Είναι αδύνατον να υπάρχουν κόμματα ή Πολίτες που τάσσονται συνειδητά και όχι από άγνοια υπέρ των μνημονίων, τα οποία επιβάλλουν οι δανειστές της χώρας – χωρίς αναπτυξιακά μέτρα, καθώς επίσης χωρίς καμία προοπτική διαγραφής μέρους του δημοσίου χρέους.
«Οριακή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, με ρυθμό 0,1% «βλέπει» για το 2016 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), στις μακροοικονομικές προβλέψεις για τις χώρες – μέλη της Ευρωζώνης, τις οποίες δημοσίευσε στην ιστοσελίδα της. Ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται να αυξηθεί στο 2,5% το 2017 και στο 3% τόσο το 2018 όσο και το 2019.
Σε ότι αφορά την ανεργία, η ΕΚΤ εκτιμά ότι θα μειωθεί από 23,5% φέτος, σε 22% το 2017, 20,5% το 2018 και στο 19% το 2019. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ, ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 0,1% φέτος και θα αυξηθεί στο 1,1% το επόμενο έτος. Για το 2018 και το 2019, προβλέπεται πληθωρισμός 1% και 1,2%, αντίστοιχα«.
Ανάλυση
Τα επαναλαμβανόμενα μνημόνια θεωρούνται ουσιαστικά από τους υποστηρικτές τους ως ένα «αναγκαίο κακό» για την εξασφάλιση της χρηματοδότησης της χώρας, καθώς επίσης για την παραμονή της στην Ευρωζώνη – επειδή δεν της προσφέρεται καμία άλλη δυνατότητα. Στην πραγματικότητα λοιπόν, κανένας δεν πιστεύει πως τα μέτρα που τα συνοδεύουν οδηγούν στην ανάπτυξη – χωρίς την οποία είναι αδύνατη η έξοδος της Ελλάδας από την κρίση.
Από την άλλη πλευρά αρκετοί ισχυρίζονται αυθαίρετα πως η Ελλάδα απέτυχε επειδή δεν εφάρμοσε τα μέτρα των μνημονίων – κάτι που διαψεύδεται πλήρως από τον Πίνακα Ι που ακολουθεί, σύμφωνα με τον οποίο η χώρα μας δρομολόγησε μέτρα βιβλικών διαστάσεων, μοναδικά στην παγκόσμια οικονομική ιστορία. Ένας ακόμη μύθος που κυκλοφορεί είναι το ότι, δόθηκε μεγαλύτερη σημασία στην αύξηση των φόρων, αντί στη μείωση των δημοσίων δαπανών – όταν από τον Πίνακα Ι συμπεραίνεται ότι, οι φόροι από το 2010 έως και το 2014 αυξήθηκαν κατά 29,4 δις €, ενώ οι δημόσιες δαπάνες μειώθηκαν κατά 29,2 δις €. Επομένως, τα ποσά ήταν σχεδόν ίδια.
Πίνακας Ι: Μέτρα μνημονίων σε δις €, σε τιμές του 2010 – αποτέλεσμα των μέτρων στο ΑΕΠ σε δις €, σε τιμές του 2010
Έτη/μέτρα | 2010 | 2011 | 2012 | 2013 | 2014 | Σύνολα |
(Ι) Αύξηση εσόδων (φόροι) | 10,0 | 9,6 | 5,5 | 3,2 | 1,1 | 29,4 |
Αποτέλεσμα στο ΑΕΠ | -3,7 | -2,6 | -1,3 | -0,4 | 0,5 | -7,5 |
(ΙΙ) Μείωση δημοσίων δαπανών | 11,2 | 7,7 | 5,2 | 7,2 | -2,1 | 29,2 |
Αποτέλεσμα στο ΑΕΠ | -21,5 | -13,3 | -9,8 | -14,5 | 5,0 | -54,1 |
Σύνολο Ι + ΙΙ | 21,2 | 17,3 | 10,7 | 10,4 | -1,0 | 58,6 |
Σύνολο αποτέλεσμα στο ΑΕΠ | -25,2 | -15,9 | -11,1 | -14,9 | 5,5 | -61,6 |
Πηγή: AMECO, EUROSTAT. Στα μεγέθη του 2014 φαίνεται η αλλαγή πολιτικής του κ. Σαμαρά (επιλεκτική αύξηση φόρων κατά 1,1 δις € που αύξησαν το ΑΕΠ κατά 0,5 δις €, αύξηση των δημοσίων δαπανών κατά 2,1 δις € που αύξησαν το ΑΕΠ κατά 5 δις € – με συνολική αύξηση του ΑΕΠ κατά 5,5 δις € σε σταθερές τιμές του 2010 για πρώτη φορά), εκτός των πλαισίων των μνημονίων.
Ένα από τα σημαντικότερα συμπεράσματα όμως είναι η επίδραση που είχε η αύξηση των φόρων, καθώς επίσης η μείωση των δημοσίων δαπανών στο ΑΕΠ της πατρίδας μας – όπου η μεν αύξηση των φόρων συνολικά κατά 29,4 δις € μείωσε το ΑΕΠ κατά 7,5 δις €, ενώ η μείωση των δημοσίων δαπανών κατά 29,2 δις μείωσε το ΑΕΠ κατά 54,1 δις €. Επομένως, στη μείωση των δημοσίων δαπανών οφείλεται κυρίως (σχεδόν κατά 88%) η τρομακτική πτώση του ΑΕΠ μας, συνολικά κατά 61,6 δις €.
Λογικά βέβαια, αφού όλοι γνωρίζουμε πως η καταπολέμηση της ύφεσης απαιτεί μεγάλη αύξηση των δημοσίων δαπανών, καθώς επίσης μικρή μείωση των φόρων – ενώ στην Ελλάδα εφαρμόσθηκε ακριβώς το αντίθετο. Στα πλαίσια αυτά, όταν η αξιωματική αντιπολίτευση ισχυρίζεται ότι, αυτό που χρειάζεται η οικονομία μας σήμερα είναι κυρίως η μείωση των δημοσίων δαπανών, κάνει μεγάλο λάθος – αφού έτσι θα συνεχιστεί η ύφεση, οπότε δεν πρόκειται να ακολουθήσει ανάπτυξη, χωρίς την οποία δεν υπάρχει μέλλον για τη χώρα μας.
Όσον αφορά τώρα τη μείωση των φόρων, είναι μεν απολύτως απαραίτητη για να είμαστε ανταγωνιστικοί στην περιοχή μας, αφού όλες οι γύρω χώρες έχουν πολύ χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές, αλλά δεν πρόκειται να έχει σημαντικά βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα στο ΑΕΠ – κυρίως λόγω της «ισοδυναμίας» (equivalence) του Ricardo, σύμφωνα με την οποία οι μειώσεις των φόρων δεν προκαλούν ανάπτυξη, όταν τα «οικονομικά υποκείμενα» δεν χρησιμοποιούν το σύνολο τους για την αύξηση των δαπανών τους (κατανάλωση, επενδύσεις), αλλά τις αποταμιεύουν.
Η αιτία είναι το ότι, έχουν την πεποίθηση πως οι μειώσεις των φόρων θα οδηγήσουν στην άνοδο του δημοσίου χρέους, οπότε θα αναγκασθεί το κράτος να τους αυξήσει ξανά – κάτι που δεν ισχύει πάντοτε, αλλά ασφαλώς στην περίπτωση της Ελλάδας, το δημόσιο χρέος της οποίας όλοι γνωρίζουν πως δεν είναι βιώσιμο χωρίς μία μεγάλη (άνω του 50%) ονομαστική διαγραφή του.
Ως εκ τούτου εάν δεν αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες, κάτι που φυσικά είναι αδύνατον λόγω του ότι αφενός μεν η χώρα μας είναι υπερχρεωμένη, αφετέρου το απαγορεύουν οι δανειστές, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα επιστροφής σε βιώσιμη ανάπτυξη – όσο και να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές.
Πόσο μάλλον με τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών να έχουν υπερβεί τα 100 δις €, όταν πριν από την κρίση ήταν κάτω των 10 δις €, καθώς επίσης με τα μη εξυπηρετούμενα χρέη των Πολιτών απέναντι στο δημόσιο και στους ασφαλιστικούς οργανισμούς να έχουν εκτοξευθεί στα ύψη (άνω των 120 δις €) – ενώ οι κατασχέσεις, καθώς επίσης οι πλειστηριασμοί θα τρομοκρατήσουν σε τέτοιο βαθμό τους Πολίτες, ώστε δεν θα είναι σε θέση ούτε να καταναλώσουν ούτε να επενδύσουν.
Κλείνοντας, υπενθυμίζουμε τα διάφορα σενάρια, όσον αφορά την εξέλιξη του ΑΕΠ, με άλλες προϋποθέσεις (γράφημα). Με τη γαλάζια καμπύλη χωρίς την πολιτική λιτότητας, όπου το ΑΕΠ θα παρέμενε στάσιμο, ανάλογο με αυτό του μέσου της Ευρωζώνης (πράσινη καμπύλη), με την καφέ χωρίς την αύξηση των εσόδων (φορολογία), με την κόκκινη η πραγματική μείωση του, καθώς επίσης (γκρίζα γραμμή) με 2,5% ρυθμό ανάπτυξης.
Είναι προφανές δε πως η παραμονή του ΑΕΠ στα ίδια επίπεδα θα ήταν σημαντική όσον αφορά το δημόσιο χρέος – το οποίο θα ήταν σήμερα στο 137% περίπου του ΑΕΠ χωρίς το PSI, αντί στο 180%, δεν θα είχε αυξηθεί η ανεργία (θα παρέμενε κάτω του 10% χωρίς να κοστίσει τεράστια ποσά στο κράτος), δεν θα χρεοκοπούσαν τόσες επιχειρήσεις, ενώ όλοι οι υπόλοιποι δείκτες της οικονομίας maw θα ευρίσκονταν σε πολύ καλύτερη θέση.
Η παγίδα του χρέους
Περαιτέρω στο θέμα της ορθότητας ή μη των μνημονίων, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε το μαθηματικό τύπο της «παγίδας του χρέους» – έτσι ώστε να ερευνηθεί από μία άλλη οπτική γωνία εάν είναι σε θέση η χώρα μας να τα καταφέρει, εφαρμόζοντας τις εντολές των δανειστών της. Ο τύπος αυτός (πηγή) είναι ο εξής:
(Δημόσιο χρέος 2015/ΑΕΠ 2015) – (Δημόσιο χρέος 2014/ΑΕΠ
2014) =
2014) =
(Πραγματικό επιτόκιο – Πραγματική ανάπτυξη) Χ (Δημόσιο χρέος
2014/ΑΕΠ 2014) + {(Δημόσιες δαπάνες 2015 – Δημόσια έσοδα
2015)/ΑΕΠ 2015}
(α) Η αριστερή πλευρά της εξίσωσης (επάνω με σκούρα γράμματα) αφορά τη διαφοροποίηση του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ μίας χώρας, την αύξηση ή τη μείωση του δηλαδή, συγκριτικά με το προηγούμενο έτος – ενώ πρόκειται για έναν σημαντικό οικονομικό δείκτη, επειδή (1) όταν αυξάνεται το ΑΕΠ είναι πάντοτε πολύ πιο εύκολη η εξυπηρέτηση του χρέους από το όταν μειώνεται, όπως επίσης (2) σε συνθήκες πληθωρισμού αντί με αποπληθωρισμό (ο οποίος ήταν +4,7% το 2010, έναντι -1,3% το 2014, σύμφωνα με τη Eurostat).
(β) Η δεξιά πλευρά της εξίσωσης (κάτω) περιγράφει από ποιους ακριβώς παράγοντες εξαρτάται η διαφοροποίηση του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ, από έτος σε έτος. Ειδικότερα, είναι η συνάρτηση του πραγματικού επιτοκίου (του ονομαστικού επιτοκίου, αφαιρουμένου του πληθωρισμού ή προστιθεμένου του αποπληθωρισμού) πλην τον πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης (της ονομαστικής ανάπτυξης αφαιρουμένου του πληθωρισμού ή προστιθεμένου του αποπληθωρισμού), επί τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ του προηγουμένου έτους συν τα «πρωτογενή αποτελέσματα» – τα ελλείμματα ή τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού δηλαδή, χωρίς την πληρωμή τόκων.
Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, όταν ο πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης είναι χαμηλότερος από τα πραγματικά επιτόκια που πληρώνει μία χώρα, τότε αυξάνει το δημόσιο χρέος της ως προς το ΑΕΠ της – εάν βέβαια οι υπόλοιποι παράγοντες παραμένουν σταθεροί (ισοσκελισμένος προϋπολογισμός, καθόλου αποκρατικοποιήσεις).
Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου υπολογίζεται στασιμότητα (0,1% ανάπτυξη) για το 2016, για να μην αυξάνεται το δημόσιο χρέος της από την πλευρά των τόκων, θα έπρεπε το επιτόκιο δανεισμού της να μην είναι υψηλότερο από το ποσοστό της στασιμότητας – δηλαδή, κάτω από το 0,1% έναντι 2% που πληρώνει κατά μέσον όρο σήμερα.
Όταν το ονομαστικό επιτόκιο τώρα παραμένει στο +2% περίπου, με τον πληθωρισμό να υπολογίζεται επίσης στο 0,1% για το 2016, τότε το πραγματικό επιτόκιο είναι 1,9% – γεγονός που σημαίνει ότι, ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ θα αυξάνεται κατά 1,9% ετήσια, μόνο από την πλευρά των τόκων.
Για να μην συμβεί κάτι τέτοιο, θα έπρεπε η Ελλάδα να έχει πρωτογενή πλεονάσματα αυτού του ύψους (+1,9%) για το 2016 – κάτι που θα μπορούσε να επιτευχθεί είτε με την αύξηση των δημοσίων εσόδων (νέοι φόροι κλπ.), είτε με τη μείωση των δημοσίων δαπανών (περιορισμός μισθών, συντάξεων, κοινωνικού κράτους κλπ.), είτε και με τα δύο.
Όσον αφορά το 2017, όπου προβλέπεται η άνοδος του πληθωρισμού στο 1,1%, για να μην αυξάνεται το χρέος η Ελλάδα θα πρέπει να έχει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 0,9% – επίσης στα επόμενα χρόνια (2018, 2019), όπου ο πληθωρισμός κατά την ΕΚΤ θα διατηρηθεί περίπου στα ίδια επίπεδα. Επομένως, όταν οι «Θεσμοί» απαιτούν 3,5% πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία θα στραγγαλίσουν την ανάπτυξη, κάνουν μεγάλο λάθος – σε αντίθεση με το ΔΝΤ που τοποθετεί τον πήχη στο 1,5%.
Το σπιράλ του θανάτου
Συνεχίζοντας, όταν τα επιτόκια δανεισμού μίας χώρας παραμένουν υψηλότερα από το ρυθμό ανάπτυξης της, τότε η μοναδική δυνατότητα της είναι η επίτευξη ακόμη μεγαλύτερων πρωτογενών πλεονασμάτων – οπότε η αύξηση των φόρων ή/και η μείωση των δημοσίων δαπανών. Έτσι όμως παραμένει στον κύκλο του διαβόλου (ανάλυση), αφού οι παραπάνω ενέργειες επιδεινώνουν την ύφεση, με αποτέλεσμα να απαιτούνται συνεχώς νέα μέτρα – τα οποία προκαλούν τα ίδια δυσμενή αποτελέσματα κοκ.
Ως εκ τούτου, είναι πρακτικά αδύνατο για ένα κράτος να μετατρέψει τα ελλείμματα σε επαρκή πλεονάσματα για να καταφέρει, σε σχέση με το κόστος των τόκων, να διατηρήσει τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ σταθερή – να μην αυξάνεται δηλαδή. Επομένως, η μοναδική δυνατότητα που του απομένει, είναι η πώληση της δημόσιας περιουσίας του, έτσι ώστε να εισπράττει κατ’ έτος ποσά που θα ισοσκελίζουν τη διαφορά – έως εκείνο το χρονικό σημείο φυσικά που δεν θα έχει τίποτα άλλο για να πουλήσει.
Με δεδομένο τώρα το ότι, η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωζώνης, οπότε δεν μπορεί να αυξήσει το ρυθμό ανάπτυξης της με την κατάλληλη νομισματική πολιτική (υποτίμηση του νομίσματος της για να αυξηθούν οι εξαγωγές κλπ.), οι δυνατότητες της να ξεφύγει από το σπιράλ του θανάτου είναι ανύπαρκτες – ενώ είναι ταυτόχρονα αδύνατον να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της (ανάλυση), καθιστώντας τα προϊόντα της φθηνότερα στις διεθνείς αγορές.
Επομένως, δεν πρόκειται ποτέ να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές με επιτόκια που να είναι βιώσιμα – άρα θα είναι υποχρεωμένη να παραμένει στον ορό της Ευρωζώνης (διαδοχικά μνημόνια). Φυσικά έως ότου πάψουν κάποια στιγμή να της εγκρίνονται νέα δάνεια, οπότε θα αναγκασθεί πιθανότατα να εγκαταλείψει το ευρώ σε πολύ χειρότερη κατάσταση, από τη σημερινή – εκτός ίσως εάν θεσμοθετηθεί η χρεοκοπία εντός της Ευρωζώνης, όπως σχεδιάζει από καιρό η Γερμανία, εάν υποθέσουμε πως θα είναι εφικτή με βιώσιμους όρους (κάτι που θεωρούμε εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί).
Βέβαια, η ανάπτυξη θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της αύξησης της ρευστότητας στην οικονομία της – οπότε από τον τραπεζικό δανεισμό. Το πρόβλημα όμως εν προκειμένω δεν είναι τόσο η αδυναμία των τραπεζών να παρέχουν δάνεια, όσο η έλλειψη αξιόχρεων οφειλετών – ως αποτέλεσμα των τραγικών μειώσεων των μισθών και των εισοδημάτων, των μηδενικών προοπτικών για το μέλλον (κανένας δεν δανείζει μελλοντικούς άνεργους ή εταιρίες που θα χρεοκοπήσουν), της υπερχρέωσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, της πτώσης των τιμών των παγίων περιουσιακών στοιχείων κοκ.
Όσον αφορά τις επενδύσεις, είναι αδύνατον να διενεργηθούν αφού δεν αυξάνεται η κατανάλωση, οπότε η εγχώρια ζήτηση – ακόμη δε και να αυξανόταν η ζήτηση στο εξωτερικό, κάτι που δεν προβλέπεται, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα της χώρας δεν θα επέτρεπε την απαιτούμενη άνοδο των εξαγωγών της, οπότε τις επενδύσεις στον εξαγωγικό τομέα.
Εκτός αυτού, όταν η υφιστάμενη παραγωγική δυναμικότητα της Ελλάδας είναι σε τόσο μεγάλο βαθμό ανεκμετάλλευτη, είναι οξύμωρο να αναφέρεται κανείς σε νέες επενδύσεις – πριν δηλαδή αξιοποιηθούν οι υπάρχουσες (ενώ οι ιδιωτικοποιήσεις ασφαλώς δεν είναι νέες επενδύσεις, εκτός του ότι μειώνουν τα ετήσια έσοδα της χώρας όταν πρόκειται για κερδοφόρες επιχειρήσεις, αυξάνοντας μακροπρόθεσμα τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της – όπως έχει συμβεί στη Βραζιλία, στην Τουρκία κοκ., μετά τη δραστηριοποίηση του ΔΝΤ που τις επέβαλλε).
Επίλογος
Με βάση την παραπάνω υπεραπλουστευμένη ανάλυση, είναι αδύνατον να υπάρχουν κόμματα ή Πολίτες που να τάσσονται συνειδητά και όχι από άγνοια υπέρ των μνημονίων, τα οποία επιβάλλουν οι δανειστές της χώρας – χωρίς αναπτυξιακά μέτρα, καθώς επίσης χωρίς καμία προοπτική διαγραφής μέρους του δημοσίου χρέους, η οποία θα επέτρεπε την αντίστοιχη του ιδιωτικού, οπότε την αποκατάσταση της πιστοληπτικής ικανότητας και των δύο τομέων.
Στην αντίθετη περίπτωση, θα επρόκειτο απλά για την επιλογή του αργού θανάτου της χώρας, αντί για τον ακαριαίο – με την ελπίδα να δοθεί στην Ελλάδα κάποια στιγμή στο μέλλον το απαιτούμενο φάρμακο για να επιβιώσει, κάτι που είναι απολύτως θεμιτό.
Όμως, οι αισιόδοξοι και υπομονετικοί αυτοί Έλληνες οφείλουν να συμπεριλάβουν στις σκέψεις τους το κόστος για την Ελλάδα έως εκείνη τη στιγμή που θα διασωθεί πραγματικά, εάν υποθέσουμε πως πράγματι θα συμβεί – το ότι δηλαδή θα θυσιάσει στο βωμό της ελπίδας ένα μεγάλο μέρος της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας της, σε εξευτελιστικές τιμές, παραμένοντας για ένα άγνωστο χρονικό διάστημα προτεκτοράτο των δανειστών της, με εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για το μέλλον της.
Ολοκληρώνοντας, δυστυχώς, εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν, ενώ κανένας δεν μπορεί να κατηγορήσει αυτούς που τάσσονται υπέρ της πιστής εφαρμογής του τρίτου, τέταρτου κοκ. μνημονίων – όχι επειδή πιστεύουν στα θετικά τους αποτελέσματα, αλλά λόγω του ότι δεν διακρίνουν καμία άλλη ρεαλιστική δυνατότητα χρηματοδότησης της χώρας, παραμένοντας μέλος της Ευρωζώνης (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ισχύει).
Μέχρι πρόσφατα πάντως υπήρχαν αρκετές, πολύ λιγότερο επώδυνες λύσεις, τις οποίες δεν τόλμησε να υιοθετήσει καμία κυβέρνηση – είτε σκόπιμα, είτε κατά λάθος, είτε επειδή δεν είχαν ποτέ την πρόθεση να «τιμήσουν» τις προεκλογικές τους υποσχέσεις, έχοντας στόχο τους την υπεξαίρεση και νομή της εξουσίας.
Όλες όμως οι μελλοντικές λύσεις που ασφαλώς υπάρχουν, καλύτερες ή χειρότερες, απαιτούν πριν από όλα σωστή προετοιμασία και πολιτική σταθερότητα – κυρίως βέβαια τη λεπτομερή ενημέρωση, τη συμφωνία, καθώς επίσης τη συνοχή των Πολιτών. Διαφορετικά η Ελλάδα θα οδηγηθεί σε μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές στη μακραίωνη ιστορία της – κάτι που μπορεί και πρέπει να αποφευχθεί.
Βασίλης Βιλιάρδος
E-mail: viliardos@analyst.gr
Ειδικότητα: Mάκρο-οικονομικά / Πολιτική Οικονομία
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου