Του Βασίλη Γεώργα
Η οικονομία δείχνει πως οδεύει ολοταχώς για ύφεση αρκετά μεγαλύτερη από εκείνη που έχουν προβλέψει η κυβέρνηση και οι δανειστές για το 2016.
Όλοι οι πρόδρομοι δείκτες, από τις εξαγωγές και τις επενδύσεις μέχρι την κατανάλωση και τις πωλήσεις στο λιανεμπόριο, κατέδειξαν το προηγούμενο διάστημα ότι το ΑΕΠ παρέμεινε εγκλωβισμένο σε έντονα αρνητική τροχιά και κατά το δεύτερο τρίμηνο της χρονιάς. Το τοπίο της είσπραξης εσόδων, τέτοιων που να επαρκούν για να αποτραπεί το σενάριο ενεργοποίησης του δημοσιονομικού κόφτη, έχει ήδη στρωθεί με νάρκες. Αν όχι φέτος, επειδή οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων είναι σχετικά διαχειρίσιμοι (0,5% του ΑΕΠ ή περίπου 900 εκατ. ευρώ) από το επόμενο έτος που ο στόχος σχεδόν τετραπλασιάζεται στα 3 δισ. ευρώ (1,75% του ΑΕΠ), ο κίνδυνος θα έρθει πολύ κοντά.
Οι εκτιμήσεις για βαθιά ύφεση εντός του πρώτου εξαμήνου μένει να επιβεβαιωθούν από τις επίσημες ανακοινώσεις της Εθνικής Στατιστικής Αρχής την προσεχή Παρασκευή 12 Αυγούστου για τις οποίες επικρατεί προβληματισμός στο οικονομικό επιτελείο καθώς τα αποτελέσματα θα βαρύνουν πλέον και τις επικείμενες Φθινοπωρινές διαπραγματεύσεις. Δεν αποκλείεται, μάλιστα μια ύφεση βαθύτερη από αυτή που έχει εκτιμηθεί, να γίνει προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί ως «διαπραγματευτικό χαρτί» για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων και του χρέους από την κυβέρνηση, η οποία σταδιακά αντιλαμβάνεται πως το «πρόγραμμα δεν βγαίνει» και η οικονομία θα παραμείνει επί μακρόν στη μέγγενη των κόκκινων δανείων, της υψηλής ανεργίας και της αποεπένδυσης.
Οι υπερεκτιμημένες προβλέψεις για ανάπτυξη και οι υποεκτιμημένοι «πολλαπλασιαστές» της ύφεσης, απειλούν για μια ακόμη φορά το ελληνικό πρόγραμμα και προς το παρόν δεν φαίνεται να ιδρώνει το αυτί κανενός.
Οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης και των θεσμών, ήταν εξ’ αρχής και παραμένουν υπεραισιόδοξες για τις επιδόσεις της οικονομίας το 2016. Ο ΟΟΣΑ αναμένει μείωση του ΑΕΠ κατά 0,2%, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ύφεση 0,3% και το ΔΝΤ περιμένει μείωση της οικονομικής δραστηριότητας κατά 0,58%.
Ήδη, όμως, στο πρώτο τρίμηνο του έτους η οικονομία βυθίζονταν με ρυθμό 1,4% σε ετήσια βάση, και μολονότι τα πρώτα μηνύματα δόθηκαν εγκαίρως καθώς από πέρυσι το Ιούλιο μετράμε μονίμως αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, η κυβέρνηση και οι δανειστές συμφώνησαν με περίσσευμα ευκολίας στα πρόσθετα φορολογικά μέτρα των 5,4 δισ. ευρώ που πριν καλά – καλά ξεδιπλωθούν στο σύνολό τους, πλήττουν με σφοδρότητα την πραγματική οικονομία και έχουν αντίκτυπο στην πορεία των εσόδων.
Η εισπρακτική αποτυχία του Ιουλίου σε σύγκριση με τους στόχους και η νέα αύξηση των ληξιπρόθεσμων χρεών κατά 1,2 δις. ευρώ, αποτελούν ιδιαίτερα ανησυχητικά προμηνύματα για την ικανότητα πολιτών και επιχειρήσεων να ανταπεξέλθουν και ηχούν συναγερμό ενόψει των αυξημένων υποχρεώσεων των επόμενων μηνών (ΕΝΦΙΑ, αύξηση Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης κλπ).
Από τον Ιούνιο και μετά βρίσκεται σε εξέλιξη ένα ιδιαίτερα σκληρό φορολογικό, συνταξιοδοτικό και ασφαλιστικό κυνηγητό, ενώ τα όποια αντίμετρα προβλέφθηκαν ότι θα μπορούσαν να το πλαισιώσουν προκειμένου να απορροφηθούν οι κραδασμοί της ύφεσης (π.χ Αναπτυξιακός Νόμος, αποπληρωμή χρεών στον ιδιωτικό τομέα, χαλάρωση κεφαλαιακών περιορισμών κλπ), δεν έχουν ακόμη αρχίσει να φέρνουν ορατά αποτελέσματα.
Δεν υπάρχει προς το παρόν καμία σοβαρή ένδειξη στο εσωτερικό και στο διεθνές μέτωπο που να επιβεβαιώνει τις προσδοκίες πως το δεύτερο εξάμηνο της χρονιάς θα αποδειχθεί καλύτερο από πλευράς οικονομικών επιδόσεων και θα δώσει το εναρκτήριο λάκτισμα για την επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Η εφαρμογή πολλών συμφωνηθέντων της 1ης αξιολόγησης έχει πλέον μετατεθεί για τον Σεπτέμβριο, ένας νέος δύσκολος κύκλος διαπραγματεύσεων για την επόμενη αξιολόγηση βρίσκεται μπροστά τον Οκτώβριο με αιχμή τα εργασιακά, οι αποφάσεις για τη ρύθμιση του χρέους εκκρεμούν για το χειμώνα, ενώ σε όλα αυτά προστίθεται η πολιτική αβεβαιότητα που αφήνεται να διαχυθεί στην οικονομία εν μέσω ενδείξεων ότι βρίσκονται στο τραπέζι σενάρια πρόωρων εκλογών.
Βρισκόμαστε στην καρδιά του τρίτου τριμήνου και ο μόνος τομέας από τον οποίο μπορεί κανείς να προσδοκά ουσιαστική συμβολή στην ανάκαμψη είναι ο τουρισμός που τρέχει με ρυθμούς αύξησης κοντά στο 5%, και σε δεύτερο πλάνο η συγκυρία των χαμηλών τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, που συνδράμουν τα μέγιστα ώστε να υποστηριχθεί η φτηνότερη παραγωγή στη βιομηχανία και οι οικονομικότερες μεταφορές. Εντούτοις, το όφελος από το χαμηλότερο ενεργειακό κόστος δεν αποτυπώνεται στον κρίσιμο για την ανάπτυξη τομέα των εξαγωγών, όπου μέχρι το τέλος του πρώτου εξαμήνου ακολουθούσαν επιδόσεις χαμηλότερες των περσινών.
Πέραν αυτών ουδέν. Οι επιχειρηματικές προσδοκίες όπως καταγράφονται στις περιοδικές έρευνες του ΙΟΒΕ, παραμένουν στο ναδίρ καθώς δεν έχει φανεί κάποια ουσιαστική βελτίωση που να κάνει πιο αισιόδοξους τους επιχειρηματίες, ενώ οι εκτιμήσεις των νοικοκυριών παραμένουν κολλημένες στον πυθμένα του βαρελιού για μια ακόμη χρονιά.
Υπό το βάρος των παραπάνω, στην οικονομία συνεχίζει να μην κινείται φύλλο ούτε από επενδυτικής πλευράς, ούτε, όμως, από το μέτωπο της ιδιωτικής κατανάλωσης η οποία παραμένει η κρισιμότερη παράμετρος για την ανακοπή της ύφεσης.
Η κυβέρνηση και οι εκπρόσωποι των θεσμών βλέπουν την ανάπτυξη να έρχεται παρότι στο πρώτο τρίμηνο της χρονιάς καταγράφηκε σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ η 2η χαμηλότερη τελική κατανάλωση στα χρόνια της κρίσης (31,7 δισ. ευρώ) και ήδη έκτοτε η κατάσταση έχει επιδεινωθεί.
Η οικονομία κινδυνεύει πλέον να χάσει όχι το τρένο της ανάπτυξης, αλλά ακόμη και αυτό της σταθεροποίησης ώστε να έχει να ελπίζει για του χρόνου.
Πηγή : liberal.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου