Δεν θα πάψουμε να τονίζουμε πως μετά από μερικά χρόνια το 90% των Ελλήνων θα είναι Πολίτες τρίτης κατηγορίας της Ευρώπης, θα εργάζονται με μισθούς πείνας, μεταξύ άλλων σε ειδικές οικονομικές ζώνες και με ανταγωνιστές τους εξαθλιωμένους μετανάστες που θα πλημμυρίσουν τη χώρα, θα έχουν χάσει όλα τους τα περιουσιακά στοιχεία και δεν θα ανήκει πια τίποτα ούτε σε αυτούς, ούτε στο κράτος τους – όπως συμβαίνει σε όλες τις αποικίες χρέους. Όσον αφορά την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, θα εξαρτηθεί από τα συμφέροντα των ξένων και ειδικά των Γερμανών – οι οποίοι συμπεριφέρονται ανελέητα στα θύματα τους, αφού προηγουμένως τα υποχρεώσουν να σκύψουν δουλικά το κεφάλι. Όταν βέβαια πεισθούν οι Έλληνες, διαπιστώνοντας πως η χώρα τους θα κατοικείται από 5-6 εκ. Πακιστανούς, Αφγανούς, Αφρικανούς κοκ., ενώ οι ίδιοι θα αποτελούν μία εξαθλιωμένη μειονότητα που δεν θα της ανήκει τίποτα, ζώντας ως θλιβεροί μετανάστες στην ίδια τους τη χώρα, με εξαίρεση βέβαια την εγχώρια ελίτ όπως την εποχή της Τουρκοκρατίας, θα είναι πολύ αργά.
Ανάλυση
Η νέα ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει, όπως η προηγούμενη, να στηρίζει την επιβαλλόμενη έξωθεν «παραγωγή» πρωτογενών (=προ τόκων) πλεονασμάτων στον προϋπολογισμό τα οποία, λόγω του θηριώδους ύψους τους (άνω του 3,5% του ΑΕΠ) είναι στην ουσία δημοσιονομικά (=μετά τόκων). Ισχυρίζεται βέβαια πως σχεδιάζει να ζητήσει τη μείωση τους, αλλά δεν εξηγεί, υποθέτοντας πως το γνωρίζει, τη ζημία που προκαλούν στους Έλληνες, η οποία βασίζεται στο εξής:
«Στην πραγματικότητα τα δημόσια ελλείμματα αυξάνουν τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία του μη κρατικού τομέα μίας χώρας, ενώ τα πλεονάσματα τα μειώνουν. Με απλά λόγια, τα ελλείμματα* του προϋπολογισμού δημιουργούν πλούτο στους Πολίτες ενώ, αντίθετα, τα πλεονάσματα καταστρέφουν τον ιδιωτικό πλούτο – κάτι που μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε εμπειρικά στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων από την εκτόξευση του κόκκινου ιδιωτικού χρέους στο 180% του ΑΕΠ ή πάνω από 330 δις € (επίπεδο μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία), από σχεδόν αμελητέο το 2010. Επίσης από την κατακόρυφη άνοδο των κατασχέσεων και των πλειστηριασμών, από τις δεκάδες χιλιάδες χρεοκοπίες των επιχειρήσεων κοκ.»
Επειδή όμως δεν είναι σωστό να στηριζόμαστε στην εμπειρία, θα το ερμηνεύσουμε με τη βοήθεια της μηχανικής της οικονομικής ισορροπίας – ξεκινώντας από το γνωστό μας βασικό τύπο υπολογισμού του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ, GDP) με την εξίσωση (1) από την πλευρά της ζήτησης:
(1) GDP = C + I + G + (X–M),
όπου το C είναι η ιδιωτική κατανάλωση, το I οι ιδιωτικές επενδύσεις, το G η δημόσια κατανάλωση και οι δημόσιες επενδύσεις, το X οι εξαγωγές και το M οι εισαγωγές (X–M το εμπορικό ισοζύγιο).
Εάν ολοκληρώσει τώρα κανείς τη διαφορά των εξαγωγών (Χ) και των εισαγωγών (Μ) εμπορευμάτων και υπηρεσιών με τις ροές καθαρών εισοδημάτων σε ξένο νόμισμα (FNI), δηλαδή εάν προστεθεί στο ΑΕΠ της πρώτης εξίσωσης το υπόλοιπο του πρωτογενούς εισοδήματος από τις άλλες χώρες (=το ΑΕΠ αφαιρουμένου του πρωτογενούς εισοδήματος που εκρέει από το εσωτερικό προς το εξωτερικό και προστιθεμένου του πρωτογενούς εισοδήματος που εισρέει από το εξωτερικό – όπου εδώ το πρωτογενές εισόδημα συμπεριλαμβάνει εκτός από τα έσοδα των εργαζομένων από το εξωτερικό κυρίως τους τόκους, τα μερίσματα και τα λοιπά διασυνοριακά έσοδα από περιουσιακά στοιχεία του εξωτερικού), τότε υπολογίζει το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (GNI) – με την ακόλουθη εξίσωση (2):
(2) GNI = C + I + G + (X-M) + FNI
οι επί μέρους συντελεστές της οποίας ερμηνεύονται παραπάνω. Για να βρει κανείς εδώ τα υπόλοιπα των τριών μεγάλων οικονομικών συντελεστών (Κράτος, Ιδιωτικός τομέας, Εξωτερικό), θα πρέπει από τις δύο πλευρές της εξίσωσης (2) να αφαιρέσει τους συνολικούς καθαρούς φόρους (Τ) – όπου Τ είναι οι φόροι, αφαιρουμένων των τόκων και εξόδων. Έτσι καταλήγει στην παρακάτω εξίσωση (3):
(3) GNI – Τ = C + I + G + (X–M) + FNI – Τ
Εάν διαμορφώσει κανείς την παραπάνω εξίσωση (3) μαθηματικά, τότε υπολογίζονται τα χρηματοπιστωτικά υπόλοιπα στην ακόλουθη εξίσωση (4) ως εξής:
(4) (GNI – C – T) – I = (G-T) + (X – M + FNI)
Εν προκειμένω ο όρος (GNI – C – T) αφορά το συνολικό εισόδημα μίας χρονικής περιόδου, αφαιρουμένου του καταναλωμένου ποσού από τα ιδιωτικά νοικοκυριά, καθώς επίσης αφαιρουμένων των καθαρών φόρων που πληρώνονται στο κράτος την ίδια χρονική περίοδο – δηλαδή, αντιπροσωπεύει τις αποταμιεύσεις του εγχωρίου ιδιωτικού τομέα που περιγράφονται με το σύμβολο S.
Η έννοια «αποταμιεύσεις» αφορά εδώ τα εκείνα τα ποσά των εισοδημάτων που δεν χρησιμοποιούνται για κατανάλωση – επομένως τη δημιουργία καθαρών περιουσιακών στοιχείων (=επενδύσεις συν καθαρά χρηματικά περιουσιακά στοιχεία, όπως οι τραπεζικές καταθέσεις). Η λέξη «αποταμιεύσεις» χρησιμοποιείται συχνά στην Οικονομία με μία άλλη σημασία – δηλαδή, για τον ορισμό των καθαρών χρηματικών περιουσιακών στοιχείων, άρα για το πλεόνασμα των εσόδων ενός ατόμου ή μίας επιχείρησης (=για το ποσόν που απομένει, εάν τα έσοδα είναι υψηλότερα από τα έξοδα).
Ως εκ τούτου, για να αποφευχθούν οι παρανοήσεις, οι αποταμιεύσεις με την δεύτερη παραπάνω σημασία τους, θα αποκαλούνται «καθαρές αποταμιεύσεις» – σε αντίθεση με τη λέξη «αποταμιεύσεις» (S), που θα χρησιμοποιείται για το σύνολο των καθαρών περιουσιακών στοιχείων, ένα μέρος των οποίων είναι οι καθαρές (=χρηματικές) αποταμιεύσεις.
Περαιτέρω, η αριστερή πλευρά της εξίσωσης (4) συνολικά, δηλαδή η (GNI – C – T) – I ή (S-I) αφού το S = GNI – C – T, αφορά τις «καθαρές αποταμιεύσεις» του εγχωρίου ιδιωτικού τομέα (= νοικοκυριά και επιχειρήσεις) – επομένως περιγράφει τα χρηματοπιστωτικά υπόλοιπα του εγχωρίου ιδιωτικού τομέα. Το υπόλοιπο αυτό είναι θετικό, όταν ο συγκεκριμένος τομέας ξοδεύει σε μία χρονική περίοδο λιγότερα από όσα εισπράττει – ενώ είναι αρνητικό όταν συμβαίνει το αντίθετο.
Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα πλεόνασμα εσόδων, το οποίο ονομάζεται επίσης «χρηματοπιστωτικό πλεόνασμα» – ενώ στη δεύτερη ένα πλεόνασμα εξόδων (=χρηματοπιστωτικό έλλειμμα). Ως εκ τούτου, ο εγχώριος ιδιωτικός τομέας έχει ένα χρηματοπιστωτικό πλεόνασμα όταν το διαθέσιμο εισόδημα του (=GNI-T) είναι μεγαλύτερο από τα καταναλωτικά του έξοδα και από τα επενδυτικά αγαθά που αγοράζει – ενώ έχει χρηματοπιστωτικό έλλειμμα όταν συμβαίνει το αντίθετο.
Από τύπο τώρα G-T (θυμίζουμε πως G είναι η δημόσια κατανάλωση και οι δημόσιες επενδύσεις, ενώ Τ οι φόροι, αφαιρουμένων των τόκων και εξόδων) καθορίζονται τα χρηματοπιστωτικά υπόλοιπα του κράτους – όπου όταν G>T, όταν δηλαδή οι δημόσιες δαπάνες είναι υψηλότερες από τις καθαρές εισπράξεις φόρων, αναφερόμαστε σε κρατικά ελλείμματα του προϋπολογισμού και όταν G<T σε πλεονάσματα.
Σε τελική ανάλυση τώρα, ο μαθηματικός τύπος (X – M + FNI) περιγράφει τα εξωτερικά χρηματοπιστωτικά υπόλοιπα – τα οποία ονομάζονται συνήθως υπόλοιπα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (CAB). Για να είμαστε ακριβείς, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών συμπεριλαμβάνει εκτός από το εμπορικό ισοζύγιο, της υπηρεσίες και τα πρωτογενή εισοδήματα, επίσης τα δευτερογενή εισοδήματα – δηλαδή τις τακτικές πληρωμές χωρίς αναγνωρίσιμες «επιδόσεις» της αντίθετης πλευράς (όπως είναι οι πληρωμές του κράτους σε διεθνείς οργανώσεις τύπου ΟΗΕ, σε παροχή βοήθειας προς τις αναπτυσσόμενες οικονομίες κλπ.) που στην ανάλυση μας, για λόγους απλοποίησης, δεν λαμβάνουμε υπ’ όψιν.
Ένα θετικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (CAB) σημαίνει πως έχουμε πλεόνασμα, ενώ ένα αρνητικό έλλειμμα. Εν προκειμένω, η παραπάνω εξίσωση (4) μπορεί απλουστευμένα να τροποποιηθεί στην ακόλουθη εξίσωση (5):
(5) (S – I) = (G – T) + CAB
Η εξίσωση αυτή μπορεί να διαμορφωθεί ως εξής:
(6) (G – T) = { (S – I) – CAB }
Εν προκειμένω ο όρος { (S – I) – CAB } ευρίσκεται στη δεξιά πλευρά του χρηματοπιστωτικού υπολοίπου του μη κρατικού τομέα – δηλαδή του εγχωρίου ιδιωτικού τομέα και του εξωτερικού τομέα μαζί.
Φαίνεται λοιπόν εύκολα πως ένα χρηματοπιστωτικό έλλειμμα του κράτους (G – T > 0) είναι ισοδύναμο με ένα αντίστοιχα χρηματοπιστωτικό πλεόνασμα του ιδιωτικού (=μη κρατικού) τομέα – ενώ, αντίθετα, ένα χρηματοπιστωτικό πλεόνασμα του κράτους (G – T < 0) είναι ακριβώς ίσο με ένα χρηματοπιστωτικό έλλειμμα του ιδιωτικού τομέα.
Επομένως, όταν ο μη κρατικός τομέας αποταμιεύει καθαρά, δηλαδή όταν πετυχαίνει σε μία χρονική περίοδο ένα χρηματοπιστωτικό πλεόνασμα, το επίπεδο του εθνικού εισοδήματος μπορεί τότε μόνο να διατηρείται σταθερό, όταν το κράτος εξισορροπεί το πλεόνασμα αυτό με ένα ακριβώς ανάλογο έλλειμμα (όταν δηλαδή στην αριστερή πλευρά της εξίσωσης το G είναι υψηλότερο του T ή G>T).
Στην πραγματικότητα, τα κρατικά ελλείμματα είναι η μοναδική πηγή της δημιουργίας καθαρών περιουσιακών στοιχείων εκ μέρους του ιδιωτικού τομέα (των αποταμιεύσεων S, ένα μέρος των οποίων είναι οι χρηματικές). Η αιτία είναι το ότι, όλες οι συναλλαγές μεταξύ των οικονομικών συντελεστών εντός του μη κρατικού τομέα έχουν υπόλοιπο ίσο με το μηδέν.
Οι συναλλαγές αυτές ονομάζονται επίσης «οριζόντιες συναλλαγές», οι οποίες δεν αλλάζουν τα καθαρά χρηματικά περιουσιακά στοιχεία του ιδιωτικού τομέα στο σύνολο του, αφού όταν κάποιος εισπράττει περισσότερα, κάποιος άλλος χάνει – ενώ μόνο οι ονομαζόμενες «κάθετες συναλλαγές», δηλαδή αυτές μεταξύ του κρατικού και του ιδιωτικού τομέα (επομένως οι δημόσιες δαπάνες και οι φόροι) μπορούν να αλλάξουν τα καθαρά χρηματικά περιουσιακά στοιχεία του ιδιωτικού τομέα: να τα αυξήσουν ή να τα μειώσουν.
Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ πως ο ιδιωτικός ή, καλύτερα, ο μη κρατικός τομέας συμπεριλαμβάνει τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις, τις εμπορικές τράπεζες και το εξωτερικό – ενώ ο κρατικός τομέας αποτελείται από το υπουργείο οικονομικών και από την κεντρική τράπεζα.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, για επεξηγηματικούς λόγους υποθέτουμε απλοποιημένα πως μία χώρα έχει ένα ισοσκελισμένο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών (CAB = 0), καθώς επίσης, ως αποτέλεσμα των αυξανομένων κρατικών δαπανών, ένα έλλειμμα στον προϋπολογισμό της (G – T > 0). Σε αυτήν την περίπτωση ο ιδιωτικός της τομέας είναι αυτός που επιτυγχάνει την καθαρή αύξηση των χρηματικών περιουσιακών του στοιχείων – όπως διαπιστώνεται εύκολα από την εξίσωση (6).
Αντίθετα, όταν ξανά με ένα ισοσκελισμένο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών ο κρατικός προϋπολογισμός είναι πλεονασματικός, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα (αν και το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών γίνεται ξανά αρνητικό, επειδή η εσωτερική υποτίμηση έχει σταματήσει και δεν διενεργούνται επενδύσεις, οπότε χάνεται ξανά η όποια ανταγωνιστικότητα είχαν αποκτήσει τα ελληνικά προϊόντα και οι υπηρεσίες, γράφημα), τότε μειώνονται τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία του ιδιωτικού τομέα – οπότε τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια, προέρχονται από τα ελλείμματα του ιδιωτικού τομέα.
Αντίθετα, όταν ξανά με ένα ισοσκελισμένο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών ο κρατικός προϋπολογισμός είναι πλεονασματικός, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα (αν και το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών γίνεται ξανά αρνητικό, επειδή η εσωτερική υποτίμηση έχει σταματήσει και δεν διενεργούνται επενδύσεις, οπότε χάνεται ξανά η όποια ανταγωνιστικότητα είχαν αποκτήσει τα ελληνικά προϊόντα και οι υπηρεσίες, γράφημα), τότε μειώνονται τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία του ιδιωτικού τομέα – οπότε τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια, προέρχονται από τα ελλείμματα του ιδιωτικού τομέα.
Με απλά λόγια, μεταφέρονται τα περιουσιακά στοιχεία/εισοδήματα του ιδιωτικού τομέα στο κράτος και από εκεί στους δανειστές – οπότε από τη μία πλευρά πληρώνουν πανάκριβα τα κρατικά πλεονάσματα οι Έλληνες, ενώ από την άλλη συνεχίζει να αυξάνεται το χρέος αφού τα πλεονάσματα οδηγούνται στους δανειστές, παρά το θηριώδες ξεπούλημα των δημοσίων επιχειρήσεων.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν βέβαια πως το κράτος μπορεί να αυξάνει τα ελλείμματα* του προϋπολογισμού του κατά το δοκούν – έτσι ώστε να αυξάνονται τα καθαρά χρηματικά περιουσιακά στοιχεία των Πολιτών του. Το ανώτατο όριο εν προκειμένω είναι η πλήρης απασχόληση – με την έννοια πως εάν το κράτος αυξήσει τα ελλείμματα του επάνω από αυτήν, τότε οι ονομαστικές δαπάνες του υπερβαίνουν την ικανότητα της οικονομίας να παράγει περισσότερα. Το αποτέλεσμα σε αυτήν την περίπτωση είναι ο πληθωρισμός, όπου αυξάνονται μεν τα εισοδήματα του ιδιωτικού τομέα, αλλά η αύξηση αυτή διαβρώνεται από την άνοδο των τιμών.
Με δεδομένη βέβαια την τεράστια ανεργία στην Ελλάδα, στην οποία πρέπει να συμπεριλάβει κανείς την εκτόξευση της μερικής απασχόλησης, ευρισκόμαστε μακράν από την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης που οφείλει να είναι η νούμερο ένα υποχρέωση μίας κυβέρνησης – οπότε η παραγωγή πλεονασμάτων στον προϋπολογισμό είναι ουσιαστικά μία μηχανή «κονιορτοποίησης» των θέσεων εργασίας, των εισοδημάτων και των περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων.
Στα πλαίσια αυτά, δεν θα πάψουμε να τονίζουμε πως μετά από μερικά χρόνια το 90% των Ελλήνων θα είναι Πολίτες δευτέρας κατηγορίας της Ευρώπης, θα εργάζονται με μισθούς πείνας, μεταξύ άλλων σε ειδικές οικονομικές ζώνες και με ανταγωνιστές τους εξαθλιωμένους μετανάστες που θα πλημμυρίσουν τη χώρα, θα έχουν χάσει όλα τους τα περιουσιακά στοιχεία και δεν θα ανήκει πια τίποτα ούτε σε αυτούς, ούτε στο κράτος τους – όπως συμβαίνει σε όλες τις αποικίες χρέους.
Όσον αφορά την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, θα εξαρτηθεί από τα συμφέροντα των ξένων και ειδικά των Γερμανών – οι οποίοι συμπεριφέρονται συνήθως ανελέητα στα θύματα τους, αφού προηγουμένως τα υποχρεώσουν να σκύψουν δουλικά το κεφάλι. Όταν βέβαια πεισθούν οι Έλληνες, διαπιστώνοντας πως η χώρα τους θα κατοικείται από 5-6 εκ. Πακιστανούς, Αφγανούς, Αφρικανούς κοκ., ενώ οι ίδιοι θα αποτελούν μία εξαθλιωμένη μειονότητα που δεν θα της ανήκει τίποτα, με εξαίρεση βέβαια την εγχώρια ελίτ όπως την εποχή της Τουρκοκρατίας, θα είναι πολύ αργά.
*Σημείωση: Φυσικά τα κρατικά ελλείμματα δεν πρέπει να αυξάνουν τα δημόσια χρέη, κάτι που εξασφαλίζεται όταν ο ρυθμός ανάπτυξης είναι μεγαλύτερος από τα επιτόκια δανεισμού – όπου δυστυχώς κανείς δεν δίνει την απαραίτητη σημασία στην Ελλάδα στο ότι, έχει βυθιστεί ξανά σε αποπληθωρισμό (-0,2%) που αυξάνει αυτόματα τα επιτόκια δανεισμού και στραγγαλίζει την οικονομία.
Βιώσιμη ανάπτυξη πάντως χωρίς εγχώριες επενδύσεις που βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα αλλά προϋποθέτουν ζήτηση, δεν πρόκειται να υπάρξει – εκτός από αυτήν που θα προέλθει από το ξεπούλημα των πάντων, οπότε από τις ξένες επενδύσεις, μέσω των οποίων ευρίσκεται σε εξέλιξη η υφαρπαγή της Ελλάδας. (Βιβλιογραφία: Grunert)
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου