Εκτός του ότι η επιχείρηση θα έπρεπε να αξιολογηθεί σωστά, όσον αφορά τη δίκαιη τιμή της, οφείλει να αποτιμηθεί η αξία της συμμετοχής της στις ΔΕΠΑ και ΔΕΣΦΑ – καθώς επίσης τα μελλοντικά της οφέλη από την εξόρυξη των ενεργειακών αποθεμάτων της χώρας, όπως και το στρατηγικό της νόημα για την Ελλάδα.
«Δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε τους τομείς της «δημόσιας φροντίδας» (Παιδεία, Υγεία, Άμυνα, Ασφάλεια, Λιμάνια, Ενέργεια και Ύδρευση) στον ιδιωτικό τομέα, επειδή εξυπηρετούν ανάγκες, οι οποίες ευρίσκονται σε αντίθεση με τους κανόνες λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς – οπότε δεν μπορούν να διαχειρίζονται με κριτήρια απόδοσης, αλλά ούτε και να αξιολογούνται με γνώμονα το κέρδος».
Ανάλυση
Η Ελλάδα, με εντολή της Τρόικα, έχει μεταβιβάσει στο ΥΠΕΡΤΑΜΕΙΟ που υποχρεώθηκε να δημιουργήσει η κυβέρνηση της, μετά την πλέον αποτυχημένη διαπραγμάτευση όλων των εποχών ότι έχει και δεν έχει, μαζί με τα ενεργειακά της αποθέματα – όπου ξαφνικά, εντελώς τυχαία, βρέθηκαν τεράστια κοιτάσματα φυσικού αερίου στον υποθαλάσσιο χώρο της, τα οποία έως τότε ήταν δήθεν άγνωστα.
Μεταξύ αυτών μεταβίβασε το ΤΑΙΠΕΔ, υπεύθυνο για τις σκανδαλώδεις αποκρατικοποιήσεις, όπως των κερδοφόρων μόνο 14 αεροδρομίων στην κρατική γερμανική εταιρεία FRAPORT – ενώ στο ΤΑΙΠΕΔ έχει μεταβιβαστεί η συμμετοχή του δημοσίου στα Ελληνικά Πετρέλαια (ΕΛΠΕ), τα οποία ελέγχουν επί πλέον το 35% της ΔΕΠΑ και το 35% του ΔΕΣΦΑ. Την εταιρεία αυτή μας ζήτησε να αξιολογήσουμε συνδρομητής μας, σε συνδυασμό με τις ιδιωτικοποιήσεις – στα πλαίσια της δικής μας προσφοράς, ως ένα μεγάλο ευχαριστώ για τη στήριξη της προσπάθειας μας.
Ο συνέταιρος του δημοσίου που κατέχει το 35,47% στα ΕΛΠΕ και τα 7 από τα 13 μέλη του ΔΣ, στο μεγαλύτερο διυλιστήριο της Ελλάδας, είναι η «Paneuropean Oil & Industrial Holdings», συμφερόντων του κ. Σ. Λάτση – η οποία το 2016 αύξησε το ποσοστό της στο 45,47%. Τα ΕΛΠΕ, δραστηριοποιούνται επίσης στην Κύπρο, στη Βουλγαρία, στα Σκόπια, στο Μαυροβούνιο και στη Σερβία (πηγή) – ενώ η σημερινή τους χρηματιστηριακή αξία ευρίσκεται στα 2,41 δις €, με τιμή μετοχής 7,89 € (πηγή).
Αν και ο τζίρος της εταιρείας τώρα μειώθηκε στο παρελθόν, από τα 9,478 δις € το 2014 στα 7,303 δις € το 2015 και στα 6,613 δις € το 2016, το 2017 αυξήθηκε ξανά στα 7,994 δις € (πηγή) – με τα κέρδη τους όμως προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων να ακολουθούν μία συνεχώς ανοδική πορεία (γράφημα).
Ειδικά το 2017 ήταν ένα έτος ρεκόρ κερδοφορίας και παραγωγής για την επιχείρηση, η οποία αποφάσισε τη διανομή μερίσματος 0,40 € ανά μετοχή που ισοδυναμεί με απόδοση περίπου 5% – ενώ οι υποχρεώσεις της μειώθηκαν στα 4,79 δις €, από 5,05 δις το 2016, έναντι συνόλου ενεργητικού 7,16 δις € (άρα η καθαρή της θέση είναι όσο περίπου η κεφαλαιοποίηση της). Επομένως, η αποτίμηση του 35,47% που κατέχει το δημόσιο θα ήταν στα 850 εκ. €, με κριτήριο τη χρηματιστηριακή της αξία – η οποία όμως ισούται μόλις με 6,29 φορές τα καθαρά κέρδη της (μετά φόρων), άρα είναι πολύ χαμηλή.
Λογικά λοιπόν τα ΕΛΠΕ θα έπρεπε να αποτιμηθούν το ελάχιστο δέκα φορές τα ετήσια καθαρά κέρδη τους ύψους 383,9 εκ. € (τα συγκρίσιμα είναι 372 δις €) και επομένως στα 3,84 δις € – οπότε η αξία της συμμετοχής του δημοσίου θα ήταν τουλάχιστον 1,36 δις. Εν τούτοις, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, ο στόχος είναι να εξασφαλίσει το δημόσιο 500 εκ. € από την πώληση της συμμετοχής του, καθώς επίσης την παραμονή του στα ΕΛΠΕ με μικρό ποσοστό – μία τιμή όμως που κάθε λογικός άνθρωπος θα θεωρούσε εξευτελιστική, ειδικά με τις προοπτικές που έχει η επιχείρηση στην ευρύτερη περιοχή εάν διενεργηθούν οι σωστές επενδύσεις.
Πόσο μάλλον εάν αξιολογήσει σωστά τη συμμετοχή της στις ΔΕΠΑ και ΔΕΣΦΑ – καθώς επίσης τα μελλοντικά της οφέλη από την εξόρυξη των ενεργειακών αποθεμάτων της χώρας. Ως εκ τούτου η ιδιωτικοποίηση των ΕΛΠΕ, η υλοποίηση της οποίας προϋποθέτει τη συμφωνία του ομίλου Λάτση αφού πρέπει να πουληθεί το 51%, είναι εν πρώτοις θέμα τιμής πώλησης – ενώ στη συνέχεια θα έπρεπε να εξετασθεί εάν συμφέρει, σε σχέση με τη στρατηγική σημασία που έχει η επιχείρηση τόσο όσα αφορά την ευρύτερη περιοχή, όσο και τις ενεργειακές προοπτικές της Ελλάδας.
Οι αποκρατικοποιήσεις
Περαιτέρω, όσον αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις, είμαστε ανέκαθεν υπέρ, με εξαίρεση τις κοινωφελείς επιχειρήσεις όπως η ύδρευση και ο ηλεκτρισμός που πρέπει να ανήκουν στο δημόσιο (άλλες χώρες που τις αποκρατικοποίησαν, όπως η Γερμανία και η Μ. Βρετανία, αναγκάσθηκαν να τις εθνικοποιήσουν ξανά – λόγω της τεράστιας αύξησης των τιμών πώλησης τους που επιβάρυναν τους Πολίτες τους, σε συνδυασμό με τη μη διενέργεια των απαιτούμενων επενδύσεων από τους ιδιώτες για να έχουν μεγαλύτερα κέρδη), τις στρατηγικές (τηλεπικοινωνίες και σημαντικά αεροδρόμια, ενέργεια εν μέρει), καθώς επίσης τις μονοπωλιακές κερδοφόρες (ΟΠΑΠ) – όπου αυξάνονται μεν τα έσοδα του δημοσίου το έτος της πώλησης τους, αλλά χάνονται στη συνέχεια τα μερίσματα, οπότε επιβαρύνεται ο προϋπολογισμός.
Με απλά λόγια θεωρούμε πως όλες οι υπόλοιπες επιχειρήσεις πρέπει να ανήκουν σε ιδιώτες, όπου όμως απαιτείται ένα ισχυρό κράτος που να ελέγχει αυστηρά την οικονομία, έτσι ώστε να τηρούνται επακριβώς οι κανόνες και οι νόμοι – όπως στο εθνικοσοσιαλιστικό σύστημα που δεν πρέπει να συγχέεται καθόλου με τη ναζιστική Γερμανία. Εκτός αυτού πρέπει να δίνεται μεγάλη σημασία στο να μην δημιουργούνται εξαρτήσεις του κράτους, καθώς επίσης να μην εκρέουν σκόπιμα χρήματα στο εξωτερικό (τριγωνικές συναλλαγές, υπερτιμολογήσεις, αποφυγή φόρων κλπ.) – επιβαρύνοντας το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και αυξάνοντας ως εκ τούτου τα εξωτερικά χρέη.
Όπως άλλωστε έχουμε αναφέρει, ο στόχος μίας χώρας οφείλει να είναι η απόλυτα ισορροπημένη σχέση μεταξύ του δημοσίου και του ιδιωτικού της τομέα, έτσι ώστε να προστατεύεται η αυτονομία του κράτους για την ασφάλεια των Πολιτών του – οι οποίοι το εμπιστεύθηκαν, αναθέτοντας τη δημόσια διοίκηση στους Θεσμούς του. Η εθνική κυριαρχία ενός κράτους, όπως συνήθως αποκαλείται η πλήρης αυτονομία του, είναι δυνατόν να καταλυθεί από αρνητικές εξελίξεις στο εσωτερικό του, ιδίως δε στην οικονομία του – χωρίς να είναι απαραίτητη η στρατιωτική εισβολή στην «επικράτεια» του.
Ως εκ τούτου, η απαίτηση της ιδιωτικοποίησης όλων των κλάδων της οικονομίας μίας χώρας, στην οποία συνηγορούν τόσο η ΕΕ, όσο και οι τρεις βασικοί διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου), είναι σε πλήρη αντίθεση με τα συμφέροντα της πλειοψηφίας των Πολιτών.
Ειδικότερα, εάν το κράτος «αποσυρθεί» τόσο από την ιδιοκτησία, όσο και από τη διαχείριση των κοινωφελών επιχειρήσεων, χάνει μεταξύ άλλων τη δυνατότητα του να ασκεί Πολιτική. Δηλαδή, δεν είναι πλέον η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση αυτή η οποία δίνει τις κατευθύνσεις, διαμορφώνει και αναπτύσσει την κοινωνία, αλλά οι ιδιώτες – οι οποίοι ουσιαστικά διοικούν απολυταρχικά, χωρίς να λογοδοτούν στους Πολίτες, με αποκλειστικό στόχο το κέρδος.
Σαν έμμεσο επακόλουθο των ιδιωτικοποιήσεων, το κράτος αδυνατεί πλέον να επιβάλλει μία δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων και να κατευθύνει την Οικονομία επειδή, μεταξύ άλλων, δεν μπορεί να τοποθετήσει τις εταιρείες του ή τη Ζήτηση των απασχολουμένων του «στη ζυγαριά» – εκτός του ότι γίνεται ταυτόχρονα «εκβιάσιμο», εκ μέρους του Καρτέλ.
Για παράδειγμα, θα μπορούσαν οι ιδιώτες στον τομέα της ενέργειας, να διατηρήσουν χαμηλή τεχνητά την προσφορά (όπως συνέβη στην Καλιφόρνια), έτσι ώστε να αυξήσουν τις τιμές – με δυσμενέστατα αποτελέσματα τόσο για το δημόσιο, όσο και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ή τα νοικοκυριά. Το ίδιο θα ήταν δυνατόν να συμβεί με την ύδρευση, με τα λιμάνια και με τις επικοινωνίες. Στην περίπτωση αυτή, είναι προφανώς αδύνατον να μιλάει κανείς για «αυτονομία» του κράτους – πόσο μάλλον για εθνική κυριαρχία, ειδικά όταν οι ιδιώτες-επιχειρηματίες είναι ξένες πολυεθνικές.
Ένα δεύτερο, γνωστό σε όλους μας παράδειγμα, είναι οι ιδιωτικές αμερικανικές εταιρείες αξιολόγησης – οι τρεις «αδελφές». Εάν οποιοδήποτε κράτος, συμπεριλαμβανομένων των Η.Π.Α., της Γαλλίας και της Γερμανίας, αρνηθεί να ακολουθήσει τις εντολές τους, έρχεται αντιμέτωπο με την υποτίμηση της πιστοληπτικής του ικανότητας – η οποία επιβαρύνει με δισεκατομμύρια επί πλέον τόκους τον προϋπολογισμό του.
Συμπερασματικά λοιπόν, από την πλευρά του εκάστοτε Συντάγματος θα έπρεπε να μην επιτρέπεται οτιδήποτε μπορεί να αμφισβητήσει την αυτοδυναμία, την εθνική κυριαρχία καλύτερα ενός κράτους, από όπου και αν αυτό προέρχεται. Επομένως, οφείλει να απαγορεύεται συνταγματικά η ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων, η οποία ουσιαστικά ισοδυναμεί με την εκχώρηση της αυτονομίας του κράτους στους ιδιώτες – με την αποκρατικοποίηση της εξουσίας και με την κατάλυση της Δημοκρατίας.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, έχουμε αναλύσει πλήρως το θέμα στο κείμενο μας «Η παγίδα των ιδιωτικοποιήσεων», το οποίο μπορεί να διαβάσει κανείς ξανά εάν θέλει – τονίζοντας πως δεν είμαστε σε καμία περίπτωση υπέρ του κρατισμού, θα ήταν άλλωστε ανόητο, αλλά οπαδοί της ελεύθερης οικονομίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα είναι ασύδοτη. Στα πλαίσια αυτά το κράτος πρέπει ασφαλώς να είναι όσο μικρότερο γίνεται, αλλά ανάλογα πολύ πιο ισχυρό – αφού διαφορετικά καταλύεται και μετατρέπεται σε έναν αφύλακτο χώρο εκμετάλλευσης των αδύναμων Πολιτών του.
Ειδικά όσον αφορά την ΕΕ, οφείλουμε να γνωρίζουμε πως η Κομισιόν, πιστός υπηρέτης των χρηματαγορών και των πολυεθνικών, προσπαθεί με κάθε τρόπο να προωθήσει τις ιδιωτικοποιήσεις – έχοντας σχετικά πρόσφατα αναθέσει στην εταιρεία Συμβούλων KPMG, έναντι 800.000 €, τη μελέτη δημοσίων επιχειρήσεων σε όλα τα κράτη μέλη της για την ενθάρρυνση της υιοθέτησης των βέλτιστων πρακτικών διαχείρισης, αλλά ουσιαστικά για τις αποκρατικοποιήσεις (πηγή).
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου