Δεν φτάνει μόνο η εκποίηση της ΔΕΗ, της ΕΥΔΑΠ, της ΕΥΑΘ κοκ., των κοινωφελών δηλαδή επιχειρήσεων που δεν πρέπει ποτέ να ιδιωτικοποιούνται, αλλά η κυβέρνηση δεν πρόκειται να διστάσει να ξεπουλήσει ακόμη και τα εξαιρετικά κερδοφόρα ΕΛΠΕ – στα οποία άλλαξε την επιτυχημένη διοίκηση με την προηγούμενη αποτυχημένη, ενώ αναβάθμισε ως διευθύνοντα σύμβουλο τον πιστό συνεργάτη του κ. Λάτση. Αν και αδιανόητο λοιπόν για ένα κράτος με ενεργειακά αποθέματα να ξεπουλάει μία κερδοφόρα δημόσια επιχείρηση που έχει δικαιώματα στην εξόρυξη υδρογονανθράκων, τις επίσης κερδοφόρες εταιρείες διανομής ή εμπορίας φυσικού αερίου (ΔΕΠΑ, ΔΕΣΦΑ κλπ.), καθώς επίσης τα εξαιρετικά πολύτιμα δίκτυα ηλεκτρισμού του (ΑΔΜΗΕ, ΔΕΔΔΗΕ), η ΝΔ δεν δίνει καμία σημασία – ενδεχομένως όχι μόνο για να εξασφαλίσει τεχνητά το ρυθμό ανάπτυξης που υποσχέθηκε (4%), αλλά και με το αζημίωτο.
Ανάλυση
Όπως ο Ωνάσης δημιούργησε, εξέλιξε καλύτερα το Μονακό στη Γαλλία, έτσι και ο Λάτσης φαίνεται πως σχεδιάζει κάτι ανάλογο στην Ελλάδα: το Ελληνικό. Με τους ουρανοξύστες του, με τα πολυώροφα κτίρια του, με τις πολυτελείς κατοικίες και με το καζίνο του. Φυσικά δεν θα πρόκειται για ένα ανεξάρτητο κράτος, αλλά για μία περιοχή με ειδικές συνθήκες – ενώ η σημερινή κυβέρνηση είναι πρόθυμη να του δώσει «γη και ύδωρ», επιταχύνοντας τις διαδικασίες και διευκολύνοντας τον όπου και όπως μπορεί, για να μην εμποδιστεί το «εμβληματικό» κατά την ίδια έργο από περιβαλλοντικές μελέτες, αρχαιολογικές, σεισμικές ή ότι άλλο.
Εύλογα κατά την άποψη μας, αφού η μοναδική δυνατότητα για να επιτύχει είναι η αύξηση των επενδύσεων – σε μία εποχή που το εμπορικό μας έλλειμμα έχει εκτοξευθεί ξανά στα ύψη υποδηλώνοντας κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας οπότε πιέσεις στο ΑΕΠ, η χώρα έχει βυθιστεί στον αποπληθωρισμό που λειτουργεί αρνητικά στην ανάπτυξη αυξάνοντας τα ήδη δυσθεώρητα δημόσια και ιδιωτικά χρέη, ο τουρισμός υποχωρεί ποσοτικά και ποιοτικά, η Ευρώπη απειλείται με ύφεση που αποτελεί κακό οιωνό για τις εξαγωγές μας με οδηγό τη Γερμανία, το παγκόσμιο εμπόριο υποχωρεί ακατάπαυστα, το BREXIT είναι προ των πυλών, ενώ τόσο η Ισπανία, όσο και η Ιταλία βαδίζουν προς μεγάλες πολιτικές κρίσεις.
Παράλληλα η κυβέρνηση, με βασικό μοχλό τον κ. Χατζηδάκη, απαξιώνει μεθοδικά τις δημόσιες επιχειρήσεις προετοιμάζοντας το ξεπούλημα τους, έτσι ώστε να αυξηθούν οι ξένες επενδύσεις λειτουργώντας θετικά για το ΑΕΠ – βραχυπρόθεσμα φυσικά, αφού έτσι θυσιάζεται το μέλλον των Ελλήνων, το δικό μας και των παιδιών μας δηλαδή στο βωμό του χρέους, καθώς επίσης στην πολιτική της υποτέλειας, των υποκλίσεων και της διεθνούς επαιτείας που ξεκίνησε το 2010.
Δεν φτάνουν δε μόνο η ΔΕΗ, η ΕΥΔΑΠ, η ΕΥΑΘ κοκ., οι κοινωφελείς δηλαδή επιχειρήσεις που δεν πρέπει ποτέ να ιδιωτικοποιούνται, αφού δεν πρόκειται να διστάσει να ξεπουλήσει ακόμη και τα εξαιρετικά κερδοφόρα ΕΛΠΕ – στα οποία άλλαξε την επιτυχημένη διοίκηση με την προηγούμενη αποτυχημένη, ενώ αναβάθμισε ως διευθύνοντα σύμβουλο τον πιστό συνεργάτη του κ. Λάτση.
Αν και αδιανόητο λοιπόν για ένα κράτος με ενεργειακά αποθέματα να ξεπουλάει μία κερδοφόρα δημόσια επιχείρηση που έχει δικαιώματα στην εξόρυξη υδρογονανθράκων, τις επίσης κερδοφόρες εταιρείες διανομής ή εμπορίας φυσικού αερίου (ΔΕΠΑ, ΔΕΣΦΑ κλπ.), καθώς επίσης τα εξαιρετικά πολύτιμα δίκτυα ηλεκτρισμού του (ΑΔΜΗΕ, ΔΕΔΔΗΕ), η κυβέρνηση δεν δίνει καμία σημασία – ενδεχομένως όχι μόνο για να εξασφαλίσει τεχνητά το ρυθμό ανάπτυξης που υποσχέθηκε (4%), αλλά και με το αζημίωτο.
Εν προκειμένω αναρωτιέται κανείς εάν υπάρχει δυνατότητα κοινοβουλευτικής αντίδρασης στη ληστεία και στην υφαρπαγή της Ελλάδας – με την απάντηση όμως να είναι αρνητική, αφού η πλειοψηφία αποφασίζει. Με απλά λόγια, όταν η κυβέρνηση διαθέτει 158 βουλευτές, με ρεζέρβα τους 22 του ΚΙΝΑΛ που ουσιαστικά τη στηρίζουν, μπορεί να περάσει τα πάντα – υπενθυμίζοντας πως ο ΣΥΡΙΖΑ ξεπούλησε τη Μακεδονία στους Γερμανούς με πολύ λιγότερες δυνατότητες, με αντάλλαγμα πιθανότατα την επιμήκυνση των 96 δις € για μετά το 2032, κατά τη συμφωνία του Ιουνίου του 2018.
Ως εκ τούτου, μόνο η μαζική κινητοποίηση των Πολιτών θα μπορούσε να την εμποδίσει, πριν ακόμη ξεπουληθούν τα πάντα, χωρίς καν να μειωθεί το δημόσιο ή το ιδιωτικό χρέος – όπως έχει τεκμηριωθεί στο παρελθόν όπου, παρά το PSI, τα πρωτογενή πλεονάσματα, τις εκποιήσεις των δημοσίων περιουσιακών στοιχείων (FRAPORT κλπ.) και τους πλειστηριασμούς των ιδιωτικών, το δημόσιο χρέος δεν σταμάτησε την ανοδική του πορεία έχοντας φτάσει σήμερα στα 360 δις € ή πάνω από το 190% του ΑΕΠ, ενώ το κόκκινο ιδιωτικό εκτοξεύθηκε σε μοναδικά στα ιστορικά χρονικά ύψη (άνω των 330 δις € ή 180% του ΑΕΠ).
Περαιτέρω, εύλογα θα ρωτούσε κανείς πώς θα αναπτυχθεί η Ελλάδα, εάν δεν ξεπουλήσει τα πάντα – σημειώνοντας εδώ τα εξής από ένα κείμενο που λάβαμε:
«Το 1980 το ποσοστό της πρωτογενούς παραγωγής στο ΑΕΠ ήταν 25% και της μεταποίησης 15%. Το 1983 τα ποσοστά έγιναν 19% και 14% αντίστοιχα. Το 1987, 11% και 15% αντίστοιχα. Εκεί παρέμειναν μέχρι το 2000. Μετά σιγά-σιγά άλλαξαν και σήμερα είναι πρωτογενής 3% και μεταποίηση 6%. Δηλαδή, τη δεκαετία 1981-1990 σημειώθηκε ραγδαία πτώση του ΑΕΠ της γεωργίας με μέσο ετήσιο ρυθμό -7,8%, τάση που αναστράφηκε μερικά την περίοδο 1991-1999, οπότε σημειώθηκε μέση ετήσια αύξηση 2,6%. Συνολικά όμως, για τη 19ετία ‘80-’99, η μέση ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ του πρωτογενούς τομέα κινήθηκε στα επίπεδα του -3,0%, καθορίζοντας την πτωτική τάση του τομέα. Λένε πολλοί σήμερα: E και; Και τι έγινε; Διαβάστε χαρακτηριστικά από μια ομιλία του υπουργού Γεωργίας κ. Σ. Τζουμάκα στο ΙΣΤΑΜΕ το 1998: Έλεγε λοιπόν:
«Φέτος ο προϋπολογισμός είναι 15 τρισεκατομμύρια. Απ’ αυτά έχουμε τα δέκα. Τα δέκα θα τα διαθέσουμε ως εξής: τρία τρισεκατομμύρια για χρεολύσια από τα προηγούμενα δάνεια του κράτους, τρία τρισεκατομμύρια για τόκους των δάνειων αυτών. Έξι, λοιπόν, τρις για χρεολύσια και τόκους, που δανείζονταν οι προηγούμενες κυβερνήσεις και έδιναν μέσα από το κράτος ενισχύσεις. Τρία τρισεκατομμύρια θα πάνε για μισθούς και για συντάξεις στο Δημόσιο. Και θα μείνει ένα τρισεκατομμύριο για να κάνει πολιτική η κυβέρνηση στην παιδεία, στην εκπαίδευση, στον πολιτισμό, στα δημόσια έργα, σε όλες τις άλλες δραστηριότητες, στην άμυνα. Σε ότι άλλο διαμορφώνεται στο ελληνικό κράτος. Και επειδή δεν μπορούμε με ένα τρισεκατομμύριο να κάνουμε πολιτική, θα δανειστούμε άλλα πέντε τρισεκατομμύρια σε ομόλογα, σε συνάλλαγμα, για να μπορέσουμε να εκτελέσουμε τον προϋπολογισμό».
Αυτή ήταν η συνταγή για πολλά χρόνια μετά το 1980 έως και το 2009 που έσκασε η φούσκα της «ανάπτυξης», με προεξάρχουσα την εγκληματική κατάσταση της περιόδου Καραμανλή 2003-2008, όπου μας ξετίναξε. Μπορεί όμως να γίνει κάτι σε αυτό που λέμε Παραγωγική Ανασυγκρότηση της πατρίδας μας; Αξίζει να δούμε λίγα στοιχεία.
Η Ελλάδα από τη στιγμή που έγινε κράτος το 1827 και για περίπου 100 χρόνια ζούσε σχεδόν από ένα προϊόν. Τη σταφίδα. Με αυτή μεγάλωσαν και σπούδασαν σχεδόν τέσσερις γενιές. Η σταφίδα κάλυπτε το 50% των εξαγωγών μας ως χώρα, συνολικά. Δηλαδή αν υποθέσουμε ότι σήμερα που οι εξαγωγές μας είναι 27 δις ευρώ, σαν να έχουμε εξαγωγές σταφίδας 13,5 δις. Ενημερωτικά φέτος κλείσαμε με εξαγωγές σταφίδας 39 εκατ. ευρώ.
Το 2000 η χώρα είχε 60 νηματουργεία και παρήγαγε νήμα από βαμβάκι το οποίο το έκανε ρούχα. Σήμερα υπάρχει μόνο ένα νηματουργείο μεγάλο, ο Επίλεκτος στα Φάρσαλα. Το βαμβάκι μας εξάγεται στην Τουρκία κυρίως, παίρνουν οι αγρότες 350 εκ. €, γίνεται εκεί νήμα και το εισάγουμε πληρώνοντας 1,5 δις € – ενώ τα ρούχα του Ελληνικού Στρατού φτιάχνονται στα Άδανα της Τουρκίας. Αυτό έγινε. Αυτή τη χώρα φτιάξαμε και καλούμαστε όλοι μας να την αλλάξουμε. Και την καταντήσαμε έτσι με σειρά εγκληματικών πολιτικών για τη ανάπτυξη μετά το 1980.
Η χώρα μας είναι η δεύτερη σε βιοποικιλότητα στον πλανήτη, με αποτέλεσμα οι παραγωγές της να έχουν μεγάλη ιδιαιτερότητα άρα και ποιότητα. Η διεθνοποιημένη αγορά έχει οδηγήσει (όλο και περισσότερο) την πρωτογενή παραγωγή σε μια κατεύθυνση συμπίεσης του κόστους, κυρίως μέσα από πρακτικές μη ασφαλούς παραγωγής και αναζήτησης πρώτων υλών που εξυπηρετούν την μαζική βιομηχανία τροφίμων.
Η Ελλάδα, σαν μια περιοχή πρωτογενούς παραγωγής, δεν μπορεί να ανταγωνιστεί με όρους μαζικής φτηνής, παραγωγής, γιατί το μέγεθός της δεν επιτρέπει την μετάβαση σε τέτοιου είδους εκμεταλλεύσεις. Το πλεονέκτημά της (υπήρξε και οφείλει να συνεχίσει να υπάρχει) ήταν οι μικρές παραγωγές που με κόπο και σεβασμό στον άνθρωπο μπορούσε να αντλήσει από το χώμα της. Η Ελληνική γη και οι άνθρωποι της απόλυτα συμφιλιωμένοι με το κοινό τους μέλλον μπορούν να παράγουν καταπληκτικά προϊόντα.
Από τα 27 δις € εξαγωγές της Ελλάδος το 2014, τα 10 δις € ήταν ορυκτέλαια τα οποία προκύπτουν από το πετρέλαιο που εισάγουμε, τα 5 δις € προϊόντα πρωτογενούς παραγωγής από τα οποία 1 δις € ψάρια (είμαστε πρώτοι σε εξαγωγές τσιπούρας και λαβρακιού στον κόσμο), τα 4 δις € τρόφιμα και το 1 δις € γενόσημα φάρμακα. Δηλαδή το 35 % των εξαγωγών μας αφορούν την γη. Άρα η απάντηση στην ερώτηση και τι έγινε που η Ελλάδα έχει συρρικνώσει την παραγωγή της, είναι σαν να απεμπολούν οι Άραβες το πετρέλαιο.
Η σύγχρονη γεωργία μικρών χωρών όπως η Ελλάδα απαιτεί μικρές παραγωγές εξειδικευμένων προϊόντων τα οποία: (α) είτε θα χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη για την παραγωγή καινοτόμων, μοναδικών τροφίμων, ελκυστικών στον καταναλωτή, ικανών να εξαχθούν στην παγκόσμια αγορά, (β) είτε θα εξαχθούν ως έχουν, ως μοναδικά ελληνικά προϊόντα, ύστερα από μία βασική επεξεργασία (όπως καθαρισμός), και κατάλληλα συσκευασμένα με βάση τις διεθνείς προδιαγραφές.
Και στις δύο περιπτώσεις επιτυγχάνεται η παραγωγή τελικού διατροφικού, μοναδικού, Ελληνικού προϊόντος το οποίο θα πωληθεί στην διεθνή αγορά ως Greek brand name, με υψηλή προστιθέμενη αξία – συνεπώς με υψηλή τιμή τέτοια που να εξασφαλίζει τελικά ικανοποιητικό εισόδημα σε όλους τους εμπλεκόμενους στην διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων των γεωργών.
Ένα παράδειγμα: Ένα μεγάλο μέρος του Ελληνικού ελαιολάδου έχει τέτοια περιεκτικότητα σε φαινόλες, οι οποίες του επιτρέπουν να έχει ισχυρισμό υγείας ότι προστατεύει από την οξείδωση της χοληστερόλης και βοηθά στην υγεία των αγγείων. Όμως μόνο ελάχιστο μέρος του τυποποιείται έτσι, για να πουλιέται ως φάρμακο σε φαρμακεία και ακριβά καταστήματα στο εξωτερικό. Χαρακτηριστικά ένα τέτοιο ελαιόλαδο με ισχυρισμό υγείας πουλιέται πάνω από 80 ευρώ το κιλό, σήμερα σε πολλά σημεία στη Νέα Υόρκη. Μια τέτοια παρέμβαση θα σήμαινε έσοδα για τον παραγωγό περίπου 1,5 δις. Δηλαδή 10 φορές περισσότερα από ότι βγάζει τώρα«.
Επίλογος
Κλείνοντας, ποτέ δεν είναι αργά για να αλλάξει το αποτυχημένο οικονομικό της μοντέλο μία χώρα – πόσο μάλλον όταν είναι πάμπλουτη, όπως η Ελλάδα. Εν τούτοις, εάν προηγηθεί το ξεπούλημα των κερδοφόρων επιχειρήσεων της, επειδή οι κυβερνήσεις της είναι ανίκανες να τις διοικήσουν σωστά, με τα απαιτούμενα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια όπως συμβαίνει στα περισσότερα κράτη του πλανήτη, τότε θα είναι πράγματι πολύ αργά – ενώ εάν οι Πολίτες δεν αντιδράσουν ενεργητικά, ακόμη και κατακλύζοντας τους δρόμους εάν χρειαστεί, τότε θα είναι άξιοι της μοίρας τους.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου