Αυτό που συνέβη τα τελευταία δέκα χρόνια ήταν μία συνεχιζόμενη οικονομική απόκλιση μεταξύ πολλών χωρών της Ευρωζώνης – η οποία ουσιαστικά ξεκίνησε πριν από την κρίση του 2008, επιδεινώθηκε με την αντιστροφή των ροών κεφαλαίων και εργαζομένων από το νότο πλέον προς το βορά, ενώ επιταχύνθηκε με την ευρωπαϊκή κρίση χρέους που δεν αντιμετωπίσθηκε έγκαιρα από την ΕΚΤ. Εν προκειμένω η Ελλάδα, ιδίως μετά το έγκλημα του PSI, μετατράπηκε κυριολεκτικά στο Πουέρτο Ρίκο της νομισματικής ένωσης – ενώ οι συγκεκριμένες εξελίξεις είναι ακριβώς αντίθετες από την πολιτική υπόσχεση μίας ευρωπαϊκής διαδικασίας σύγκλισης, στην οποία στηρίχθηκε θεωρητικά η δημιουργία της Ευρωζώνης. Εκτός αυτού, η διαδικασία σύγκλισης πριν από το 2008 ήταν πλασματική – αφού βασίσθηκε στην επί πιστώσει ανάπτυξη πολλών χωρών, κυρίως του ευρωπαϊκού νότου, η οποία διακόπηκε απότομα και επώδυνα μετά το ξέσπασμα της κρίσης, βυθίζοντας τες στο χάος.
«Η Ελλάδα μοιάζει με μία Ferrari που ο ιδιοκτήτης της δεν έχει βενζίνη για να την κυκλοφορήσει – οπότε είτε θα πρέπει να τη βρει ο ίδιος, είτε θα σκουριάσει και θα καταστραφεί, είτε θα την αγοράσει κάποιος άλλος προσλαμβάνοντας τον ιδιοκτήτη της ως φθηνό οδηγό του».
Ανάλυση
Εισαγωγικά, επειδή πρέπει να είναι κανείς αντικειμενικός, η καθυστέρηση της επένδυσης στο Ελληνικό οφείλεται πιθανότατα στη LAMDA – ενώ είναι επιχειρηματικά εύλογη, αφού δεν ήθελε ιδιαίτερη εξυπνάδα για να καταλάβει πως η νέα κυβέρνηση θα έδινε «γη και ύδωρ» για να δρομολογηθεί γρήγορα. Η αιτία είναι το ότι, αφενός μεν θα βοηθούσε στην εικόνα της, αφετέρου θα στήριζε το ρυθμό ανάπτυξης που έχει υποσχεθεί – ο οποίος είναι εφικτός μόνο εάν επιταχυνθεί το ξεπούλημα της χώρας (=ξένες επενδύσεις, με εξαγορές σε εξευτελιστικές τιμές).
Πόσο μάλλον όταν το έλλειμμα του εμπορικού μας ισοζυγίου το πεντάμηνο του 2019, το οποίο αποτελεί αρνητικό παράγοντα του ΑΕΠ (= κατανάλωση + ιδιωτικές επενδύσεις + δημόσιες δαπάνες + εμπορικό ισοζύγιο), ήταν θηριώδες – ενώ ο τουρισμός μας δεν φαίνεται πως θα προσφέρει τα αναμενόμενα, όσον αφορά τα έσοδα βέβαια και όχι τις αφίξεις, εξισορροπώντας το εμπορικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Από την άλλη πλευρά βέβαια μία καινούργια κυβέρνηση με 51 υπουργούς, εκ των οποίων η πλειοψηφία διαθέτει τόσο εντυπωσιακά βιογραφικά που θα γέμιζαν μία ολόκληρη αίθουσα της Βουλής, ενώ είχε άφθονο χρόνο προετοιμασίας (ίσως η μοναδική στην ιστορία που γνώριζε πολύ πριν ότι θα κερδίσει άνετα τις εκλογές), λογικά θα πρέπει να κάνει θαύματα – αν και είναι ντροπή τόσα βιογραφικά να ζητούν την άδεια της κυρίας Merkel για τη μείωση του υποχρεωτικού πρωτογενούς ελλείμματος (3,5%), μη έχοντας εξ όσων έχουν γίνει γνωστά έως σήμερα ένα δικό τους σχέδιο ανάκτησης της εθνικής μας κυριαρχίας.
Δεν θέλει πάντως πολύ μυαλό για να καταλάβει η κυβέρνηση πως τόσο το δημόσιο χρέος, όσο και το κόκκινο ιδιωτικό είναι μη βιώσιμα, οπότε πρέπει να βρεθούν άμεσα λύσεις – ενώ η μοναδική δυνατότητα για να αναπτυχθεί σωστά η Ελλάδα είναι η δραστική μείωση των φόρων στα επίπεδα των γειτονικών χωρών, παράλληλα με την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων (για να δημιουργηθεί ζήτηση, οπότε να ακολουθήσουν οι ιδιώτες) και τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας σε τεχνολογικά θεμέλια.
Όσον αφορά δε την εμπιστοσύνη των επενδυτών, κυρίως των εγχωρίων αλλά και των ξένων, απαιτείται πριν από όλα η κατάρτιση ενός Κρατικού Ισολογισμού – παράλληλα με την υιοθέτηση των διεθνών λογιστικών προτύπων για το δημόσιο, με ένα σωστό μεσοπρόθεσμο όσον αφορά τουλάχιστον τη μεθοδολογία.
Τα προβλήματα της ΕΕ
Περαιτέρω στην Ευρώπη, η ανάπτυξη των προηγουμένων ετών και η μείωση της ανεργίας, δημιούργησε αισιοδοξία σε αρκετά κράτη – μετά από πολλά χρόνια ύφεσης και στασιμότητας. Δυστυχώς όμως, η προσωρινή αυτή θετική ανάπτυξη έκρυψε μόνο τα προβλήματα που δεν έπαψαν να υπάρχουν – κάτι που θα φανεί καθαρά όταν σταματήσει η άνοδος, όπου θα τεκμηριωθεί πως δεν επιλύθηκαν, αλλά επιδεινώθηκαν σημαντικά.
Στα πλαίσια αυτά, όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί, οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου είναι αυτές που στην ουσία βίωσαν μία χαμένη δεκαετία – κυρίως η Ελλάδα, ο αρνητικός ρυθμός ανάπτυξης της οποίας ήταν τρομακτικός, με ένοχο φυσικά το εκ προμελέτης έγκλημα των μνημονίων, ενώ είναι θαύμα πώς καταφέρνει ακόμη να επιβιώνει.
Αντίθετα, κράτη όπως η Ιρλανδία, η Μάλτα και η Πολωνία είχαν μία πολύ ισχυρή άνοδο – η πρώτη λόγω κυρίως των χαμηλών φορολογικών της συντελεστών που δεν θυσίασε όταν κατέφυγε στο ΔΝΤ (όπως η Ρουμανία που δεν επέτρεψε την αύξηση του φόρου εισοδήματος των επιχειρήσεων, ενώ τον έχει ήδη μειώσει στο 14% από 15% και 16% προηγουμένως). Το ίδιο συνέβη με τα οικονομικά ισχυρά κράτη, όπως η Γερμανία ή η Ολλανδία – όπου όμως από την πρώτη έχει ξεκινήσει ήδη η ύφεση, με μία σημαντική μείωση της βιομηχανικής της παραγωγής το 2018, την οποία συνοδεύουν τεράστια τραπεζικά προβλήματα (ανάλυση).
Αυτό που συνέβη λοιπόν τα τελευταία δέκα χρόνια ήταν μία συνεχιζόμενη οικονομική απόκλιση μεταξύ πολλών χωρών της Ευρωζώνης – η οποία ουσιαστικά ξεκίνησε πριν από την κρίση του 2008, επιδεινώθηκε με την αντιστροφή των ροών κεφαλαίων και εργαζομένων από το νότο πλέον προς το βορά, ενώ επιταχύνθηκε με την ευρωπαϊκή κρίση χρέους που δεν αντιμετωπίσθηκε έγκαιρα από την ΕΚΤ.
Εν προκειμένω η Ελλάδα, ιδίως μετά το έγκλημα του PSI, μετατράπηκε κυριολεκτικά στο Πουέρτο Ρίκο της νομισματικής ένωσης – αφού το μόνο κοινό που έχει έκτοτε με τα υπόλοιπα κράτη είναι το ευρώ, παραμένοντας απομονωμένη εντελώς από τη νομισματική πολιτική της κεντρικής τράπεζας.
Συνεχίζοντας, οι αποκλίσεις εντός της ΕΕ είναι επίσης εμφανείς στο επίπεδο των μεταναστευτικών ροών – των εργαζομένων όπως αναφέραμε παραπάνω. Ειδικότερα, κυρίως οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και του Νότου, με χαμηλά εισοδήματα και με αδύναμο ή αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης, εμφάνισαν μείωση του πληθυσμού τους – όπως διαπιστώνεται από το επόμενο γράφημα που αφορά την καθαρή μετανάστευση (εκροές μείον τις εισροές).
Οι καθαρές μεταναστευτικές κινήσεις θα προκαλέσουν μακροπρόθεσμα την περαιτέρω αύξηση των αποκλίσεων μεταξύ των κρατών της ΕΕ, επηρεάζοντας αρνητικά τις χώρες που εγκαταλείπονται από τους Πολίτες τους και θετικά τις χώρες υποδοχής – αφού πρόκειται κυρίως για άτομα σε ηλικία εργασίας και με υψηλά επίπεδα εκπαίδευσης που φυσικά η μετανάστευση τους θα μειώσει το ΑΕΠ και τις δυνατότητες των πατρίδων τους, αυξάνοντας ανάλογα το ΑΕΠ των χωρών υποδοχής τους.
Για παράδειγμα, οι 500.000 Έλληνες που εγκατέλειψαν την Ελλάδα, κόστους εκπαίδευσης άνω των 100 δις €, θα μειώσουν επί πλέον μακροπρόθεσμα το ΑΕΠ της χώρας κατά τουλάχιστον 25 δις €, αυξάνοντας ανάλογα το ΑΕΠ της Γερμανίας, την Ολλανδίας κλπ. – ενώ οι μετανάστες από τρίτες χώρες που θα τους αντικαταστήσουν αλλοιώνοντας τον πληθυσμό, θα έχουν πολύ χαμηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης και θα παράγουν σημαντικά λιγότερο.
Ως εκ τούτου οι συγκεκριμένες εξελίξεις είναι ακριβώς αντίθετες από την πολιτική υπόσχεση μίας ευρωπαϊκής διαδικασίας σύγκλισης – στην οποία στηρίχθηκε, θεωρητικά τουλάχιστον, η δημιουργία της Ευρωζώνης, όπου τα μέλη της παρέδωσαν μέρος της εθνικής και ολόκληρη τη νομισματική τους κυριαρχία στην Κομισιόν και στην ΕΚΤ. Εκτός αυτού, η διαδικασία σύγκλισης πριν από το 2008 ήταν πλασματική – αφού βασίσθηκε στην επί πιστώσει ανάπτυξη πολλών χωρών, κυρίως του ευρωπαϊκού νότου, η οποία διακόπηκε απότομα και επώδυνα μετά το ξέσπασμα της κρίσης, βυθίζοντας τες στο χάος.
Οι βασικοί λόγοι της απόκλισης
Περαιτέρω, θεωρείται πως η σημαντικότερη αιτία πρόκλησης των μεγάλων αυτών οικονομικών αποκλίσεων είναι το άνισο θεσμικό και νομικό πλαίσιο – όπως στους τομείς του φορολογικού και εταιρικού δικαίου, της αγοράς εργασίας, καθώς επίσης της ρύθμισης των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Είναι όμως επί πλέον σημαντικές οι διαφορετικές τεχνολογικές δυνατότητες των χωρών της ΕΕ – όπου ενώ οι επιχειρήσεις σε τεχνολογικά πρωτοποριακές θέσεις επωφελούνται από το άνοιγμα των συνόρων σε ευρωπαϊκό και σε παγκόσμιο επίπεδο (τα τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά της ΕΕ είναι η ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, υπηρεσιών, κεφαλαίων και εργαζομένων), οι υπόλοιπες αντιμετωπίζουν νέο και μεγαλύτερο ανταγωνισμό, ιδίως από τα ασιατικά κράτη, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν, συμπαρασύροντας τις χώρες τους.
Επειδή τώρα οι εταιρείες με υψηλές τεχνολογικές δυνατότητες και με μεγάλο μέγεθος ευρίσκονται συνήθως σε πλούσιες χώρες, όπως στη Γερμανία ή στην Ολλανδία, ενώ εκείνες που εδρεύουν στο Νότο δεν μπορούν να συμβαδίσουν τεχνολογικά μαζί τους, αντιμετωπίζοντας επί πλέον πολλά άλλα προβλήματα (χρηματοδότηση, χαμηλή εγχώρια ζήτηση, μειωμένη ανταγωνιστικότητα κλπ.), οι αποκλίσεις είναι εύλογο να κλιμακώνονται.
Συνεχίζοντας, για να ερευνηθεί η σχέση μεταξύ των τεχνολογικών δυνατοτήτων και του βιοτικού επιπέδου των χωρών της Ευρώπης, χρησιμοποιήθηκε ο δείκτης οικονομικής πολυπλοκότητας του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ (ECI) – ο οποίος προσμετρά το επίπεδο της τεχνολογικής ικανότητας που συσσωρεύεται σε μία χώρα (πηγή). Εν προκειμένω, σύμφωνα με τους ερευνητές, «οι χώρες τείνουν να προσεγγίζουν μακροπρόθεσμα εκείνο το εισοδηματικό επίπεδο που αντιστοιχεί στα μετρούμενα επίπεδα της πολυπλοκότητας τους» – αναφέρουν δε τα εξής:
«Για τον Adam Smith, το μυστικό του πλούτου των Εθνών σχετίζεται με τον καταμερισμό της εργασίας. Καθώς οι άνθρωποι και οι επιχειρήσεις εξειδικεύονται σε διαφορετικές δραστηριότητες, η οικονομική αποδοτικότητα αυξάνεται. Αυτός ο καταμερισμός της εργασίας, ωστόσο, περιορίζεται από την έκταση της αγοράς:όσο μεγαλύτερη είναι η αγορά, τόσο περισσότερο οι συμμετέχοντες μπορούν να εξειδικευτούν και τόσο πιο βαθιά μπορεί να επιτευχθεί ο καταμερισμός της εργασίας. Αυτό υποδηλώνει ότι, ο πλούτος και η ανάπτυξη σχετίζονται με την πολυπλοκότητα που προκύπτει από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ του αυξανόμενου αριθμού των επιμέρους δραστηριοτήτων που προσαρμόζονται με μια οικονομία» (πηγή).
Πράγματι τώρα, στην περίπτωση των χωρών της Ευρώπης, για το χρονικό διάστημα από το 1999 έως το 2016, διαπιστώθηκε μία εντυπωσιακή θετική σχέση μεταξύ του δείκτη οικονομικής πολυπλοκότητας και του κατά κεφαλήν ΑΕΠ – όπου εκείνα τα κράτη με υψηλή οικονομική πολυπλοκότητα «παρήγαγαν» ένα ανάλογα υψηλό βιοτικό επίπεδο, καθώς επίσης το αντίθετο. Και στις δύο περιπτώσεις η Γερμανία κατέχει την ηγετική θέση – ενώ το χαμηλότερο επίπεδο τεχνολογικών δυνατοτήτων έχουν χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία, μαζί με τα κράτη της Βαλτικής όπως η Λετονία και η Εσθονία.
Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε πως η τεχνολογική εξέλιξη αφορά επίσης τον πρωτογενή τομέα, αφού τεκμηριώνεται από επιτυχημένα κράτη όπως η Ολλανδία και το Ισραήλ – κατά το απλουστευμένο παράδειγμα του γεωργού που καλλιεργεί το χωράφι του με τα χέρια, όταν ο διπλανός του με τρακτέρ, με αποτέλεσμα να μην μπορεί ποτέ να τον ανταγωνισθεί όσο χαμηλό μισθό και αν έχει ή όσο πιο πολύ και αν εργάζεται. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που οι αμοιβές και το βιοτικό επίπεδο εξαρτώνται μόνο από την ανταγωνιστικότητα και όχι από το ΑΕΠ – το οποίο μπορεί να παράγεται επί πιστώσει, όπως στο παρελθόν στην Ελλάδα, οπότε ασφαλώς δεν είναι βιώσιμο ούτε αυτό, ούτε οι μισθοί.
Τέλος, κατά περίεργο τρόπο πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης έχουν ένα καλύτερο επίπεδο οικονομικής πολυπλοκότητας, σε σχέση με τις παραπάνω του Νότου και της Βαλτικής – ιδίως τα κράτη της ζώνης του Visegrad (Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία και Ουγγαρία) τα οποία, λόγω του σχετικά χαμηλού εργατικού κόστους τους, καθώς επίσης της γεωγραφικής θέσης τους κοντά στο βιομηχανικό κέντρο της Ευρώπης, έχουν καταφέρει να προσελκύσουν μεγάλες βιομηχανικές μονάδες παραγωγής αγαθών. Επομένως ανάλογες οικονομικές αποκλίσεις διαπιστώνονται και στην περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης, παρά το ότι τα κράτη της θεωρούνται ομογενή – ενώ ήταν πρώην κομμουνιστικά.
Η σχέση μεταξύ τεχνολογικών δυνατοτήτων και βιοτικού επιπέδου
Περαιτέρω, οι χώρες που είναι σχετικά φτωχές σε τεχνολογικές δυνατότητες, υιοθετούν συνήθως ένα μοντέλο ανάπτυξης που στηρίζεται στην κατανάλωση επί πιστώσει – κάτι που οδηγεί στην υπερχρέωση τους, οπότε σε διαρκείς κρίσεις. Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις εκείνων των κρατών που δεν είναι σε θέση να παράγουν πολύπλοκα προϊόντα και να εξάγουν ανταγωνιστικά, δεν μπορούν να στηρίξουν την ανάπτυξη της χώρας τους μέσω της ανόδου των εξαγωγών – κατά το γερμανικό ή ολλανδικό μοντέλο.
Σε αντίθεση λοιπόν με τις επιχειρήσεις των τεχνολογικά προηγμένων κρατών, δεν μπορούν να αντισταθμίσουν με την άνοδο των εξαγωγών τους την πτώση των εγχωρίων καταναλωτικών δαπανών – η οποία προκαλείται από τη μείωση των μισθών και από την αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων, ως αποτέλεσμα της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης. Πόσο μάλλον όταν η εσωτερική υποτίμηση, σε αντίθεση με τη νομισματική δεν εξισορροπείται από την εσωτερική ανατίμηση χωρών όπως η Γερμανία, για να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα τους.
Εξέλιξη ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως προς το ΑΕΠ |
Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να περιορίζονται οι εξαγωγές και να αυξάνονται κατακόρυφα οι εισαγωγές – όπως διαπιστώθηκε από το εμπορικό έλλειμμα του πρώτου πενταμήνου του 2019 που εκτοξεύθηκε στο τρομακτικό -25%.
Συμπερασματικά λοιπόν η εσωτερική υποτίμηση από μόνη της, με την οποία κυριολεκτικά δολοφονήθηκε η Ελλάδα από τη γερμανική Τρόικα, δεν οδηγεί πουθενά – ενώ αυτό που απαιτείται, με βάση την ανάλυση μας, είναι οι συσσώρευση τεχνολογικών δυνατοτήτων στους βασικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, όπως ο πρωτογενής, με τη μεταποίηση του (άρα οι επενδύσεις).
Ακόμη χειρότερα, η εσωτερική υποτίμηση και η πολιτική των μνημονίων οδηγούν στην πλήρη υφαρπαγή της Ελλάδας από τους δανειστές της, με τη μετατροπή των Πολιτών της σε εξαθλιωμένους, φθηνούς σκλάβους χρέους της γερμανικής, γαλλικής ή άλλης βιομηχανίας – παρά το ότι πρόκειται για μία πάμπλουτη χώρα με τεράστιες προοπτικές και με μία απίστευτα πολύτιμη γεωπολιτική θέση, όσον αφορά τη διέλευση των αγωγών ενέργειας κλπ.
Ουσιαστικά λοιπόν η Ελλάδα μοιάζει με μία Ferrari που ο ιδιοκτήτης της δεν έχει βενζίνη για να την κυκλοφορήσει – οπότε είτε θα πρέπει να τη βρει ο ίδιος, είτε θα σκουριάσει και θα καταστραφεί, είτε θα την αγοράσει κάποιος άλλος προσλαμβάνοντας τον ιδιοκτήτη της ως φθηνό οδηγό του.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, η έρευνα τεκμηριώνει πως στο θέμα της συσσώρευσης τεχνολογικών δυνατοτήτων εντός των χωρών της ΕΕ που υποφέρουν, δεν υπάρχει καμία ομοιόμορφη δυναμική σύγκλισης – προφανώς επειδή οι χώρες του κέντρου δεν το θέλουν. Ακόμη δε και αν διαπιστώνονται κάποιες θετικές τάσεις σε ορισμένα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, κυρίως στην Τσεχία, στην Πολωνία και στη Σλοβακία, στις χώρες του Νότου και της Βαλτικής η κατάσταση παραμένει απελπιστική – γεγονός εξαιρετικά προβληματικό, επειδή διαφορετικά δεν πρόκειται να υπάρξουν ελπίδες για το μέλλον τους (πηγή).
Από την άλλη πλευρά, η συνέχιση των οικονομικών αποκλίσεων όσον αφορά την ανάπτυξη μεταξύ των χωρών της ΕΕ, ιδίως της Ευρωζώνης, εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους για την πολιτική συνοχή της – με αποτέλεσμα να αυξάνονται συνεχώς οι κίνδυνοι διάλυσης της.
Επειδή τώρα η δυναμική της εξέλιξης των τεχνολογικών δυνατοτήτων ενισχύεται από τις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς, οι οποίες στηρίζουν τα ισχυρότερα κράτη ακόμη περισσότερο και τιμωρούν τα αδύναμα, απαιτούνται κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομική πολιτική, με στόχο τη σύγκλιση – μία κοινή ευρωπαϊκή στρατηγική δηλαδή, η οποία δεν θα δεν θα έχει μόνο στόχο την επίλυση των υφισταμένων προβλημάτων, όπως για παράδειγμα την παροχή δανείων στην Ελλάδα με εγγύηση των ΥΠΕΡΤΑΜΕΙΟ.
Ο στόχος της πρέπει να είναι η πραγματική σύγκλιση των χωρών μεταξύ τους και η αντιμετώπιση των προκλήσεων του μέλλοντος – όπως είναι η Ψηφιοποίηση, η γήρανση της κοινωνίας, η κλιματική αλλαγή ή το παγκόσμιο εμπόριο. Στα πλαίσια αυτά, το θέμα δεν είναι μόνο να αποκατασταθεί η οικονομική και πολιτική ικανότητα της Ευρώπης ως σύνολο, αλλά επίσης να διευρυνθεί – ενώ οι ευρωπαϊκές αξίες και οι Θεσμοί μπορούν να συμβάλλουν στην επίτευξη αυτού του στόχου (πηγή). Εάν δεν συμβεί κάτι τέτοιο έγκαιρα, με την επόμενη κρίση προ των πυλών, η ΕΕ και η Ευρωζώνη δεν θα αποφύγουν τη διάλυση τους – ενώ υπάρχουν συγκεκριμένες προτάσεις για να επιτευχθεί, στις οποίες θα αναφερθούμε σε μία επόμενη ανάλυση μας.
Είτε όμως υιοθετηθούν συλλογικά από την ΕΕ αυτές οι προτάσεις, είτε όχι, όλες οι χώρες της Ευρωζώνης τουλάχιστον πρέπει να είναι προετοιμασμένες για τα χειρότερα και ειδικά η Ελλάδα – η οποία είναι εντελώς ανοχύρωτη και απροστάτευτη απέναντι σε μία διεθνή καταιγίδα που, κρίνοντας από την καμπύλη των επιτοκίων, δεν θα αργήσει πολύ ακόμη. Αυτό σημαίνει πως οφείλουν να έχουν όχι μόνο ένα δικό τους σχέδιο για την οικονομία αλλά, επί πλέον, ένα Σχέδιο Β που να προβλέπει όλους τους ρεαλιστικούς μελλοντικούς κινδύνους – όπως είναι ασφαλώς η διάλυση της νομισματικής ένωσης, η οποία έχει δυστυχώς μετατραπεί σε μία γερμανική με αποικιοκρατικές βλέψεις.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου