Tα προβλήματα ενός εθνικού νομίσματος όπως η ραγδαία υποτίμηση του, όταν μία χώρα έχει χάσει μεγάλο μέρος του παραγωγικού της ιστού και την ανταγωνιστικότητα της, είναι τεράστια – πόσο μάλλον της δραχμής στην Ελλάδα, μετά το επταετές δράμα της εποχής των μνημονίων.
Αυτό που εμείς τουλάχιστον θεωρούμε ορθολογικό, όταν γίνονται προτάσεις που αφορούν το μέλλον της χώρας μας σε οποιονδήποτε τομέα της οικονομίας της, είναι η χρήση παραδειγμάτων άλλων χωρών – έτσι ώστε να μπορούμε να κρίνουμε το ρεαλισμό, την αντικειμενικότητα, καθώς επίσης την αποτελεσματικότητα των εκάστοτε προτάσεων πρακτικά και όχι θεωρητικά.
Στα πλαίσια αυτά, όλοι όσοι ισχυρίζονται πως η υιοθέτηση του εθνικού νομίσματος είναι η μοναδική λύση των προβλημάτων της χώρας μας, ενώ δεν θα υποτιμούταν κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, θα ήταν σωστό να μας υποδείξουν άλλες χώρες, από τις οποίες αποδεικνύεται κάτι τέτοιο – υπενθυμίζοντας πως εμείς πιστεύουμε ότι, είτε εντός, είτε εκτός της Ευρωζώνης, εάν δεν επιλυθεί το θέμα του χρέους, εάν δεν αντιμετωπισθεί η «αποψίλωση» του παραγωγικού μας ιστού, καθώς επίσης εάν δεν ισοσκελισθούν τα ελλείμματα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών μας, η Ελλάδα δεν θα ξεφύγει ποτέ από την παγίδα, στην οποία έχει εγκλωβιστεί.
Η θέση μας αυτή τεκμηριώνεται από το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας, το νόμισμα της οποίας υποτιμήθηκε κατά -16% απέναντι σε ένα καλάθι νομισμάτων, αμέσως μετά τη νίκη των υποστηρικτών του BREXIT – πριν ακόμη δηλαδή η χώρα εγκαταλείψει την ΕΕ και χωρίς καν να είναι μέλος της Ευρωζώνης. Από το γεγονός αυτό και μόνο συμπεραίνεται πως τυχόν υιοθέτηση της δραχμής από την Ελλάδα, η οικονομία της οποίας είναι ασφαλώς κατά πολύ χειρότερη από αυτήν της Μ. Βρετανίας, θα είχε ως αποτέλεσμα τη ραγδαία υποτίμηση της – η οποία αφενός μεν θα προκαλούσε τεράστια προβλήματα στις μεσαίες και κατώτερες εισοδηματικές τάξεις, αφετέρου δεν θα προσέφερε απολύτως τίποτα στην πατρίδα μας.
Η απόδειξη σχετικά με το ότι, η υποτίμηση δεν θα βοηθούσε την οικονομία της χώρας μας, παρέχεται ξανά από το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας – όπου, παρά το ότι ο προηγούμενος διοικητής της κεντρικής της τράπεζας χαρακτήρισε την υποτίμηση της στερλίνας ως «ευπρόσδεκτη αλλαγή» (πηγή), θεωρώντας πως θα βοηθήσει σε μεγάλο βαθμό την ισοσκέλιση του ελλειμματικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της (γράφημα), οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο είναι ελάχιστες.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη του ελλείμματος του ισοζυγίου
τρεχουσών συναλλαγών της Μ. Βρετανίας, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ.
Ειδικότερα, αυτό που συνήθως υποστηρίζεται είναι πως η υποτίμηση ενός νομίσματος κάνει πιο ακριβές τις εισαγωγές, καθώς επίσης πιο φθηνές τις εξαγωγές – οπότε κάποια στιγμή, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εξισορροπείται. Παρά το ότι λοιπόν οι υψηλότερες τιμές των εισαγομένων προϊόντων ζημιώνουν την οικονομία μίας χώρας, η ζημία αντισταθμίζεται από την αύξηση της απασχόλησης και των μισθών που προκύπτουν από την άνοδο των εξαγωγών, λόγω της αυξημένης ανταγωνιστικότητας της (πηγή: R. Skidelsky).
Εν τούτοις, για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει να είναι εξασφαλισμένη η αυξημένη ζήτηση στις εξαγωγές, όταν μειώνεται η συναλλαγματική ισοτιμία – γεγονός που σημαίνει οικονομικά ότι, «η ελαστικότητα της ζήτησης στις εξαγωγές πρέπει να είναι υψηλή».
Όταν όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει, όπως απέδειξε για τη Βρετανία μία πρόσφατη μελέτη (πηγή), σύμφωνα με την οποία «το μακροπρόθεσμο επίπεδο των εξαγωγών της δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική συναλλαγματική της ισοτιμία», τότε η υποτίμηση επιβαρύνει σχεδόν εξ ολοκλήρου τους καταναλωτές, καθώς επίσης τους παραγωγούς της χώρας – αφού προκαλεί μία απότομη αύξηση του πληθωρισμού, χωρίς να ισοσταθμίζεται από αντίστοιχα κέρδη στις εξαγωγές.
Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται, όσον αφορά τη Μ. Βρετανία από το ότι, την περίοδο 2008/09, όταν όλες οι υπόλοιπες χώρες ευρίσκονταν στα πρόθυρα του αποπληθωρισμού, η ίδια βίωνε μία «πληθωριστική ύφεση» – αφού το ΑΕΠ της μειωνόταν κατά 6,1% ετησίως, ενώ την ίδια στιγμή ο πληθωρισμός, η άνοδος των τιμών καταναλωτή δηλαδή, έφτανε στο 5,1% (στην Ελλάδα τότε αντιμετωπίζαμε έναν «φορολογικό πληθωρισμό», λόγω των μέτρων των μνημονίων).
Η αιτία αυτής της «πληθωριστικής ύφεσης» ήταν η υποχώρηση τότε της ισοτιμίας της στερλίνας κατά -21% περίπου, σε σχέση με το δολάριο (γράφημα). Όμως, παρά το ότι το έλλειμμα της Βρετανίας περιορίσθηκε στο -1,7% του ΑΕΠ το 2011, όπως φαίνεται από το προηγούμενο γράφημα, επρόκειτο για μία προσωρινή βελτίωση – αφού συνέχισε να επιδεινώνεται, χωρίς η στερλίνα να ανακτήσει την αρχική της ισοτιμία.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη της ισοτιμίας της στερλίνας σε σχέση
με το δολάριο.
Περαιτέρω, χρησιμοποιώντας μία οικονομική ορολογία, η Μ. Βρετανία μάλλον πάσχει από μία ακραία παραλλαγή του φαινομένου «Houthakker–Maggee» – σύμφωνα με το οποίο «οι ελαστικότητες των τιμών για τις εισαγωγές και τις εξαγωγές είναι δυνατόν να αποκλίνουν σημαντικά – με αποτέλεσμα μία μόνιμη τάση προς ανισορροπία, όσον αφορά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μίας χώρας».
Η συνήθης αιτία αυτού του παράδοξου φαινομένου είναι η μαζική συρρίκνωση του μεταποιητικού τομέα – ο οποίος στη Μ. Βρετανία, από 28% του ΑΕΠ το 1978, μειώθηκε κάτω από το 10% σήμερα. Η εξέλιξη αυτή έχει διαπιστωθεί επίσης στην Ελλάδα, όπου τα μεγέθη είναι μάλλον χειρότερα – οπότε δεν μπορεί να μην υποφέρει η χώρα μας από την ίδια ασθένεια.
Σύμφωνα τώρα με έναν γνωστό οικονομολόγο, η μεταποίηση έχει υψηλότερες «αποδόσεις κλίμακας» σε σχέση με τις υπηρεσίες – οπότε η συμβολή των προϊόντων στις εξαγωγές είναι μεγαλύτερη από αυτήν των υπηρεσιών. Εκτός αυτού, πολλές από τις εξαγωγές της Βρετανίας απαιτούν μεγάλες εισαγωγές πρώτων υλών κλπ. – οπότε, όταν η στερλίνα υποτιμάται και οι τιμές των εισαγωγών αυξάνονται, οι τιμές των προϊόντων εξαγωγής είναι λιγότερο ανταγωνιστικές.
Εν προκειμένω, με βάση τον ΟΟΣΑ, το ποσοστό του «εισαγομένου προϊόντος» στα προϊόντα εξαγωγής ευρίσκεται στο 23% στη Μ. Βρετανία, έναντι περίπου 15% στις Η.Π.Α. και στην Ιαπωνία – γεγονός που μειώνει την αποτελεσματικότητα των υποτιμήσεων της στερλίνας, όσον αφορά τις εξαγωγές της χώρας.
Συνεχίζοντας, ο μέχρι στιγμής σχετικός περιορισμός της υποτίμησης της στερλίνας οφείλεται στις εισροές κεφαλαίων στο City του Λονδίνου – τα οποία στηρίζουν το νόμισμα. Εν τούτοις, το «στήριγμα» αυτό είναι εξαιρετικά ασταθές, αφού οι εισροές κεφαλαίων μπορούν να μειωθούν ξαφνικά και απότομα – για παράδειγμα, εάν σπάσει η φούσκα ακινήτων στη χώρα ή εάν μετακομίσουν πολλές τράπεζες από το Λονδίνο σε κάποια ευρωπαϊκή πόλη, μέλος της ΕΕ.
Σε μία τέτοια περίπτωση η στερλίνα θα υποτιμούταν πολύ περισσότερο, οι εισαγωγές θα ακρίβαιναν, ενώ οι εξαγωγές δεν θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην ισοσκέλιση του ισοζυγίου – αφού απαιτεί αρκετό χρονικό διάστημα για να αυξηθεί το ποσοστό του μεταποιητικού τομέα στο ΑΕΠ μίας χώρας (οι παραλληλισμοί με την Ελλάδα είναι αυτονόητοι, σημειώνοντας πως το δημόσιο χρέος της Βρετανίας είναι μόλις στο 90% του ΑΕΠ της, ενώ φυσικά δεν έχει τα τραπεζικά και λοιπά προβλήματα μας σε τέτοιο βαθμό). Το έλλειμμα επομένως θα συνιστούσε έναν ακόμη λόγο υποτίμησης της στερλίνας – η οποία τότε θα εισερχόταν σε έναν φαύλο κύκλο υποτιμήσεων, χωρίς προοπτική εξόδου.
Περαιτέρω το χειρότερο σενάριο, πάντα κατά την ίδια ανάλυση του οικονομολόγου, θα ήταν μία απότομη υποχώρηση της ισοτιμίας της στερλίνας – η οποία θα ακολουθούταν από έναν «κολλώδη» πληθωρισμό που θα αύξανε τις τιμές των εξαγωγών, ανατροφοδοτώντας την υποτίμηση του νομίσματος. Ο φαύλος αυτός κύκλος δε θα σταματούσε μόνο τότε, εάν μειωνόταν σημαντικά το πραγματικό εισόδημα των Βρετανών σε μία έκταση που συνήθως διαπιστώνεται στις αναπτυσσόμενες οικονομίες – μία οδυνηρή ασφαλώς προοπτική για τους Πολίτες της χώρας.
Το πιθανότερο σενάριο βέβαια δεν είναι αυτό, αλλά η σταδιακή διολίσθηση του νομίσματος, με περιοδικές υποτιμήσεις – κάτι που επίσης δεν θα ήταν ευχάριστο για όλους όσους αποκτούν τα εισοδήματα τους στην εγχώρια αγορά.
Όσον αφορά τώρα τη λύση στο παραπάνω πρόβλημα, δεν είναι άλλη από τη γρήγορη αποκατάσταση των εισαγομένων προϊόντων με εγχώρια – κάτι που όμως απαιτεί «προστατευτικά μέτρα» όπως δασμούς στις εισαγωγές, επιδοτήσεις των εγχωρίων βιομηχανιών, δημόσιες επενδύσεις στην παραγωγή κλπ., έως ότου ο εγχώριος μεταποιητικός τομέας σταθεί στα πόδια του, αυξάνοντας επί πλέον την ανταγωνιστικότητα του στις εξαγωγές.
Με δεδομένο όμως το μεγάλο ποσοστό των εισαγωγών της Βρετανίας (30% του ΑΕΠ), θα απαιτηθούν ασφαλώς πολλά χρόνια – εάν η χώρα ακολουθήσει αυτόν το δρόμο, αποχωρώντας πράγματι από την ΕΕ (εμείς πάντως αμφιβάλουμε ακόμη).
Στο διάστημα αυτό η Βρετανία θα κινδυνεύσει να χάσει την πρόσβαση της στις διεθνείς αγορές, ως αποτέλεσμα των μεγάλων διακυμάνσεων της ισοτιμίας του νομίσματος της – κάτι που μπορεί να την οδηγήσει σε πολύ δύσκολες καταστάσεις, αφού η απώλεια της πρόσβασης στις διεθνείς αγορές είναι συνήθως μία διαδικασία μη ανατρέψιμη.
Επίλογος
Με κριτήριο την παραπάνω ανάλυση του βρετανικού παραδείγματος, κατανοεί κανείς τα προβλήματα ενός εθνικού νομίσματος, όταν μία χώρα έχει χάσει μέρος του παραγωγικού της ιστού και την ανταγωνιστικότητα της – πόσο μάλλον η Ελλάδα, μετά το επταετές δράμα της εποχής των μνημονίων, λόγω του οποίου ευρίσκεται ήδη στα πρόθυρα του χάους.
Στα πλαίσια αυτά, τονίζοντας πως εμείς δεν είμαστε δογματικά υπέρ ή κατά της εξόδου από την Ευρωζώνη, οφείλει κανείς να είναι πάρα πολύ προσεκτικός και φυσικά όχι ανεύθυνος, όταν προτείνει λύσεις αυτού του είδους – αναφέροντας τουλάχιστον παραδείγματα άλλων χωρών, έτσι ώστε να πείθει τεκμηριωμένα, να μην διασπείρει ψευδείς ελπίδες στους Πολίτες, καθώς επίσης να μην αεροβατεί.
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου