Οι τραπεζικές επιθέσεις (bank run) που έχουν ήδη ξεκινήσει στη χώρα θα επιταχυνθούν, μετά την πολιτική αστάθεια και την άρνηση της ΕΚΤ να βοηθήσει τη Monte dei Paschi – αυξάνοντας τους κινδύνους εξόδου της Ιταλίας από την Ευρωζώνη.
«Οι μετασεισμικές δονήσεις είναι λιγότερο καταστροφικές στους φυσικούς σεισμούς – ενώ στην οικονομία ισχύει ακριβώς το αντίθετο, με την έννοια πως τα αποτελέσματα τους διαρκούν περισσότερο, ενώ είναι πολύ πιο ισχυρά«.
Ανάλυση
Σύμφωνα με το προς αναθεώρηση σύνταγμα της Ιταλίας, εκείνο το κόμμα που θα υπερέβαινε το 40% των ψήφων στις εκλογές, θα λάμβανε το 55% των εδρών στο Κοινοβούλιο. Εάν κανένα δεν θα τα κατάφερνε, τότε θα διεξαγόταν μία επαναληπτική ψηφοφορία μεταξύ των δύο πρώτων – ο νικητής της οποίας θα έπαιρνε το «δώρο» των επί πλέον εδρών. Στα πλαίσια αυτά θα υπήρχε πάντοτε ένα κόμμα στη Βουλή, το οποίο θα είχε την απόλυτη πλειοψηφία – κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί, αφού δεν ενέκριναν οι Ιταλοί την αλλαγή του συντάγματος στο δημοψήφισμα.
Επομένως, ακόμη και αν στις επόμενες εκλογές ψηφιστεί το κόμμα των πέντε αστέρων, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, θα είναι υποχρεωμένο να σχηματίσει μία κυβέρνηση μαζί με κάποιο ή κάποια άλλα – οπότε, μόνο εφόσον θα συμφωνούσαν όλα μαζί, θα μπορούσε να διενεργηθεί δημοψήφισμα για την έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη, την οποία επιθυμεί.
Υπάρχει όμως ένα επί πλέον εμπόδιο που θα έπρεπε να ξεπεράσει, το οποίο αφορά το υφιστάμενο σύνταγμα – σύμφωνα με το άρθρο 75 του οποίου (πηγή), δεν επιτρέπεται κανένα δημοψήφισμα να οδηγήσει σε νόμο του κράτους, εάν έχει στόχο να επικυρώσει κάποια διεθνή συμφωνία. Για να αλλάξει το άρθρο, θα έπρεπε να επιτευχθεί μία πλειοψηφία των δύο τρίτων τόσο στη Βουλή, όσο και στη Γερουσία – κάτι που δεν φαίνεται σήμερα καθόλου ρεαλιστικό.
Βέβαια, ένα κόμμα που θα τασσόταν υπέρ τη επιστροφής στη λιρέτα, θα μπορούσε να δρομολογήσει ένα μη δεσμευτικό δημοψήφισμα – κάτι που όμως δεν είναι καθόλου πιθανόν για το άμεσο μέλλον. Επομένως, η απόρριψη της συνταγματικής αναθεώρησης δεν έκανε ευκολότερη τυχόν έξοδο της Ιταλίας από την Ευρωζώνη – αλλά, αντίθετα, πολύ πιο δύσκολη.
Τα ιταλικά αδιέξοδα
Περαιτέρω, ο βασικός λόγος της απομάκρυνσης των επενδυτών από την Ιταλία δεν είναι ούτε η τραπεζική κρίση που βιώνει, ούτε η πιθανότητα να εγκαταλείψει το ευρώ – αλλά η κρίση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, έτσι όπως εξελίσσεται μετά το δεύτερο εξάμηνο του 2016. Στο παρελθόν βέβαια, πριν την υιοθέτηση δηλαδή του ευρώ, όταν η Ιταλία (όπως επίσης πολλές άλλες χώρες) αντιμετώπιζε προβλήματα στο συγκεκριμένο ισοζύγιο, η κεντρική της τράπεζα αύξανε τα βασικά επιτόκια – κάτι που έκανε πιο ελκυστικές τις τοποθετήσεις των ξένων επενδυτών, ενώ σταματούσε τις εκροές κεφαλαίων.
Από εκείνη τη στιγμή όμως και μετά που η υπευθυνότητα της νομισματικής πολιτικής της Ιταλίας ανήκει στην ΕΚΤ, η δική της κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να κάνει τίποτα – όπως, για παράδειγμα, να υποτιμήσει το νόμισμα, για να μειώσει τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αυξάνοντας ταυτόχρονα την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Με απλά λόγια, αφού δεν υπάρχει κανένα ιταλικό ευρώ που θα μπορούσε να υποτιμηθεί απέναντι στο γερμανικό ευρώ, η χώρα είναι καταδικασμένη – πόσο μάλλον όταν η Γερμανία, εφαρμόζοντας μεθοδικά την εσωτερική υποτίμηση στο εσωτερικό της ήδη από το 2000 με την «ατζέντα 2010», έχει αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της σε σχέση με την Ιταλία, σε ένα εύρος που είναι αδύνατον πλέον να καλυφθεί από τη χώρα.
Ειδικότερα, όπως φαίνεται καθαρά από το γράφημα που ακολουθεί, η Ιταλία έχει χάσει την επαφή με όλες τις άλλες χώρες, όσον αφορά το εργατικό κόστος ανά μονάδα προϊόντος, το οποίο καθορίζει την ανταγωνιστικότητα – ενώ δεν έχει τη δυνατότητα της Πολωνίας η οποία, όταν επίσης ξέφευγε, άφηνε το νόμισμα της να διολισθαίνει, για να ανακτά το χαμένο έδαφος.
Περαιτέρω, ένας άλλος τρόπος για να εμποδιστούν οι εκροές χρημάτων όταν μία χώρα αντιμετωπίζει προβλήματα στο ισοζύγιο της, είναι η επιβολή ελέγχων κεφαλαίων – όπως συνέβη στην Ελλάδα και στην Κύπρο, παρά το ότι είναι μέλη της Ευρωζώνης, καθώς επίσης στην Ισλανδία που δεν είναι (ενώ προβλέπεται πως θα υιοθετηθούν επίσης από την Τουρκία, για να στηριχθεί το νόμισμα της που καταρρέει λόγω των ελλειμμάτων – παρά το ότι η κεντρική της τράπεζα προσπαθεί απεγνωσμένα να το στηρίξει πουλώντας ξένο συνάλλαγμα και σχεδιάζοντας να αγοράσει χρυσό – πηγή).
Φυσικά η Ιταλία δεν θέλει να αθετήσει τους κανόνες περί ελεύθερης διακίνησης των κεφαλαίων εντός της ΕΕ, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος. Εν τούτοις, όταν δεν επιτρέπεται να αυξήσει τα επιτόκια, να υποτιμήσει το νόμισμα ή να επιβάλλει ελέγχους κεφαλαίων, τι μπορεί να κάνει μία κεντρική τράπεζα για να σταματήσει τις μαζικές εκροές χρημάτων, οι οποίες έχουν ήδη φέρει σε απόγνωση το τραπεζικό της σύστημα;
Πόσο μάλλον όταν η ΕΚΤ αρνήθηκε να δώσει παράταση τριών εβδομάδων στην τρίτη μεγαλύτερη τράπεζα για την αύξηση των κεφαλαίων της, πυροδοτώντας ένα επόμενο bank run απολύτως φυσιολογικό; Ειδικά αφού το τραπεζικό σύστημα υποφέρει επί πλέον από κόκκινα δάνεια ύψους σχεδόν 400 δις €, ενώ δεν επιτρέπεται η διάσωση του από το κράτος, αλλά επιβάλλεται αυτή από τους ομολογιούχους, μετόχους και καταθέτες του;
Οι μαζικές εκροές
Συνεχίζοντας, οι μαζικές εκροές χρημάτων από την Ιταλία φαίνονται από την εξέλιξη του Target 2 – το οποίο αυτοματοποιεί αυτού του είδους τις συναλλαγματικές απώλειες μίας χώρας (πηγή). Εν προκειμένω, όταν μία χώρα της Ευρωζώνης εξαντλήσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα, τότε η κεντρική της τράπεζα λαμβάνει αυτόματα δάνεια, για να σταθεροποιείται το νομισματικό σύστημα – γεγονός που την οδηγεί σε αρνητικά υπόλοιπα στο Target 2 (ανάλυση).
Σύμφωνα τώρα με τα τελευταία στοιχεία, το αρνητικό ισοζύγιο της Ιταλίας στο σύστημα (έλλειμμα Target 2), ήταν πολύ επάνω από το 20% του ΑΕΠ της – όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί, σύμφωνα με το οποίο είναι η χειρότερη επίδοση στην ιστορία της χώρας.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη του ισοζυγίου του Target 2 από το
2000 έως το Σεπτέμβριο του 2016, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ (αριστερή
κάθετος – πάνω από τα 400 δις €).
Εάν τώρα λάβουμε υπ’ όψιν μας όλα μαζί τα δεδομένα, μαζί με την πολιτική αστάθεια, καθώς επίσης τον φόβο των καταθετών να χάσουν τα χρήματα τους από τυχόν διάσωση κάποιας τράπεζας ή να μην μπορούν να τα διακινήσουν ελεύθερα, εύλογα συμπεραίνουμε πως τόσο οι εκροές κεφαλαίων, όσο και οι τραπεζικές επιθέσεις θα επιταχυνθούν – οπότε θα αυξηθούν κατακόρυφα οι κίνδυνοι κατάρρευσης των τραπεζών και της οικονομίας της, με αποτέλεσμα να βρεθούν οι Ιταλοί απέναντι στο γνωστό δίλημμα: ευρώ και Τρόικα ή χρεοκοπία και λιρέτα;
Ο ιταλικός σεισμός
Περαιτέρω η Ευρωζώνη, κατ’ επέκταση ολόκληρος ο πλανήτης λόγω της σημασίας του ευρώ, το οποίο έχουν στα αποθεματικά τους όλες οι κεντρικές τράπεζες, είναι ασφαλώς αντιμέτωπη με έναν οικονομικό σεισμό – διαφορετικό από τους φυσικούς, στους οποίους οι κύριοι έχουν καταστροφικά αποτελέσματα, ενώ γίνονται αισθητοί αμέσως σε μεγάλες αποστάσεις.
Ειδικότερα, οι μετασεισμικές δονήσεις είναι λιγότερο καταστροφικές στους φυσικούς σεισμούς – ενώ στην οικονομία ισχύει ακριβώς το αντίθετο, με την έννοια πως τα αποτελέσματα τους διαρκούν περισσότερο, ενώ είναι πολύ πιο ισχυρά.
Στα πλαίσια αυτά, ο ιταλικός κύριος σεισμός δεν προκάλεσε εν πρώτοις πανικό πουθενά – επειδή (α) αφενός μεν η βόρεια Ευρώπη ελπίζει πως ο παραιτηθείς Ιταλός πρωθυπουργός θα αντικατασταθεί από μία τεχνοκρατική κυβέρνηση που θα προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις, (β) αφετέρου λόγω του ότι οι αγορές πιστεύουν πως η ΕΚΤ θα στηρίξει την Ιταλία, τυπώνοντας πολύ περισσότερα χρήματα (όπως άλλωστε ήδη ανακοίνωσε ο διοικητής της).
Ποιές όμως είναι εκείνες οι μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να καταπολεμήσουν τα προβλήματα της Ιταλίας; Ο μοναδικός τρόπος για να αναδιαρθρωθεί μία οικονομία από την πλευρά της προσφοράς, όπως απαιτεί η γερμανική πολιτική λιτότητας, δεν προϋποθέτει αλήθεια την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της μέσω της φτωχοποίησης των γειτόνων της και άρα της υιοθέτησης του μερκαντιλισμού;
Εν τούτοις, αυτόν το μηχανισμό τον έχει μονοπωλήσει η Γερμανία ήδη από το 2000, μέσω κυρίως του μισθολογικού dumping που υιοθέτησε – ενώ σήμερα η απόσταση της από τους άλλους εταίρους της είναι τόσο μεγάλη, όπως ήδη αναφέραμε, ώστε είναι αδύνατον να καλυφθεί από τους άλλους.
Εκτός εάν υιοθετήσουν βέβαια όλες οι χώρες μαζικές μειώσεις των μισθών, οι οποίες θα βύθιζαν τις οικονομίες τους στην ύφεση, εκτοξεύοντας την ανεργία στα ύψη – σε μία εποχή όμως που, σε αντίθεση με το 2000, όλα τα κράτη βιώνουν εάν όχι ύφεση, τότε μεγάλη πτώση του ρυθμού ανάπτυξης τους.
Εάν τώρα κάποια κυβέρνηση προσπαθήσει να επιβάλλει αυτήν την πολιτική, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα αντικατασταθεί από ακραίες εθνικιστικές παρατάξεις – οι οποίες φυσικά θα επιδιώξουν την έξοδο από τη φυλακή του ευρώ, παρά το ότι είναι έτσι κατασκευασμένη η νομισματική ένωση ώστε να μην την επιτρέπει, χωρίς να συνοδεύεται από τη χρεοκοπία της εκάστοτε χώρας.
Λογικά λοιπόν συμπεραίνει κανείς πως οι ιταλικοί μετασεισμοί θα αποδειχθούν πολύ πιο ισχυροί, θα ακολουθήσουν σύντομα ανάλογοι στη Γαλλία, ενώ οι ευθύνες ανήκουν στη Γερμανία που θα κληθεί να πληρώσει τελικά το λογαριασμό, εάν διαλυθεί η Ευρωζώνη – αφού αυτή είναι ο μεγαλύτερος δανειστής των εταίρων της, οπότε αυτή θα υποστεί τις ζημίες από τις μαζικές αθετήσεις πληρωμών που θα ακολουθήσουν.
Επομένως, ακόμη μία φορά θα αποδειχθεί πως η Γερμανία κερδίζει μεν όλες τις μάχες, αλλά χάνει τον πόλεμο – ενώ σχεδόν πάντοτε είναι εκείνη η χώρα που ευθύνεται για τις μεγαλύτερες καταστροφές στον πλανήτη, οι οποίες αυτή τη φορά θα είναι οικονομικές.
Επίλογος
Κανένας δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον, οπότε τι θα συμβεί στην Ιταλία ή πώς τελικά θα συμπεριφερθεί η Γερμανία, όταν κατανοήσει πού οδηγεί την Ευρώπη και τους Πολίτες της. Αυτό που όμως είμαστε σε θέση να υποθέσουμε είναι το ότι, η ηρεμία των αγορών και της Ευρωζώνης, μετά τα αποτελέσματα του ιταλικού δημοψηφίσματος, δεν θα διαρκέσει πολύ – αφού είναι σχεδόν βέβαιες οι μετασεισμικές δονήσεις.
Στα πλαίσια αυτά το 2017, στο οποίο θα διεξαχθούν πολλές σημαντικές εκλογές μαζί, θα είναι ασφαλώς ένα αρκετά κρίσιμο έτος – ευχόμενοι να μην προκληθεί μία παγκόσμια καταιγίδα που θα κλιμακώνεται συνεχώς, καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμα της.
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου