Πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ της πραγματικής και ονομαστικής αξίας του χρήματος, καθώς επίσης να γνωρίζουμε τις αξίες, με τις οποίες είναι συνδεδεμένο – ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα που ορισμένοι έχουν πεισθεί λόγω άγνοιας πως το εθνικό νόμισμα, η δραχμή ή κάτι άλλο, είναι ο «από μηχανής θεός» που θα τους έλυνε ως δια μαγείας το πρόβλημα. Πως δεν είναι ένα απλό «εργαλείο» που εξαρτάται από την οικονομία, κυρίως από τα εμπορικά πλεονάσματα, αλλά ότι η οικονομία εξαρτάται από αυτό – ενώ ένα κράτος μπορεί να αντιμετωπίσει τα πάντα, αλλά όχι την κατάρρευση του νομίσματος του, η οποία προκαλεί επί πλέον το τέλος της Δημοκρατίας του, μέσα από μεγάλες κοινωνικές αναταραχές και αιματηρές εξεγέρσεις.
Υπάρχει μία διαμάχη όσον αφορά τη νομισματική και τη δημοσιονομική πολιτική, μεταξύ της σύγχρονης νομισματικής θεωρίας (ΜΜΤ) και της κλασσικής σκέψης – όπου η τελευταία πιστεύει ότι, δεν μπορεί να αυξάνει μία κεντρική τράπεζα την ποσότητα χρήματος στο διηνεκές, χωρίς να προκληθούν τεράστιες ζημίες, μεταξύ των οποίων η απώλεια εμπιστοσύνης στο χωρίς αντίκρισμα πλέον χρήμα (Fiat Money).
Το παράδειγμα του Καναδά ή της Ιαπωνίας βέβαια τεκμηριώνει πως ο πληθωρισμός δεν αποτελεί νομοτελειακό επακόλουθο της χρηματοδότησης του κράτους από την κεντρική του τράπεζα (ανάλυση), αλλά οφείλει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός – λαμβάνοντας υπ’ όψιν αφενός μεν τις πειθαρχικές αντιλήψεις των συγκεκριμένων χωρών, αφετέρου τον πρώτο προφήτη του χαρτονομίσματος, τον Σκωτσέζο John Law, ο οποίος αντιμετώπιζε τα χρήματα ως ένα φθηνό και ισχυρό εργαλείο για την προώθηση της ανάπτυξης μίας οικονομίας.
Υπενθυμίζουμε εδώ πως μετά το θάνατο του Λουδοβίκου του 14ου το 1715 (πηγή: E. Baltelsperger), ο John Law έγινε ο έμπιστος σύμβουλος του Γάλλου αντιβασιλέα Φιλίππου της Ορλεάνης – καταλαμβάνοντας τελικά τη θέση του υπουργού οικονομικών της Γαλλίας. Ο Σκωτσέζος ήταν μεν ένας από τους πρώτους που κατανόησε τη σημασία και τη δυναμική ενός συστήματος χαρτονομισμάτων, αλλά είχε μία καταστροφικά λανθασμένη εντύπωση όσον αφορά το πώς θα έπρεπε να ελεγχθεί – γεγονός που τεκμηριώθηκε από το μεγάλο οικονομικό πείραμα που διενέργησε.
Ειδικότερα, ο Λουδοβίκος ο 14ος κληροδότησε ένα χρεοκοπημένο κράτος – τα προβλήματα του οποίου προσπάθησε να αντιμετωπίσει ο John Law, τυπώνοντας μεγάλες ποσότητες χάρτινων χρημάτων χωρίς αντίκρισμα. Ουσιαστικά έθεσε τη δημιουργία χρημάτων από το πουθενά στην υπηρεσία της χρηματοδότησης των αναγκών του κράτους – έχοντας την άποψη πως η έκδοση τους είναι αβλαβής και δεν προκαλεί ποτέ πληθωρισμό, αρκεί βέβαια τα χρήματα που τίθενται σε κυκλοφορία να έχουν ως αντίκρισμα την αγορά ή την εγγύηση ενός πραγματικού αγαθού, όπως είναι η γη, τα ακίνητα ή οι μετοχές.
Παρέβλεψε όμως το ότι, με τον τρόπο αυτό ο όγκος των μέσων πληρωμής (=χρήματα), δεν συνδέεται με την ποσότητα ενός πραγματικού προϊόντος, με περιορισμένη διαθεσιμότητα – αλλά με την ονομαστική του αξία, η οποία φυσικά μπορεί να αλλάξει αυθαίρετα, μέσω αναπροσαρμογών της αποτίμησης της. Για παράδειγμα, ένα ακίνητο μπορεί να αποτιμάται σήμερα στις 200.000 €, αλλά αργότερα στις 100.000 € – οπότε τα χρήματα που έχουν εκδοθεί με αντίκρισμα την τιμή του ακινήτου στις 200.000 €, χάνουν το 50% της αξίας τους όταν η τιμή του ακινήτου πέφτει στις 100.000 € (στην Ελλάδα δεν έχασαν τα χρήματα την αξία τους, λόγω ευρώ, αλλά τα εισοδήματα μέσω της εσωτερικής υποτίμησης).
Εξαιτίας της παραπάνω λανθασμένης άποψης, δεν είχαν τεθεί όρια στην ποσότητα χρήματος και στο επίπεδο των τιμών, όσον αφορά το σύστημα που δρομολόγησε ο John Law – γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολικό πληθωρισμό και στην κατάρρευση της αγοραστικής αξίας του χρήματος, όπως ακούσια αλλά παραδειγματικά τεκμηρίωσε ο οικονομολόγος με το μεγάλο νομισματικό πείραμα του.
Έτσι η πολιτική του προκάλεσε μία πλημμύρα χαρτονομισμάτων, η οποία οδήγησε σε μία από τις μεγαλύτερες χρηματοπιστωτικές φούσκες στην ιστορία – ενώ μετά το σπάσιμο της φούσκας σε μία τεράστια κρίση, γνωστή ως «κρίση του Μισσισσιππή». Παράλληλα σε μία από τις πιο μεγάλες οικονομικές χρεοκοπίες παγκοσμίως, συνδεδεμένες με θηριώδεις κερδοσκοπίες στη νότια και κεντρική δύση της βορείου Αμερικής – η οποία συμπαρέσυρε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ο κανόνας του χρυσού
Συνεχίζοντας, εδώ ακριβώς ευρίσκεται η κεντρική διαφορά ενός νομίσματος που είναι συνδεδεμένο με το χρυσό ή με το ασήμι – με την έννοια πως η ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί περιορίζεται από την υπάρχουσα φυσική ποσότητα του χρυσού ή του ασημιού και όχι από την τιμή τους. Αντίθετα, σε ένα νομισματικό σύστημα χωρίς μία τέτοια σύνδεση, απαιτείται υποχρεωτικά από μία κεντρική αρχή να περιορίζει τεχνητά την ποσότητα χρήματος, το «εργαλείο πληρωμής» με άλλα λόγια, έτσι ώστε να υπάρχει σταθερότητα των τιμών – δηλαδή να μη χάνεται η αγοραστική αξία των χρημάτων.
Εν προκειμένω δεν είναι αρκετό το αξίωμα της δημιουργίας χρημάτων έναντι γης, μετοχών ή άλλων παγίων περιουσιακών στοιχείων, οι τιμές των οποίων αλλάζουν συνεχώς χωρίς να τις περιορίζει τίποτα – ενώ αυτό που απαιτείται από την κεντρική αρχή, από την κεντρική τράπεζα συνήθως, μοιάζει με το αξίωμα μιας κεντρικά κατευθυνόμενης οικονομίας «σοβιετικού τύπου», όπου καλείται μία κρατική αρχή να προβλέψει τις ανάγκες των ανθρώπων και να παράγει τα απαραίτητα αγαθά, αντί να αφήνεται η παραγωγή τους στην ελεύθερη αγορά (προσφορά, ζήτηση). Η παταγώδης αποτυχία αυτού του συστήματος είναι πασίγνωστη – ενώ ήταν η κυριότερη αιτία της κατάρρευσης του υπαρκτού κομμουνισμού.
Περαιτέρω, τρεις αιώνες μετά το αποτυχημένο πείραμα του John Law, καθώς επίσης περί τα 60 χρόνια μετά τη μονομερή έξοδο των Η.Π.Α. από τον κανόνα του χρυσού, οπότε ξεκίνησε η εποχή των χρημάτων χωρίς αντίκρισμα, φαίνεται να επαναλαμβάνεται η ιστορία – αν και οι οπαδοί της ΜΜΤ πιστεύουν μεν πως ένα κράτος με δική του κεντρική τράπεζα μπορεί να χρηματοδοτήσει όλες τις ανάγκες της κοινωνίας του, δημιουργώντας χρήματα από το πουθενά με την εγγύηση του, αλλά θα πρέπει να περιορίζεται σε ουσιαστικές και παραγωγικές δραστηριότητες. Τα χρήματα δηλαδή που θα εκδίδει θα πρέπει να έχουν αντίκρισμα το ΑΕΠ, το κοινωνικό προϊόν – οπότε θα εξασφάλιζαν πως δεν θα μπορούσε να προκληθεί πληθωρισμός.
Απλούστερα, απέναντι στα καινούργια χρήματα θα υπήρχαν πάντοτε πραγματικά αγαθά ή υπηρεσίες – κάτι που ταιριάζει απόλυτα, που θυμίζει το διανοητικό σφάλμα του John Law, επειδή δεν αναφέρονται πουθενά η αξιολόγηση και οι τιμές αυτών των προϊόντων. Σε κάθε περίπτωση οι πραγματικοί πόροι μίας οικονομίας, όπως είναι η ενέργεια, τα γόνιμα εδάφη κλπ., είναι σε περιορισμένη ποσότητα – κάτι που είναι αδύνατον να αλλάξουν τα χρήματα που δημιουργούνται από τις κεντρικές τράπεζες, όσα και αν είναι.
Στα πλαίσια αυτά, η δήθεν οικονομική ανάκαμψη της Δύσης με τα περίπου 15 τρις $ που τυπώθηκαν από τις δυτικές τράπεζες μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση (γράφημα), ενώ συνεχίζουν να τυπώνονται, είναι κάτι χειρότερο από πλασματική – πόσο μάλλον όταν ο ρυθμός ανάπτυξης στις Η.Π.Α., στην ΕΕ και αλλού επιβραδύνεται ήδη. Αυτό σημαίνει με τη σειρά του πως το ξύπνημα μας από το λήθαργο δεν θα είναι καθόλου καλό – χωρίς να θέλουμε να είμαστε προφήτες κακών εξελίξεων.
Περί χρεοκοπίας
Συνεχίζοντας, όπως ανέφερε πρόσφατα ο επικεφαλής οικονομολόγος της Goldman Sachs. μία χώρα που έχει τη δική της κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να χρεοκοπήσει – επειδή είναι σε θέση πάντοτε να τυπώνει χρήματα, για να εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις του δημοσίου. Συμπέρανε λοιπόν πως ως εκ τούτου τα δημόσια ελλείμματα και τα χρέη δεν είναι προβληματικά, σε αντίθεση με τα ελλείμματα και με τα χρέη του ιδιωτικού τομέα – επειδή το κράτος μπορεί να τυπώνει χρήματα κατά το δοκούν, ενώ ο ιδιωτικός τομέας δεν έχει τη δυνατότητα να το κάνει (ευτυχώς κατά την άποψη μας, αν και οι εμπορικές τράπεζες το κάνουν και πρέπει να τους απαγορευθεί – ανάλυση).
Είναι όμως αλήθεια πως ένα κράτος που διαθέτει μία δική του κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να χρεοκοπήσει; Τεχνικά ασφαλώς – αφού όταν το κράτος υποχρεώνει την κεντρική του τράπεζα να καλύπτει όλες του τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις, τότε είναι σε θέση να πληρώνει όλες του τις δαπάνες με τα νέα χρήματα που τυπώνει. Από την άλλη πλευρά όμως, μία κεντρική τράπεζα μπορεί μεν να τυπώνει όσα χρήματα θέλει, αλλά οι άνθρωποι πρέπει να είναι επίσης πρόθυμοι να τα αποδέχονται και να τα κρατούν – συναλλασσόμενοι μεταξύ τους, καταθέτοντας τα στις εμπορικές τράπεζες ως αποταμιεύσεις κοκ. Ειδικά οι ξένες χώρες, οι οποίες δεν έχουν κανέλα λόγο να δεχθούν την πληρωμή τους σε νομίσματα που δεν εμπιστεύονται.
Για παράδειγμα, η δημοκρατία της Βαϊμάρη που δεν θα ξεχάσει ποτέ η Γερμανία, διέθετε τη δική της κεντρική τράπεζα που εξέδιδε το «μάρκο του Ράιχ» – το οποίο όμως το 1923 είχε σχεδόν μηδενική αξία (=αγοραστική δυνατότητα). Η αιτία ήταν το ότι, η κεντρική τράπεζα του Ράιχ είχε προηγουμένως ξεκινήσει να χρηματοδοτεί όλες τις κρατικές δαπάνες μέσω της αγοράς χρεωστικών τίτλων του δημοσίου (ομόλογα) – οπότε με το μονεταρισμό των κρατικών χρεών. Όταν δε κατέρρευσε η αξία των χρημάτων και ακολούθησε νομοτελειακά ο πληθωρισμός, αντέδρασε εκδίδοντας όλο και πιο πολλά χρήματα, όλο και πιο γρήγορα – τυπώνοντας τα μόνο από τη μία πλευρά για να κερδίζει χρόνο, ενώ στο τέλος για ένα δολάριο έπρεπε να τυπώνει πάνω από 4 δις μάρκα!
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, είναι σαφές πως πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ της πραγματικής και της ονομαστικής αξίας του χρήματος, καθώς επίσης να γνωρίζουμε τις αξίες, με τις οποίες είναι συνδεδεμένο – ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα που ορισμένοι έχουν πεισθεί λόγω άγνοιας πως το εθνικό νόμισμα, η δραχμή ή κάτι άλλο, είναι ο «από μηχανής θεός» που θα τους έλυνε ως δια μαγείας το πρόβλημα. Πως δεν είναι ένα απλό «εργαλείο» που εξαρτάται από την οικονομία, κυρίως από τα εμπορικά πλεονάσματα, αλλά ότι η οικονομία εξαρτάται από αυτό!
Ειδικότερα, μία κεντρική τράπεζα μπορεί να τυπώνει αξιωματικά το δικό της νόμισμα σε όσες ποσότητες θέλει, αλλά αυτό ισχύει ονομαστικά – σε καμία περίπτωση πραγματικά. Δηλαδή, εάν εκδίδει μεγάλες ποσότητες χρημάτων, τότε μειώνει την πραγματική τους αξία μέσω της ανόδου των ονομαστικών τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών – ενώ ως εκ τούτου, από ένα σημείο και μετά, η έκδοση επί πλέον χρημάτων είναι αντιπαραγωγική για την κεντρική της τράπεζα, όσον αφορά τα έσοδα της.
Εν προκειμένω η κεντρική τράπεζα δεν είναι πια σε θέση να αυξάνει την πραγματική αξία των χρημάτων που κυκλοφορεί – οπότε τα πραγματικά της έσοδα. Επομένως το κράτος, ακόμη και με την κεντρική του τράπεζα ως «αντασφάλιση» του, δεν μπορεί να αυξάνει απεριόριστα τις πραγματικές του δαπάνες (ελλείμματα) και το πραγματικό του χρέος – ενώ όταν μία κεντρική τράπεζα αντιμετωπίζει υπεύθυνα την υποχρέωση της να διατηρεί σταθερές τις τιμές, οπότε να εμπιστεύονται οι Πολίτες τα χρήματα που εκδίδει, δεν είναι ελεύθερη να δημιουργεί κεντρικά χρήματα κατά το δοκούν.
Στα πλαίσια της υποχρέωσης της αυτής είναι σε θέση να εκδίδει τόσα χρήματα, όσα εξασφαλίζουν τη σταθερότητα των τιμών – ενώ όταν δεν το κάνει, τότε επιδεινώνει την ποιότητα των χρημάτων ως μέσον ανταλλαγής αγαθών, αριθμητικής μονάδας και «αποθήκευσης» (=αποταμίευσης). Η σημαντικότερη προϋπόθεση δε ενός σταθερού νομίσματος και ενός αξιόπιστου δημοσιονομικού συστήματος είναι η ανεξαρτησία της νομισματικής από τη δημοσιονομική πολιτική – της κεντρικής τράπεζας από το υπουργείο οικονομικών, όπως για τη Δημοκρατία της εκτελεστικής από τη νομοθετική και από τη δικαστική εξουσία.
Όσον αφορά τώρα τα κέρδη της κεντρικής τράπεζας που οδηγούνται στο κράτος, στον ετήσιο προϋπολογισμό του, θα πρέπει να είναι αυτά που προκύπτουν ως «πλεόνασμα» από τις νομισματικές της αποφάσεις – ενώ οφείλουν να μην είναι ποτέ το κίνητρο αυτών των αποφάσεων.
Ιστορικά πάντως ο κίνδυνος να «προσδεθεί» η νομισματική πολιτική στη δημοσιονομική, υπακούοντας σε δημοσιονομικά κίνητρα, αποτελεί τη νούμερο ένα απειλή για τη διατήρηση σταθερών νομισματικών και δημοσιονομικών συνθηκών – ενώ ένα κράτος μπορεί να αντιμετωπίσει τα πάντα, αλλά όχι την κατάρρευση του νομίσματος του (Keynes), η οποία προκαλεί επί πλέον το τέλος της Δημοκρατίας του, μέσα από μεγάλες κοινωνικές αναταραχές και αιματηρές εξεγέρσεις. Επομένως όλα όσα έχουν σχέση με το νόμισμα μίας χώρας είναι απαράδεκτο να χρησιμοποιούνται για μικροπολιτικούς σκοπούς – ούτε να αναφέρονται με ελαφρότητα, σαν να επρόκειτο για ένα γεγονός δευτερευούσης σημασίας.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου