MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Το τέλος της γερμανικής ηθικής και η ελληνική οικονομική κρίση...


Η γερμανική στάση σε σχέση με το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας και την άρνηση διαγραφής του χρέους της, επενδύει το μεγαλύτερο μέρος της ρητορικής της τόσο στην ανάδειξη των ιδιαίτερων εγγενών αδυναμιών που εμφανίζει η ελληνική οικονομία, όσο και σε μια προτεσταντικού χαρακτήρα ηθική προσέγγιση που επιβάλλει την τιμωρία του δανειζόμενου λόγω της ανεύθυνης συμπεριφοράς που αυτός επέδειξε στο παρελθόν.

Χωρίς να αμφισβητεί κανείς την ύπαρξη δομικών οικονομικών προβλημάτων στην περίπτωση της Ελλάδας, η υπενθύμιση των συστημικών παραμέτρων της ευρω-κρίσης, των οικονομικών πρακτικών που ακολουθούν στις μέρες μας οι γερμανικοί εταιρικοί κολοσσοί αλλά και της ιδιαίτερης εύνοιας με την οποία αντιμετωπίστηκαν στο παρελθόν τα γερμανικά χρέη, δεν μπορούν να απουσιάζουν από έναν ειλικρινή διάλογο για την τύχη του ελληνικού προβλήματος.

Eυρωζώνη: Οι συστημικές αδυναμίες στο προσκήνιο

Η δημιουργία μιας υγιούς νομισματικής ένωσης προϋποθέτει πρωτίστως την ύπαρξη δημοσιονομικών προσαρμογών απ’ όλα τα κράτη-μέλη και πιο συγκεκριμένα την μεταφορά πόρων απ’ τις πλεονασματικές προς τις ελλειμματικές χώρες, προκειμένου να αντισταθμιστούν τυχόν δυσμενείς συνέπειες που προκαλεί η επιβολή ενιαίου νομίσματος στο εντός της ένωσης εμπόριο. Αντιθέτως, η Γερμανία απ’ τις απαρχές της ελληνικής κρίσης διατηρεί ισχυρά εμπορικά πλεονάσματα που υπερβαίνουν το επιτρεπόμενο όριο του 6% [1], χωρίς να λαμβάνει μέτρα ανακύκλωσής τους, όπως θα μπορούσαν να είναι οι συστηματικές αυξήσεις των γερμανικών μισθών και η τόνωση της επενδυτικής ζήτησης.

Περαιτέρω, η ύπαρξη ενός ενιαίου τραπεζικού συστήματος και μιας κοινής εποπτικής αρχής αποτελούν αναγκαίες συνθήκες για τη σταθερότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών. Μια τέτοια αρχή θα μπορούσε να επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές, όπως τον διαχωρισμό των τραπεζικών εργασιών (σε εμπορικές και επενδυτικές), την αποκατάσταση της αποταμιευτικής εμπιστοσύνης (μέσω της ασφάλισης των ευρωπαϊκών καταθέσεων), αλλά και την δημιουργία ενός αποτελεσματικού συστήματος τραπεζικής εξυγίανσης.

Στο νομισματικό και χρηματοπιστωτικό τομέα, απαιτείται η ύπαρξη ενός συντονιστικού μηχανισμού εκκαθάρισης των νομισματικών συναλλαγών μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης και των υπολοίπων μελών της Ε.Ε., καθώς και ένα αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο σε σχέση με τον έλεγχο και τη διαφάνεια των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (π.χ. επιβολή φόρου Tobin στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, συνεργασία στον τομέα των πληροφοριών για τον εντοπισμό της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής μέσω offshore εταιρειών, καλύτερος έλεγχος των αθέμιτων επιχειρηματικών πρακτικών, ρύθμιση της αγοράς παραγώγων κ.λ.π.).

Σήμερα, αυτό που παρατηρείται είναι, αφενός ο κατακερματισμός και η αστάθεια του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, αφετέρου η εξυπηρέτηση εθνικών και εταιρικών συμφερόντων μέσω πρακτικών που πλήττουν την οικονομική ανάπτυξη αλλά και την αξιοπιστία του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού οικοδομήματος. Το γερμανικό τραπεζικό σύστημα αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες αυτών των εξελίξεων: Στην υπόθεση των «εγγράφων του Παναμά» (Panama Papers) αποκαλύφθηκε ότι τουλάχιστον 28 γερμανικές τράπεζες χρησιμοποίησαν για λόγους φοροδιαφυγής offshore προορισμούς, δημιουργώντας πάνω από 1.200 εταιρείες-βιτρίνες για τους πελάτες τους. Μόνο η Deutsche Bank είχε ως το 2007 συστήσει 400 τέτοιες εταιρείες [2]. Η συγκεκριμένη τράπεζα έχει πρωταγωνιστήσει σε πολυάριθμα σκάνδαλα διεθνούς χαρακτήρα, όπως είναι η χειραγώγηση του διατραπεζικού επιτοκίου Libor [3], το τεχνητό «φούσκωμα» των τιμών των παραγώγων [4] και η δημιουργία «τοξικών» ενυπόθηκων τίτλων[5] κατά την διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, η απόκρυψη ζημιών ύψους $12 δις κατά την ίδια περίοδο για να μην χρειαστεί κρατική υποστήριξη[6], αλλά και η φοροδιαφυγή στις συναλλαγές που αφορούσαν τα ευρωπαϊκά δικαιώματα ρύπων [7].

Deutsche Bank: Οι εκβιασμοί και η προνομιακή μεταχείριση από την Ευρωπαϊκη Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)

Ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, έχει επικρίνει την παρούσα αλλά και τις προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις για εκβιασμό απέναντι στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης σχετικά με το θέμα του «κουρέματος» του ελληνικού χρέους[8]. Η Γερμανία, όμως, δεν διστάζει να απειλεί «εντέχνως» τον υπόλοιπο κόσμο με το ξέσπασμα μιας νέας διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, σε περίπτωση που η Deutsche Bank δεν επιτύχει μείωση του προστίμου, ύψους $14 δις, που της επιβλήθηκε από τις αμερικανικές εποπτικές αρχές [9]. Η Καγκελάριος Μέρκελ, εμφανίζεται μάλιστα μέσω κύκλων της, αρνητική απέναντι στην παροχή κρατικής βοήθειας προς την τράπεζα [10], εντείνοντας έτσι τις συνέπειες ενός πιθανού «ατυχήματος» και κάνοντας ακόμα πιο πειστικό τον εκβιασμό του Βερολίνου.

Επιπλέον, ο Σόιμπλε δεν δίστασε να επικρίνει την ΕΚΤ για τη χαλαρή νομισματική πολιτική της, η οποία κατά τη γνώμη του θέτει τα θεμέλια για μια μια νέα διεθνή οικονομική κρίση [11]. Την ίδια στιγμή όμως, όπως αποκάλυψαν πρόσφατα οι Financial Times, η ΕΚΤ «έκανε τα στραβά μάτια» στα αποτελέσματα των stress tests που αφορούσαν την κεφαλαιακή επάρκεια της Deutsche Bank. Συγκεκριμένα, τα εμφάνισε υψηλότερα κατά $4 δις λόγω της πώλησης του μεριδίου της DB στην κινεζική τράπεζα Hua Xia, παρά το γεγονός ότι η συμφωνία δεν είχε ολοκληρωθεί έως το τέλος του 2015, που ήταν και η τελική προθεσμία για να ληφθούν υπόψη οι συναλλαγές των τραπεζών στα αποτελέσματά τους [12]. Η προνομιακή αυτή μεταχείρηση, δείχνει τις αντιθέσεις που υπάρχουν σε σχέση με την περίπτωση των ελληνικών τραπεζών, όπου η ΕΚΤ απέτυχε να δράσει ως δανειστής έσχατης ανάγκης (lender of last resort). Έτσι, η Ελλάδα αναγκάστηκε να δανειστεί δεκάδες δις προκειμένου να διασώσει το τραπεζικό της σύστημα (και μέσω αυτού τις ξένες τράπεζες [13]), καταδικαζόμενη σε μια παρατεταμένη περίοδο ύφεσης και ανεργίας.

Ο γερμανικός «πρωταθλητισμός» στη διαφθορά

Δεν είναι όμως μόνο το γερμανικό τραπεζικό σύστημα, αλλά και μια σειρά άλλων γερμανικών πολυεθνικών εταιρειών που πρωταγωνιστούν σε διεθνή σκάνδαλα διαφθοράς. Πιο πρόσφατη περίπτωση, αυτή της Volkswagen η οποία παραποιούσε συστηματικά τα αποτελέσματα εκπομπής ρύπων και κατανάλωσης καυσίμων για να αυξάνει τις πωλήσεις αυτοκινήτων προς τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Πολύ γνωστή υπόθεση - η οποία μάλιστα χαρακτηρίστηκε απ’ την Αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως το μεγαλύτερο σκάνδαλο διαφθοράς στην ιστορία των παγκόσμιων αγορών - αποτελούν και τα “μαύρα ταμεία” της Siemens, μέσω των οποίων η εταιρεία δωροδοκούσε κρατικούς αξιωματούχους σε Ευρώπη, Ασία, Αφρική και Μέση Ανατολή για να κερδίζει συμβόλαια. 

Σύμφωνα με το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών, η Γερμανία είναι «άνδρο» καρτέλ με διεθνή δράση. Μερικά απ’ τα κυριότερα καρτέλ που αναγνωρίστηκαν από διάφορες αρχές σε ολόκληρο τον κόσμο και που έχουν καταδικαστεί στην πληρωμή τεράστιων προστίμων αφορούσαν σε προϊόντα όπως ο καφές, ο χαλκός, πλαστικά συνθετικά, λάστιχα, βιταμίνες, χημικά, φυσικό αέριο κλπ. [14] Είναι χαρακτηριστικό ότι η Γερμανία είναι απ’ τις λίγες χώρες στον κόσμο (μαζί με Βόρεια Κορέα, Σουδάν, Συρία) που δεν έχει υπογράψει ακόμα το Σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών ενάντια στη διαφθορά στο δημόσιο τομέα, αλλά και αρνείται να επικυρώσει τη Σύμβαση του Ποινικού Δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης. Πολλοί διεθνείς οργανισμοί έχουν επικρίνει το Βερολίνο για αυτήν του την συμπεριφορά. Η «Διεθνής Διαφάνεια» (Transparency International) τονίζει χαρακτηριστικά ότι η Γερμανία «έχει περιέλθει σε μια εξευτελιστική θέση» και ότι είναι απορίας άξιο το θράσος με το οποίο «οι Γερμανοί ηγέτες καλούν άλλες χώρες να καταπολεμήσουν τη διαφθορά», ενώ παρόμοιες αναφορές γίνονται και απ’ τον «Όμιλο Κρατών εναντίον της Διαφθοράς» (Group of State against Corruption) αλλά και την «Παγκόσμια Αρχή για τη Διαφθορά» (Global Integrity) [15].

Στην περίπτωση της Ελλάδας, η παράνομη δραστηριότητα των γερμανικών εταιρειών είναι πλέον γνωστή. Τα επί δεκαετίες σκάνδαλα της Siemens (ιδιαίτερα αυτό που αφορούσε την αναβάθμιση του ελληνικού τηλεφωνικού δικτύου στα τέλη της δεκαετίας του ’90) αλλά και οι υποθέσεις της Rheinmetall Defence Electronics (πώληση αντιαεροπορικού αμυντικού συστήματος), της Krauss Maffei Wegmann (υπεύθυνη για την παραγωγή του γερμανικού τανκ Leopard), της Daimler (παραγωγή στρατιωτικών οχημάτων) και της Ferrostaal (υπόθεση των υποβρυχίων) [16], αφορούσαν την πραγματοποίηση δωροδοκιών σε έλληνες αξιωματούχους προκειμένου να συναφθούν επιχειρηματικά συμβόλαια. Αν στα παραπάνω προστεθούν και οι περιπτώσεις φοροδιαφυγής (οι αντιπροσωπείες της BMW, Mercedes και OPEL στην Ελλάδα υποτιμολογούσαν εισαγόμενα πολυτελή αυτοκίνητα [17], ενώ η γερμανική Hochtief που εκμεταλλευόταν για 20 χρόνια το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» δεν απέδιδε το ΦΠΑ στο Δημόσιο [18]), μπορούμε να αντιληφθούμε πως οι δραστηριότητες αυτές συνέβαλλαν στην διόγκωση του ελληνικού δημοσίου χρέους.

Η υπόθεση του γερμανικού χρέους ως παράδειγμα για την περίπτωση της Ελλάδας

Η μελέτη της Ιστορίας έχει δείξει ότι τα υπερβολικά υψηλά δημόσια χρέη δεν αποληρώνονται πλήρως και υφίστανται πάντα κάποιας μορφής αναδιάρθρωση (μερική διαγραφή, μείωση επιτοκίου, χρονική παράταση αποπληρωμής). Οι ρυθμίσεις αυτές ουσιαστικά διευκολύνουν τις δανείστριες χώρες να ανακτήσουν τους ρυθμούς ανάπτυξής τους ώστε να μπορέσουν αργότερα να αποπληρώσουν μέρος του δανεισθέντος ποσού. Η έρευνα των Reinhart και Trebesch [19] που αφορούσε 45 χώρες για το διάστημα 1920-1939 και 1978-2010, διαπίστωσε ότι η οικονομική κατάσταση των οφειλετριών χωρών βελτιώνεται σημαντικά μετά από την ελάφρυνση χρέους, αλλά μόνο αν η ελάφρυνση περιλαμβάνει και διαγραφή χρέους. Σε παρόμοια συμπεράσματα κατέληξε και η νέα έρευνα των Galofré-Vilà, McKee, Meissner και Stuckler [20] η οποία αφορούσε τα αποτελέσματα που επέφερε στην γερμανική οικονομία η Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 για το χρέος. 

Η διαγραφή που πέτυχε η Γερμανία αντιστοιχούσε στο 22% του ΑΕΠ της, ενώ η αποπληρωμή του εναπομείναντος χρέους συνδέθηκε με την γερμανική οικονομική ανάπτυξη και τις εξαγωγές: Ο δείκτης εξυπηρέτησης του χρέους/εσόδων από τις εξαγωγές, δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει το 3%. Αυτός ο όρος της συμφωνίας θυμίζει έντονα το αίτημα της Ελλάδας προς τους πιστωτές της για διασύνδεση της αποπληρωμής του χρέους με τους ρυθμούς ανάπτυξής της. Οι συνέπειες της συμφωνίας αυτής υπήρξαν εξόχως ευεργετικές για την οικονομία της Γερμανίας, καθώς δημιούργησαν δημοσιονομικές δυνατότητες για επέκταση των επενδυτικών και κοινωνικών της δαπανών, μείωσαν τον κίνδυνο χρεοκοπίας και περιόρισαν το κόστος δανεισμού - προσελκύοντας έτσι νέες επενδύσεις και κεφάλαια απ’ το εξωτερικό - αλλά και συνέβαλλαν στη σταθεροποίηση του πληθωρισμού.

Η απόφαση για τη διαγραφή του γερμανικού χρέους δεν υπήρξε μόνο μια καθαρά οικονομική απόφαση, αλλά είχε και έναν έντονο πολιτικό χαρακτήρα, καθώς επέδρασε ως «ιατρικό» απέναντι στα καταστροφικά αποτελέσματα που προκάλεσε για τη Γερμανία η Συνθήκη των Βερσαλλιών, αλλά και ως μια στρατηγική ενίσχυσης του δυτικού συνασπισμού έναντι του Κομμουνισμού κατά τις απαρχές του Ψυχρού Πολέμου. Αυτό καταδεικνύει ότι και στην ελληνική περίπτωση, απαιτείται μια ρύθμιση που θα έχει πολιτικά κίνητρα και όχι αυστηρά οικονομικο-τεχνικά κριτήρια. Καθώς το προσφυγικό ζήτημα, η τρομοκρατία και η εκτεταμένη λιτότητα τροφοδοτούν εκ νέου τον Εθνικισμό και την ξενοφοβία σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και δημιουργούν πρωτοβουλίες με «άρωμα» περιφερισμού - όπως η Μεσογειακή Σύνοδος - είναι αδήριτη ανάγκη η λήψη αποφάσεων με έντονο πολιτικό συμβολισμό.

Η διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους αλλά και ο περιορισμός της δημοσιονομικής στενότητας που έχει επιβληθεί σ’ ολόκληρο τον ευρωπαϊκό Νότο, θα είναι μια απόδειξη ότι η Ευρώπη ασπάζεται ακόμα το όραμα της ειρηνικής συνύπαρξης και αλληλεγγύης των λαών. Αν οι πολιτικές ελίτ των Βρυξελλών δεν αναπτερώσουν σύντομα τις ελπίδες των Ευρωπαίων πολιτών απέναντι στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, είναι σίγουρο ότι θα τροφοδοτήσουν την πυρκαγιά που θα κατακάψει μελλοντικά ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο.

* Ο κ. Μιχάλης Διακαντώνης είναι Οικονομολόγος και Διεθνολόγος

[19] Reinhart, C., and Trebesch, C., “Sovereign-debt relief and its aftermath: The 1930s, the 1990s, the future?”, Centre for Economic Policy Research
[20] Galofré-Vilà, G., McKee, M., Meissner, C., and Stuckler, D., “Economic consequences of the 1953 London Debt Agreement”, Centre for Economic Policy Research

Πηγή : http://www.logiosermis.net/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου