MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Τα ερωτηματικά της δραχμής (μια απάντηση στον κ. Βιλιάρδο)

του Όθωνα Κουμαρέλλα*

Σε άρθρο του ο γνωστός οικονομολόγος κ. Βιλιάρδος, θέτει ορισμένα ερωτηματικά σε σχέση με τη μετάβαση σε νέο εθνικό νόμισμα. Επειδή εδώ και πολλά χρόνια αρθρογραφώ συστηματικά υπέρ του εθνικού νομίσματος και έχω συγγράψει σχετικό βιβλίο (Ευρώ ή Εθνικό Νόμισμα; - Χίλια ψέματα και μια αλήθεια), αισθάνομαι όχι απλά, ότι έχω το δικαίωμα να τοποθετηθώ παρεμβαίνοντας, αλλά την υποχρέωση να το κάνω, ξεκαθαρίζοντας από την πλευρά μου όλα τα θέματα, που θίγονται στο εν λόγω άρθρο του κ. Βιλιάρδου.

Κατ’ αρχήν φαντάζομαι, ότι ο κ. Βιλιάρδος θα συμφωνήσει στη φύση των θεμάτων που πραγματεύεται στο άρθρο του. Ότι, δηλαδή, τόσο το χρέος και η διαγραφή του, όσο και η μετάβαση σε εθνικό νόμισμα δεν είναι ζητήματα τεχνοκρατικής υφής, αλλά καθαρά πολιτικά θέματα εθνικού μάλιστα χαρακτήρα και σημασίας, που επηρέασαν, επηρεάζουν και θα επηρεάζουν αποφασιστικά για ολόκληρες δεκαετίες τις ζωές όλων μας, τα οποία πρώτα και κύρια οφείλουν να αντιμετωπισθούν ως τέτοια. 

Πράγματι, όλα τα ερωτήματα προκύπτουν, όχι τόσο από τις τεχνικές δυσκολίες στην εφαρμογή μιας διαφορετικής και στον αντίποδα της ακολουθούμενης καταστροφικής πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης, αλλά από τον τρόπο και τη δυνατότητα να ληφθούν οι κατάλληλες πολιτικές αποφάσεις προς την υλοποίηση μιας τέτοιας αντίστροφης πολιτικής. Πολιτικές αποφάσεις που θα έλθουν να απαντήσουν και στα τεχνικά ζητήματα που ενδεχομένως προκύψουν.

Το χρέος και η διαγραφή του

Έτσι, ο αρθρογράφος ξεκινά το δεύτερο μέρος της τοποθέτησης του (που μας αφορά) με το «Εάν υποθέσουμε τώρα πως η Ελλάδα κατάφερνε τελικά να διαγράψει μονομερώς το δημόσιο χρέος της εξερχόμενη από την ΕΕ….». Αυτό το «εάν υποθέσουμε» αμφισβητεί -εμμέσως πλην σαφώς- τη δυνατότητα μας να μην αναγνωρίσουμε το χρέος και να σταματήσουμε άπαξ δια παντός την αποπληρωμή του. Όμως δεν είναι δυνατό να ισχυριστεί κάποιος ότι προς τούτο υπάρχει κάποιο «τεχνικό» πρόβλημα, κάποια εξίσωση, που οι επιστήμονες οικονομολόγοι αδυνατούν να «επιλύσουν». 

Γνωρίζουμε όλοι, ότι το πρόβλημα του χρέους είναι ζήτημα Εθνικής Κυριαρχίας και Διεθνούς Δικαίου. Εξ άλλου, οι δανειακές συμβάσεις -τουλάχιστον υποτίθεται- με βάση αυτό το Διεθνές Δίκαιο συνάπτονται, διαφορετικά δεν έχουν την παραμικρή ισχύ και σε κανένα δικαστήριο του κόσμου δεν μπορούν να σταθούν. Συνεπώς, η απόφαση για τη μη αναγνώρισή του χρέους και τη μονομερή από την πλευρά μας διαγραφή του, είναι κατ’ εξοχήν πολιτική απόφαση ως πράξη κυριαρχίας της χώρας μας, που έχει να κάνει καθαρά με τα συμφέροντα που διακυβεύονται και τους συσχετισμούς δύναμης που αναπτύσσονται με βάση αυτά τα συμφέροντα. Έχει να κάνει με την πίστη στους στόχους που πρέπει να επιτευχθούν, την γνώση, την τόλμη, και την αποφασιστικότητα των ανθρώπων που θα προχωρήσουν στην ανατροπή αυτών των συσχετισμών.

Ουσιαστικά, ο αρθρογράφος -ανεξάρτητα αν ο ίδιος το συνειδητοποιεί- αυτό ακριβώς αμφισβητεί, δηλαδή την ύπαρξη κατάλληλου συσχετισμού δύναμης για την εφαρμογή μιας διαφορετικής από την ακολουθούμενη πολιτική. Και αυτό το δείχνει καθαρά στη συνέχεια του άρθρου και στο εδάφιο περί διακυβέρνησης της χώρας, μολονότι προσπαθεί να το περιτυλίξει με τεχνοκρατικά δήθεν ζητήματα, τα οποία βεβαίως θα τα δούμε στη σειρά τους ένα προς ένα.

Όμως η πολιτική δεν είναι απλά η τέχνη του «εφικτού» και η διαχείριση της «καθημερινότητας», αλλά προπαντός η τέχνη του να καθιστά σταδιακά εφικτό και πραγματοποιήσιμο αυτό που σήμερα -ίσως- φαντάζει ανέφικτο. Ενώ οι συσχετισμοί που σήμερα παρουσιάζονται παγιωμένοι προκαλώντας την παράλυση του «δεν γίνεται τίποτα», μπορούν να αποδειχθούν εύκολα ανατρέψιμοι, εάν αποφασιστεί να γίνει κάτι -πολύ περισσότερο εάν υπάρχει σχέδιο γι’ αυτό το κάτι (και σχέδιο υπάρχει!). Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την εμπειρία της ζωής και ενδεχομένως να μην αναφέρεται στα εγχειρίδια της σύγχρονης οικονομολογίας.

Προκαλείται όμως εύλογη απορία με το πώς ο αρθρογράφος απορρίπτει συλλήβδην την ιδέα της μη αναγνώρισης του χρέους και της οριστικής παύσης αποπληρωμής του, θεωρώντας ότι μόνο πριν το PSI θα ήταν δυνατή η σταδιακή απομείωσή του μέσω της επιστροφής στην παλιά δραχμή και της κοπής πληθωριστικού χρήματος, χωρίς να παρουσιάζει ένα άξιο λόγω επιχείρημα, θεωρώντας την κατάσταση -όπως διαμορφώθηκε μετά το PSI αξιωματικά μη αναστρέψιμη- κάτι δηλαδή ως πίστη σε απαραβίαστο φυσικό νόμο, που με τη σειρά του παραπέμπει σε θρησκοληψία και όχι στην πολιτική και στην επιστήμη.

Κι επειδή μας ζητείται να τοποθετηθούμε με βάση πραγματικά παραδείγματα, αναφέρομαι ενδεικτικά και μόνο στην ίδια τη χώρα μας, όταν το 1936 αρνήθηκε και διέγραψε το χρέος προς τις Βελγικές τράπεζες που κατείχαν ελληνικά ομόλογα. Τότε αυτές προσέφυγαν στο μόνιμο δικαστήριο διεθνών διακανονισμών της Κοινωνίας των Εθνών το οποίο στις 15-6-1939 έβγαλε απόφαση αναρμοδιότητας να αποφασίσει δεδομένου ότι δεν γνώριζε την πραγματική οικονομική κατάσταση της χώρας κι αν υπήρχε δυνατότητα αποπληρωμής του χρέους της, δικαιώνοντας ουσιαστικά την Ελλάδα, αφού έκανε απολύτως αποδεκτή την επιχειρηματολογία της υπό τον καθηγητή Ιωάννη Γιούπη ελληνικής νομικής υποστηρικτικής ομάδας, που συνίστατο στο γεγονός ότι ένα κράτος όταν έχει να επιλέξει μεταξύ της αποπληρωμής ενός χρέους και της εξυπηρέτησης ζωτικών αναγκών των πολιτών του οφείλει να επιλέξει το δεύτερο. Η απόφαση του δικαστηρίου αυτή, αποτέλεσε ένα ισχυρό νομικό προηγούμενο που το χρησιμοποίησαν πολλές άλλες χώρες σε ανάλογες περιπτώσεις.

Κατά «περίεργη» σύμπτωση αντίστοιχη, ή παρόμοια επιχειρηματολογία έχει συμπεριληφθεί σε αποφάσεις Γενικών Συνελεύσεων του ΟΗΕ, όπως εκείνη του Σεπτεμβρίου του 2014. 

Και για να ολοκληρώσω με το χρέος και τη διαγραφή του, είναι πλέον ομολογημένο από τους περισσότερους, ακόμα και από την επιτροπή αλήθειας για το χρέος που συστήθηκε από την πρώην πρόεδρο του ελληνικού κοινοβουλίου, αλλά και τον ίδιο τον ΟΗΕ, ότι στο σύνολό του είναι παράνομο, καταχρηστικό, επονείδιστο και προϊόν εκβιασμού, πλάνης και απάτης. Σε αυτό νομίζω ότι ούτε ο κ. Βιλιάρδος έχει διαφορετική γνώμη. Παρ’ όλα αυτά, μια ανάλυση επ’ αυτού μπορεί κάποιος να βρει εδώ. Συνεπώς το ζήτημα του χρέους δεν αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης, αν μπορεί, ή αν πρέπει να διαγραφεί. Η διαγραφή του είναι αδήριτη ανάγκη και εθνική επιταγή! Δεν αποτελεί λεονταρισμό, ούτε τόλμημα. Είναι ανάγκη. Ουδείς οικονομολόγος, ή άλλος -που δεν εκπροσωπεί συμφέροντα των δανειστών- μπορεί να αμφισβητήσει αυτή την ανάγκη και αυτή την επιταγή, προβάλλοντας επιστημονικοφανείς αιτιάσεις. Η επιστήμη οφείλει να αναγνωρίζει τα πεδία εφαρμογής της, αλλιώς παύει να είναι τέτοια και στην προκειμένη περίπτωση καθίσταται προπαγάνδα.

Ο δανεισμός από τις αγορές

Ξεπερνώντας την υπόθεση του χρέους, ο αρθρογράφος επικεντρώνει στο ζήτημα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας και αναρωτιέται πως είναι δυνατό να καλυφθούν τα ελλείματα. Σπεύδει μάλιστα να απαντήσει ο ίδιος ότι αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει με προσφυγή στις διεθνείς αγορές για δανεισμό.

Προφανώς έχει δίκιο. Αυτό που προσπερνάει, είναι το γεγονός ότι ήδη από το 2010 είμαστε εκτός συστήματος δανειακής χρηματοδότησης από τις αγορές. Τα δε δανεικά χρήματα που πήραμε με βάση τις δανειακές συμβάσεις με την τρόικα και τους «θεσμούς» κατευθύνθηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου στην αποπληρωμή του χρέους -το οποίο παρεμπιπτόντως διογκώθηκε στο μεταξύ και εξακολουθεί να αυξάνει- και μόνο ένα μικρό μέρος της τάξης του 8% μπήκε στον κρατικό προϋπολογισμό. Μήπως κάνω λάθος;

Αν δεν κάνω λάθος -και δεν κάνω-, τότε το πρόβλημα του ισοζυγίου δεν είναι τόσο μεγάλο και αξεπέραστο όπως παρουσιάζεται. Ακόμα κι αν δεχθούμε -και είναι πολύ πιθανό, αν όχι βέβαιο-, ότι λόγω της αναταραχής που θα προκληθεί το έλλειμα θα αυξηθεί, αυτό δεν είναι ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα που μπορεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα στη λήψη των αποφάσεων ρήξης με την ευρωένωση, διαγραφής του χρέους και καθιέρωσης εθνικού κρατικού νομίσματος.

- Κατ’ αρχήν, ποιος είπε, ότι σε μια τέτοια ριζική πολιτική αλλαγή είναι επιθυμητός ο οποιοσδήποτε δανεισμός από το εξωτερικό;

- Πως είναι δυνατό από τη μία πλευρά να μην αναγνωρίζουμε την ύπαρξη του χρέους και να το διαγράφουμε μονομερώς και από την άλλη να επιζητούμε νέο δανεισμό, από τους ίδιους μάλιστα δανειστές;

Μια τέτοια οφθαλμοφανής αντίφαση θα καθιστούσε συνολικά την πρόταση αναξιόπιστη, αν όχι καταγέλαστη. Δεν είμαστε τόσο αφελείς, ούτε κοροϊδεύουμε τον κόσμο απροκάλυπτα, όπως επιχειρείται πολλάκις από τους πολέμιους του εθνικού νομίσματος. Φυσικά ένας από τους κύριους άξονες μιας ανεξάρτητης πολιτικής που θα οδηγήσει τη χώρα σε έξοδο από την κρίση, την οικονομία της σε ταχύρρυθμη ανάκαμψη και θα φέρει σταδιακά την ευημερία στον ελληνικό λαό είναι η αποφυγή στο εξής κάθε είδους εξωτερικού δανεισμού. Αυτό βέβαια τρομάζει όσους έχουν μάθει να επιβιώνουν δανειζόμενοι και αποτελεί απευκταία εκδοχή για τους τοκογλύφους.

Στη συνέχεια ο κ. Βιλιάρδος αναφέρεται στο παράδειγμα της Αργεντινής για να επιβεβαιώσει την υπόθεσή του, ότι τάχα δεν μπορούμε χωρίς δανεικά. Εκείνο όμως που αγνοεί -σκόπιμα, ή μη- είναι ότι η τωρινή προσφυγή της Αργεντινής ξανά σε εξωτερικό δανεισμό δεν οφείλεται σε κάποια οικονομική ανάγκη που προέκυψε από λανθασμένες πολιτικές της προηγούμενης περιόδου (κυβερνήσεις Κίρχνερ) -και έχουμε να πούμε πολλά για τις αδυναμίες αυτών των πολιτικών, αλλά δεν είναι της παρούσης-, αλλά από τη ριζική στροφή ξανά προς νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση συνολικά της αργεντίνικης πολιτικής από τη νέα κυβέρνηση, που από την πρώτη στιγμή της εκλογής της έδειξε τις διαθέσεις της, να τα «βρει», δηλαδή, με το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Το τι θα συμβεί στο εξής στη χώρα αυτή είναι προβλέψιμο και αναμενόμενο…

Η Αργεντινή λοιπόν δεν αποτελεί παράδειγμα, ούτε πείθει για οτιδήποτε. Η Ισλανδία ενδεχομένως να είναι μια χώρα που θα έπρεπε να δούμε πιο προσεκτικά. Βεβαίως ο καθένας μπορεί να χρησιμοποιεί το παράδειγμα που θεωρεί ότι μπορεί να στηρίξει την άποψή του. Αυτό όμως δεν σημαίνει, ότι το παράδειγμα ισχύει.

Στη συνέχεια και προς επίρρωση των ισχυρισμών του ο αρθρογράφος αναφέρεται στον κατεστραμμένο παραγωγικό ιστό της χώρας μας και στις δυσκολίες που θα παρουσιαστούν στην εισαγωγή ειδών πρώτης ανάγκης, όπως φάρμακα, ανταλλακτικά και ενέργεια, ενώ αναφέρεται σε έλλειψη συναλλαγματικών αποθεμάτων, προκειμένου να γίνουν οι αναγκαίες εισαγωγές.

Πέραν του γεγονότος ότι προσπερνά ασχολίαστα τα αίτια αυτής της καταστροφής και την αδήριτη ανάγκη αντιστροφής της, αμφισβητεί την ύπαρξη τέτοιων στοιχείων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως συναλλαγματικό απόθεμα καταφυγής, αλλά επειδή αυτό αποδεικνύεται από τα επίσημα στοιχεία τόσο της Τράπεζας της Ελλάδος, όσο και της ΕΚΤ, προχωρά στην προσωπική του εκτίμηση, ότι μια τέτοια χρήση αυτών των αποθεματικών θα αποτελέσει πραξικόπημα σε βάρος της ΕΚΤ, ενώ προϋποθέτει την «επαναστατική» εθνικοποίηση συνολικά του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας.

Φυσικά και έχει δίκιο, όχι βέβαια ως προς τον χαρακτηρισμό των πολιτικών εθνικοποίησης ως «πραξικόπημα», αλλά ως προς την αναγκαιότητα υλοποίησής τους! Χωρίς να σπάσεις αυγά δεν κάνεις ομελέτα. Ωστόσο ας εξετάσουμε τη λέξη που χρησιμοποιήθηκε και το νόημά της. Γιατί άραγε η εθνικοποίηση της Τράπεζας της Ελλάδος και η εκκαθάριση εν λειτουργία των συστημικών τραπεζών με ταυτόχρονη δήμευση κάθε περιουσιακού τους στοιχείου θα αποτελέσει «πραξικόπημα»; Δεν αποτελεί ένα διαρκές και πραγματικό πραξικόπημα η στάση των «θεσμών» -της ΕΚΤ συμπεριλαμβανομένης- σε βάρος της χώρας μας, που έχει οδηγήσει σε πολεμικού τύπου καταστροφές, σε άνω του 30% την ανεργία, σε μαζική φτωχοποίηση τη μεσαία τάξη, σε εκατοντάδες χιλιάδες νέους μετανάστες, σε χιλιάδες αυτοκτονίες, σε πολλές χιλιάδες θανάτους λόγω έλλειψης στοιχειωδών μέσων υγειονομικής περίθαλψης, σε δημογραφική καταβαράθρωση, σε πλήρη απαξίωση κάθε περιουσιακού στοιχείου, είτε δημόσιου, είτε ιδιωτικού και στην ληστρική απομύζηση κάθε πόρου;

Όχι αγαπητέ κ. Βιλιάρδο, μια τέτοια πολιτική εθνικοποίησης και εκκαθάρισης του σαράφικού και τοκογλυφικού τραπεζικού συστήματος στη χώρα θα είναι πράξη αποκατάστασης της δικαιοσύνης και έναρξη αναίρεσης των επιπτώσεων της ξένης κατοχής στη χώρα, πέραν της οικονομικής αναγκαιότητας μιας τέτοιας πολιτικής. Ως κυριαρχική πράξη ενός κράτους και ενός λαού που σέβεται τον εαυτό του και μπορεί να πραγματοποιηθεί με ένα διάταγμα, ένα νόμο μια συντακτική πράξη από το πρώτο εικοσιτετράωρο. Κι όσοι διαφωνούν ας πάνε στα όποια διεθνή δικαστήρια να δικαιωθούν. 

Και φυσικά τα αποθεματικά που υφίστανται είναι δικά μας περιουσιακά στοιχεία, δουλεμένα λεφτά δικά μας και κανενός Στουρνάρα, Τσίπρα, Μητσοτάκη, Μέρκελ, ή Ντράγκι! Κανενός ESM,ή IMF. Ας θυμηθούμε μόνο πόσα χρήματα πληρώσαμε στις τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών τα τελευταία χρόνια. Ας θυμηθούμε λίγο τη ληστεία του PSI. Γιατί άραγε, τόσο γρήγορα ξεχνάμε;

Ας μιλήσουμε επί τέλους με όρους πραγματικής ζωής και όχι με βάση ιδεοληψίες επενδυμένες με επιστημονικοφάνεια, που πλέον δεν πείθει κανέναν -και δεν αναφέρομαι στον αρθρογράφο, αλλά στους στημένους στα τηλεοπτικά πάνελ περισπούδαστους καθηγητές και τους περιδεείς πολιτικάντηδες, που μας μαλώνουν κιόλας διότι δεν δεχόμαστε τις «μεταρρυθμίσεις» τους. 

Αλλά πέραν των χρηματικών αποθεμάτων και των άλλων μετατρέψιμων τίτλων, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν τον πρώτο καιρό ως συνάλλαγμα για την κάλυψη ελλειμάτων του εμπορικού ισοζυγίου, στόχος ήδη από τα πρώτα εικοσιτετράωρα μιας τέτοιας ρηξικέλευθης εθνικής πολιτικής ανάταξης είναι η επανάκτηση της εσωτερικής αγοράς και η εφαρμογή αυστηρών κανόνων προστασίας της εγχώριας παραγωγής. 

Συμφωνούμε, ότι ο «προστατευτισμός» στην οικονομία προκαλεί φλύκταινες σε μερίδα οικονομολόγων και πολιτικών. Ωστόσο, ας δούμε τις πολιτικές που ακολουθούν οι άλλες χώρες, οι ΗΠΑ, ακόμα και η Γερμανία. Αυτοί καθ’ αυτοί οι περίφημοι «κανόνες» της ευρωένωσης, δεν είναι τίποτε άλλο παρά -έστω έμμεσος- προστατευτισμός των ισχυρών χωρών σε βάρος των ασθενέστερων. Γι’ εμάς τους «χρήσιμους ηλίθιους» της ευρωπαϊκής ενοποίησης επεφύλαξαν τις πολιτικές του «μπάτε σκύλοι αλέστε…». Και τώρα με το προσφυγικό το ίδιο γίνεται. Ή μήπως κάνω λάθος; Απαντήστε -οι αμφισβητούντες- στον εαυτό σας πρώτα!

Πέραν όμως αυτών η χώρα μας παρουσιάζει ανεπανάληπτα συγκριτικά πλεονεκτήματα που εντός του αποικιοκρατικού καθεστώτος που μας επιβλήθηκε αδυνατούμε να εκμεταλλευτούμε. Η Ελλάδα παρουσιάζει υψηλό βαθμό διατροφικής αυτάρκειας και δυνατότητες άμεσης ανάκαμψης της πρωτογενούς παραγωγής εντός ελάχιστου διαστήματος. Ταυτόχρονα, έχει μεγάλα περιθώρια ενεργειακής αυτοδυναμίας, έτσι ώστε να θεωρείται ενεργειακά ανεξάρτητη. Η εγκατεστημένη ισχύς ηλεκτρικής ενέργειας σε λιγνιτικές μονάδες και υδροηλεκτρικά υπερβαίνουν ήδη τη ζήτηση, χωρίς να συμπεριλάβουμε τις ΑΠΕ -που δεν είναι επιθυμητές με τον τρόπο που εγκαθίστανται. Ενεργειακή και διατροφική ανεξαρτησία μαζί με την αποκατάσταση της νομισματικής κυριαρχίας καθιστά τη χώρα μας άτρωτη κυριολεκτικά απέναντι σε αυτούς που θα επεδίωκαν την απομόνωσή της. Απομονωμένοι και έρμαια της βούλησης των επικυρίαρχων δυνάμεων είμαστε τώρα εντός του ευρωενωσιακού πεδίου. Είτε αυτό γίνεται αντιληπτό, είτε η θρησκόληπτη προσήλωση στα νάματα του φεντεραλισμού, του νεοφιλελευθερισμού και του -καλά κρυπτόμενου πίσω από τη συνθηματολογία περί «ανοικτών συνόρων»- νεοναζισμού της κάθε είδους «open society” εμποδίζει κάποιους από το να διακρίνουν πέραν από τη μύτη τους.

Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία επίσης καλύπτει ήδη σε ένα μεγάλο ποσοστό τις ανάγκες και μπορεί τάχιστα να αναπτυχθεί πολύ περισσότερο.

Από την άλλη πλευρά, διακρατικές συμφωνίες, εναλλακτικές πηγές προμήθειας εξοπλισμού και πρώτων υλών υπάρχουν άφθονες στην παγκόσμια αγορά. Για μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα, η παγκοσμιοποίηση παρουσιάζει σημαντικά πλεονεκτήματα ως προς αυτό. Κι εδώ κάνει λάθος ο αρθρογράφος και δεν εκτιμά σωστά τις δυνατότητες που ανοίγονται σπάζοντας τα δεσμά της ευρωφυλακής. Τα πάντα θα πρέπει να κρίνονται με «πλανητικά» κριτήρια κι όχι με στενά ευρωπαϊκά. Γιατί να είμαστε υποχρεωμένοι να εισάγουμε από τη Γαλλία ή την Ολλανδία ακριβό βόειο κρέας και να μην αποταθούμε σε άλλες αγορές με ποιοτικότερα και φτηνότερα προϊόντα; Μήπως δεν υπάρχουν; Ή μήπως δεν είναι οι περίφημοι «κανόνες» -τους οποίους πρέπει να τηρούμε απαρέγκλιτα για να παίρνουμε τη «δόση» μας- που μας το επιβάλλουν;

Και μια πληροφορία προς διερεύνηση. Ηλεκτροκινητήρας siemens για το μετρό της Αθήνας κόστος προμήθειας ούτε λίγο, ούτε πολύ 1.000.000 ευρώ. Κατασκευή με ίδιες προδιαγραφές και τεχνικά χαρακτηριστικά κινητήρα σε μηχανουργείο του Πειραιά κόστος μόλις 100.000 ευρώ -όσο υπάρχουν μηχανουργεία ακόμη. Ψάξτε το απλά, διότι πέραν από τις θεωρίες υπάρχει και η «πιάτσα»! 

Ανάκτηση της εσωτερικής αγοράς, αυστηρός έλεγχος διακίνησης κεφαλαίων από και προς τη χώρα, προστασία της εγχώριας παραγωγής, διακρατικές συμφωνίες, εναλλακτικές πηγές προμήθειας εξοπλισμού και πρώτων υλών, θα φέρουν σύντομα ισοσκελισμό ακόμα και πλεονάσματα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της χώρας και θα καταστήσουν το νέο νόμισμα απόλυτα ισχυρό και ασφαλές. Το παράδειγμα της κυπριακής λίρας αμέσως μετά την εισβολή και κατοχή του 40% του κυπριακού εδάφους από τους Τούρκους, ίσως και να λέει κάτι, σε όσους ψάχνουν.

Φυσικά για όλα αυτά χρειάζεται σχέδιο πολύ καλά μελετημένο και απαρέγκλιτη τήρηση των αποφάσεων.

Το χρηματοπιστωτικό σύστημα

Αν και τα ζητήματα του εδαφίου αυτού απαντήθηκαν εν πολλοίς προηγουμένως, οι αναφορές του αρθρογράφου δείχνουν ακριβώς την έλλειψη κατανόησης ενός τέτοιου σημαντικού εγχειρήματος και το πόσα βήματα μπροστά θα φέρουν αυτόν που θα έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Στην προκειμένη περίπτωση θα είναι η εθνική δημοκρατική και πατριωτική νέα διακυβέρνηση της χώρας που θα παίρνει τις πρωτοβουλίες και το διεθνές χρηματοπιστωτικό κτήνος (όπως ο αρθρογράφος το περιγράφει) θα ψάχνει να σώσει οτιδήποτε θα μπορεί να σωθεί από το σπάσιμο της φούσκας που θα προκληθεί. Και αυτό δεν αποτελεί μια απλή και βολική γι’ εμάς υπόθεση, αλλά εκτίμηση της πραγματικής τους αδυναμίας να αντιδράσουν απέναντι όχι σε θεωρητικές απειλές και «βαρουφάκειους» λεονταρισμούς, αλλά σε μη αντιστρέψιμες πραγματικότητες και στον ψυχρό υπολογισμό της σχέσης κόστους-οφέλους σε κάθε κίνηση αντίδρασής τους απέναντι σε έναν λαό αποφασισμένο και μιας δικής του -πραγματικά πατριωτικής- κυβέρνησης.

Ωστόσο, θα συμφωνήσω ότι σε ένα τέτοιο εγχείρημα θα πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψη μας και να λειτουργούμε με βάση το δυσμενέστερο σενάριο και οφείλουμε να είμαστε προετοιμασμένοι για τα χειρότερα. Μια τέτοια προσπάθεια ανίχνευσης των πιθανών επιπτώσεων βρίσκεται εδώ, μολονότι μετά τις εξελίξεις με το προσφυγικό ζήτημα χρειάζεται επικαιροποίηση. 

Επίσης, στο εδάφιο αυτό αναδεικνύεται η αδυναμία πολλών να ξεφύγουν από τις λογικές που έχουν επιβληθεί μέσα στο ευρωενωσιακό πλαίσιο και οδηγούν στην παθητικότητα και το ραγιαδισμό.

Η ισοτιμία της νέας δραχμής και το «σκιάχτρο» του πληθωρισμού

Εδώ εκπλήσσει η αδυναμία κατανόησης του ρόλου που παίζει το νόμισμα στην εξέλιξη μιας κοινωνίας και ότι αυτό αποτελεί προϋπόθεση για κάθε σκέψη περί εθνικής κυριαρχίας και δημοκρατικής λειτουργίας, για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων μιας κοινωνίας που θέλει να ευημερεί.

Εκπλήσσει επίσης η αδυναμία κατανόησης του μηχανισμού δημιουργίας πληθωρισμού σε μια οικονομία και του απλού γεγονότος ότι κανένα ρόλο δεν παίζει η ισοτιμία ενός νομίσματος -που για πρώτη φορά τίθεται σε κυκλοφορία- με άλλα νομίσματα.

Η ισοτιμία του νέου νομίσματος καθορίζεται διοικητικά από το κράτος -που θα είναι και ο μοναδικός εκδότης- ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες την περίοδο που θα πρωτοκυκλοφορήσει. Ας πούμε ότι αυτή η ισοτιμία θα είναι 1 προς 1 με το ευρώ, αν και δεν έχει νόημα αυτή καθ’ αυτή η ισοτιμία του νέου νομίσματος με το ευρώ, διότι αυτό που έχει σημασία είναι η κυκλοφορία των αντίστοιχων ποσοτήτων χρήματος που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση των αναγκών της οικονομίας και της προσπάθειας για παραγωγική ανασυγκρότηση. Δηλαδή αν καθοριστεί μια ισοτιμία 1/1 και οι ανάγκες είναι π.χ. 60 δις ευρώ, θα παραχθούν 60 δις σε νέο νόμισμα, εάν αυτή καθοριστεί σε 1 προς 2 τότε θα χρειαστεί παραγωγή διπλάσιου ποσού, στην περίπτωσή μας 120 δις νέες δραχμές, κοκ. Δεν δίδει αξία το νόμισμα στα προϊόντα και τα περιουσιακά στοιχεία, αλλά η ζωντανή εργασία που συμβάλει στη δημιουργία τους. Αυτή είναι που δίνει αξία στο νόμισμα ως συναλλακτικό μέσο και όχι το αντίστροφο.

Μέχρις αυτή τη στιγμή που θα δημιουργηθεί και θα κυκλοφορήσει το πρώτο χρήμα δεν υπάρχει κανένας λόγος για οποιαδήποτε διακύμανση της ισοτιμίας του νέου νομίσματος. Με δεδομένο μάλιστα, ότι αυτή θα είναι διοικητικά καθορισμένη και το νόμισμα δεν θα έχει εισαχθεί στις παγκόσμιες χρηματαγορές για να υποστεί υποτιμητική κερδοσκοπία σε βάρος του. Ούτε στην πρώτη κρίσιμη φάση θα χρησιμοποιηθεί για τις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας που θα πραγματοποιούνται με τη χρήση των συναλλαγματικών αποθεμάτων και μέσω διακρατικών συμφωνιών -που ειρήσθω εν παρόδω η ΕΕ τις απαγορεύει, μολονότι αποτελούν συνήθη διεθνή πρακτική. Έτσι, το ζήτημα είναι πως θα εξελιχθεί η οικονομία από τη στιγμή που θα κυκλοφορήσει το νέο νόμισμα και μετά. Αν θα εφαρμοστεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης και εξυπηρέτησης των ζωτικών αναγκών της κοινωνίας (αποκατάσταση εισοδημάτων, παιδεία, υγεία, κοινωνική πρόνοια και ασφάλιση, ριζική καταπολέμηση της ανεργίας, εκτεταμένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων κτλ.), ή η ίδια οικονομία θα παραδοθεί για μια ακόμη φορά στις βουλιμικές διαθέσεις των καρτέλ και στην αλόγιστη κερδοσκοπία τους, ή εάν η παραγωγή του χρήματος κατευθυνθεί -όπως σήμερα- στην εξυπηρέτηση του χρέους. Τότε και με το νέο νόμισμα θα υπάρξουν σοβαρότατα προβλήματα ενδεχομένως χειρότερα από τα σημερινά (βλέπε λύση Σόιμπλε και διπλό νόμισμα, με το οποίο πολλοί «ερωτοτροπούν» τελευταία), πολύ περισσότερο εάν δεν αλλάξει ριζικά ο τομέας της παραγωγής, ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση ταυτόχρονης εξυπηρέτησης του χρέους θα πρέπει να φτάσει σε ένα τέτοιο σημείο παραγωγικού υπερπλεονάσματος, που φαντάζει αδύνατο ακόμη και για πολύ πιο ισχυρές οικονομίες από τη δική μας. Για το λόγο αυτό η διαγραφή του χρέους είναι εκ των ων ουκ άνευ -έτσι κι αλλιώς- και πάει μαζί ως ενιαία και αδιαίρετη λύση με το εθνικό νόμισμα.

Με δεδομένο ότι η αγορά σήμερα «διψάει» για καθαρό χρήμα, που δεν θα δημιουργεί δανειακές υποχρεώσεις και τοκογλυφία, κανένα πρόβλημα πληθωρισμού δεν μπορεί να παρουσιαστεί μέχρι η ίδια αυτή αγορά να κορεστεί. Με την υφιστάμενη ύφεση και τον αποπληθωρισμό απέχουμε παρασάγγας από αυτό το σημείο «κορεσμού», για να πιθανολογήσουμε έστω κίνδυνο πληθωρισμού. Μολονότι, ως γνωστόν, ο πληθωρισμός είναι ευκολότερα αντιμετωπίσιμος από τον αποπληθωρισμό που μαστίζει σήμερα την ελληνική οικονομία. Ή μήπως ξεχνάμε ότι η περίοδος με τη μεγαλύτερη κοινωνική ευημερία που πέρασε η χώρα ήταν οι δεκαετίες του 1980 & ‘90 με διψήφιο πληθωρισμό; Και μη μου μιλήσει κανείς για υπερχρέωση και κοινοτικές επιδοτήσεις τότε, διότι οι τελευταίες μόνο ως μερικό αντιστάθμισμα για τη σταδιακή αποξήλωση της παραγωγικής βάσης της χώρας μπορούν να υπολογιστούν, ενώ η υπερχρέωση, ήλθε στη συνέχεια και κυρίως μετά την ένταξή μας στην ΟΝΕ, η οποία απετέλεσε τη βασική αιτία για να υπερδιπλασιαστεί το συσσωρευμένο επί 140 χρόνια δημόσιο χρέος σε μόλις 7 χρόνια και το 2009 οδηγηθήκαμε έτσι στη χρεοκοπία και τα μνημόνια. 

Το εισόδημα που θα πέσει στην αγορά κατευθυνόμενο κατ’ αρχή στην ικανοποίηση βασικών αναγκών των νοικοκυριών δεν θα δημιουργήσει πρόβλημα, ενώ ο τζίρος που θα δημιουργηθεί θα δώσει μεγάλη ώθηση στην ανάκαμψη της παραγωγής, εφ’ όσον ταυτόχρονα λαμβάνονται μέτρα προστασίας της και αποκατάστασης όρων πραγματικού ανταγωνισμού. Συνεπώς θα δημιουργηθούν και εύλογες προσδοκίες για επιταχυνόμενη ανάπτυξη, σταθεροποιώντας το νόμισμα και καθιστώντας το ασφαλές. Αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύεται, μάλλον υπερτιμητικές τάσεις θα δεχθεί το νόμισμα, όταν και εάν μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα η κυβέρνηση θα αποφασίσει την έκθεσή του στις διεθνείς χρηματαγορές.

Η διακυβέρνηση της χώρας

Εδώ ο αρθρογράφος αγγίζει το πρόβλημα εισχωρώντας βαθιά μέσα στην καρδιά του.

Πράγματι, όλα τα παραπάνω κινδυνεύουν να αποδειχθούν «έπεα πτερόεντα» στο βαθμό που δεν υφίσταται σήμερα ένας πολιτικός φορέας, ο οποίος θα μπορέσει να συνεγείρει την κοινωνία και να την οδηγήσει στην έξοδο από την κρίση.

Είναι αλήθεια, ότι τίποτα κανείς δεν μπορεί να περιμένει από τα υπάρχοντα σήμερα κόμματα του λεγόμενου μάλιστα «συνταγματικού τόξου». Εξωνημένο και ξεπουλημένο καθ’ ολοκληρίαν στους εγχώριους και ξένους επικυρίαρχους, το πολιτικό προσωπικό, μόνο περισσότερο κακό μπορεί να προκαλέσει. Από την άλλη, μια κοινωνία εκμαυλισμένη από τόσα χρόνια εξαγοράς και πελατειακών σχέσεων, ζαλισμένη από τις αναπάντεχες «κατραπακιές» που διαδέχεται η μια την άλλη εδώ και έξι χρόνια, φαντάζει πολύ δύσκολο να βρει στοιχειώδη βηματισμό και να αναδείξει από τα σπλάχνα της νέο υγιές πολιτικό προσωπικό, που θα μπορούσε να ηγηθεί μιας νέας εθνικής προσπάθειας και ανάταξης. Η απογοήτευση και η παραίτηση είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της περιόδου, όπως τη βιώνουμε.

Όμως, αυτό δεν σημαίνει καθόλου, ότι μέσα στην κοινωνία δεν υπάρχουν ακόμα υγιείς δυνάμεις, ούτε ότι δεν υπάρχει πληθώρα ανθρώπων που μπορούν με τις γνώσεις και την εμπειρία τους να συμβάλλουν σε μια τέτοια προσπάθεια αντιστροφής της φοράς των πραγμάτων.

Πολλοί από την αρχή της κρίσης -και δεν είναι του παρόντος να αναφερθούμε αναλυτικά σε πρόσωπα και σε σχηματισμούς-, ο καθένας με το δικό του τρόπο και το δικό του μετερίζι, τεθήκαμε στην πρώτη γραμμή του αγώνα της ενημέρωσης, της διάλυσης των φοβιών που η κυρίαρχη προπαγάνδα ενσπείρει και της σταδιακής οικοδόμησης μιας αξιόπιστης και ικανής πολιτικής δύναμης που υπερβαίνοντας τα σημερινά παρωχημένα πολιτικά σχήματα, θα μπορέσει να συσπειρώσει, να δώσει ελπίδα και να οδηγήσει τον ελληνικό λαό στη Νίκη και τη χώρα σε μια νέα Ελληνική Άνοιξη. Ασφαλώς είναι καλοδεχούμενος ο οποιοσδήποτε θέλει να συμβάλλει στην όσο το δυνατό γρηγορότερη επίτευξη των στόχων μας.

Φυσικά και δεν τρέφουμε καμία αυταπάτη, ότι η υπόθεση είναι «σχολική εκδρομή». Ο δρόμος είναι κακοτράχαλος και ανηφορικός, ορισμένοι μάλιστα δεν τον αντέχουν. Όμως νικητής θα είναι αυτός που θα φτάσει στο τέλος παραμένοντας όρθιος.

Όσον αφορά στην εδαφική ακεραιότητα που κραδαίνεται ως απειλή για να δεχθούμε εσαεί τα δεσμά που μας χάλκευσαν, η απάντηση δίνεται εδώ και η κρίση με αφορμή το προσφυγικό το αποδεικνύει. Σήμερα περισσότερο από ποτέ βρισκόμαστε σε κίνδυνο μιας μεγάλης εθνικής περιπέτειας και εθνικού εντέλει ακρωτηριασμού.

Ούτε πρόκειται να συμβεί αυτό που φοβάται ο αρθρογράφος περί απομόνωσης από το δυτικό περιβάλλον. Απλά οφείλουμε ολοκληρώνοντας το έργο των προγόνων μας, να δώσουμε σε κάθε φίλο και εταίρο να κατανοήσει βαθιά, ότι απ’ εδώ και πέρα θα έχει να κάνει με ανεξάρτητο πραγματικά κράτος και κυρίαρχο το λαό του. Δηλαδή κανονικό κράτος και πραγματική Δημοκρατία! Η επίκληση της δήθεν απομόνωσης μας ακούγεται τόσο ξεπερασμένη, όσο ξεπερασμένοι είναι οι εξωνημένοι πολιτικοί που την επικαλούνται προκειμένου να συνεχιστεί το ευνοϊκό γι’ αυτούς καθεστώς της υποτέλειας και της εξάρτησης.

Επίλογος

Χαίρομαι ιδιαιτέρως, που παρακολουθώντας κατά καιρούς την αρθρογραφία του κ. Βιλιάρδου αντιλαμβάνομαι ότι σταδιακά «διολισθαίνει» στην αποδοχή της μόνης πραγματικής λύσης για το ελληνικό πρόβλημα, έστω κι αν ακόμα του είναι δύσκολο να συνηθίσει στην ιδέα. Βεβαίως και κάνει λάθος ελπίζοντας ακόμα, ότι μια ρεαλιστική λύση θα μπορούσε να προέλθει από την αναστολή πληρωμών εντός της ευρωζώνης. Τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει ούτε κατά διάνοια και η «σκληρή» διαπραγμάτευση Τσίπρα το επιβεβαιώνει, όπως και προηγουμένως η περίπτωση της Κύπρου.

Το αν η λύση δοθεί από τον «από μηχανής Θεό» δηλαδή μέσω της διάλυσης της ευρωζώνης, πριν εμείς αποτολμήσουμε την έξοδο -όπως πολλοί φαίνεται να ελπίζουν-, είναι κάτι που δεν αποδεικνύεται, ούτε μπορεί να μας καθιστά παθητικούς περιμένοντας τέτοιου είδους εξελίξεις, που δεν είναι καθόλου βέβαιο αν θα είναι θετικές γι’ εμάς με τους όρους που θα πραγματοποιηθούν.

Όθωνας Κουμαρέλλας

*Αρχιτέκτονας Μηχ/κος - συγγραφέας
Μέλος της ΠΓ του ΕΠΑΜ & της Επιτροπής Προγράμματος του Μετώπου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου