MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

Τραπεζικοί μύθοι

Όσο οι Έλληνες δεν συμμετέχουν οι ίδιοι στις βασικές αποφάσεις που αφορούν τη χώρα τους, ιδίως στον τρόπο που λειτουργεί το χρηματοπιστωτικό τους σύστημα, δεν θα υπάρξει μέλλον – αφού θα συνεχίσουν να είναι άβουλοι σκλάβοι χρέους

«Εάν πιστεύει κανείς πως η Ελλάδα θα βρει ποτέ το δρόμο της εξόδου από την κρίση, επιστρέφοντας σε μία βιώσιμη ανάπτυξη, χωρίς να αλλάξει ριζικά η λειτουργία του τραπεζικού της συστήματος και χωρίς την ονομαστική διαγραφή μέρους των χρεών, δημοσίων και ιδιωτικών, είναι δυστυχώς εκτός τόπου και χρόνου – θύμα άκρως επικίνδυνων ψευδαισθήσεων». 

Άρθρο 

Όταν ακούει κανείς οικονομολόγους και οικονομικούς συντάκτες να ισχυρίζονται ότι, οι ελληνικές τράπεζες δεν μπορούν να δανείσουν την πραγματική οικονομία, επειδή έχουν χάσει τις καταθέσεις τους ή λόγω του ότι δεν εισπράττουν τα κόκκινα δάνεια τους, οπότε δεν έχουν χρήματα, τότε κατανοεί την αιτία της παντοδυναμίας των τραπεζών – οι οποίες, αφού διογκώθηκαν με γρήγορους ρυθμούς, έτσι ώστε τυχόν χρεοκοπία τους να απειλεί το σύστημα, μπορούν πλέον χωρίς κανέναν κίνδυνο να ιδιωτικοποιούν τα κέρδη τους, κοινωνικοποιώντας τις ζημίες. 

Έχοντας τεκμηριώσει τώρα πολλές φορές ότι, οι τράπεζες δεν χρειάζονται χρήματα για να δανείσουν τους πελάτες τους (ανάλυση), θεωρούμε πως πρέπει να πάψει να κυκλοφορεί ο συγκεκριμένος μύθος – επειδή δεν βοηθάει καθόλου τις ανθρώπινες κοινωνίες, αλλά αποκλειστικά και μόνο το χρηματοπιστωτικό κλάδο, ο οποίος έχει πλέον αποθρασυνθεί εντελώς. Ο μη δανεισμός της πραγματικής οικονομίας εκ μέρους τους οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στη μη ύπαρξη αξιόχρεων οφειλετών, μετά το εκ προμελέτης έγκλημα των μνημονίων – σε καμία περίπτωση στην αδυναμία τους. 

Ειδικά όσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες, θεωρούμε πως η ενίσχυση τους από το κράτος εις βάρος των Πολιτών, μέσω της επιβάρυνσης του δημοσίου χρέους, είναι εξαιρετικά μεγάλη – αφού έχουν λάβει 4,5 δις € για προνομιούχες μετοχές, 127,3 δις € με τη μορφή εγγυήσεων, 10,5 δις € με τη μορφή ειδικών τίτλων και ενισχύσεων, μία σειρά εγγυήσεων που δόθηκαν για να πάρουν δάνεια από την ΕΚΤ, 18 δις € με το PSI, 25,5 δις € το 2014 για την τότε κεφαλαιοποίηση τους, καθώς επίσης τα χρήματα για τη νέα αύξηση των κεφαλαίων τους σήμερα. 

Συνολικά λοιπόν πάνω από 200 δις €, τα οποία υπερβαίνουν κατά πολύ τα 107 δις € των σημερινών επισφαλειών τους (κόκκινα δάνεια), σε σύνολο 207 δις € δανείων (52,7%) – ενώ το μεγαλύτερο μέρος της παλαιότερης κεφαλαιοποίησης τους χάθηκε, παρά το ότι οι κυβερνήσεις μας καθησύχαζαν πως θα αποκομίσουν κέρδη από τη συμμετοχή του κράτους, μετά την πώληση των μετοχών του, μειώνοντας το δημόσιο χρέος. 

Από τα παραπάνω ποσά, τα 48 δις € περίπου (4,5+18+25,5) επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος, επεξηγώντας τη συνεχή αύξηση του παρά την πολιτική λιτότητας – ενώ, εάν δεν πληρωθούν από τις τράπεζες οι εγγυήσεις, θα κληθεί ο εγγυητής (το κράτος) να τις εξοφλήσει, οπότε η κυβέρνηση είναι ουσιαστικά «καταναγκασμένη» να τις στηρίζει συνεχώς, για να αποφύγει τα χειρότερα. 

Το γεγονός τώρα ότι, το μερίδιο του κράτους στις τράπεζες θα μειωθεί κάτω από το 30%, επειδή η συμμετοχή του στη νέα κεφαλαιοποίηση θα είναι, εάν, πολύ μικρή, με αποτέλεσμα να αφελληνισθούν οι μεγάλες τράπεζες, καταλήγοντας στα χέρια των ξένων, δεν είναι ότι καλύτερο – πόσο μάλλον αφού πολλά από τα κόκκινα δάνεια τους έχουν πουληθεί ήδη στα κερδοσκοπικά κεφάλαια, τα οποία θα χρησιμοποιήσουν πολύ επιθετικές μεθόδους για την είσπραξη τους. 

Κατά την άποψη μας, πρόκειται για μία πραγματική ληστεία, στο φως της ημέρας, με την ανερυθρίαστη χρήση εκβιαστικών διλημμάτων, αφού ουσιαστικά οι τράπεζες λένε σιωπηλά στο δημόσιο πως είτε τις στηρίζει, είτε θα χρεοκοπήσουν – με αποτέλεσμα να χάσει αυτό τις εγγυήσεις του, οι καταθέτες τις αποταμιεύσεις τους, ενώ η κυβέρνηση τους εκλογείς της. 

Οι Πολίτες δε βρίσκονται στη δυσάρεστη θέση να διασώζουν συνεχώς τις τράπεζες, έτσι ώστε αυτές να μπορέσουν ανεμπόδιστα να κατασχέσουν τα ακίνητα τους και να τα πλειστηριάσουν σε εξευτελιστικές τιμές, ενώ οι ίδιοι θα μένουν υπερχρεωμένοι στο διηνεκές, με το υπόλοιπο του δανείου – επιβαρυνόμενοι με τοκογλυφικά επιτόκια που είναι αδιανόητα στην υπόλοιπη Ευρωζώνη. 

Η λύση βέβαια είναι εμφανής, ενώ έχει εφαρμοσθεί σχετικά πρόσφατα στην Ισλανδία: η εθνικοποίηση τους, ο χωρισμός τους σε καλές και κακές (Bad Banks), όπου στις καλές θα μεταφέρονταν οι καταθέσεις, η διαγραφή μέρους των επισφαλειών τους με τα σωστά οικονομικά κριτήρια, καθώς επίσης η ιδιωτικοποίηση τους (πώληση μετοχών) στη συνέχεια, όταν θα δημιουργηθούν οι σωστές προϋποθέσεις – έτσι ώστε να μειωθεί το δημόσιο χρέος. 

Δεν πρόκειται όμως να δρομολογηθεί, επειδή δεν θα συμφωνούσαν ποτέ οι δανειστές, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν εις βάρος των συμφερόντων τους – έχοντας στόχο, μέσα από την φθηνή «ιδιοποίηση» των τραπεζών, να ελέγξουν ή να εξαγοράσουν όλα ή όλους όσους είναι εξαρτημένοι από τα δάνεια τους, μετατρέποντας την Ελλάδα σε μία ιδιόκτητη αποικία τους. 

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως τους παρεξηγούμε, αφού εύλογα κάνουν όσο καλύτερα μπορούν τη δουλειά τους – εμείς όμως δεν κάνουμε τη δική μας, γεγονός που δεν είναι μόνο εξοργιστικό αλλά, επίσης βαθιά θλιβερό και απογοητευτικό.

Η παντοδυναμία των αγορών

Περαιτέρω, σε αντίθεση με όλες τις άλλες επιχειρήσεις, οι οποίες κερδίζουν παράγοντας προϊόντα, οπότε οι μέτοχοι τους ενδιαφέρονται για τις ίδιες, οι τράπεζες δεν παράγουν απολύτως τίποτα, ενώ οι τραπεζίτες ενδιαφέρονται πριν από κάθε τι άλλο για τη διοίκηση των «ιδρυμάτων» τους – αφού μέσω αυτής κερδοσκοπούν, αδιαφορώντας εντελώς για την «επιχείρηση» αυτού καθεαυτού. 

Το γεγονός δε ότι, οι μεγάλες τράπεζες πληροφορούνται πάντοτε από τις κεντρικές τις κινήσεις τους, οπότε μπορούν να επενδύσουν με σιγουριά πριν ακόμη τις μάθουν όλοι οι υπόλοιποι, αποδεικνύει το μέγεθος της διαφθοράς στον κλάδο – όπως στο παράδειγμα της ΕΚΤ, η διοίκηση της οποίας συναντάται με τους διευθυντές των μεγάλων τραπεζών, καθώς επίσης των επενδυτικών εταιρειών (BNP, UBS, Black Rock, Goldman Sachs κλπ.) σε τακτικά χρονικά διαστήματα τους τελευταίους μήνες, πριν από κάθε σημαντική νομισματική της απόφαση (πηγή). 

Αυτές οι συναντήσεις δεν μπορούν βέβαια να χαρακτηρισθούν ως παράνομες, αφού δεν απαγορεύονται από την νομοθεσία – θεωρούνται όμως ανήθικες και ανάρμοστες, αφού παρέχεται εσωτερική πληροφόρηση στους ελάχιστους εκλεκτούς, οι οποίοι τη χρησιμοποιούν για να αυξάνουν τα κέρδη τους, εις βάρος όλων των υπολοίπων. 

Με δεδομένη δε τη σημασία των εκάστοτε δηλώσεων της ΕΚΤ για τα ομόλογα, τις μετοχές και τα νομίσματα, για τις αγορές γενικότερα, η έγκαιρη γνώση των ανακοινώσεων, πριν ακόμη δημοσιευθούν επίσημα, ισοδυναμεί με καθαρό χρυσό – με τεράστια κέρδη δηλαδή, χωρίς την ανάληψη κανενός ρίσκου. 

Συνολικά οι διευθυντές της ΕΚΤ συναντήθηκαν το 2015, έως τον Αύγουστο, δώδεκα φορές με τους εκπροσώπους της BNP, επτά φορές με το κερδοσκοπικό κεφάλαιο Moore Capital, σε δύο από τις οποίες συμμετείχε αυτοπροσώπως ο διοικητής της ΕΚΤ, καθώς επίσης με πολλές επενδυτικές εταιρείες – παρά το ότι σε άλλες χώρες είναι απαγορευμένες αυτές οι συναντήσεις, την εβδομάδα πριν από την ανακοίνωση των εκάστοτε νομισματικών μέτρων.

Το γεγονός αυτό τεκμηριώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το ότι, η Ευρώπη διοικείται πλέον από τις πολύ μεγάλες διεθνείς τράπεζες, από τα κερδοσκοπικά κεφάλαια, καθώς επίσης από τις επενδυτικές εταιρείες – από τις «αγορές» γενικότερα, οι οποίες έχουν την πρωτοκαθεδρία έναντι της Πολιτικής. 

Επομένως, όλες οι αποφάσεις που λαμβάνονται για τις εκάστοτε χώρες, μεταξύ των οποίων και οι κατά καιρούς εκβιασμοί που ασκεί η ΕΚΤ (άρθρο), υπαγορεύονται κυριολεκτικά από τις αγορές – με γνώμονα το συμφέρον των μεγάλων πελατών τους, της ελίτ του 0,01%, η οποία ουσιαστικά υπεξαιρεί τον όποιο πλούτο προσπαθεί να παράγει κυρίως η μεσαία τάξη, η οποία διατηρεί την ψευδαίσθηση πως η οικονομία είναι φιλελεύθερη.

Το θράσος των τραπεζών 

Συνεχίζοντας, ορισμένοι οικονομολόγοι, οι οποίοι μάλλον ευρίσκονται στην έμμισθη υπηρεσία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ισχυρίζονται πλέον πως τα μηδενικά επιτόκια που εισπράττουν οι καταθέτες, δεν οφείλονται στην πολιτική των κεντρικών τραπεζών – αλλά, αντίθετα, στους ίδιους! 

Με απλά λόγια, προσπαθούν να μας πείσουν πως τα θύματα είναι οι θύτες του εαυτού τους, τόσο όσον αφορά τους τόκους των καταθέσεων, όσο και την πτώση των αποδόσεων των ομολόγων – με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα διετή ομόλογα της υπερχρεωμένης Ιταλίας, τα οποία κινούνται πλέον σε αρνητικά επίπεδα (γράφημα), ενώ εμείς συνεχίζουμε να ισχυριζόμαστε ανόητα πως οι «εταίροι» μας δανείζονται με 4% και μας δανείζουν με 1%.


Περαιτέρω, αιτιολογούν τους ισχυρισμούς τους λέγοντας ότι, η μείωση των επιτοκίων οφείλεται στο πλεόνασμα των αποταμιεύσεων διεθνώς, οι οποίες υπερβαίνουν τις επενδύσεις, οπότε η μειωμένη δανειοδότηση πιέζει προς τα κάτω τις αποδόσεις – χρησιμοποιώντας τη νεοκλασική θεωρεία, σύμφωνα με την οποία το επιτόκιο είναι το αποτέλεσμα της προσφοράς κεφαλαίων (αποταμιεύσεις), καθώς επίσης της ζήτησης (επενδύσεις). Ειδικότερα, κατά τους ίδιους τα εξής: 

(α) Ο περιορισμός των επενδύσεων οφείλεται στην υποτονική άνοδο της παραγωγικότητας, σε συνδυασμό με την υποχώρηση της αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού – γεγονότα που καθιστούν τις επιχειρήσεις απρόθυμες να επενδύσουν. 

(β) Από την άλλη πλευρά, οι άνθρωποι στις γερασμένες ανεπτυγμένες χώρες αποταμιεύουν όλο και περισσότερα χρήματα, για να χρηματοδοτήσουν τα γηρατειά τους – οπότε, ο συνδυασμός των δύο αυτών παραγόντων, προκαλεί τη μείωση των επιτοκίων, την οποία προσπαθούν να διαχειρισθούν οι κεντρικές τράπεζες όσο καλύτερα μπορούν! 

Σύμφωνα όμως με μία πρόσφατη μελέτη, η παραπάνω θεωρεία είναι ένα από τα πολλά παραμύθια, με τα οποία γίνεται προσπάθεια να μεταφερθούν οι ευθύνες από τους θύτες στα θύματα – αφού οι τράπεζες δεν χρηματοδοτούν τους οφειλέτες τους με τα χρήματα των καταθετών τους, αλλά με τη δημιουργία τους από το πουθενά. 

Ως εκ τούτου, αντί να ισορροπούν όπως άλλωστε οφείλουν τις αποταμιεύσεις με τις επενδύσεις, δημιουργούν τεράστιες ανισορροπίες, προκαλώντας επικίνδυνους ανοδικούς και καθοδικούς χρηματοπιστωτικούς κύκλους – μέσω των οποίων μεταφέρεται ουσιαστικά ο πλούτος των κατώτερων και μεσαίων εισοδηματικών τάξεων στις ανώτατες (γράφημα).


Σημείωση γραφήματος: H ανοδική κίνηση κατά τη διάρκεια ενός χρηματοπιστωτικού κύκλου χαρακτηρίζεται από τα υψηλότερα χρέη, από τη θετική εξέλιξη των χρηματαγορών (άνοδος των χρηματιστηριακών δεικτών κλπ.), καθώς επίσης από τις ακριβότερες τιμές των ακινήτων – ενώ η ανοδική κίνηση κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού (αναπτυξιακού) κύκλου χαρακτηρίζεται από την αύξηση του ΑΕΠ. Όπως φαίνεται από το γράφημα, οι αναπτυξιακοί κύκλοι δεν έγιναν μεγαλύτεροι – σε πλήρη αντίθεση με τους χρηματοπιστωτικούς κύκλους, οι διακυμάνσεις των οποίων ήταν πολύ υψηλότερες, ενώ η διάρκεια τους μεγαλύτερη. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των κινδύνων κατάρρευσης του συστήματος (κραχ) – λόγω του ότι οι αναπτυξιακοί κύκλοι δεν στηρίζουν, δεν δικαιολογούν κατά κάποιον τρόπο τους χρηματοπιστωτικούς.

Στα πλαίσια αυτά, όταν οι κεντρικές τράπεζες μειώνουν το βασικό τους επιτόκιο, τότε οι εμπορικές μπορούν να χρηματοδοτούνται από αυτές φθηνότερα – οπότε δανείζουν περισσότερα χρήματα, ενώ πιέζονται τεχνητά τα επιτόκια κάτω από το σημείο ισορροπίας, με το οποίο θα καλύπτονταν οι επενδύσεις από τις αποταμιεύσεις. 

Εκτός αυτού, δεν έχουν κανένα λόγο να πληρώνουν πολύ υψηλότερα επιτόκια στους καταθέτες τους, από αυτά που τους χρεώνει η κεντρική – αφού οι αποταμιεύσεις, τους χρειάζονται μόνο για τις μεταξύ τους συναλλαγές (μεταξύ κατεργαραίων ειλικρίνεια) και όχι για να δανείζουν τους οφειλέτες τους (ανάλυση). 

Τα χαμηλά όμως επιτόκια δίνουν συχνά την εσφαλμένη εντύπωση πως οι επενδύσεις είναι κερδοφόρες, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται φούσκες – οι οποίες εκρήγνυνται όταν αυξάνονται τα επιτόκια, επειδή τότε αποκαθίσταται η αλήθεια, όσον αφορά την πραγματική κερδοφορία των επενδύσεων. 

Επί πλέον, τα χαμηλά επιτόκια μειώνουν την προθυμία των Πολιτών να αποταμιεύσουν – με αποτέλεσμα να καταναλώνουν περισσότερο, παράλληλα με το ότι κάποιοι υπερχρεώνονται, δανειζόμενοι ακριβώς επειδή τα επιτόκια είναι φθηνά. Τα χρήματα δε που σπαταλούν τα νοικοκυριά οδηγούν τις επιχειρήσεις σε μεγαλύτερες επενδύσεις, οι οποίες όμως στηρίζονται σε μία μη επαναλαμβανόμενη, «αρρωστημένη» ζήτηση – οπότε, όταν αποκαθίσταται αναγκαστικά η ισορροπία, τα πάντα να καταρρέουν. 

Επομένως, τα χαμηλά επιτόκια δεν είναι η συνέπεια της υπερπροσφοράς αποταμιεύσεων, αλλά της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών, η οποία οδηγεί στην αλματώδη αύξηση των χρεώνοπότε δεν είναι υπεύθυνοι για το κραχ που νομοτελειακά ακολουθεί οι Πολίτες, όπως ισχυρίζονται με θράσος οι υποστηρικτές των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά οι τράπεζες, με ηγέτες τις κεντρικές. 

Οι σημερινές ανισορροπίες στις Η.Π.Α., όπου τα κέρδη μετά φόρων των επιχειρήσεων υποχωρούν, τα εισοδήματα των εργαζομένων έχουν καταρρεύσει μετά το 2008, ενώ ο χρηματιστηριακός δείκτης συνεχίζει απτόητος την ανοδική του πορεία (γράφημα), τεκμηριώνει το μέγεθος της διαστρέβλωσης που προκάλεσε η κεντρική τράπεζα – ενώ προοιωνίζει το κραχ που νομοτελειακά θα ακολουθήσει, πιθανότατα λίγους μήνες μετά την αύξηση των επιτοκίων εκ μέρους της Fed.


Περαιτέρω, για τον ίδιο ακριβώς λόγο δεν είναι υπεύθυνοι για την υπερχρέωση της χώρας τους οι Έλληνες Πολίτες αλλά, κυρίως, η πολιτική της ΕΚΤ, η οποία τάχθηκε από την αρχή με σκανδαλώδη τρόπο υπέρ της Γερμανίας (άρθρο) – ενώ οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν κατάλαβαν την παγίδα, δίνοντας λανθασμένες κατευθύνσεις στη χώρα τους. 

Με απλά λόγια, εάν η Ελλάδα δεν ήταν μέλος της Ευρωζώνης, δεν θα μπορούσαν να δανειστούν ούτε το κράτος, ούτε οι ιδιώτες τόσο εύκολα και με τόσο χαμηλά επιτόκια – οπότε δεν θα υπήρχε η μεγάλη σπατάλη, δεν θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν τα πανάκριβα ολυμπιακά έργα, τα εξοπλιστικά προγράμματα θα ήταν χαμηλότερα, η διαφθορά επίσης κοκ. 

Φυσικά η Ελλάδα δεν ήταν η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης που έπεσε στην παγίδα αλλά, ασφαλώς, η πλέον ανόητη – κρίνοντας τόσο από την εποχή που προηγήθηκε της κρίσης, όσο και από τη μετέπειτα διαχείριση της.

Επίλογος 

Η Ελβετία δεν είναι ασφαλώς παράδεισος παρά το ότι είναι εντυπωσιακό για μία χώρα, η οποία είναι βραχώδης, χωρίς κανένα φυσικό πλούτο, να ευρίσκεται στην κορυφή του πλανήτη – όσον αφορά το βιοτικό της επίπεδο και την ποιότητα ζωής. 

Οι Πολίτες της όμως είναι αρκετά ώριμοι, έχοντας το επιτύχει μέσω της υιοθέτησης της άμεσης δημοκρατίας – η οποία δεν προϋποθέτει ώριμους Πολίτες, όπως αρκετοί ισχυρίζονται αλλά, αντίθετα, συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην ωρίμανση τους. 

Στα πλαίσια αυτά, κατανοώντας πού οφείλουν την παντοδυναμία τους οι τράπεζες, καθώς επίσης τους κινδύνους που συνεπάγεται κάτι τέτοιο, τους οποίους πλήρωσαν πολύ ακριβά μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης (διάσωση των μεγάλων τραπεζών τους, υπερβολική διόγκωση του ισολογισμού της κεντρικής τους τράπεζας, επικίνδυνη άνοδος της ισοτιμίας του νομίσματος τους), κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν τις 100.000 υπογραφές που χρειάζεται η επανεξέταση της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά, εκ μέρους των εμπορικών τραπεζών – με στόχο να αποτελέσει ξανά αποκλειστικό προνόμιο της κεντρικής. 

Το γεγονός αυτό, μία κίνηση που ερευνά σήμερα και η Ισλανδία, επιτεύχθηκε από την πρωτοβουλία για την υιοθέτηση του «πλήρους χρήματος» (ανάλυση) – στην οποία θα αναφερθούμε ξανά σε επόμενο άρθρο μας, έτσι ώστε να δοθεί μία ολοκληρωμένη εικόνα. 

Ίσως έτσι γίνει κατανοητό ότι, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική Δημοκρατία, πως όσο οι Πολίτες δεν συμμετέχουν οι ίδιοι στις σημαντικές αποφάσεις που αφορούν τη χώρα τους δεν υπάρχει μέλλον, καθώς επίσης ότι, το χρηματοπιστωτικό σύστημα πρέπει να υπηρετεί τους ίδιους – ενώ κανένας δεν έχει το δικαίωμα να δολοφονεί τις ελπίδες τους (άρθρο). 

Άρης Οικονόμου, Senior Analyst (finance & markets)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου