Εισερχόμαστε σε μία νέα εποχή, κατά την οποία οι «ευρωσκεπτικιστές» δεν σκέφτονται πια να εγκαταλείψουν οι χώρες τους την Ευρωζώνη ή την ΕΕ – αλλά να καταλάβουν την ηγεσία της στις Ευρωεκλογές από τη Γερμανία, επειδή έχουν συνειδητοποιήσει πως δεν υπάρχει καμία δυνατότητα ασφαλούς εξόδου.
Ανάλυση
Είναι τεκμηριωμένο πως η Μ. Βρετανία δεν συνεργάσθηκε ποτέ σωστά με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ – έχοντας πάντοτε μεγάλες απαιτήσεις από τη συμμετοχή της, χωρίς όμως να θέλει να αναλαμβάνει αντίστοιχες υποχρεώσεις. Εν τούτοις, η ενδεχόμενη έξοδος της προβλημάτισε σε μεγάλο βαθμό τα άλλα κράτη – ενώ επικρατεί η αντίληψη ότι, η ΕΕ απέτυχε να δημιουργήσει ουσιαστικές ευκαιρίες για τους Ευρωπαίους Πολίτες, τέτοιες που να ενισχύουν τα οφέλη από τη συμμετοχή τους (εύλογα θα λέγαμε αφού, για παράδειγμα, ο ρυθμός ανάπτυξης της Ελβετίας που με δημοψήφισμα το 1992 οι Πολίτες της τέθηκαν εναντίον της συμμετοχής της χώρας τους στην ΕΕ, ήταν πολύ υψηλότερος από το μέσο όρο της ένωσης).
Ειδικότερα, αντί να τους προστατεύσει από τα επακόλουθα της παγκοσμιοποίησης, έγινε η ίδια ένα όργανο της παγκοσμιοποίησης – με αποτέλεσμα ακόμη και οι ισχυρότερες ευρωπαϊκές οικονομίες να δυσκολεύονται να αυξήσουν το ρυθμό ανάπτυξης τους, ενώ τα ασφαλιστικά τους συστήματα καταρρέουν. Εκτός αυτού, η Κομισιόν υπηρετεί τους περίπου 30.000 που εργάζονται για τα λόμπι των πολυεθνικών στις Βρυξέλες, παρά τους απλούς Πολίτες – ειδικά αυτούς που βιώνουν συνθήκες φτώχειας.
Επί πλέον, η ευρωπαϊκή εξωτερική και μεταναστευτική πολιτική εξελίχθηκε σε ανήθικη και αναποτελεσματική – ενώ οι συγκρούσεις στο εσωτερικό της ΕΕ είναι πολυάριθμες, μεταξύ δανειστριών και οφειλετών χωρών, εισαγωγέων και εξαγωγέων, κρατών με εθνικό νόμισμα ή με ευρώ, πλεονασματικών και ελλειμματικών κοκ.
Επειδή τώρα η μία μετά την άλλη «ευρωσκεπτικιστικές» χώρες ανακάλυψαν (μέσω της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Μ. Βρετανίας κλπ.) ότι, οι πόρτες της ΕΕ, πόσο μάλλον της Ευρωζώνης είναι ερμητικά κλειστές, πως είναι δηλαδή όλες εγκλωβισμένες και ότι δεν έχει καμία τη δυνατότητα μονομερούς εξόδου, ούτε καν η Γερμανία, φαίνεται πως ορισμένες (Ιταλία, Ουγγαρία, Πολωνία κλπ.) αποφάσισαν να καταλάβουν την ηγεσία της στις Ευρωεκλογές από τη Γερμανία – κάτι που όμως δεν είναι καθόλου εύκολο όσο ακούγεται.
Όλα αυτά τώρα δεν σημαίνουν απαραίτητα πως το ευρωπαϊκό εγχείρημα είναι αποτυχημένο, αλλά ότι απαιτούνται ριζικές, βαθιές αλλαγές στη δομή του – έτσι ώστε να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των Πολιτών. Εν τούτοις, η προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση που ξεκίνησε από τον πρόεδρο Macron απέτυχε παταγωδώς, λόγω της αντίδρασης της Γερμανίας – όπου ένα από τα αποτελέσματα της αποτυχίας του ήταν η εμφάνιση των κίτρινων γιλέκων στη Γαλλία που πιθανότατα δεν είναι παροδική.
Μπορεί τώρα η εξέγερση που ξεκίνησε στη Γαλλία να οφείλεται στη μείωση του βιοτικού επιπέδου των Πολιτών της, ως αποτέλεσμα της πολιτικής λιτότητας που επιβάλλει πια στους πάντες η Γερμανία και της μη ισορροπημένης αναδιανομής των εισοδημάτων, αλλά η ουσιαστική αιτία είναι η κατακόρυφη πτώση της ανταγωνιστικότητας της – κάτι που συμβαίνει επίσης στη Μ. Βρετανία, τα ελλείμματα της οποίας απέναντι στη Γερμανία είναι της τάξης των 50 δις €.
Όπως έχουμε δε αναφέρει πολλές φορές, η οικονομία μίας χώρας εξαρτάται κυρίως από την ανταγωνιστικότητα της – γεγονός που σημαίνει πως εάν τη χάσει αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα, με κίνδυνο να οδηγηθεί στη χρεοκοπία. Η ανταγωνιστικότητα ή μη τώρα ενός κράτους διαπιστώνεται εύκολα από τα ισοζύγια του – τόσο από το εμπορικό, όσο και από το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών όπου, εφόσον είναι πλεονασματικά, είναι δεδομένη.
Εάν όμως είναι ελλειμματικά, τότε υπάρχει πρόβλημα στην οικονομία που δεν είναι καθόλου εύκολο να διορθωθεί – όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας που ακόμη και όταν αυξάνονται οι εξαγωγές της κλιμακώνονται περισσότερο οι εισαγωγές, με αποτέλεσμα να βυθίζεται ξανά στα ελλείμματα. Στα πλαίσια αυτά θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε τα εξής:
Οι πτυχές της ανταγωνιστικότητας
Η ανταγωνιστικότητα μίας οικονομίας εξαρτάται από πολλούς άλλους παράγοντες, εκτός από το εργατικό κόστος ανά ώρα εργασίας (επενδύσεις, επιτόκια, τεχνολογία κοκ.), ενώ είναι ένα συγκριτικό μέγεθος – με την έννοια πως δεν προσμετρείται ερευνώντας μόνο την ίδια τη χώρα, αλλά σε σύγκριση με τις υπόλοιπες.
Για να κατανοήσει τώρα κανείς το θέμα, το οποίο συνεχίζει να αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, παρά την τεράστια μείωση των μισθών των εργαζομένων, επίσης της Ευρωζώνης λόγω κυρίως της πολιτικής του μισθολογικού dumping της Γερμανίας, βοηθάει το κάτωθι παράδειγμα, από τη διεθνή βιβλιογραφία (Flasbk. Economics):
Υποθετικά, η «χώρα Α» εξάγει κυρίως αυτοκίνητα, ενώ η «χώρα Β» φάρμακα – οπότε, σύμφωνα με την εντύπωση της πλειοψηφίας, οι δύο χώρες δεν ανταγωνίζονται μεταξύ τους, επειδή πουλούν εντελώς διαφορετικά προϊόντα. Εάν συνέβαινε λοιπόν κάτι τέτοιο, τότε η εξέλιξη των τιμών των προϊόντων στη μία χώρα, δεν θα είχε καμία σχέση με την αντίστοιχη στην άλλη – με την έννοια πως εάν τα αυτοκίνητα της «χώρας Α» γινόντουσαν ακριβότερα στις διεθνείς αγορές, δεν θα επηρεαζόντουσαν οι πωλήσεις των φαρμάκων της «χώρας Β».
Επομένως, με βάση αυτή τη λογική, θα ήταν λάθος να ισχυρισθεί κανείς πως η αύξηση των τιμών των αυτοκινήτων της «χώρας Α», λόγω της ανόδου του κόστους εργασίας, θα βοηθούσε τις εξαγωγές των φαρμάκων της «χώρας Β», τα οποία δεν θα είχαν ακριβύνει ανάλογα. Αντίθετα, θα ήταν επίσης λάθος, πάντοτε σύμφωνα με τις περιρρέουσες εντυπώσεις, να θεωρήσει κανείς πως η μείωση των τιμών των αυτοκινήτων της «χώρας Α», θα δημιουργούσε προβλήματα στις εξαγωγές των φαρμάκων της «χώρας Β», η οποία συνεχίζει να πουλάει στις ίδιες τιμές.
Ακόμη περισσότερο νομίζει κανείς πως εάν η «χώρα Α» είναι ανταγωνίσιμη, επειδή μπορεί να πουλάει τα αυτοκίνητα της φθηνότερα, λόγω του μειωμένου κόστους εργασίας, τότε θα είναι μόνο σε σχέση με εκείνες τις χώρες, οι οποίες πουλούν επίσης αυτοκίνητα – οπότε η «χώρα Α» δεν είναι υπεύθυνη για τη μείωση των εξαγωγών φαρμάκων της «χώρας Β», αφού δεν την ανταγωνίζεται μη παράγοντας φάρμακα.
Το μικροοικονομικό σφάλμα
Εν τούτοις, η παραπάνω εντύπωση των περισσοτέρων ανθρώπων είναι εντελώς λανθασμένη – οφείλεται δε στο ότι, τα γεγονότα ερμηνεύονται με τη λογική της μικροοικονομίας, η οποία έχει τα εξής μεγάλα σφάλματα μακροοικονομικά:
(α) Θεωρεί πως οι αγορές είναι μη συνδεδεμένες η μία με την άλλη και λειτουργούν ανεξάρτητα μεταξύ τους – έτσι ώστε, ειδικά η προσφορά και η ζήτηση, δεν είναι εξαρτημένες.(β) Αντιμετωπίζει μία οικονομία όπως μία επιχείρηση ή ένα απομονωμένο νοικοκυριό – η ιδιαίτερη συμπεριφορά του οποίου εξισορροπείται από τα υπόλοιπα.
Αυτό που ισχύει όμως είναι το ότι, εάν οι Πολίτες μίας χώρας θέλουν να αγοράσουν τα προϊόντα των άλλων χωρών, μπορούν να το κάνουν σε σταθερή, μακροπρόθεσμη βάση, μόνο εάν οι ίδιοι παράγουν προϊόντα, για τα οποία υπάρχει ζήτηση στο εξωτερικό.
Επομένως, εάν δεν μπορούν να πουλήσουν τα προϊόντα που οι ίδιοι παράγουν στο εξωτερικό, επειδή οι τιμές τους δεν είναι ανταγωνίσιμες, τότε έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν τα προϊόντα άλλων χωρών μόνο εάν δανείζονται – στο νόμισμα της χώρας φυσικά, η οποία τα παράγει (κάτι που συμβαίνει μέσω των τραπεζών, παρά το ότι δεν το παρατηρούμε). Αυτό ακριβώς συνέβαινε στην Ελλάδα έως πρόσφατα (2013), με κριτήριο το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – οπότε ήταν εύλογη η υπερχρέωση της.
Περαιτέρω, αυτά τα δάνεια δεν μπορούν ποτέ να τα εξοφλήσουν οι Πολίτες, εάν δεν αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα τους – επειδή η αποπληρωμή των δανείων σημαίνει την επίτευξη καθαρών εξαγωγών (πλεονασματικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών).
Εάν τώρα οι Πολίτες της συγκεκριμένης χώρας δεν αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα τους και δεν πληρώσουν τα δάνεια, τότε καταρρέει η πιστοληπτική τους ικανότητα – με αποτέλεσμα να αδυνατεί, από ένα σημείο και μετά, να εισάγει η χώρα ξένα προϊόντα (κάτι που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, δίνοντας δυστυχώς λανθασμένες ερμηνείες – ανάλυση).
Η εξάρτηση των χωρών μεταξύ τους
Επιστρέφοντας στο παράδειγμα μας, εάν οι τιμές των εξαγωγικών προϊόντων της «χώρας Α» (αυτοκίνητα) είναι χαμηλότερες σε σχέση με τα ανταγωνιστικά της προϊόντα των άλλων χωρών (αυτοκίνητα), τότε είναι αυτονόητο πως επηρεάζουν τη ζήτηση αυτών των προϊόντων – η οποία αυξάνεται, σε σχέση με τα αντίστοιχα προϊόντα, με τα αυτοκίνητα δηλαδή που παράγουν οι άλλες χώρες.
Για την καλύτερη κατανόηση του θέματος, όταν τα αυτοκίνητα που κατασκευάζει η Γερμανία γίνονται φθηνότερα από αυτά της Ιταλίας, η ζήτηση για τα γερμανικά αυτοκίνητα γίνεται μεγαλύτερη, σε σχέση με τα ιταλικά – εις βάρος της Ιταλίας και προς όφελος της Γερμανίας.
Αυτό ισχύει και για τη ζήτηση των αυτοκινήτων της «χώρας Α», στη «χώρα Β» που παράγει φάρμακα – ανεξάρτητα από το πόσο ανταγωνιστικά απέναντι σε τρίτους είναι τα φάρμακα στις διεθνείς αγορές. Επί πλέον, η συγκεκριμένη εξέλιξη των τιμών έχει συνέπειες στη ζήτηση άλλων προϊόντων – επειδή η «χώρα C», η οποία παράγει επίσης αυτοκίνητα, χάνει πωλήσεις (ζήτηση, εξαγωγές) λόγω του ανταγωνισμού της «χώρας Α». Επομένως, η «χώρα C» παράγει λιγότερο εισόδημα (ΑΕΠ), εμφανίζει ένα υψηλότερο ποσοστό ανεργίας κοκ. – οπότε εισάγει λιγότερα προϊόντα (φάρμακα) από τη «χώρα Β».
Σε τελική ανάλυση λοιπόν, η «χώρα Β» εξάγει λιγότερα φάρμακα στη «χώρα C», λόγω της αυξημένης ανταγωνιστικότητας της «χώρας Α» – παρά το ότι παράγει εντελώς διαφορετικά προϊόντα από τη «χώρα Α».
Παραστατικά, εάν υποθέσουμε πως η «χώρα Α» είναι η Γερμανία, η «χώρα Β» η Γαλλία και η «χώρα C» η Ιταλία, η Ιταλία χάνει πωλήσεις (εξαγωγές) λόγω του ανταγωνισμού της Γερμανίας, οπότε μειώνονται τα κέρδη και το ΑΕΠ της – με αποτέλεσμα να εισάγει λιγότερα φάρμακα από τη Γαλλία, η οποία χάνει με αυτόν τον τρόπο μέρος του ΑΕΠ της λόγω της Γερμανίας (χωρίς να ευρίσκεται σε άμεσο ανταγωνισμό μαζί της, αφού η Γερμανία δεν παράγει θεωρητικά φάρμακα).
Συμπεραίνεται επομένως πως υπάρχουν έμμεσοι μηχανισμοί, λόγω των οποίων η «χώρα Β» επηρεάζεται από την εξέλιξη των τιμών της «χώρας Α», οπότε από την ανταγωνιστικότητα της – παρά το ότι δεν παράγει τα ίδια προϊόντα και δεν ευρίσκεται σε άμεσο ανταγωνισμό μαζί της (επιδράσεις τρίτων αγορών).
Αυτό σημαίνει με τη σειρά του πως οι εξαγωγείς μίας χώρας δεν ανταγωνίζονται μόνο τους εξαγωγείς άλλων χωρών, οι οποίοι παράγουν τα ίδια προϊόντα – αντίθετα, όλοι οι εξαγωγείς όλων των χωρών ανταγωνίζονται άμεσα ή έμμεσα μεταξύ τους, όσον αφορά τη συνολική ζήτηση.
Στο παραστατικό μας παράδειγμα η Ελλάδα, η οποία παράγει αγροτικά προϊόντα εξάγοντας τα στην Ιταλία, επηρεάζεται επίσης από τον έμμεσο ανταγωνισμό της Γερμανίας – επειδή η Ιταλία, λόγω μειωμένου ΑΕΠ και εξαγωγών, εισάγει λιγότερα προϊόντα και από την Ελλάδα. Στα πλαίσια αυτά η ύφεση, στην οποία βυθίστηκε ξανά η Ιταλία σήμερα, θα έχει σοβαρές συνέπειες για την Ελλάδα – αφού η Ιταλία είναι η μεγαλύτερη εξαγωγική της αγορά (γράφημα).
Η συνολική ζήτηση
Συνεχίζοντας, ποιο μέρος της συνολικής ζήτησης αφορά τα αυτοκίνητα και ποιο τα φάρμακα, δεν είναι δυνατόν να συγκεκριμενοποιηθεί – αφού οι ποσότητες μπορούν να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή. Δεν μπορεί επίσης να συγκεκριμενοποιηθεί η συνολική ζήτηση – αφού δεν είναι σε καμία περίπτωση προκαθορισμένη ή ανεξάρτητη από την οικονομική και πολιτική στρατηγική που ακολουθούν οι εκάστοτε, οικονομικά σημαντικότερες χώρες. Για παράδειγμα, η πολιτική λιτότητας της Ευρωζώνης μειώνει τη ζήτηση και την ανάπτυξη ολόκληρου του πλανήτη – ενώ η αντίθετη, επεκτατική πολιτική των Η.Π.Α. την αυξάνει.
Στο σημείο αυτό, η αποφασιστική ερώτηση είναι εάν η μετάθεση της συνολικής ζήτησης προς τα προϊόντα της «χώρας Α», λόγω της αυξημένης ανταγωνιστικότητας της, συμβάλλει θετικά στη συνολική ζήτηση – την αυξάνει δηλαδή, οπότε μπορούν να κερδίσουν και οι άλλες χώρες, αφού η αγορά (πίτα) γίνεται μεγαλύτερη.
Στην προκειμένη περίπτωση, εάν η «χώρα Α» αυξήσει τη διεθνή ζήτηση των αυτοκινήτων της, λόγω της μεγάλης ανταγωνιστικότητας της, αυξάνοντας παράλληλα το διεθνές μερίδιο της στην αγορά αυτοκινήτων, τότε κλιμακώνεται ανάλογα η συνολική εγχώρια ζήτηση της – εάν βέβαια η άνοδος της παραγωγικότητας της αυτοκινητοβιομηχανίας της «χώρας Α», οδηγήσει στην ανάλογη αύξηση των πραγματικών μισθών των εργαζομένων της, οπότε στη δυνατότητα τους να αγοράζουν περισσότερα προϊόντα.
Εάν λοιπόν το συνολικό επίπεδο των τιμών της οικονομίας της δεν εξελιχθεί επίσης χαμηλότερα, συγκριτικά με αυτό στις διεθνείς αγορές – γεγονός που συμβαίνει όταν οι μισθοί δεν αυξάνονται ανάλογα με την παραγωγικότητα των εργαζομένων.
Επομένως, εάν οι μισθοί συμβαδίζουν με την άνοδο της ανταγωνιστικότητας της «χώρας Α», τότε αυξάνεται η ζήτηση στο εσωτερικό της, οπότε και οι εισαγωγές ξένων προϊόντων – με αποτέλεσμα να διατηρείται ισοσκελισμένο το ισοζύγιο της ή, τουλάχιστον, να μην αυξάνονται τα εμπορικά της πλεονάσματα. Στην περίπτωση αυτή, αυξάνονται και οι εισαγωγές φαρμάκων από τη «χώρα Β» (Γαλλία), οπότε εξισορροπούνται οι απώλειες της «χώρας Β» από τη μείωση των εισαγωγών της «χώρας C» (Ιταλία), λόγω του ανταγωνισμού της «χώρας Α» (Γερμανία).
Συμπερασματικά, η ανταγωνιστική μείωση των τιμών των εξαγωγικών προϊόντων της «χώρας Α», δημιουργεί μεν προβλήματα στους άμεσους ανταγωνιστές της στις διεθνείς αγορές, αλλά εξισορροπείται από την επί πλέον ζήτηση στο εσωτερικό της – λόγω της οποίας επωφελούνται όλα τα κράτη που εξάγουν στην αγορά της. Εκτός αυτού, βοηθάει τις ανταγωνίστριες χώρες να αντιγράψουν την τεχνολογική της εξέλιξη, αυξάνοντας τη δική τους παραγωγικότητα (τότε μόνο είναι ωφέλιμος ο ανταγωνισμός).
Στα πλαίσια αυτά, η «χώρα C», η οποία προσπαθεί επίσης να πουλήσει τα αυτοκίνητα της στις διεθνείς αγορές, έχει μεν μεγαλύτερο πρόβλημα από τη «χώρα Β» που παράγει φάρμακα, αλλά μπορεί να το λύσει – με την έννοια πως, εάν δεν μπορεί να ακολουθήσει την τεχνολογική εξέλιξη της «χώρας Α», είτε επικεντρώνεται στην παραγωγή άλλων προϊόντων, είτε υποτιμάει το νόμισμα της (εάν δεν είναι μέλος της Ευρωζώνης).
Στο παράδειγμα της Γερμανίας, όταν αυξάνει το μερίδιο της στις αγορές εκτός Ευρωζώνης, έχει τη δυνατότητα να αυξήσει ανάλογα την εγχώρια ζήτηση της και τις εισαγωγές της από τους εταίρους της – οπότε, σε τελική ανάλυση, αυξάνεται η συνολική ζήτηση στη νομισματική ένωση προς όφελος όλων (εάν βέβαια οι εξαγωγές της Ιταλίας στις εκτός Ευρωζώνης χώρες δεν μειώνονται ανάλογα).
Οι ανισορροπίες του μερκαντιλισμού της Γερμανίας
Συνεχίζοντας, εάν η «χώρα Α» στηρίζει την ανταγωνιστικότητα της, τις χαμηλές τιμές πώλησης των προϊόντων της καλύτερα, στο ότι αυξάνει τους μισθούς των εργαζομένων της με ρυθμό χαμηλότερο της παραγωγικότητας τους, αρνούμενη να τηρήσει το «χρυσό κανόνα των αμοιβών» (Αυξήσεις = άνοδος της παραγωγικότητας + πληθωρισμός), τότε η ζήτηση της (εισαγωγές) δεν ισορροπεί, με την αύξηση των πωλήσεων της (εξαγωγές) – οπότε δημιουργεί δυσανάλογα πλεονάσματα στο ισοζύγιο της (γράφημα, σύγκριση της Γερμανίας με τη Γαλλία, η τελευταία με διακεκομμένη γραμμή και δεξιά στήλη).
Στην περίπτωση αυτή, μετατίθεται η συνολική ζήτηση προς όφελος της «χώρας Α», χωρίς να αυξάνονται οι μισθοί των εργαζομένων της οπότε η εγχώρια ζήτηση, καθώς επίσης χωρίς να μπορούν να αντιγράψουν κάποια τεχνολογική της εξέλιξη οι ανταγωνιστές της – αφού η άνοδος της ανταγωνιστικότητας της οφείλεται στη διατήρηση των μισθών των εργαζομένων της σε χαμηλά επίπεδα, οπότε θα ήταν το μόνο που θα μπορούσαν να υιοθετήσουν οι ανταγωνιστές της (τότε ο ανταγωνισμός είναι καταστροφικός).
Αυτό σημαίνει με τη σειρά του πως δεν ζημιώνονται μόνο οι άμεσοι ανταγωνιστές της, όπως η «χώρα C» στο παράδειγμα μας αλλά, επίσης, οι εξαγωγείς άλλων προϊόντων, όπως της «χώρας Β». Επομένως, εάν η αύξηση της ανταγωνιστικότητας ενός κράτους επιτυγχάνεται με το μισθολογικό dumping, τότε επιδεινώνονται αφενός μεν τα εισοδήματα των εργαζομένων του, αφετέρου αυτά των ξένων πελατών του – οι οποίοι κάποια στιγμή αδυνατούν να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους, ζημιώνοντας το επί πλέον.
Στο παράδειγμα της Γερμανίας, το μερίδιο των μισθών στην ακαθάριστη προστιθεμένη αξία των επιχειρήσεων, από 66,7% το 1992 μειώθηκε στο 56,4% το 2007. Την ίδια χρονική περίοδο, το χρηματοπιστωτικό έλλειμμα των επιχειρήσεων, ύψους 5,2% περίπου, μετατράπηκε σε ένα πλεόνασμα της τάξης του 3% της ακαθάριστης προστιθεμένης αξίας.
Εκτός αυτού, οι επενδύσεις μειώθηκαν από 22,1% στο 17,3% επί της ακαθάριστης προστιθεμένης αξίας, μεταξύ των ετών 1992 και 2007, παράλληλα με τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων – με αποτέλεσμα τα καθαρά κέρδη τους να αυξηθούν, αν και μόλις κατά 1%, λόγω της εκτεταμένης φοροαποφυγής των μεγάλων επιχειρήσεων της.
Κλείνοντας, οι θέσεις εργασίας που κερδίζονται στους εξαγωγικούς τομείς μίας χώρας, όπως η παραπάνω, δεν μπορούν να εξισορροπήσουν μακροπρόθεσμα την αδύναμη εσωτερική ζήτηση – οπότε ουσιαστικά οι θέσεις εργασίας της Γερμανίας στηρίζονται σε «πήλινα πόδια».
Ειδικότερα, όταν η εισοδηματική ισχύς (περιουσιακά στοιχεία) των νομισματικών εταίρων της, λόγω της μη ανταγωνιστικότητας τους, «απορροφηθεί» εντελώς, καθώς επίσης όταν οι εμπορικοί συνεργάτες που έχουν το δικό τους νόμισμα αποφασίσουν να αμυνθούν απέναντι στο μερκαντιλισμό της (λόγω της υιοθέτησης του μισθολογικού dumping), τότε οι θέσεις εργασίας χάνονται (ανάλυση).
Επίλογος
Από την παραπάνω ανάλυση είναι προφανές ότι, αφενός μεν η Ελλάδα δεν μπορεί να λύσει μόνη της το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της, αφετέρου πως η Ευρωζώνη θα διαλυθεί αργά ή γρήγορα – κυρίως με ευθύνη της Γερμανίας.
Εκτός αυτού, πολλές άλλες χώρες είναι σε δυσμενέστερη θέση από την πλευρά της ανταγωνιστικότητας, συγκριτικά με την Ελλάδα – όπως η Γαλλία, κυρίως όμως η Ιταλία, λόγω του υψηλότερου εργατικού κόστους τους, σε σχέση με τη Γερμανία. Πόσο μάλλον όταν δεν είναι σε θέση να επιβάλλουν στους Πολίτες τους τα εγκληματικά μνημόνια που εφαρμόσθηκαν στην Ελλάδα (ανάλυση), για να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα τους «μισθολογικά», χωρίς να διακινδυνεύσουν τεράστιες κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις.
Επομένως, εάν η Γερμανία δεν αλλάξει πολιτική, έχοντας τουλάχιστον το ήθος να στηρίζει την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της στην τεχνολογική της εξέλιξη και όχι στους άμοιρους εργαζομένους της, οι οποίοι γίνονται αντικείμενο στυγνής εκμετάλλευσης της βιομηχανικής ελίτ της χώρας, το τέλος της νομισματικής ένωσης είναι δεδομένο.
Υπενθυμίζοντας δε πως κάτι ανάλογο είχε συμβεί στην πρώτη εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπου ολόκληρη η Ευρώπη ήταν ξανά εξαρτημένη από τη «γερμανική μηχανή», καταλήγοντας στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ελπίζουμε πως αυτή τη φορά θα αποφευχθεί μία αντίστοιχη εξέλιξη – εάν όχι με την εκλογίκευση της πρωσικής κυβέρνησης, τουλάχιστον με την αντίδραση των Γερμανών Πολιτών, οι οποίοι είναι το μεγάλο θύμα της όλης διαδικασίας.
Άλλωστε, όταν η μία μετά την άλλη χώρα της Ευρωζώνης χάσουν την ανταγωνιστικότητα τους, υποχρεούμενες να δανείζονται για να επιβιώνουν η Γερμανία, ως κύριος δανειστής, θα υποστεί τη μεγαλύτερη καταστροφή –λόγω των μαζικών αθετήσεων πληρωμών, καθώς επίσης των διαγραφών χρεών που θα ακολουθήσουν νομοτελειακά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου