Η προσπάθεια απελευθέρωσης των κρατών από τη δικτατορία των αχόρταγων τραπεζών, τις οποίες υπηρετεί έμμισθα η Πολιτική, είναι πολύ δύσκολο να ευοδωθεί – αν και στην Ελβετία έχει ήδη ξεκινήσει ο πόλεμος εναντίον τους
«Είναι πράγματι πολύ δύσκολο για τους ανθρώπους να κατανοήσουν τη λειτουργία του χρήματος – ειδικά το ότι δημιουργείται από τις τράπεζες μέσω της παροχής δανείων, για τα οποία χρεώνουν επιτόκια που συχνά υπερβαίνουν το 500% ετήσια στην Ελλάδα, επί των πραγματικών χρημάτων που οι ίδιες διαθέτουν.
Εύλογα λοιπόν μετατρέπονται σε ομήρους του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος – σε υποχείρια εκείνων των λίγων εκλεκτών που γνωρίζουν επακριβώς πώς να εκμεταλλεύονται τη γνώση τους, εις βάρος όλων των υπολοίπων. Άλλωστε, όπως έχουμε τονίσει, η ελίτ έχει στα χέρια της τα εργαλεία παραγωγής χρέους – ενώ όλοι εμείς είμαστε συλλογικά υπεύθυνοι για την ξέφρενη, ασυγκράτητα αυξανόμενη άνοδο των χρεών.
Οι πολιτικοί βέβαια υπόσχονται συνεχώς πως θα ελέγξουν το δημόσιο χρέος – δεν υπάρχουν όμως ποτέ αρκετά χρήματα για να μπορεί να χρηματοδοτηθεί το κράτος, καθώς επίσης για να πληρωθούν οι τόκοι, με τους οποίους επιβαρύνεται ο προϋπολογισμός. Ως εκ τούτου, οι Πολίτες συνεχίζουν να μετατρέπονται σε σκλάβους, σε ανθρώπινο δυναμικό, σε άβουλο «φυσικό πόρο» – ο οποίος αξιοποιείται καταληστευμένος, εξυπηρετώντας αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντα αυτών που κατέχουν τη Δύναμη».
Ανάλυση
Ο ελβετικός σύνδεσμος «Νομισματικός Εκσυγχρονισμός» κατάφερε να συγκεντρώσει τις 100.000 υπογραφές που χρειαζόταν για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στη χώρα, με αντικείμενο τη δημιουργία ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος, περισσότερο ασφαλούς απέναντι σε κρίσεις – βασικότερο στοιχείο του οποίου είναι η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά, μόνο από την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας (πηγή: F&W).
Πρόκειται για μία πρωτοποριακή ενέργεια, μοναδική σήμερα παγκοσμίως, η οποία θα μπορούσε να αλλάξει πάρα πολλά στο σύστημα – ενώ φαίνεται πως τον ίδιο δρόμο θα ακολουθήσει στο μέλλον και η Ισλανδία, η δεύτερη χώρα που λειτουργεί με τους κανόνες της άμεσης δημοκρατίας, κυρίως όσον αφορά την πρόκληση δημοψηφισμάτων.
Ο πυρήνας της μεταρρύθμισης, με στόχο την υιοθέτηση του πλήρους χρήματος (ανάλυση), είναι η έκδοση του νομίσματος μόνο από την κεντρική τράπεζα – δηλαδή, η απαγόρευση της δημιουργίας λογιστικών χρημάτων από τις εμπορικές τράπεζες, η οποία επιτυγχάνεται με την έγκριση δανείων εκ μέρους τους. Με δεδομένο δε το ότι, τα χρήματα αυτά αποτελούν το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό της συνολικής ποσότητας όλων όσων κυκλοφορούν, μία τέτοια αλλαγή θα ήταν εξαιρετικά σημαντική.
Περαιτέρω, θα συνεχίσουν φυσικά να υπάρχουν λογιστικά χρήματα στους τραπεζικούς λογαριασμούς – παράλληλα με τα μετρητά που εκδίδουν παντού μόνο οι κεντρικές τράπεζες. Τα λογιστικά όμως χρήματα θα εκδίδονται από την κεντρική τράπεζα κατ’ αποκλειστικότητα – γεγονός που προϋποθέτει την αλλαγή του αντίστοιχου άρθρου του συντάγματος.
Το άρθρο αυτό (99) δίνει μέχρι σήμερα το δικαίωμα στις εμπορικές τράπεζες να δημιουργούν χρήματα από το πουθενά, απλά και μόνο με το δανεισμό των πελατών τους – κερδίζοντας επιτόκια που πολλές φορές υπερβαίνουν το 300% επί των χρημάτων που οι ίδιες διαθέτουν. Πολύ περισσότερα δηλαδή ακόμη και από τους μεγαλύτερους τοκογλύφους, αφού για κάθε 100 € είναι υποχρεωμένες να έχουν μόλις 2,5 € εγγυήσεις στην κεντρική (1 € στην ΕΚΤ).
Παρά το ότι λοιπόν το φράγκο είναι το νόμιμο μέσο συναλλαγών στην Ελβετία, μόνο τα χάρτινα και μεταλλικά νομίσματα εκδίδονται από την κεντρική τράπεζα, αποτελώντας ουσιαστικά τα πραγματικά χρήματα – ενώ τα ποσά στους τραπεζικούς λογαριασμούς δεν είναι τίποτα άλλο, από μία απαίτηση απέναντι στην εκάστοτε τράπεζα.
Με απλά λόγια, χωρίς να το γνωρίζουν οι καταθέτες δανείζουν τα χρήματα τους στην τράπεζα έναντι ενός επιτοκίου, έχοντας οι ίδιοι το ρίσκο εάν τυχόν χρεοκοπήσει – ενώ τα κράτη εγγυώνται για κάποιο ποσόν (100.000 € στην Ευρωζώνη), έχοντας όμως τη δυνατότητα να αλλάζουν κατά το δοκούν τις αποφάσεις τους.
Συνεχίζοντας, όταν μία τράπεζα εγκρίνει ένα δάνειο, τότε «επεκτείνεται» ο Ισολογισμός της – με την έννοια ότι, το εγγράφει στο λογαριασμό του πελάτη της από τη μία πλευρά (ενεργητικό), καθώς επίσης ως απαίτηση του απέναντι της στην άλλη (παθητικό). Με τον απλό αυτό τρόπο δημιουργούνται χρήματα από το πουθενά, οπότε η παροχή δανείων από τις τράπεζες είναι στην πραγματικότητα απεριόριστη – υπό την προϋπόθεση της τήρησης των απαιτήσεων όσον αφορά την κεφαλαιακή τους επάρκεια, ενώ τα ελάχιστα εγγυητικά κεφάλαια στην κεντρική έχουν πρακτικά πολύ μικρό νόημα.
Η σημασία της απαιτούμενης κεφαλαιακής επάρκειας φάνηκε πρόσφατα στην Ελλάδα (άρθρο), μετά τον έλεγχο των τραπεζών της, με στόχο τις ανάγκες κεφαλαιοποίησης τους – αν και επρόκειτο καθαρά για δημιουργική λογιστική, αφού είχε σχέση με τα επισφαλή τους δάνεια, τα οποία εκτιμήθηκαν «κατά το δοκούν».
Ακόμη χειρότερα, για να δρομολογηθεί η μεγάλη κλοπή του ελληνικού δημοσίου ως μετόχου τους, καθώς επίσης η ληστεία των Ελλήνων μικρομετόχων, τα απαιτούμενα κεφάλαια διατηρήθηκαν σε πολύ χαμηλό ύψος – γεγονός που σημαίνει ότι, αφενός μεν θα συνεχίσουν να είναι προβληματικές οι τράπεζες, αφετέρου πως οι τραπεζίτες θεωρούν τόσο την κυβέρνηση, όσο και τους Έλληνες, εντελώς ηλιθίους (άρθρο). Ειδικά αφού ακολούθησαν οι πανηγυρισμοί εκ μέρους των ΜΜΕ, σε σχέση με την επιτυχία της διαδικασίας – τα οποία είτε στηρίζουν όλους όσους κλέβουν την πατρίδα μας, είτε έχουν απλά άγνοια.
Συνεχίζοντας, εάν ψηφισθεί η αλλαγή του άρθρου του συντάγματος στην Ελβετία, θα απαγορεύεται στο εξής η δημιουργία χρημάτων από τις τράπεζες, μέσω της παροχής δανείων – οπότε θα είναι αναγκασμένες να συγκεντρώνουν χρήματα από τους πελάτες τους ή από επενδυτές, για να δίνουν δάνεια. Οι λογαριασμοί δε των πελατών θα πρέπει διατηρούνται χωριστά από τον Ισολογισμό των τραπεζών – αφού, ως καταθέσεις, θα είναι απολύτως εγγυημένοι από την κεντρική τράπεζα, ανεξαρτήτως του ύψους τους.
Επομένως, στην περίπτωση της χρεοκοπίας μίας τράπεζας, οι καταθέσεις θα είναι ασφαλισμένες – αφού θα τις εγγυάται η κεντρική, η οποία δεν χρεοκοπεί ποτέ, επειδή μπορεί να εκδίδει απεριόριστες ποσότητες χρημάτων, με μοναδικό κίνδυνο την πρόκληση πληθωρισμού.
Έτσι οι τράπεζες δεν θα έχουν τη δυνατότητα στο μέλλον να εκβιάζουν την κυβέρνηση, μη αποτελώντας πλέον κίνδυνο για το σύστημα – οπότε δεν θα είναι υποχρεωμένοι οι φορολογούμενοι Πολίτες να τις στηρίζουν συνεχώς, αυξάνοντας τα ελλείμματα του προϋπολογισμού και το δημόσιο χρέος. Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνονται οι διαφορές μεταξύ του σημερινού, καθώς επίσης του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού συστήματος – το οποίο θα περιόριζε σε πολύ μεγάλο βαθμό τις εμπορικές τράπεζες.
(*Πατήστε στο γράφημα για μεγέθυνση)
Όπως διαπιστώνεται από το γράφημα, τα δύο συστήματα έχουν πολύ σημαντικές διαφορές μεταξύ τους – χωρίς να ισχυρίζεται κανείς πως το προτεινόμενο είναι τέλειο, αφού δεν έχει μόνο πλεονεκτήματα αλλά, επίσης, μειονεκτήματα.
Τα πλεονεκτήματα του νέου συστήματος
Εκτός από όλα όσα έχουμε αναφέρει μέχρι στιγμής, η υιοθέτηση του πλήρους χρήματος έχει τα εξής βασικά πλεονεκτήματα:
(α) Όταν οι τράπεζες, διαχειριζόμενες με λανθασμένο τρόπο τα οικονομικά τους, θα κινδυνεύουν με τη χρεοκοπία τους, η πίεση που θα ασκούν στο κράτος, όσον αφορά τη διάσωση τους, θα είναι περιορισμένη – αφού οι καταθέσεις δεν θα κινδυνεύουν.
Αντίθετα με τότε, οι τράπεζες σήμερα έχουν ένα είδος ασφάλειας, το οποίο δεν διαθέτει καμία άλλη επιχείρηση, αφού το κράτος υποχρεώνεται να τις στηρίζει με τα χρήματα των Πολιτών του – μία έμμεση κατά κάποιον τρόπο εγγύηση, οπότε μπορούν να κάνουν ότι θέλουν. Όταν βέβαια κάποιος θα τις δανείζει, εάν υιοθετηθεί το νέο σύστημα, είτε ως πελάτης, είτε ως επενδυτής, θα γνωρίζει πως διακινδυνεύει τα χρήματα του – οπότε θα απαιτεί αποδόσεις, ανάλογες των εκάστοτε κινδύνων.
(β) Στο σημερινό σύστημα, η τροφοδοσία μίας οικονομίας με χρήματα εξαρτάται από τα δάνεια που παρέχουν οι τράπεζες – όπως φαίνεται καθαρά στο παράδειγμα της Ελλάδας, όπου η ποσότητα χρήματος κατέρρευσε επειδή οι τράπεζες σταμάτησαν να δανείζουν (κυρίως λόγω έλλειψης αξιόχρεων οφειλετών, ως αποτέλεσμα βέβαια του εκ προμελέτης εγκλήματος των μνημονίων – γράφημα).
Επειδή τώρα οι τράπεζες λειτουργούν προ-κυκλικά (σε εποχές ανάπτυξης αυξάνουν το δανεισμό, σε περιόδους ύφεσης τον μειώνουν), αφενός μεν μεγεθύνουν τις φούσκες, αφετέρου επιδεινώνουν τις κρίσεις – οπότε λειτουργούν καταστροφικά για την πραγματική οικονομία. Η διαδικασία αυτή θα περιοριζόταν με την υιοθέτηση του πλήρους χρήματος – αφού η κεντρική τράπεζα θα είναι πια υπεύθυνη για την εκάστοτε ποσότητα χρήματος.
(γ) Όταν η κεντρική τράπεζα θα δημιουργεί λογιστικά χρήματα, θα αυξάνονται τα κέρδη της – ποσόν που στην Ελβετία υπολογίζεται από 5-10 δις φράγκα ετήσια. Τα κέρδη αυτά θα κατευθύνονται στο ομοσπονδιακό κράτος και στα καντόνια – με θετικά αποτελέσματα για ολόκληρη την κοινωνία. Στην χώρα μας βέβαια θα ήταν σωστό να εθνικοποιηθεί η Τράπεζα της Ελλάδας – στην οποία το δημόσιο συμμετέχει μόλις με 6% (άρθρο).
Ολοκληρώνοντας, υπάρχει μία μελέτη εκ μέρους του ΔΝΤ (πηγή), σύμφωνα με την οποία το αναμορφωμένο «Σχέδιο του Σικάγο», το οποίο αφορά την υποχρέωση των τραπεζών να διατηρούν εγγυητικά κεφάλαια στην κεντρική ίσα με το 100% των καταθέσεων τους (όχι 1%, όπως συμβαίνει στην Ευρωζώνη, 2,5% στην Ελβετία, 10% στις Η.Π.Α. κοκ.), θα μπορούσε να έχει θετικά αποτελέσματα για την Οικονομία.
Βέβαια, το σχέδιο αυτό δεν είναι ταυτόσημο με το πλήρες χρήμα, αφού δεν αφορά τα εγγυημένα από το κράτος λογιστικά χρήματα. Εν τούτοις, τα επακόλουθα και των δύο διαδικασιών είναι σχεδόν τα ίδια – με την έννοια πως αυξάνουν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ενώ περιορίζουν τις δυσμενείς συνέπειες των υφέσεων.
Οι αμφιβολίες για το νέο σύστημα
Όλα τα πράγματα έχουν θετικές και αρνητικές πλευρές, τόσο στη ζωή, όσο και στην οικονομία – γεγονός που ισχύει επίσης για το σύστημα του πλήρους χρήματος, οι κυριότερες αμφιβολίες για το οποίο είναι οι εξής (μελέτη: Avenir Suisse):
(α) Η αλλαγή του υφισταμένου συστήματος είναι πολύπλοκη, θα χρειαστεί αρκετός χρόνος, ενώ το κόστος θα είναι μεγάλο – γεγονός που θα προβληματίσει τις αγορές, με κίνδυνο να προκληθούν αναταράξεις που θα απειλούσαν ολόκληρο το εγχείρημα. Εάν δε οι τράπεζες χάσουν το τεράστιο αυτό προνόμιο τους, θα ελαχιστοποιήσουν την παροχή δανείων – με επώδυνες συνέπειες για τους καταθέτες και τους δανειολήπτες.
(β) Ο έλεγχος της ποσότητας χρήματος από το κράτος, δεν είναι σίγουρο πως θα είναι καλύτερος – ενώ η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να καθορίζει τα ποσά, τα οποία θα εμβάζει στο δημόσιο. Όλοι οι υπερπληθωρισμοί στην ιστορία έχουν προκληθεί από τα κράτη, μέσω της άμεσης ή έμμεσης χρηματοδότησης των δημοσιονομικών τους ελλειμμάτων – γεγονός στο οποίο οφείλεται η ανεξαρτητοποίηση των κεντρικών τραπεζών, έτσι ώστε να ελέγχουν αυτές τη διαδικασία.
Εν τούτοις, οι κεντρικές τράπεζες είναι θεωρητικά μόνο ανεξάρτητες, αφού το κράτος επεμβαίνει πολύ συχνά στις πρωτοβουλίες τους – ενώ έχουν ήδη αρκετά εργαλεία για να ελέγξουν τις εμπορικές, εάν το επιθυμούσαν πραγματικά.
(γ) Οι τράπεζες θα βρουν ξανά τρόπους για να δημιουργήσουν χρήματα από το πουθενά, όπως συνέβη μετά την υιοθέτηση του νόμου του Peel στη Μ. Βρετανία (ανάλυση). Εάν δε τους απαγορευθούν και αυτά τα νέα «εργαλεία», τότε θα μειώσουν σημαντικά τα δάνεια τους – με αποτέλεσμα να οδηγηθούν οι δανειολήπτες σε νέους οργανισμούς (σκιώδεις τράπεζες), οι οποίοι θα είναι λιγότερο αποτελεσματικοί και πολύ πιο αδιαφανείς.
Ολοκληρώνοντας, όταν δρομολογηθεί το δημοψήφισμα στην Ελβετία, θα υπάρξουν πολλές διαφορετικές τοποθετήσεις, οι οποίες θα βοηθήσουν σημαντικά τη λεπτομερή ανάλυση του προτεινόμενου συστήματος – ενώ η αντίστοιχη μελέτη στην Ισλανδία έχει ήδη διευκολύνει αρκετά (πηγή).
Σε κάθε περίπτωση, εάν η Ελβετία τολμήσει μία τέτοια μεγάλη αλλαγή, θα περιορισθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό η δικτατορία των τραπεζών – οι οποίες χρησιμοποιούν ως ομήρους τους Πολίτες, για να ιδιωτικοποιούν τα κέρδη τους, κοινωνικοποιώντας τις ζημίες.
Επίλογος
Θεωρούμε πως πολύ δύσκολα θα υιοθετηθεί το νέο σύστημα από την Ελβετία, παρά το ότι συγκεντρώθηκαν τελικά οι απαιτούμενες 100.000 υπογραφές για το δημοψήφισμα. Ακόμη όμως και αν ψηφίσουν θετικά οι Πολίτες της χώρας, είμαστε σχεδόν βέβαιοι πως σύντομα θα θελήσουν να το αλλάξουν ξανά, επιστρέφοντας στο αρχικό – επειδή θα δεχθούν μία μαζική επίθεση από το παγκόσμιο τραπεζικό καθεστώς που κυβερνάει απολυταρχικά την υφήλιο, αφού δεν θέλει φυσικά να χάσει τα τεράστια προνόμια του.
Υπάρχει όμως κάτι που συνηγορεί στις προσπάθειες τους: η αλματώδης αύξηση του παγκοσμίου χρέους, η οποία σύντομα θα υπερβεί τα ανώτατα όρια της. Μόνο στις χώρες της Ευρωζώνης το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά το γιγαντιαίο ποσόν των 2,3 τρις € μετά το 2009, στα συνολικά 9,5 τρις € – ενώ η Κίνα εξαγόρασε την υποτονική ανάπτυξη της με τη λήψη χρεών σε ένα ύψος άνευ προηγουμένου, όπως άλλωστε η Ιαπωνία, καθώς επίσης οι Η.Π.Α. (άρθρο).
Δεν είναι απίθανο λοιπόν να συμπέσει το δημοψήφισμα με το αναμενόμενο παγκόσμιο κραχ, με την καταιγίδα των καταιγίδων – όπου προβλέπεται πως θα υπάρχουν μόνο πωλητές σε όλα τα πάγια περιουσιακά στοιχεία, ενώ για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα καθόλου αγοραστές. Επομένως, τίποτα δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ των προτέρων – αφού τα πάντα θα κριθούν από τις μελλοντικές εξελίξεις, όσον αφορά την υπερχρέωση ολόκληρου του πλανήτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου