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιούνταν για αμυντικές δαπάνες, με δεδομένο το ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει πολλές απειλές, είναι μόνη της και εξετάζει την προμήθεια εξοπλισμών; Κάτι για το οποίο θα προκρίναμε την εγχώρια παραγωγή σε εταιρείες όπως η ΕΛΒΟ, η ΕΑΒ και η ΕΒΟ, στο βαθμό που είναι δυνατή, έτσι ώστε να υπάρχει επί πλέον αναπτυξιακό όφελος;
Αυτό που διαπιστώσαμε τώρα, κατά τη συζήτηση του απολογισμού του 2017, είναι πως ο υφιστάμενος Ισολογισμός της Ελλάδας είναι χαοτικός – χωρίς καμία επαφή με την πραγματικότητα. Επίσης πως υπήρχε ένας λογαριασμός στις ταμειακές ροές με εισπράξεις 665 δις € και πληρωμές 663 δις €, αυξημένος κατά 110 δις € σε σχέση με το 2016 – ενώ ο ίδιος λογαριασμός εμφανίζεται και στον προϋπολογισμό του 2020, με περίπου 600 δις €. Όπως αναφέρθηκε, πρόκειται για βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση με repos – χωρίς όμως να μας εξηγηθεί ο λόγος, για τον οποίο χρησιμοποιείται αυτό το τεράστιο ποσόν που προέρχεται από τη συνεχή ανακύκλωση δανείων ύψους περί τα 30 δις €.
Συνεχίζοντας, ένα βασικό θέμα που θα έπρεπε να συζητείται με τον προϋπολογισμό, είναι η κατάσταση των μεγάλων τουλάχιστον δημοσίων επιχειρήσεων και τα μερίσματα μίας προς μία που εισπράττονται από το δημόσιο – με τα ανάλογα επιχειρηματικά τους σχέδια (business plan) για το επόμενο έτος, έτσι ώστε να αποδίδουν μεγαλύτερα κέρδη. Άλλωστε τα έσοδα του κράτους δεν πρέπει να προέρχονται μόνο από τους φόρους αλλά, επί πλέον, από την κερδοφορία των εταιριών του – μέσω της οποίας μπορούν και πρέπει να μειώνονται οι φόροι.
Εκτός αυτού, οι επενδύσεις που τυχόν διενεργούνται σε αυτές τις επιχειρήσεις, με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την άνοδο της κερδοφορίας τους, αυξάνουν το ΑΕΠ και μειώνουν την ανεργία – ενώ δίνουν ώθηση στον ιδιωτικό τομέα.
Επίσης βασικό θέμα είναι η ανάλυση του ιδιωτικού τομέα, στον οποίο δεν γίνεται καμία ουσιαστική αναφορά στον προϋπολογισμό – αφού αυτό που έχει σημασία είναι το συνολικό χρέος και η συνολική καθαρή θέση της χώρας. Εν προκειμένω, θα πρέπει να αναφέρεται επακριβώς η αξία των περιουσιακών του στοιχείων, οι καταθέσεις του και τα χρέη του – η καθαρή του θέση δηλαδή, αφού από αυτόν εξαρτάται η δυνατότητα του δημοσίου να εισπράττει φόρους.
Στο παράδειγμα της Ελλάδας, δεν έχει νόημα να υπερηφανευόμαστε για τη μείωση του δημοσίου χρέους, όταν εκτοξεύεται στα ύψη το κόκκινο ιδιωτικό, μειώνονται οι καταθέσεις και απαξιώνεται η ιδιωτική περιουσία. Εν προκειμένω, μεταφέρεται ουσιαστικά η ιδιωτική περιουσία στο δημόσιο και από εκεί στους δανειστές – ενώ ξεπουλώντας τις δημόσιες επιχειρήσεις και δημεύοντας την ιδιωτική περιουσία, ενεργούμε όπως αυτός που πουλάει τα έπιπλα του σπιτιού του για να επιβιώσει βραχυπρόθεσμα, με αποτέλεσμα στο τέλος να χάσει ότι έχει και δεν έχει, χωρίς να πετύχει απολύτως τίποτα.
Στην ανάλυση του ιδιωτικού τομέα τώρα πρέπει απαραίτητα να συμπεριλαμβάνεται η ανταγωνιστικότητα του, έτσι όπως αυτή προκύπτει από το εμπορικό ισοζύγιο και από το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – στην οποία δεν δίνεται σχεδόν καμία σημασία κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού.
Το πρόβλημα πάντως των κόκκινων δανείων δεν είναι πιστωτικό, αλλά μακροοικονομικό. Πώς γίνεται ξαφνικά τα μισά δάνεια των τραπεζών να είναι προβληματικά; Εάν όμως είναι πιστωτικό το θέμα, δεν μπορεί να φταίει μόνο ο δανειολήπτης – όπου όμως, αντίθετα με την Αμερική, δεν έχουμε δει καμία δίωξη τραπεζιτών ή πρόστιμα ενώ με τον τελευταίο νόμο του Ποινικού Κώδικα αφαίρεσε η ΝΔ το αυτεπάγγελτο των διώξεων για τις πράξεις τους!
Σύμφωνα δε με έκθεση τη Credit Suisse, η περιουσία των Ελληνικών νοικοκυριών από 165.410 € κατά το υψηλό επίπεδο του 2007 υποχώρησε κατά 41% στην κρίση και μειώθηκε στα 97.706 € – οπότε χάθηκαν συνολικά 587 δις € περιουσιακών στοιχείων στην περίοδο της κρίσης.
Τέλος στη συζήτηση του προϋπολογισμού πρέπει να εξετάζεται κυρίως το οικονομικό μοντέλο της χώρας, το οποίο απαιτεί συχνά ανανέωση και κεντρικό σχεδιασμό – σημειώνοντας πως η Ελλάδα στηρίζεται λανθασμένα σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό, ο οποίος είναι κυκλικός (οπότε υποφέρει σε περιόδους ύφεσης) και εντάσεως κεφαλαίου (οπότε υποφέρει σε εποχές μειωμένης ρευστότητας), ενώ καλύπτει σχεδόν το 85% των αναγκών του με εισαγωγές, με αποτέλεσμα να επιδεινώνει τα ισοζύγια μας όταν είναι ανοδικός, εξανεμίζοντας τα όποια οφέλη μας.
Εν προκειμένω πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στον πρωτογενή μας τομέα με τη μεταποίηση του, κάτι που προϋποθέτει απαραίτητα κεντρικό σχεδιασμό, καθώς επίσης στη βιομηχανία – μεταξύ άλλων επειδή προσφέρει περισσότερες, ασφαλέστερες και πιο αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας, στηρίζοντας έτσι τη ζήτηση, τις επενδύσεις και το ΑΕΠ. Επίσης στην υψηλή τεχνολογία και στη ναυτιλία, τουλάχιστον όσον αφορά τη διαχείριση πλοίων – η οποία μπορεί να αυξήσει κατά πολλά δις € το ΑΕΠ μας.
Περαιτέρω, δεν θα επικεντρωθούμε στα λογιστικά μεγέθη του προϋπολογισμού, σε πολλά από τα οποία έχουμε ήδη αναφερθεί στην επιτροπή και δεν υπάρχει λόγος να επαναλαμβανόμαστε – ούτε χρόνος. Είναι εύλογο άλλωστε πως η αύξηση του ΦΠΑ στηρίζεται στην αναμενόμενη ανάπτυξη και στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, το ΕΝΦΙΑ στην εισπραξιμότητα κοκ. – ενώ ολόκληρος ο προϋπολογισμός βασίζεται κυρίως στον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης που προβλέπεται, σε αντίθεση με τις προβλέψεις της ΕΕ και του ΔΝΤ.
Οφείλουμε όμως να επιστήσουμε την προσοχή στην πολύ χαμηλή πρόβλεψη για το εξοπλιστικό πρόγραμμα, το οποίο μειώθηκε στα 258 εκ. € το 2019 έναντι 336 εκ. € στο μεσοπρόθεσμο, αλλά αυξάνεται στα μόλις 421 εκ € το 2020, έναντι 347 εκ € στο μεσοπρόθεσμο. Είναι αρκετά αλήθεια για την κάλυψη των αναγκών μας, με δεδομένη την τουρκική επιθετικότητα και το πρόσφατο νομοσχέδιο;
Επίσης στις δαπάνες για κοινωνικές παροχές που μειώνονται από 261 εκ € σε 134 εκ €. Τέλος, στο κόστος του μεταναστευτικού που υπολογίζεται κάτω από 150 εκ. € – όταν κατά τους δικούς μας υπολογισμούς είναι της τάξης των 1,8 δις € ανά 200.000 μετανάστες.
Εκτός των ανωτέρω σημειώνουμε τους ακόλουθους κινδύνους που θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν, όσο αφορά την εκτέλεση του Προϋπολογισμού και τα επόμενα έτη:
(1) Αναδρομικά, Αφορολόγητο, Ηρακλής: Εν προκειμένω, ενδέχεται να δημιουργηθούν επί πλέον δαπάνες για τα παρακάτω:
(α) για τα αναδρομικά συντάξεων που εκτιμώνται σε 2,4-4,8 δις €,(β) για τις μη πραγματοποιηθείσες μειώσεις των συντάξεων που προβλέπονταν στο μεσοπρόθεσμο, ύψους 9 δις € για το 2020-2022,(γ) για τη μη μείωση του αφορολογήτου (άλλα 6 δις € περίπου),(δ) για τις συνέπειες από το πρόγραμμα ΗΡΑΚΛΗΣ, όσον αφορά τις κρατικές εγγυήσεις που τυχόν θα εκπέσουν.
(2) Επιχειρηματικοί κίνδυνοι: Επιπτώσεις από τη χρεωκοπία της Thomas Cook και από μία ενδεχόμενη ύφεση στην Ευρώπη. Δεν θα επηρεάσει τα έσοδα εάν μειωθούν οι αφίξεις και εάν τα εναπομείναντα τουριστικά πρακτορεία ζητήσουν μειωμένες τιμές;
(3) Πτώση των εξαγωγών: Λόγω ύφεσης στην Ευρώπη, εξαιτίας των πρόσφατα επιβληθέντων δασμών από τις ΗΠΑ, στα πλαίσια της εμπορικής διαμάχης με την ΕΕ και φυσικά προς τη Ρωσία λόγω των κυρώσεων – ενώ ενδεχομένως και των εξαγωγών προς την Τουρκία. Πόσο μάλλον όταν ο κίνδυνος ενός παγκοσμίου κραχ είναι δεδομένος.
(4) Αποτυχία στόχων: Τι θα συμβεί αλήθεια, στην περίπτωση που υπάρχουν αρνητικά οικονομικά δεδομένα διεθνώς αλλά και στη χώρα, ειδικά μετά την αύξηση των εμμέσων φόρων κατά περίπου 2 δις € σε σχέση με το μεσοπρόθεσμο και 800 εκ € σε σχέση με το 2019;
(5) Επιτόκια δανεισμού: Θα διατηρηθεί η τάση και για πόσον καιρό, πριν προκληθούν φόβοι για το αξιόχρεο της χώρας, λόγω των υπέρογκων δίδυμων χρεών της ή εάν υπάρξει αστάθεια παγκοσμίως;
Κλείνοντας, ο προϋπολογισμός δεν έχει αναπτυξιακή κατεύθυνση, βασιζόμενος σε ευχολόγια περί αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων – ενώ αν και γίνονται κάποιες προσπάθειες για την υποστήριξη της κοινωνίας μέσω επιδομάτων, δεν είναι αρκετές.
Κατά την άποψη μας, εάν δεν αυξηθεί το ΠΔΕ στα 10 εκ. € για να τονωθεί η ζήτηση, να μειωθεί η ανεργία και να δοθεί ώθηση στον ιδιωτικό τομέα, καθώς επίσης εάν δεν μειωθούν δραστικά οι φόροι, η Ελλάδα θα βαδίζει από το κακό στο χειρότερο. Εύλογα λοιπόν θα τον καταψηφίσουμε, αφού δεν δίνει καμία προοπτική στη χώρα – ενώ στηρίζεται κυρίως στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και στη δήμευση της ιδιωτικής. Δηλαδή, στην αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Ελλάδας που συνεχίζει να παραμένει ανοχύρωτη.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου