Η «απροκάλυπτη μονεταριστική χρηματοδότηση» (OMF) θα σήμαινε το τέλος του σημερινού, βασισμένου στην ελεύθερη αγορά χρηματοπιστωτικού και νομισματικού συστήματος – καθώς επίσης των χάρτινων, χωρίς αντίκρισμα χρημάτων
«Το μεγάλο λάθος των κεντρικών τραπεζών της Δύσης επικεντρώνεται στο δογματισμό τους, σύμφωνα με τον οποίο θα αυξηθεί ο ρυθμός ανάπτυξης, εάν τα επιτόκια είναι επαρκώς χαμηλά και η ρευστότητα μεγάλη – αγνοώντας το πρόβλημα της μαζικής υπερχρέωσης της Δύσης, το οποίο δεν επιτρέπει ουσιαστικά τον περαιτέρω δανεισμό και τις επενδύσεις, άρα την ανάπτυξη.
Με απλά λόγια, τα χαμηλά επιτόκια σε περιόδους υπερχρέωσης οδηγούν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, σε αναδιατάξεις των χρεών – ποτέ σε ανάπτυξη, μέσω της σύναψης νέων δανείων. Επομένως, η επιτυχία της πολιτικής των κεντρικών τραπεζών είναι σε μεγάλο βαθμό αμφίβολη – ένα ευχολόγιο, όπως θα το διατύπωνε πιο σωστά κανείς.
Όλο και περισσότεροι πάντως κατανοούν ότι, χωρίς μία μεγάλη διαγραφή χρεών σε παγκόσμιο επίπεδο δεν πρόκειται να υπάρξει ανάπτυξη – ενώ όσο πιο πολύ αργούν να ληφθούν ριζικές αποφάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση, τόσο πιο επώδυνες θα είναι. Πόσο μάλλον όταν θα μπορούσε να συμβεί ένα απρόσμενο οικονομικό ατύχημα, με απρόβλεπτες συνέπειες – ειδικά επειδή η αξιοπιστία των κεντρικών τραπεζών μειώνεται συνεχώς.
Συνοψίζοντας, ο τελικός του παιχνιδιού θα μπορούσε να είναι η ανάληψη μεγάλου μέρους των δημοσίων χρεών από τις κεντρικές τράπεζες και το πάγωμα τους – οπότε η μαζική εκτύπωση νέων χρημάτων και ο πληθωρισμός. Εδώ οφείλει να γνωρίζει κανείς πως η αύξηση της ρευστότητας δεν είναι συνώνυμη με την εκτύπωση χρημάτων – η οποία συμβαίνει μόνο όταν παγώνουν τα χρέη.
Σε κάθε περίπτωση, ο πληθωρισμός είναι η μοναδική, μεγάλη ελπίδα για να μην καταρρεύσει το σημερινό σύστημα, ο καπιταλισμός, ο οποίος δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς ανάπτυξη – έως ότου βρεθεί ένα άλλο σύστημα που θα εξασφαλίζει την ευημερία, χωρίς να αναπτύσσεται ο πλανήτης συνεχώς, καταναλώνοντας όλους τους φυσικούς του πόρους«.
Ανάλυση
Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, όλες οι προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών των Η.Π.Α., της Ιαπωνίας και της Ευρώπης, έχουν επικεντρωθεί στην προστασία των κρατών από μία βαθιά δομική και οικονομική κρίση – με τη χρησιμοποίηση μίας εξτρεμιστικής, μη συμβατικής νομισματικής πολιτικής, όπου τα βασικά επιτόκια διατηρούνται γύρω από το μηδέν, ενώ η ρευστότητα αυξάνεται διαρκώς, με τη βοήθεια των νέων πακέτων ποσοτικής διευκόλυνσης (QE).
Το παγκόσμιο αυτό μονεταριστικό πείραμα, μοναδικό στην ιστορία, έχει υιοθετήσει ακόμη και αρνητικά επιτόκια για τις καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών στις κεντρικές, έτσι ώστε να υποχρεωθούν να δανείσουν την πραγματική οικονομία – χωρίς όμως αποτέλεσμα μέχρι στιγμής, αφού οι τράπεζες, ειδικά στην Ευρώπη, είναι εξαιρετικά αδύναμες (πριν από όλα οι ιταλικές), ενώ δεν είναι πρόθυμες να δανείζουν επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε συνθήκες ύφεσης και υπερχρέωσης. Πόσο μάλλον όταν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια τους (κόκκινα), έχουν φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ σε ορισμένες χώρες όπως στην Ελλάδα, στην Κύπρο, στην Ιταλία κοκ. – οπότε ουσιαστικά δεν υπάρχει έλλειψη χρημάτων, αλλά αξιόχρεων ή πρόθυμων να δανειστούν οφειλετών.
Περαιτέρω, το πλημμύρισμα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος με πρωτοφανείς ποσότητες χρημάτων χωρίς αντίκρισμα (Fiat money), οι οποίες υπερβαίνουν τα 10 τρις $, έχει απλά διευκολύνει τη μεταφορά πλούτου από τις μεσαίες και κατώτερες εισοδηματικές τάξεις στις ανώτατες – όπως επίσης από τις φτωχές χώρες στις πλούσιες, με κύριο αποδέκτη τη Γερμανία στην Ευρωζώνη.
Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται η «επέκταση των Ισολογισμών» των κεντρικών τραπεζών στις Η.Π.Α., στην Ευρωζώνη, στην Ελβετία και στην Ιαπωνία – η οποία έχει πάρει τρομακτικές διαστάσεις, ενώ συνεχίζεται ακόμη με διάφορους άμεσους και έμμεσους τρόπους. Συν 400% στις Η.Π.Α., συν 150% στην Ευρωζώνη, συν 500% στην Ελβετία και συν 200% στην Ιαπωνία – ποσοστά που δεν γίνονται εύκολα συνειδητά από πολλούς ανθρώπους.
Συνεχίζοντας, τόσο η ΕΚΤ, όσο και η Τράπεζα της Ιαπωνίας, καθώς επίσης η Ελβετία, η Σουηδία κοκ., έχουν υιοθετήσει αρνητικά επιτόκια αναφοράς, ενώ οι Η.Π.Α. είναι οι μοναδικές που προέβησαν σε αύξηση του βασικού επιτοκίου – κάτι που θεωρείται ως μεγάλο λάθος, αφού είναι η πρώτη φορά που η Fed το επιχείρησε σε μία εποχή ύφεσης.
Είναι όμως πλέον σαφές πως οι κατά φαντασία θαυματουργοί κεντρικοί τραπεζίτες έχουν καταναλώσει όλα τους τα νομισματικά όπλα, με ελάχιστη επιτυχία – αφού δεν κατάφεραν να αυξήσουν τον πληθωρισμό, ενώ πουθενά στον πλανήτη δεν φαίνεται να αναζωπυρώνεται ο ρυθμός ανάπτυξης. Αντίθετα, οι τιμές μειώνονται στις περισσότερες περιοχές, με κίνδυνο να βυθιστούν στον αποπληθωρισμό – ο οποίος είναι κυριολεκτικά θανατηφόρος για τις υπερχρεωμένες οικονομίες, αφού αυξάνονται νομοτελειακά τα χρέη τους.
Όσον αφορά την ανάπτυξη, με εξαίρεση τα ψεύτικα στατιστικά πυροτεχνήματα των Η.Π.Α., υποχωρεί διαρκώς – ενώ η εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας είναι πολύ χειρότερη, σε σχέση με τα προηγούμενα τρία χρόνια, παρά τις πρωτοφανείς «ενέσεις κορτιζόνης» (ρευστότητας).
Εκτός αυτού, διακρίνονται σοβαρά σημάδια αστάθειας στον τραπεζικό τομέα, ο παγκόσμιος ανιχνευτής ρευστότητας υποχωρεί ανησυχητικά (είδηση), η ύφεση σε πολλούς επιχειρηματικούς τομείς είναι αναμφίβολη, ενώ κλιμακώνονται συνεχώς οι αποπληθωριστικές πιέσεις. Εύλογα διατυπώνονται λοιπόν από πολλούς τα παρακάτω ερωτηματικά:
(α) Τι είναι αυτό που πήγε στραβά, που δεν λειτούργησε δηλαδή όπως προβλεπόταν και πού ακριβώς βρίσκονται τα προβλήματα;
(β) Θα μπορούσε να είναι αποτελεσματική η εξτρεμιστική νομισματική πολιτική εάν δεν γινόντουσαν λάθη; Εάν ναι, ποιές θα ήταν οι παράπλευρες απώλειες;
(γ) Πρόκειται να διενεργήσουν μία αυτοκριτική απογραφή των ενεργειών τους οι κεντρικές τράπεζες, αλλάζοντας τελικά την πολιτική τους ή μήπως θα συνεχίσουν να παρέχουν το ίδιο φάρμακο στις οικονομίες τους, σε όλο και μεγαλύτερες δόσεις;
(δ) Ποιά είναι τα πιθανά επόμενα διαφορετικά βήματα τους, καθώς επίσης οι συνέπειες τους; Εκτός αυτού, πως θα φαινόταν ο πιθανός τελικός του παιχνιδιού των κεντρικών τραπεζών και ποιά θα ήταν τα αποτελέσματα του τόσο για την παγκόσμια οικονομία, όσο και για το χρηματοπιστωτικό σύστημα;
Στα πλαίσια αυτά, όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, όλοι γνωρίζουν πως η μη συμβατική πολιτική που εγκαινίασε η Fed, με στόχο την καταπολέμηση της χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης διαφορετικά από ότι την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης του 1930, είχε στόχο αποκλειστικά και μόνο την αγορά χρόνου – έτσι ώστε να επιλυθούν τα δομικά προβλήματα του συστήματος, καθώς επίσης για να δρομολογηθούν οι απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές.
Κάτι ανάλογο συνέβη επίσης με την ΕΚΤ, η οποία προσπάθησε να κερδίσει χρόνο, έτσι ώστε να προλάβουν οι πολιτικοί να επιλύσουν τα προβλήματα των κρατών τους – κυρίως αυτά της νομισματικής ζώνης, η οποία δεν είχε από το ξεκίνημα της μία βιώσιμη κατασκευή, ενώ υποσκάπτονταν τα θεμέλια της από την αλαζονική, αχόρταγη Γερμανία. Εν τούτοις, η Πολιτική δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, ωθώντας συνεχώς την μπάλα στην πλευρά του γηπέδου της ΕΚΤ – γεγονός που αποτελεί το πρώτο, κρίσιμο λάθος.
Το δεύτερο μεγάλο λάθος των κεντρικών τραπεζών επικεντρώνεται στο δογματισμό τους, σύμφωνα με τον οποίο θα αυξανόταν ο ρυθμός ανάπτυξης, εάν τα επιτόκια ήταν επαρκώς χαμηλά – αγνοώντας το πρόβλημα της μαζικής υπερχρέωσης της Δύσης, το οποίο δεν επιτρέπει ουσιαστικά τον περαιτέρω δανεισμό και τις επενδύσεις (ανάλυση), άρα την ανάπτυξη.
Με απλά λόγια, τα χαμηλά επιτόκια σε περιόδους υπερχρέωσης οδηγούν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, σε αναδιατάξεις (αναδιαρθρώσεις) των χρεών – ποτέ σε ανάπτυξη, μέσω της σύναψης νέων δανείων. Επομένως, η επιτυχία της πολιτικής τους ήταν σε μεγάλο βαθμό αμφίβολη – ένα ευχολόγιο, όπως θα το διατύπωνε πιο σωστά κανείς.
Για να είμαστε βέβαια ειλικρινείς, η νομισματική πολιτική των G7 όταν ξέσπασε η κρίση του 2008 δεν είχε πολλές εναλλακτικές επιλογές – αφού υπήρχαν ολόκληρα βουνά χρεών, οι πολιτικοί αρνούνταν να υιοθετήσουν διαρθρωτικές αλλαγές λόγω των πιέσεων των εκλογέων τους, ενώ ταυτόχρονα κινδύνευε η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Επομένως, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να ακολουθήσουν έναν μονόδρομο, ευχόμενες να μην κατέληγε στο γκρεμό – όπως δυστυχώς διαπιστώνουν σήμερα.
Τα λάθη και οι παράπλευρες απώλειες
Απαντώντας στη δεύτερη ερώτηση, όσον αφορά τα ρίσκα, τα σφάλματα και τις παράπλευρες απώλειες λόγω της πολιτικής των μηδενικών επιτοκίων, η κατάσταση είναι ακόμη πιο προβληματική – αφού ένα μεγάλο μέρος της τεχνητής ρευστότητας που δημιούργησαν οι κεντρικές τράπεζες, έχει «μεταναστεύσει» στο εξωτερικό.
Ειδικότερα, μετά το 2008 τεράστια ποσά πιστώσεων και κεφαλαιακών ροών έχουν οδηγηθεί στις αναπτυσσόμενες οικονομίες – όπου, μαζί με την πιστωτική επέκταση της Κίνας, η οποία είχε ξεκινήσει προηγουμένως, προκάλεσαν μία μαζική διόγκωση των χρεών, κυρίως των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Όπως φαίνεται, μέσω αυτών των κεφαλαίων χρηματοδοτήθηκαν πολυάριθμα, μη αποδοτικά εγχειρήματα, με περιορισμένη δυνατότητα αποπληρωμής τους – ένα σημαντικό μέρος των οποίων στον ενεργειακό κλάδο.
Σήμερα επιβεβαιώνεται πως αρκετές από τις συγκεκριμένες επενδύσεις χαρακτηρίζονται από μία κακή κατανομή των κεφαλαίων, όπως αυτή που προηγήθηκε της κρίσης του 2007 – ένα πρόβλημα, στο οποίο οφείλεται η δυσμενής εξέλιξη πολλών αναπτυσσομένων οικονομιών, ορατή τουλάχιστον από το 2011. Το τελευταίο χρονικό διάστημα όμως επιδεινώθηκαν όλα τα οικονομικά τους μεγέθη, όπως διαπιστώνεται από τη σχετική απόδοση των δεικτών τους (γράφημα αριστερά), καθώς επίσης από την αντίστοιχη του τραπεζικού τους τομέα (δεξιά), μετά το 2015 – με βάση την οποία προβλέπεται μία ευρύτερη κατάρρευση τους που ασφαλώς θα συμπαρέσυρε τις δυτικές οικονομίες.
Συνεχίζοντας, από τα παραπάνω γεγονότα συμπεραίνεται εύκολα τι ακριβώς έχει συμβεί, το οποίο είτε αγνόησαν, είτε δεν πρόσεξαν οι κεντρικοί τραπεζίτες. Με απλά λόγια πως το αποτέλεσμα της ογκωδέστερης δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά στην παγκόσμια ιστορία, ήταν η πρόκληση μίας τεράστιας πιστωτικής φούσκας άνευ προηγουμένου – η οποία έχει στηριχθεί σε σαθρά θεμέλια στις χώρες που οδηγήθηκε η υπερβάλλουσα ρευστότητα, ενώ δεν είχε καμία ωφέλεια για τα κράτη που την παρήγαγαν.
Έτσι τροφοδοτήθηκαν αφενός μεν οι κερδοσκοπικοί κλάδοι, όπως η ενέργεια και ιδιαίτερα η εξόρυξη πετρελαίου, αφετέρου οι μη αποδοτικές δομές στις αναπτυσσόμενες οικονομίες – ενώ παράλληλα υπερχρεώθηκαν τόσο οι χώρες, όσο και οι κλάδοι αυτοί, απειλώντας τις τράπεζες που χρηματοδότησαν όλες αυτές τις υπερβολές. Βέβαια, η αλλαγή πορείας της Fed το Δεκέμβρη έθεσε τέλος στο παιχνίδι – αφού οι ροές της ρευστότητας έχουν αντιστραφεί, ενώ οι φούσκες αρχίζουν σταδιακά να σπάζουν, η μία μετά την άλλη, όπως συμβαίνει πάντοτε μετά από μία κερδοσκοπική πιστωτική έκρηξη.
Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται από τις χρηματιστηριακές διορθώσεις που ξεκίνησαν στις αρχές του έτους, σε όλες σχεδόν τις αγορές – με λογικό αποτέλεσμα να έχουν αυξηθεί γεωμετρικά οι κίνδυνοι αποπληθωρισμού. Αυτό είναι όμως το τελευταίο που θα ήθελαν οι κεντρικές τράπεζες – επειδή ο αποπληθωρισμός αυξάνει τα χρέη, οπότε θα οδηγούσε αυτόματα στην κατάρρευση της μεγαλύτερης πιστωτικής πυραμίδας όλων των εποχών.
«Το μεγάλο λάθος των κεντρικών τραπεζών της Δύσης επικεντρώνεται στο δογματισμό τους, σύμφωνα με τον οποίο θα αυξηθεί ο ρυθμός ανάπτυξης, εάν τα επιτόκια είναι επαρκώς χαμηλά και η ρευστότητα μεγάλη – αγνοώντας το πρόβλημα της μαζικής υπερχρέωσης της Δύσης, το οποίο δεν επιτρέπει ουσιαστικά τον περαιτέρω δανεισμό και τις επενδύσεις, άρα την ανάπτυξη.
Με απλά λόγια, τα χαμηλά επιτόκια σε περιόδους υπερχρέωσης οδηγούν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, σε αναδιατάξεις των χρεών – ποτέ σε ανάπτυξη, μέσω της σύναψης νέων δανείων. Επομένως, η επιτυχία της πολιτικής των κεντρικών τραπεζών είναι σε μεγάλο βαθμό αμφίβολη – ένα ευχολόγιο, όπως θα το διατύπωνε πιο σωστά κανείς.
Όλο και περισσότεροι πάντως κατανοούν ότι, χωρίς μία μεγάλη διαγραφή χρεών σε παγκόσμιο επίπεδο δεν πρόκειται να υπάρξει ανάπτυξη – ενώ όσο πιο πολύ αργούν να ληφθούν ριζικές αποφάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση, τόσο πιο επώδυνες θα είναι. Πόσο μάλλον όταν θα μπορούσε να συμβεί ένα απρόσμενο οικονομικό ατύχημα, με απρόβλεπτες συνέπειες – ειδικά επειδή η αξιοπιστία των κεντρικών τραπεζών μειώνεται συνεχώς.
Συνοψίζοντας, ο τελικός του παιχνιδιού θα μπορούσε να είναι η ανάληψη μεγάλου μέρους των δημοσίων χρεών από τις κεντρικές τράπεζες και το πάγωμα τους – οπότε η μαζική εκτύπωση νέων χρημάτων και ο πληθωρισμός. Εδώ οφείλει να γνωρίζει κανείς πως η αύξηση της ρευστότητας δεν είναι συνώνυμη με την εκτύπωση χρημάτων – η οποία συμβαίνει μόνο όταν παγώνουν τα χρέη.
Σε κάθε περίπτωση, ο πληθωρισμός είναι η μοναδική, μεγάλη ελπίδα για να μην καταρρεύσει το σημερινό σύστημα, ο καπιταλισμός, ο οποίος δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς ανάπτυξη – έως ότου βρεθεί ένα άλλο σύστημα που θα εξασφαλίζει την ευημερία, χωρίς να αναπτύσσεται ο πλανήτης συνεχώς, καταναλώνοντας όλους τους φυσικούς του πόρους«.
Ανάλυση
Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, όλες οι προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών των Η.Π.Α., της Ιαπωνίας και της Ευρώπης, έχουν επικεντρωθεί στην προστασία των κρατών από μία βαθιά δομική και οικονομική κρίση – με τη χρησιμοποίηση μίας εξτρεμιστικής, μη συμβατικής νομισματικής πολιτικής, όπου τα βασικά επιτόκια διατηρούνται γύρω από το μηδέν, ενώ η ρευστότητα αυξάνεται διαρκώς, με τη βοήθεια των νέων πακέτων ποσοτικής διευκόλυνσης (QE).
Το παγκόσμιο αυτό μονεταριστικό πείραμα, μοναδικό στην ιστορία, έχει υιοθετήσει ακόμη και αρνητικά επιτόκια για τις καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών στις κεντρικές, έτσι ώστε να υποχρεωθούν να δανείσουν την πραγματική οικονομία – χωρίς όμως αποτέλεσμα μέχρι στιγμής, αφού οι τράπεζες, ειδικά στην Ευρώπη, είναι εξαιρετικά αδύναμες (πριν από όλα οι ιταλικές), ενώ δεν είναι πρόθυμες να δανείζουν επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε συνθήκες ύφεσης και υπερχρέωσης. Πόσο μάλλον όταν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια τους (κόκκινα), έχουν φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ σε ορισμένες χώρες όπως στην Ελλάδα, στην Κύπρο, στην Ιταλία κοκ. – οπότε ουσιαστικά δεν υπάρχει έλλειψη χρημάτων, αλλά αξιόχρεων ή πρόθυμων να δανειστούν οφειλετών.
Περαιτέρω, το πλημμύρισμα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος με πρωτοφανείς ποσότητες χρημάτων χωρίς αντίκρισμα (Fiat money), οι οποίες υπερβαίνουν τα 10 τρις $, έχει απλά διευκολύνει τη μεταφορά πλούτου από τις μεσαίες και κατώτερες εισοδηματικές τάξεις στις ανώτατες – όπως επίσης από τις φτωχές χώρες στις πλούσιες, με κύριο αποδέκτη τη Γερμανία στην Ευρωζώνη.
Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται η «επέκταση των Ισολογισμών» των κεντρικών τραπεζών στις Η.Π.Α., στην Ευρωζώνη, στην Ελβετία και στην Ιαπωνία – η οποία έχει πάρει τρομακτικές διαστάσεις, ενώ συνεχίζεται ακόμη με διάφορους άμεσους και έμμεσους τρόπους. Συν 400% στις Η.Π.Α., συν 150% στην Ευρωζώνη, συν 500% στην Ελβετία και συν 200% στην Ιαπωνία – ποσοστά που δεν γίνονται εύκολα συνειδητά από πολλούς ανθρώπους.
(*Πατήστε στο διάγραμμα για μεγέθυνση)
Συνεχίζοντας, τόσο η ΕΚΤ, όσο και η Τράπεζα της Ιαπωνίας, καθώς επίσης η Ελβετία, η Σουηδία κοκ., έχουν υιοθετήσει αρνητικά επιτόκια αναφοράς, ενώ οι Η.Π.Α. είναι οι μοναδικές που προέβησαν σε αύξηση του βασικού επιτοκίου – κάτι που θεωρείται ως μεγάλο λάθος, αφού είναι η πρώτη φορά που η Fed το επιχείρησε σε μία εποχή ύφεσης.
Είναι όμως πλέον σαφές πως οι κατά φαντασία θαυματουργοί κεντρικοί τραπεζίτες έχουν καταναλώσει όλα τους τα νομισματικά όπλα, με ελάχιστη επιτυχία – αφού δεν κατάφεραν να αυξήσουν τον πληθωρισμό, ενώ πουθενά στον πλανήτη δεν φαίνεται να αναζωπυρώνεται ο ρυθμός ανάπτυξης. Αντίθετα, οι τιμές μειώνονται στις περισσότερες περιοχές, με κίνδυνο να βυθιστούν στον αποπληθωρισμό – ο οποίος είναι κυριολεκτικά θανατηφόρος για τις υπερχρεωμένες οικονομίες, αφού αυξάνονται νομοτελειακά τα χρέη τους.
Όσον αφορά την ανάπτυξη, με εξαίρεση τα ψεύτικα στατιστικά πυροτεχνήματα των Η.Π.Α., υποχωρεί διαρκώς – ενώ η εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας είναι πολύ χειρότερη, σε σχέση με τα προηγούμενα τρία χρόνια, παρά τις πρωτοφανείς «ενέσεις κορτιζόνης» (ρευστότητας).
Εκτός αυτού, διακρίνονται σοβαρά σημάδια αστάθειας στον τραπεζικό τομέα, ο παγκόσμιος ανιχνευτής ρευστότητας υποχωρεί ανησυχητικά (είδηση), η ύφεση σε πολλούς επιχειρηματικούς τομείς είναι αναμφίβολη, ενώ κλιμακώνονται συνεχώς οι αποπληθωριστικές πιέσεις. Εύλογα διατυπώνονται λοιπόν από πολλούς τα παρακάτω ερωτηματικά:
(α) Τι είναι αυτό που πήγε στραβά, που δεν λειτούργησε δηλαδή όπως προβλεπόταν και πού ακριβώς βρίσκονται τα προβλήματα;
(β) Θα μπορούσε να είναι αποτελεσματική η εξτρεμιστική νομισματική πολιτική εάν δεν γινόντουσαν λάθη; Εάν ναι, ποιές θα ήταν οι παράπλευρες απώλειες;
(γ) Πρόκειται να διενεργήσουν μία αυτοκριτική απογραφή των ενεργειών τους οι κεντρικές τράπεζες, αλλάζοντας τελικά την πολιτική τους ή μήπως θα συνεχίσουν να παρέχουν το ίδιο φάρμακο στις οικονομίες τους, σε όλο και μεγαλύτερες δόσεις;
(δ) Ποιά είναι τα πιθανά επόμενα διαφορετικά βήματα τους, καθώς επίσης οι συνέπειες τους; Εκτός αυτού, πως θα φαινόταν ο πιθανός τελικός του παιχνιδιού των κεντρικών τραπεζών και ποιά θα ήταν τα αποτελέσματα του τόσο για την παγκόσμια οικονομία, όσο και για το χρηματοπιστωτικό σύστημα;
Στα πλαίσια αυτά, όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, όλοι γνωρίζουν πως η μη συμβατική πολιτική που εγκαινίασε η Fed, με στόχο την καταπολέμηση της χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης διαφορετικά από ότι την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης του 1930, είχε στόχο αποκλειστικά και μόνο την αγορά χρόνου – έτσι ώστε να επιλυθούν τα δομικά προβλήματα του συστήματος, καθώς επίσης για να δρομολογηθούν οι απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές.
Κάτι ανάλογο συνέβη επίσης με την ΕΚΤ, η οποία προσπάθησε να κερδίσει χρόνο, έτσι ώστε να προλάβουν οι πολιτικοί να επιλύσουν τα προβλήματα των κρατών τους – κυρίως αυτά της νομισματικής ζώνης, η οποία δεν είχε από το ξεκίνημα της μία βιώσιμη κατασκευή, ενώ υποσκάπτονταν τα θεμέλια της από την αλαζονική, αχόρταγη Γερμανία. Εν τούτοις, η Πολιτική δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, ωθώντας συνεχώς την μπάλα στην πλευρά του γηπέδου της ΕΚΤ – γεγονός που αποτελεί το πρώτο, κρίσιμο λάθος.
Το δεύτερο μεγάλο λάθος των κεντρικών τραπεζών επικεντρώνεται στο δογματισμό τους, σύμφωνα με τον οποίο θα αυξανόταν ο ρυθμός ανάπτυξης, εάν τα επιτόκια ήταν επαρκώς χαμηλά – αγνοώντας το πρόβλημα της μαζικής υπερχρέωσης της Δύσης, το οποίο δεν επιτρέπει ουσιαστικά τον περαιτέρω δανεισμό και τις επενδύσεις (ανάλυση), άρα την ανάπτυξη.
Με απλά λόγια, τα χαμηλά επιτόκια σε περιόδους υπερχρέωσης οδηγούν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, σε αναδιατάξεις (αναδιαρθρώσεις) των χρεών – ποτέ σε ανάπτυξη, μέσω της σύναψης νέων δανείων. Επομένως, η επιτυχία της πολιτικής τους ήταν σε μεγάλο βαθμό αμφίβολη – ένα ευχολόγιο, όπως θα το διατύπωνε πιο σωστά κανείς.
Για να είμαστε βέβαια ειλικρινείς, η νομισματική πολιτική των G7 όταν ξέσπασε η κρίση του 2008 δεν είχε πολλές εναλλακτικές επιλογές – αφού υπήρχαν ολόκληρα βουνά χρεών, οι πολιτικοί αρνούνταν να υιοθετήσουν διαρθρωτικές αλλαγές λόγω των πιέσεων των εκλογέων τους, ενώ ταυτόχρονα κινδύνευε η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Επομένως, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να ακολουθήσουν έναν μονόδρομο, ευχόμενες να μην κατέληγε στο γκρεμό – όπως δυστυχώς διαπιστώνουν σήμερα.
Τα λάθη και οι παράπλευρες απώλειες
Απαντώντας στη δεύτερη ερώτηση, όσον αφορά τα ρίσκα, τα σφάλματα και τις παράπλευρες απώλειες λόγω της πολιτικής των μηδενικών επιτοκίων, η κατάσταση είναι ακόμη πιο προβληματική – αφού ένα μεγάλο μέρος της τεχνητής ρευστότητας που δημιούργησαν οι κεντρικές τράπεζες, έχει «μεταναστεύσει» στο εξωτερικό.
Ειδικότερα, μετά το 2008 τεράστια ποσά πιστώσεων και κεφαλαιακών ροών έχουν οδηγηθεί στις αναπτυσσόμενες οικονομίες – όπου, μαζί με την πιστωτική επέκταση της Κίνας, η οποία είχε ξεκινήσει προηγουμένως, προκάλεσαν μία μαζική διόγκωση των χρεών, κυρίως των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Όπως φαίνεται, μέσω αυτών των κεφαλαίων χρηματοδοτήθηκαν πολυάριθμα, μη αποδοτικά εγχειρήματα, με περιορισμένη δυνατότητα αποπληρωμής τους – ένα σημαντικό μέρος των οποίων στον ενεργειακό κλάδο.
Σήμερα επιβεβαιώνεται πως αρκετές από τις συγκεκριμένες επενδύσεις χαρακτηρίζονται από μία κακή κατανομή των κεφαλαίων, όπως αυτή που προηγήθηκε της κρίσης του 2007 – ένα πρόβλημα, στο οποίο οφείλεται η δυσμενής εξέλιξη πολλών αναπτυσσομένων οικονομιών, ορατή τουλάχιστον από το 2011. Το τελευταίο χρονικό διάστημα όμως επιδεινώθηκαν όλα τα οικονομικά τους μεγέθη, όπως διαπιστώνεται από τη σχετική απόδοση των δεικτών τους (γράφημα αριστερά), καθώς επίσης από την αντίστοιχη του τραπεζικού τους τομέα (δεξιά), μετά το 2015 – με βάση την οποία προβλέπεται μία ευρύτερη κατάρρευση τους που ασφαλώς θα συμπαρέσυρε τις δυτικές οικονομίες.
Συνεχίζοντας, από τα παραπάνω γεγονότα συμπεραίνεται εύκολα τι ακριβώς έχει συμβεί, το οποίο είτε αγνόησαν, είτε δεν πρόσεξαν οι κεντρικοί τραπεζίτες. Με απλά λόγια πως το αποτέλεσμα της ογκωδέστερης δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά στην παγκόσμια ιστορία, ήταν η πρόκληση μίας τεράστιας πιστωτικής φούσκας άνευ προηγουμένου – η οποία έχει στηριχθεί σε σαθρά θεμέλια στις χώρες που οδηγήθηκε η υπερβάλλουσα ρευστότητα, ενώ δεν είχε καμία ωφέλεια για τα κράτη που την παρήγαγαν.
Έτσι τροφοδοτήθηκαν αφενός μεν οι κερδοσκοπικοί κλάδοι, όπως η ενέργεια και ιδιαίτερα η εξόρυξη πετρελαίου, αφετέρου οι μη αποδοτικές δομές στις αναπτυσσόμενες οικονομίες – ενώ παράλληλα υπερχρεώθηκαν τόσο οι χώρες, όσο και οι κλάδοι αυτοί, απειλώντας τις τράπεζες που χρηματοδότησαν όλες αυτές τις υπερβολές. Βέβαια, η αλλαγή πορείας της Fed το Δεκέμβρη έθεσε τέλος στο παιχνίδι – αφού οι ροές της ρευστότητας έχουν αντιστραφεί, ενώ οι φούσκες αρχίζουν σταδιακά να σπάζουν, η μία μετά την άλλη, όπως συμβαίνει πάντοτε μετά από μία κερδοσκοπική πιστωτική έκρηξη.
Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται από τις χρηματιστηριακές διορθώσεις που ξεκίνησαν στις αρχές του έτους, σε όλες σχεδόν τις αγορές – με λογικό αποτέλεσμα να έχουν αυξηθεί γεωμετρικά οι κίνδυνοι αποπληθωρισμού. Αυτό είναι όμως το τελευταίο που θα ήθελαν οι κεντρικές τράπεζες – επειδή ο αποπληθωρισμός αυξάνει τα χρέη, οπότε θα οδηγούσε αυτόματα στην κατάρρευση της μεγαλύτερης πιστωτικής πυραμίδας όλων των εποχών.
Οι σκέψεις αλλαγής πολιτικής
Εδώ πρόκειται για το τρίτο ερώτημα, όπου αναρωτιέται κανείς εάν οι κεντρικές τράπεζες θα αλλάξουν τη μέχρι σήμερα νομισματική τους πολιτική – ή θα την αφήσουν ως έχει, αυξάνοντας τις δόσεις του ίδιου φαρμάκου. Εν προκειμένω, με κριτήριο την πρώτη αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων, πιθανολογείται πως η Fed σκοπεύει να αλλάξει σελίδα – περιορίζοντας σταδιακά την τεράστια φούσκα υδρογόνου που έχει δημιουργήσει, προτού εκραγεί καταστρέφοντας τα πάντα.
Αντίθετα όμως τόσο η ΕΚΤ, όσο και η κεντρική Τράπεζα της Ιαπωνίας, δεν τολμούν να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο – φοβούμενοι πως ο χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης, σε συνδυασμό με τις υπερχρεωμένες τράπεζες, καθώς επίσης με τα χρέη όλων των άλλων τομέων της οικονομίας (δημόσιο, επιχειρήσεις, νοικοκυριά), θα οδηγούσαν στο χάος, εάν τυχόν μειωνόταν η ρευστότητα, μαζί με την αύξηση των επιτοκίων. Το γεγονός αυτό συμπεραίνεται τόσο από τις πρόσφατες αποφάσεις της Ιαπωνίας (28.01.16), όσο και από τη χθεσινή (10.03.16) της ΕΚΤ – σύμφωνα με τις οποίες συνεχίζουν να επιλέγουν το ίδιο φάρμακο, αυξάνοντας τις δόσεις.
Εν τούτοις, μετά από τόσα χρόνια εξτρεμιστικής νομισματικής πολιτικής, βρισκόμαστε σε μία εξαιρετικά κρίσιμη καμπή – αφού η συνταγή έχει αναμφίβολα αποτύχει, επιδεινώνοντας την ασθένεια, αν και ο ασθενής απέφυγε εν πρώτοις το θάνατο.
Δημιουργήθηκαν λοιπόν καινούργια ρίσκα στο σύστημα, τα οποία πολύ συχνά είναι διαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους – όπως φαίνεται από την πτώση των τιμών των μετοχών των τραπεζών, αφού σε περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων, τα οποία κρίνονται απαραίτητα για την ανάπτυξη, μειώνεται σημαντικά η κερδοφορία τους, ενώ ταυτόχρονα είναι σε μεγάλο βαθμό χρεωμένες.
Την ίδια στιγμή αυξάνονται οι επισφάλειες τους (κόκκινα δάνεια), οπότε είναι αδύνατον να δανείσουν την πραγματική οικονομία, παρά το ότι αυτό επιδιώκουν οι κεντρικές τράπεζες με τα αρνητικά επιτόκια – οπότε η κατάσταση είναι κάτι περισσότερο από εκρηκτική.
Εδώ πρόκειται για το τρίτο ερώτημα, όπου αναρωτιέται κανείς εάν οι κεντρικές τράπεζες θα αλλάξουν τη μέχρι σήμερα νομισματική τους πολιτική – ή θα την αφήσουν ως έχει, αυξάνοντας τις δόσεις του ίδιου φαρμάκου. Εν προκειμένω, με κριτήριο την πρώτη αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων, πιθανολογείται πως η Fed σκοπεύει να αλλάξει σελίδα – περιορίζοντας σταδιακά την τεράστια φούσκα υδρογόνου που έχει δημιουργήσει, προτού εκραγεί καταστρέφοντας τα πάντα.
Αντίθετα όμως τόσο η ΕΚΤ, όσο και η κεντρική Τράπεζα της Ιαπωνίας, δεν τολμούν να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο – φοβούμενοι πως ο χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης, σε συνδυασμό με τις υπερχρεωμένες τράπεζες, καθώς επίσης με τα χρέη όλων των άλλων τομέων της οικονομίας (δημόσιο, επιχειρήσεις, νοικοκυριά), θα οδηγούσαν στο χάος, εάν τυχόν μειωνόταν η ρευστότητα, μαζί με την αύξηση των επιτοκίων. Το γεγονός αυτό συμπεραίνεται τόσο από τις πρόσφατες αποφάσεις της Ιαπωνίας (28.01.16), όσο και από τη χθεσινή (10.03.16) της ΕΚΤ – σύμφωνα με τις οποίες συνεχίζουν να επιλέγουν το ίδιο φάρμακο, αυξάνοντας τις δόσεις.
Εν τούτοις, μετά από τόσα χρόνια εξτρεμιστικής νομισματικής πολιτικής, βρισκόμαστε σε μία εξαιρετικά κρίσιμη καμπή – αφού η συνταγή έχει αναμφίβολα αποτύχει, επιδεινώνοντας την ασθένεια, αν και ο ασθενής απέφυγε εν πρώτοις το θάνατο.
Δημιουργήθηκαν λοιπόν καινούργια ρίσκα στο σύστημα, τα οποία πολύ συχνά είναι διαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους – όπως φαίνεται από την πτώση των τιμών των μετοχών των τραπεζών, αφού σε περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων, τα οποία κρίνονται απαραίτητα για την ανάπτυξη, μειώνεται σημαντικά η κερδοφορία τους, ενώ ταυτόχρονα είναι σε μεγάλο βαθμό χρεωμένες.
Την ίδια στιγμή αυξάνονται οι επισφάλειες τους (κόκκινα δάνεια), οπότε είναι αδύνατον να δανείσουν την πραγματική οικονομία, παρά το ότι αυτό επιδιώκουν οι κεντρικές τράπεζες με τα αρνητικά επιτόκια – οπότε η κατάσταση είναι κάτι περισσότερο από εκρηκτική.
Ο τελικός του παιχνιδιού
Το πρώτο μέρος του τελευταίου ερωτήματος που θέσαμε στην αρχή, αφορά τα πιθανά μελλοντικά σενάρια των κεντρικών τραπεζών, καθώς επίσης τις συνέπειες τους – ιδίως επειδή έχει τεκμηριωθεί ότι, η πολιτική τους έβλαψε σοβαρά το σύστημα, ενώ αύξησε τις εισοδηματικές ανισορροπίες, οι οποίες επιδεινώνουν την ύφεση από πολλές διαφορετικές πλευρές (μείωση της κατανάλωσης, οπότε των επενδύσεων, αύξηση της ανεργίας, των κόκκινων δανείων κοκ.).
Εν προκειμένω οι συνεχείς αναφορές στην κατάργηση των μετρητών χρημάτων με έωλες δικαιολογίες, είναι εξαιρετικά ανησυχητικές – αφού δίνουν την εντύπωση πως θα ενταθούν τα μέτρα της χρηματοπιστωτικής καταστολής, όπως είναι τα αρνητικά επιτόκια που στην πραγματικότητα φορολογούν τις καταθέσεις, με στόχο τη μείωση των χρεών μέσω της δήμευσης των αποταμιεύσεων (ανάλυση).
Ειδικότερα, πιθανολογείται πως η καταναγκαστική διατήρηση των καταθέσεων σε ηλεκτρονικά, χωρίς αντίκρισμα χρήματα (εικονικά), θα μπορούσε να έχει στόχο την επιβάρυνση τους με ακόμη υψηλότερα αρνητικά επιτόκια ή το «κούρεμα» τους – με κρυφό σκοπό τη διάσωση των τραπεζών ή του δημοσίου.
Κάτι ανάλογο υποπτεύεται κανείς από τις συζητήσεις περί μίας «έξυπνης διεύρυνσης» (intelligent expansion) της υφιστάμενης πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης (QE) – η οποία στην πραγματικότητα σημαίνει πως θα γίνει προσπάθεια χρηματοδότησης των δημοσίων χρεών, μέσω των κεντρικών τραπεζών. Άλλωστε υπάρχει ήδη μία εξειδικευμένη ορολογία, όπως αυτές που χρησιμοποιούνται συνήθως από τις κεντρικές τράπεζες για να συσκοτίζουν τις προθέσεις τους: το ακρωνύμιο «απροκάλυπτη νομισματική χρηματοδότηση»(Overt Monetary Financing ή OMF).
Το ακρωνύμιο αυτό σημαίνει ότι, οι κεντρικές τράπεζες, στην προσπάθεια τους να καταπολεμήσουν τις αποπληθωριστικές πιέσεις, θα στείλουν ένα μαζικό μήνυμα στις αγορές. Για παράδειγμα, θα ανακοινώσουν εν πρώτοις ένα συγκεκριμένο ποσοστό πληθωρισμού, όπως συμβαίνει στις κεντρικά κατευθυνόμενες οικονομίες – ενώ στη συνέχεια θα το επιδιώξουν με νομισματικές παρεμβάσεις χωρίς όρια. Με απλά λόγια, θα αναλάβουν οι ίδιες τα δημόσια χρέη, παγώνοντας τα – οπότε θα δημιουργηθεί αυτόματα πληθωριστικό χρήμα, όπως άλλωστε έχουμε προβλέψει/προτείνει πριν από πολλά χρόνια, όσον αφορά την ΕΚΤ (Η λύση των λύσεων).
Με τον τρόπο αυτό, τον οποίο έχουμε περιγράψει στην τότε ανάλυση μας, αφενός μεν θα επιλυόταν το πρόβλημα της υπερχρέωσης των κρατών, αφετέρου θα προκαλούταν βίαια πληθωρισμός – οπότε θα ακολουθούσε η πολυπόθητη ανάπτυξη, χωρίς την οποία ο καπιταλισμός δεν είναι ένα βιώσιμο σύστημα. Είναι πάντως προφανές πως όταν απειλείται το χρηματοπιστωτικό σύστημα από μία πυρηνική σύντηξη, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να την αποφύγει κανείς εκτός από τα εξτρεμιστικά μέτρα.
Όπως έχουμε επίσης τονίσει, η Τράπεζα της Ιαπωνίας οδηγείται ήδη στο συγκεκριμένο μονοπάτι – υποθέτοντας ότι κάποια στιγμή θα παγώσει το 50% του δημοσίου χρέους, μεταφράζοντας το σε πληθωριστικά χρήματα. Τον ίδιο δρόμο θα ακολουθήσουν η ΕΚΤ, η Fed, η Τράπεζα της Αγγλίας και αρκετές άλλες – αφού διαφορετικά θα κινδυνεύσει ο πλανήτης να βυθιστεί στο χάος, οδηγούμενος στο μεσαίωνα.
Το σημείο αυτό, η ώρα μηδέν για τις κεντρικές τράπεζες, ίσως δεν αργήσει πολύ να συμβεί – ενώ το εναρκτήριο λάκτισμα θα ήταν ένα πιθανό κραχ των χρηματιστηρίων, όταν ξεσπάσει η προβλεπόμενη καταιγίδα των καταιγίδων. Όλοι πάντως κατανοούν ότι, χωρίς μία μεγάλη διαγραφή χρεών σε παγκόσμιο επίπεδο δεν πρόκειται να υπάρξει ανάπτυξη – ενώ όσο πιο πολύ αργούν να ληφθούν ριζικές αποφάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση, τόσο πιο επώδυνες θα είναι. Πόσο μάλλον όταν θα μπορούσε να συμβεί ένα απρόσμενο οικονομικό ατύχημα, με απρόβλεπτες συνέπειες – ειδικά επειδή η αξιοπιστία των κεντρικών τραπεζών μειώνεται γεωμετρικά.
Συνοψίζοντας, ο τελικός του παιχνιδιού θα μπορούσε να είναι η ανάληψη μεγάλου μέρους των δημοσίων χρεών από τις κεντρικές τράπεζες και το πάγωμα τους – οπότε η μαζική εκτύπωση νέων χρημάτων και ο πληθωρισμός, με ωφελημένες τις μετοχές και τα πάγια περιουσιακά στοιχεία, καθώς επίσης με ζημιωμένες τις αγορές ομολόγων.
Παράλληλα, η υιοθέτηση ογκωδών αναπτυξιακών «προγραμμάτων Keynes» που θα χρηματοδοτούνταν από τις κεντρικές τράπεζες – κάτι που όμως θα σήμαινε το τέλος του σημερινού, βασισμένου στην ελεύθερη αγορά χρηματοπιστωτικού και νομισματικού συστήματος, καθώς επίσης των χάρτινων χωρίς αντίκρισμα χρημάτων.
Το πρώτο μέρος του τελευταίου ερωτήματος που θέσαμε στην αρχή, αφορά τα πιθανά μελλοντικά σενάρια των κεντρικών τραπεζών, καθώς επίσης τις συνέπειες τους – ιδίως επειδή έχει τεκμηριωθεί ότι, η πολιτική τους έβλαψε σοβαρά το σύστημα, ενώ αύξησε τις εισοδηματικές ανισορροπίες, οι οποίες επιδεινώνουν την ύφεση από πολλές διαφορετικές πλευρές (μείωση της κατανάλωσης, οπότε των επενδύσεων, αύξηση της ανεργίας, των κόκκινων δανείων κοκ.).
Εν προκειμένω οι συνεχείς αναφορές στην κατάργηση των μετρητών χρημάτων με έωλες δικαιολογίες, είναι εξαιρετικά ανησυχητικές – αφού δίνουν την εντύπωση πως θα ενταθούν τα μέτρα της χρηματοπιστωτικής καταστολής, όπως είναι τα αρνητικά επιτόκια που στην πραγματικότητα φορολογούν τις καταθέσεις, με στόχο τη μείωση των χρεών μέσω της δήμευσης των αποταμιεύσεων (ανάλυση).
Ειδικότερα, πιθανολογείται πως η καταναγκαστική διατήρηση των καταθέσεων σε ηλεκτρονικά, χωρίς αντίκρισμα χρήματα (εικονικά), θα μπορούσε να έχει στόχο την επιβάρυνση τους με ακόμη υψηλότερα αρνητικά επιτόκια ή το «κούρεμα» τους – με κρυφό σκοπό τη διάσωση των τραπεζών ή του δημοσίου.
Κάτι ανάλογο υποπτεύεται κανείς από τις συζητήσεις περί μίας «έξυπνης διεύρυνσης» (intelligent expansion) της υφιστάμενης πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης (QE) – η οποία στην πραγματικότητα σημαίνει πως θα γίνει προσπάθεια χρηματοδότησης των δημοσίων χρεών, μέσω των κεντρικών τραπεζών. Άλλωστε υπάρχει ήδη μία εξειδικευμένη ορολογία, όπως αυτές που χρησιμοποιούνται συνήθως από τις κεντρικές τράπεζες για να συσκοτίζουν τις προθέσεις τους: το ακρωνύμιο «απροκάλυπτη νομισματική χρηματοδότηση»(Overt Monetary Financing ή OMF).
Το ακρωνύμιο αυτό σημαίνει ότι, οι κεντρικές τράπεζες, στην προσπάθεια τους να καταπολεμήσουν τις αποπληθωριστικές πιέσεις, θα στείλουν ένα μαζικό μήνυμα στις αγορές. Για παράδειγμα, θα ανακοινώσουν εν πρώτοις ένα συγκεκριμένο ποσοστό πληθωρισμού, όπως συμβαίνει στις κεντρικά κατευθυνόμενες οικονομίες – ενώ στη συνέχεια θα το επιδιώξουν με νομισματικές παρεμβάσεις χωρίς όρια. Με απλά λόγια, θα αναλάβουν οι ίδιες τα δημόσια χρέη, παγώνοντας τα – οπότε θα δημιουργηθεί αυτόματα πληθωριστικό χρήμα, όπως άλλωστε έχουμε προβλέψει/προτείνει πριν από πολλά χρόνια, όσον αφορά την ΕΚΤ (Η λύση των λύσεων).
Με τον τρόπο αυτό, τον οποίο έχουμε περιγράψει στην τότε ανάλυση μας, αφενός μεν θα επιλυόταν το πρόβλημα της υπερχρέωσης των κρατών, αφετέρου θα προκαλούταν βίαια πληθωρισμός – οπότε θα ακολουθούσε η πολυπόθητη ανάπτυξη, χωρίς την οποία ο καπιταλισμός δεν είναι ένα βιώσιμο σύστημα. Είναι πάντως προφανές πως όταν απειλείται το χρηματοπιστωτικό σύστημα από μία πυρηνική σύντηξη, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να την αποφύγει κανείς εκτός από τα εξτρεμιστικά μέτρα.
Όπως έχουμε επίσης τονίσει, η Τράπεζα της Ιαπωνίας οδηγείται ήδη στο συγκεκριμένο μονοπάτι – υποθέτοντας ότι κάποια στιγμή θα παγώσει το 50% του δημοσίου χρέους, μεταφράζοντας το σε πληθωριστικά χρήματα. Τον ίδιο δρόμο θα ακολουθήσουν η ΕΚΤ, η Fed, η Τράπεζα της Αγγλίας και αρκετές άλλες – αφού διαφορετικά θα κινδυνεύσει ο πλανήτης να βυθιστεί στο χάος, οδηγούμενος στο μεσαίωνα.
Το σημείο αυτό, η ώρα μηδέν για τις κεντρικές τράπεζες, ίσως δεν αργήσει πολύ να συμβεί – ενώ το εναρκτήριο λάκτισμα θα ήταν ένα πιθανό κραχ των χρηματιστηρίων, όταν ξεσπάσει η προβλεπόμενη καταιγίδα των καταιγίδων. Όλοι πάντως κατανοούν ότι, χωρίς μία μεγάλη διαγραφή χρεών σε παγκόσμιο επίπεδο δεν πρόκειται να υπάρξει ανάπτυξη – ενώ όσο πιο πολύ αργούν να ληφθούν ριζικές αποφάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση, τόσο πιο επώδυνες θα είναι. Πόσο μάλλον όταν θα μπορούσε να συμβεί ένα απρόσμενο οικονομικό ατύχημα, με απρόβλεπτες συνέπειες – ειδικά επειδή η αξιοπιστία των κεντρικών τραπεζών μειώνεται γεωμετρικά.
Συνοψίζοντας, ο τελικός του παιχνιδιού θα μπορούσε να είναι η ανάληψη μεγάλου μέρους των δημοσίων χρεών από τις κεντρικές τράπεζες και το πάγωμα τους – οπότε η μαζική εκτύπωση νέων χρημάτων και ο πληθωρισμός, με ωφελημένες τις μετοχές και τα πάγια περιουσιακά στοιχεία, καθώς επίσης με ζημιωμένες τις αγορές ομολόγων.
Παράλληλα, η υιοθέτηση ογκωδών αναπτυξιακών «προγραμμάτων Keynes» που θα χρηματοδοτούνταν από τις κεντρικές τράπεζες – κάτι που όμως θα σήμαινε το τέλος του σημερινού, βασισμένου στην ελεύθερη αγορά χρηματοπιστωτικού και νομισματικού συστήματος, καθώς επίσης των χάρτινων χωρίς αντίκρισμα χρημάτων.
Επίλογος
Από την παραπάνω ανάλυση συμπεραίνεται πως ο πλανήτης βαδίζει προς την κατεύθυνση μίας κεντρικά κατευθυνόμενης οικονομίας – όπου όμως τα ηνία της δεν θα έχει ο λαός, όπως ονειρευόταν οι εμπνευστές αυτού του συστήματος, αλλά η ελίτ. Πιθανότατα οι τοκογλύφοι, υπό την ηγεσία των κεντρικών τραπεζών, οι οποίοι άλλωστε κατευθύνουν ήδη το σύστημα – γνωρίζοντας πως έχει έλθει η ώρα να αλλάξουν ριζικά πορεία.
Η αιτία είναι το ότι, επειδή είναι αυτοί που θα λάβουν τις τελικές αποφάσεις, ασφαλώς θα προετοιμαστούν κατάλληλα – κάτι που όμως θα μπορούσε να αλλάξει, εάν οι Πολίτες ήταν ενημερωμένοι σωστά, γνωρίζοντας επίσης τι θα συμβεί. Σε κάθε περίπτωση, το τέλος του σημερινού συστήματος θα ήταν δυνατόν να μην είναι συνώνυμο με την κατάρρευση και με την καταστροφή – αλλά με μία καινούργια αρχή, η οποία θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να μας οδηγήσει σε ένα καλύτερο μέλλον, όπου δεν θα έπρεπε να αναπτύσσεται ο πλανήτης συνεχώς, καταναλώνοντας όλους τους φυσικούς του πόρους.
Ολοκληρώνοντας, όσον αφορά την Ελλάδα, το τραπεζικό της σύστημα καταρρέει, ενώ βιώνει ουσιαστικά μία κυλιόμενη χρεοκοπία, ευρισκόμενη στο έλεος των δανειστών της. Οφείλει όμως να επικεντρωθεί στις μελλοντικές εξελίξεις, αποφεύγοντας με κάθε θυσία τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας ακίνητης περιουσίας της – η οποία είναι η μοναδική που έχει πραγματική αξία, ενώ οι τιμές της θα μπορούσαν να αυξηθούν κατακόρυφα, εάν επιλεγεί τελικά η «έξυπνη νομισματική διεύρυνση» εκ μέρους των μεγάλων κεντρικών τραπεζών.
Βιβλιογραφία: ECB, F&W, FED
Πηγή : http://www.analyst.gr
Από την παραπάνω ανάλυση συμπεραίνεται πως ο πλανήτης βαδίζει προς την κατεύθυνση μίας κεντρικά κατευθυνόμενης οικονομίας – όπου όμως τα ηνία της δεν θα έχει ο λαός, όπως ονειρευόταν οι εμπνευστές αυτού του συστήματος, αλλά η ελίτ. Πιθανότατα οι τοκογλύφοι, υπό την ηγεσία των κεντρικών τραπεζών, οι οποίοι άλλωστε κατευθύνουν ήδη το σύστημα – γνωρίζοντας πως έχει έλθει η ώρα να αλλάξουν ριζικά πορεία.
Η αιτία είναι το ότι, επειδή είναι αυτοί που θα λάβουν τις τελικές αποφάσεις, ασφαλώς θα προετοιμαστούν κατάλληλα – κάτι που όμως θα μπορούσε να αλλάξει, εάν οι Πολίτες ήταν ενημερωμένοι σωστά, γνωρίζοντας επίσης τι θα συμβεί. Σε κάθε περίπτωση, το τέλος του σημερινού συστήματος θα ήταν δυνατόν να μην είναι συνώνυμο με την κατάρρευση και με την καταστροφή – αλλά με μία καινούργια αρχή, η οποία θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να μας οδηγήσει σε ένα καλύτερο μέλλον, όπου δεν θα έπρεπε να αναπτύσσεται ο πλανήτης συνεχώς, καταναλώνοντας όλους τους φυσικούς του πόρους.
Ολοκληρώνοντας, όσον αφορά την Ελλάδα, το τραπεζικό της σύστημα καταρρέει, ενώ βιώνει ουσιαστικά μία κυλιόμενη χρεοκοπία, ευρισκόμενη στο έλεος των δανειστών της. Οφείλει όμως να επικεντρωθεί στις μελλοντικές εξελίξεις, αποφεύγοντας με κάθε θυσία τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας ακίνητης περιουσίας της – η οποία είναι η μοναδική που έχει πραγματική αξία, ενώ οι τιμές της θα μπορούσαν να αυξηθούν κατακόρυφα, εάν επιλεγεί τελικά η «έξυπνη νομισματική διεύρυνση» εκ μέρους των μεγάλων κεντρικών τραπεζών.
Βιβλιογραφία: ECB, F&W, FED
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου