MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019

Πολιτικός σεισμός στη Γερμανία

Το AfD δεν θα υπήρχε καθόλου, εάν τα μεγάλα γερμανικά κόμματα, τα ΜΜΕ και η πλειοψηφία των οικονομολόγων της χώρας, είχαν παραδεχθεί από την αρχή τις ευθύνες της Γερμανίας για την κρίση της Ευρωζώνης – ή εάν είχε γίνει σαφές στον πληθυσμό πως η αρχική γερμανική νομισματική ένωση, όπου μεταξύ άλλων υπερτιμήθηκε το ανατολικό μάρκο και ξεπουλήθηκαν τα πάντα, απέτυχε λόγω των μακροοικονομικών λαθών του γερμανικού δυτικού «κατεστημένου» και όχι των ξένων δυνάμεων που δήθεν εμπόδιζαν την ένωση των δύο Γερμανιών, κατά το μύθο που προωθήθηκε και επικράτησε.

Ως εκ τούτου, το AfD είναι το τέκνο του γερμανικού ψέματος, λόγω του οποίου άνοιξε το κουτί της Πανδώρας και επέστρεψε ο ριζοσπαστικός εθνικισμός στη Γερμανία – ενώ οι ανάλογες εξελίξεις σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης, είναι κυρίως το παιδί της αποτυχίας του ευρώ (αλλά και της μεταναστευτικής πολιτικής). Μία αποτυχία που έχει καταδικάσει αρκετά κράτη, κυρίως την Ελλάδα, στην οδυνηρή μοίρα της Ανατολικής Γερμανίας – όπου δυστυχώς οι Έλληνες δεν έχουν συνειδητοποιήσει τι τους περιμένει ακόμη.

Ανάλυση

Η εξέλιξη της Ανατολικής Γερμανίας έχει πολλά κοινά με την εξέλιξη της Ελλάδας, ειδικά μετά την υπαγωγή της στο ΔΝΤ/Τρόικα – σημειώνοντας πως στις πρόσφατες εκλογές ο μεγάλος κερδισμένος ήταν η ακραία νεοφιλελεύθερη και εθνικιστική AfD, με +11% στο Βρανδεμβούργο και +18% στη Σαξονία! Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε ως «πολιτικός σεισμός», σημειώνοντας πως η Αριστερά (DIE LINKE) έχασε δύο φορές 8%, η δεξιά (CDU) δύο φορές 7%, οι σοσιαλιστές (SPD) δύο φορές περί το 5% φτάνοντας στη Σαξονία μόλις στο 7,7% θυμίζοντας ΠΑΣΟΚ, ενώ οι φιλελεύθεροι (FDP) και οι Πράσινοι κέρδισαν ελάχιστα – όπου όμως οι φιλελεύθεροι δεν κατάφεραν να υπερβούν το φράγμα του 5% για να μπουν στη Βουλή.

Μία τόσο μεγάλη επιτυχία ενός ριζοσπαστικού εθνικιστικού κόμματος που επικεντρώνεται στο πρόγραμμα του σε δύο βασικά σημεία, (α) στο μεταναστευτικό και (β) στην έξοδο από την Ευρωζώνη, τεκμηριώνει αυτό που η πρώην δυτική Γερμανία δεν θέλει να καταλάβει: πως η γερμανική ένωση απέτυχε, επειδή δεν δόθηκε καμία σημασία στις ευαισθησίες και στις οικονομικές προοπτικές των Ανατολικογερμανών. Λόγω του ότι δηλαδή τους μετέτρεψε σε «αδικημένους» που συμπεριφέρονται όπως είναι αναμενόμενο από αδικημένους – επιλέγοντας ένα κόμμα που ισχυρίζεται πως είναι εναντίον του κατεστημένου (κάτι που στην πραγματικότητα δεν ισχύει). Όλα αυτά παρά τα τεράστια προγράμματα στήριξης, υπενθυμίζοντας τα λόγια ενός Γερμανού που συνέκρινε την Ελλάδα με την Ανατολική Γερμανία, σύμφωνα με τον οποίο τα εξής:
"Οι δυτικές κυβερνήσεις και το ΔΝΤ αγοράζουν χρόνο, κάτι που δεν σας βοηθάει καθόλου. Η Ελλάδα χρειάζεται μία πραγματική λύση, αφού δεν είναι συνετό να καταπολεμάς μία κρίση χρέους με τεράστια, νέα χρέη...... Οι Γερμανοί αποφασίσαμε στην ενοποίηση ότι, δεν έχει νόημα να μειώνεις συνεχώς τις δαπάνες και να αυξάνεις τους φόρους. Επενδύσαμε πολύ, περί τα 150 δις € ετησίως για δέκα χρόνια και αυξήσαμε τις εργατικές αμοιβές στην ανατολική Γερμανία. Είχαμε πολύ καλά αποτελέσματα" (G. Steingart – Handelsblatt, πηγή).
Επειδή ασφαλώς προκαλούν εντύπωση τα λόγια του, κυρίως το 1,5 τρις € που επένδυσε η πρώην δυτική Γερμανία στην Ανατολική χωρίς επιτυχία τελικά, οφείλει να σημειώσει κανείς πως τα προγράμματα απέτυχαν, επειδή τα χρήματα αυτά ουσιαστικά επέστρεψαν στη Δυτική – κατά κάποιον τρόπο όπως τα ΕΣΠΑ και οι κοινοτικές επιχορηγήσεις της ΕΕ στη χώρα μας που χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για εισαγωγές ή για έργα που εκτέλεσαν ξένοι. Επίσης όπως τα δάνεια που δόθηκαν στην Ελλάδα μετά το 2010, έναντι θηριωδών ανταλλαγμάτων και καταστροφικών μέτρων λιτότητας, με τα οποία διασώθηκαν στην πραγματικότητα οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες – ενώ υποθηκεύτηκε ολόκληρη η χώρα και σήμερα λεηλατείται κυρίως από τους Ευρωπαίους.

Περαιτέρω, είναι γνωστό πως η Α. Γερμανία λεηλατήθηκε από τις δυτικές εταιρείες, με τη βοήθεια της TREUHAND – μίας παραλλαγής κατά κάποιον τρόπο της Τρόικα, η οποία ξεπουλούσε τα περιουσιακά στοιχεία των ανατολικογερμανών έναντι «πινακίου φακής». Έτσι αυτό που απέμεινε στην περιοχή, ήδη από το 2000, ήταν οι πολύ χαμηλοί μισθοί, το μειωμένο επίπεδο ζωής, οι περιορισμένες παραγωγικές επενδύσεις και τελικά η προφανής απουσία επενδυτών που συνεχίζεται έως σήμερα – όπου δεν αντιλαμβάνεται κανείς τα εξής:

«Στις αρχές της ένωσης, το «brain drain» ήταν περιορισμένο – επειδή και στη Δύση η οικονομική κατάσταση δεν εξελισσόταν καθόλου καλά, ενώ η ανεργία είχε φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ. Ενώ όμως μετά το 2000, με την είσοδο της Γερμανίας στην Ευρωζώνη και με την ύπουλη πολιτική της του μισθολογικού dumping που της επέτρεπε να απομυζεί τους εταίρους της η ανεργία στη Δύση άρχισε να μειώνεται σταδιακά, στην Ανατολική πλευρά παρέμεινε πολύ υψηλή – ενώ δεν αυξήθηκε το πραγματικό εισόδημα περαιτέρω, ούτε το ΑΕΠ, επειδή ένας μεγάλος αριθμός νέων με υψηλά προσόντα μετανάστευσε στη δυτική Γερμανία ή σε άλλες χώρες της Δύσης (μας θυμίζει κάτι ανάλογο στην Ελλάδα;).

Εν τούτοις, το κράτος είχε ακόμη τα εργαλεία στα χέρια του, για να εμποδίσει τις εκροές του ανθρώπινου κεφαλαίου – αρκεί να έδινε το μήνυμα πως θα στηρίξει την άνοδο της Α. Γερμανίας και ότι θα δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες, μέσω της αύξησης των επενδύσεων στη βιομηχανία. Αντί να το κάνει όμως αυτό, απαίτησε μία πολιτική λιτότητας που ήταν συνώνυμη με τη δήλωση χρεοκοπίας της – με αποτέλεσμα να κλείσει το παράθυρο που είχε δημιουργηθεί, για τη διάσωση μίας περιοχής που είχε καταστραφεί από τα 50 χρόνια της εφαρμογής της σοβιετικής πολιτικής.

Τέτοιες ευκαιρίες υπάρχουν μία μόνο φορά – όπου είτε τις εκμεταλλεύεται κανείς, είτε χάνονται «άπαξ και δια παντός» (όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου η καταπολέμηση των προβλημάτων της έπρεπε να συμβεί τα πρώτα τρία χρόνια: λήψη σωστών μέτρων στο πρώτο, ωρίμανση τους στο δεύτερο και απόδοση στο τρίτο). Όποιος επιλέγει τη μείωση των δημοσίων δαπανών και την αύξηση των φόρων για να οδηγήσει μία υπερχρεωμένη οικονομία στην έξοδο από μία κρίση, δεν ελαφρύνει τις επόμενες γενιές – αντίθετα, τις επιβαρύνει με έναν εξωφρενικό τρόπο, επειδή «καίει» την ευκαιρία της χώρας και των Πολιτών της να σταθούν στα δικά τους πόδια«.

Με κριτήριο τώρα τα παραπάνω, ήταν φυσιολογική η άνοδος του AfD στην Ανατολική Γερμανία – η πολιτική του οποίου τείνει προς τον εθνικοσοσιαλισμό, χωρίς να είναι ακόμη ξεκάθαρη η ενδεχομένως ακραία ιδεολογία του, παρά μόνο η ριζοσπαστική εθνικιστική. Ως βασική αιτία πάντως θεωρείται το ότι, οι ανατολικογερμανοί αισθάνονται εξαπατημένοι και από δύο νομισματικές ενώσεις – από αυτήν της Δ. Γερμανίας με την Ανατολική στην αφετηρία της ένωσης, καθώς επίσης από την ευρωπαϊκή. Εύλογα δε κατηγορούν «τους άλλους» για τα δεινά τους, αφού μόνο έτσι είναι υποφερτή η ζωή τους – όπως σήμερα αρκετοί Έλληνες το ευρώ.

Δεν συμβαίνει όμως μόνο με αυτούς αλλά και με τους δυτικογερμανούς, οι οποίοι κατηγορούν επίσης «τους άλλους» (την Ελλάδα, το νότο κοκ.) για τις δυσκολίες τους – χωρίς να θέλουν να καταλάβουν πως η Γερμανία έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη, όσον αφορά την ευρωπαϊκή κρίση, (α) με τις ανόητες συμβάσεις που δρομολόγησε (Μάαστριχτ) και (β) με τη μαζική παραβίαση της λογικής μίας νομισματικής ένωσης, μεταξύ άλλων με την πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα που εφάρμοσε ύπουλα μετά το 2000.

Η αποτυχία της Ευρωζώνης

Συνεχίζοντας, ο κίνδυνος να εξελιχθεί η AfD σε ένα ναζιστικό κόμμα, όπως επίσης αρκετά άλλα αντίστοιχα κόμματα σε ακροδεξιά σε ολόκληρη την Ευρώπη, είναι πολύ μεγάλος – ενώ οφείλεται ξεκάθαρα στην αποτυχημένη «κατασκευή» της νομισματικής ένωσης, όπου το ευρώ θεωρείται θνησιγενές, λόγω των τρομακτικών ελαττωμάτων του (ανάλυση). Εν προκειμένω έχει ενδιαφέρον το παράδειγμα ενός Γερμανού οικονομολόγου (Flasbek), σύμφωνα με το οποίο τα εξής:

«Υποθετικά είσαστε ένας επιχειρηματίας και αγοράσατε ένα πανάκριβο μηχάνημα – όπου όμως, όταν τοποθετήσατε το θαύμα της τεχνολογίας στο εργοστάσιο σας και το θέσατε σε λειτουργία, διαπιστώσατε εσείς και οι τεχνικοί σας πως δεν δουλεύει ως όφειλε. Μετά από πρόβες και διάφορα τεστ, οι τεχνικοί σας βρήκαν το λάθος και επιδιόρθωσαν το μηχάνημα – με αποτέλεσμα να λειτουργεί τέλεια.

Εν τούτοις, υπάρχει ένα πρόβλημα: στο συμβόλαιο που υπογράψατε με τον κατασκευαστή του μηχανήματος, αναφέρεται ξεκάθαρα πως ο πελάτης δεν επιτρέπεται να αλλάξει μόνος του απολύτως τίποτα στο μηχάνημα, χωρίς να χάσει την εγγύηση. Βρίσκεστε επομένως στη δυσάρεστη θέση να αποφασίσετε εάν θα συνεχίσετε να δουλεύετε με ένα καλό μηχάνημα, χωρίς όμως την εγγύηση του κατασκευαστή, ή αν θα επαναφέρετε το μηχάνημα στην προηγούμενη κακή του κατάσταση, διατηρώντας την εγγύηση του.

Ως προσεκτικός, συνετός επιχειρηματίας επικοινωνείτε με τον προμηθευτή, λέγοντας του πως το μηχάνημα δεν λειτουργεί καλά, αλλά μπορεί να επιδιορθωθεί – όπου όμως ο κατασκευαστής ισχυρίζεται πως το μηχάνημα, έτσι όπως σας το προμήθευσε, λειτουργεί τέλεια. Ακόμη χειρότερα σας κατηγορεί πως το πρόβλημα δημιουργήθηκε μετά την επέμβαση των τεχνικών σας – ενώ σας απειλεί με αγωγή λόγω παραβίασης της σύμβασης και απαιτεί την άμεση επιστροφή του μηχανήματος. Σε μία τέτοια περίπτωση, οι περισσότεροι άνθρωποι θα επέστρεφαν στο εργοστάσιο τους και θα έθεταν σε λειτουργία το επιδιορθωμένο μηχάνημα – παραιτούμενοι από οποιαδήποτε εγγύηση του«.

Ακριβώς αυτό συμβαίνει με την Ευρωζώνη – η οποία, υπό τη γερμανική ηγεσία, επεξεργάσθηκε στις αρχές της δεκαετίας ένα συμβόλαιο που ήταν εντελώς ακατάλληλο και ανεπαρκές για τις απαιτήσεις μίας νομισματικής ένωσης. Το κορυφαίο ελάττωμα του ήταν ο καθορισμός του ρόλου της λειτουργίας της κεντρικής τράπεζας – η οποία είχε αποκλειστικά και μόνο την ευθύνη να εφαρμόσει σωστά ορισμένες τεχνοκρατικές προδιαγραφές, με μοναδικό στόχο τη σταθερότητα του νομίσματος μέσω της καταπολέμησης του πληθωρισμού.

Στην πραγματικότητα τώρα η πολιτική της ΕΚΤ είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την οικονομική ανάπτυξη ή ύφεση – ενώ, παρά το ότι δεν τη σεβάσθηκε η Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του 2000 με στόχο την επίλυση των δικών της προβλημάτων (ανάλυση), θυσιάζοντας ουσιαστικά κυρίως τις χώρες του νότου και οδηγώντας τες στην υπερχρέωση, απαιτεί από όλα τα άλλα κράτη την πιστή εφαρμογή της. Εκτός αυτού η ΕΚΤ υποχρεώνεται να δρα εξαιρετικά επιθετικά, να εκβιάζει τα κράτη-μέλη και να προβαίνει σε παράνομες ενέργειες, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας το 2015 – επειδή δεν έχει στη διάθεση της τα υπόλοιπα εργαλεία και ειδικά τη δημοσιονομική πολιτική, ενώ πιέζεται από τη Γερμανία.

Το γεγονός αυτό δεν θέλουν να το παραδεχθούν οι υπεύθυνοι της Γερμανίας, όπως ο κατασκευαστής του μηχανήματος στο ανωτέρω παράδειγμα, υπερασπιζόμενοι το ελαττωματικό συμβόλαιο με νύχια και με δόντια – ενώ, παρά το ότι υπάρχει μία τεράστια διαφορά μεταξύ του συμβολαίου και της εφαρμογής του (μετά το 2012 κυρίως) από την ΕΚΤ, με αποτέλεσμα να προβοκάρονται συνεχώς νέες αγωγές εναντίον της στα ανώτατα δικαστήρια, δεν δρομολογούνται συζητήσεις με τα άλλα κράτη για τις απαραίτητες «επιδιορθώσεις».

Ενδεχομένως επειδή η καγκελάριος πιστεύει πως θα συνεχίσει με τη βοήθεια του η χώρα της να ζει εις βάρος των άλλων – κάτι που δεν πρόκειται να συμβαίνει επ’ αόριστον, αφού ήδη η οικονομική της ανάπτυξη υποχωρεί (εύλογα αφού υπερχρέωσε τους πελάτες της-μέλη του ευρώ απομυζώντας τους, οπότε δεν είναι σε θέση πια να την πληρώνουν), έχουν δημιουργηθεί μεγάλες φούσκες στο εσωτερικό της (άνοδος των τιμών των ακινήτων με αποτέλεσμα την αύξηση των ενοικίων που απορροφούν πλέον το 50% των μισθών των εργαζομένων), κινδυνεύει με χρεοκοπία η Deutsche Bank, κορυφώθηκαν οι εισοδηματικές ανισορροπίες και αυξήθηκε σε μεγάλο βαθμό η πολιτική αστάθεια.

Σε κάθε περίπτωση, η αντίληψη με βάση τη μονεταριστική θεωρία, σχετικά με μία εντελώς ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα, αποσυνδεδεμένη από την υπόλοιπη οικονομική πολιτική, έχει πλέον «κονιορτοποιηθεί», μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την ευρωπαϊκή κρίση χρέους του 2010 – όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά σε ολόκληρο τον πλανήτη, με τη μαζική επέμβαση των κεντρικών τραπεζών στην οικονομία και με την εκτύπωση συνεχώς νέων χρημάτων.

Εκτός αυτού η Γερμανία ήταν εκείνη η χώρα που με το μισθολογικό dumping της στις αρχές της δεκαετίας του 2000 «φύτεψε» τον αποπληθωρισμό στην Ευρώπη – ο οποίος αποτελεί το μεγαλύτερο οικονομικό εφιάλτη.

Ο αποπληθωρισμός αυτός αναγκάζει την ΕΚΤ να δρομολογεί την επιθετική νομισματική πολιτική των μηδενικών επιτοκίων και των αλλεπάλληλων QE – ενώ, επειδή μία ενεργητική δημοσιονομική πολιτική (αύξηση των δημοσίων δαπανών, μείωση των φόρων) είναι «απαγορευμένος καρπός» στις ελλειμματικές χώρες, ολόκληρο το βάρος της ανάπτυξης συσσωρεύεται στους ώμους της ΕΚΤ. Είναι όμως αδύνατον να καταφέρει, λόγω της πολιτικής λιτότητας και των αποπληθωριστικών μισθών, να επιτύχει ανάπτυξη και να ομαλοποιήσει τον πληθωρισμό – οπότε το ευρωπαϊκό οικονομικό τραίνο απειλείται με έναν καταστροφικό εκτροχιασμό που δεν θα αφήσει αλώβητο κανένα κράτος.

Την ίδια στιγμή σχεδόν όλα τα γερμανικά κόμματα (εκτός από την Αριστερά), αλλά και τα ΜΜΕ, ενοχοποιούν την ΕΚΤ και τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου για την κρίση – κρύβοντας επιμελώς τις τεράστιες ευθύνες της Γερμανίας, τις οποίες όμως δεν θα αποφύγει να πληρώσει, όπως τόσες φορές στο παρελθόν. Λογικά πάντως επηρεάζονται ανάλογα οι Γερμανοί Πολίτες, οι οποίοι πιστεύουν αυτά που τους λένε τόσο τα κόμματα, όσο και τα ΜΜΕ.

Η ερμηνεία της ανόδου του AfD

Περαιτέρω, τα ψέματα των γερμανικών κομμάτων, καθώς επίσης των ΜΜΕ, σχετικά με τις μη ευθύνες της χώρας για τα προβλήματα της Ευρωζώνης, δεν επεξηγούν επαρκώς την κατακόρυφη άνοδο του AfD στην Α. Γερμανία – υπενθυμίζοντας πως η κυβέρνηση που δρομολόγησε την ένωση των δύο Γερμανιών, υπό τον τότε πρόεδρο Kohl (CDU, FDP), είχε υποσχεθεί στους ανατολικογερμανούς την ευημερία τους, μεταξύ άλλων με τη γρήγορη κάλυψη της απόστασης τους από τη Δυτική.

Με απλά λόγια, τους υποσχέθηκε η κυβέρνηση πως οι δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς που απελευθερώθηκαν μετά την ένωση, θα φρόντιζαν έτσι ώστε να μην υπάρχει μία οικονομικά καθυστερημένη περιοχή, σε μεσοπρόθεσμη χρονική περίοδο – υποσχέσεις που ακούγονται και στην Ελλάδα, από την καινούργια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της που θεωρεί πως οι ιδιωτικοποιήσεις, το ξεπούλημα δηλαδή των πάντων, θα είναι αρκετό για να αυξηθεί βιώσιμα ο ρυθμός ανάπτυξης στο 4%.

Αυτό που συνέβη όμως μέσω της TREUHAND, η οποία δρομολόγησε την «απελευθέρωση των υγιών δυνάμεων της αγοράς» εκποιώντας τα πάντα σε εξευτελιστικές τιμές, ήταν η άνοδος της ανεργίας, η καταστροφή θέσεων εργασίας, καθώς επίσης η ατελείωτη παραμονή του μισθολογικού επίπεδου της Α. Γερμανίας κάτω από τη Δυτική. Εκτός αυτού μία προβληματική οικονομική δομή που δημιουργήθηκε από τις μεγάλες δυτικές εταιρείες, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της αυτοπεποίθησης ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού – ένα θανατηφόρο μείγμα δηλαδή, καταστροφικό για τις προοπτικές της περιοχής.

Λογικά λοιπόν οι ανατολικογερμανοί αναρωτιούνταν σχετικά με το ποιός είναι υπεύθυνος – καθώς επίσης γιατί η οικονομία τους δεν λειτούργησε τόσο καλά, όσο στη Δύση. Επειδή τώρα δεν καταλάβαιναν πως οι δυνάμεις της αγοράς, με τον τρόπο που τις απελευθέρωσε η κυβέρνηση Kohl, δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν καθόλου, αναζητούσαν άλλες ερμηνείες – όπως εάν δεν ήταν οι ίδιοι σε θέση να δραστηριοποιηθούν αποτελεσματικά στο νέο σύστημα ή εάν το πρόβλημα οφειλόταν σε εξωτερικούς παράγοντες.

Αμέσως μετά ακολούθησε η ευρωπαϊκή κρίση χρέους, οπότε βρέθηκε ο δήθεν ένοχος: η Ελλάδα και οι υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού νότου οι οποίες, σύμφωνα με τα δυτικογερμανικά ΜΜΕ, είχαν ως μοναδικό στόχο τους να απομυζήσουν την υγιή, ισχυρή και επιτυχημένη Γερμανία. Μεταξύ άλλων με την παγίδα του Target 2, με την επίθεση στις αποταμιεύσεις των Γερμανών μέσω των μηδενικών επιτοκίων της ΕΚΤ, με τη δήμευση των γερμανών καταθετών καλύτερα, με τα δάνεια των μνημονίων στις άλλες χώρες κλπ.

Λογικά επομένως, όταν ιδρύθηκε το αντιευρωπαϊκό κόμμα του AfD το 2013, από έναν συντηρητικό οικονομολόγο και πολέμιο του ευρώ (B. Lucke), βρέθηκε ο κατάλληλος πολιτικός χώρος στην Α. Γερμανία – ενώ όταν το ίδιο κόμμα το 2015 τοποθετήθηκε επί πλέον εναντίον των μεταναστών, ταίριασε ακόμη περισσότερο στη θεωρεία τους περί της ενοχής «των άλλων» για τη δική τους μιζέρια.

Ο πραγματικός ένοχος βέβαια της εξέλιξης αυτής είναι η γερμανική βιομηχανική και εμπορική ελίτ – η οποία είναι ο μεγάλος κερδισμένος της πολιτικής της γερμανικής κυβέρνησης στην Ευρώπη και της μετατροπής της σε γερμανική, με αποτέλεσμα να αναβιώσει το φάντασμα του γερμανικού ναζισμού. Αντίθετα, ο μεγάλος χαμένος είναι η πλειοψηφία των Γερμανών – οι οποίοι κατηγορούνται επί πλέον, σχεδόν από όλες τις άλλες χώρες, για το ναζιστικό παρελθόν τους.

Επίλογος

Συμπερασματικά λοιπόν το AfD δεν θα υπήρχε καθόλου, εάν τα μεγάλα γερμανικά κόμματα, τα ΜΜΕ και η πλειοψηφία των οικονομολόγων της χώρας, είχαν παραδεχθεί από την αρχή τις ευθύνες της Γερμανίας για την κρίση της Ευρωζώνης – ή εάν είχε γίνει σαφές στον πληθυσμό πως η αρχική γερμανική νομισματική ένωση, όπου μεταξύ άλλων υπερτιμήθηκε το ανατολικό μάρκο και ξεπουλήθηκαν τα πάντα, απέτυχε λόγω των μακροοικονομικών λαθών του γερμανικού δυτικού κατεστημένου και όχι των ξένων δυνάμεων που εμπόδιζαν την ένωση των δύο Γερμανιών, κατά το μύθο που προωθήθηκε και επικράτησε.

Ως εκ τούτου, το AfD είναι το τέκνο του γερμανικού ψέματος, λόγω του οποίου άνοιξε το κουτί της Πανδώρας και επέστρεψε ο ριζοσπαστικός εθνικισμός στη Γερμανία – ενώ οι ανάλογες εξελίξεις σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης, είναι κυρίως το παιδί της αποτυχίας του ευρώ (αλλά και της μεταναστευτικής πολιτικής). Μία αποτυχία που έχει καταδικάσει αρκετά κράτη, κυρίως την Ελλάδα, στην οδυνηρή μοίρα της Ανατολικής Γερμανίας – όπου δυστυχώς οι Έλληνες δεν έχουν συνειδητοποιήσει τι τους περιμένει ακόμη.

Βιβλιογραφία: Steingart, Flasbek

Πηγή : https://analyst.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου