Η ασύδοτη δημιουργία χρημάτων από το πουθενά, απειλεί τον πλανήτη με μία χρηματοπιστωτική έκρηξη τεραστίων διαστάσεων, η οποία ελπίζουμε να μη συνοδευθεί από έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο – το χρηματιστηριακό κραχ του Κουβέιτ
“Ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα δύσκολα μπορεί να διαφοροποιηθεί από τον τρόπο που θέλουμε να τα δούμε. Η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν είναι σύμφυτη στον ίδιο τον καπιταλισμό – ενώ ο καπιταλισμός δεν είναι συνώνυμο της ελεύθερης αγοράς.
Είναι η δυναμική της κοινωνίας, στα χέρια μίας καπιταλιστικής ελίτ – μίας ομάδας δηλαδή, στην οποία ανήκουν οι άνθρωποι που χαρακτηρίζονται από τα προσόντα της διάνοιας και της θέλησης άνω του κανονικού. Έτσι η ιστορία, για την ακρίβεια, η ιστορία ως μέσο καταγραφής των αλλαγών και των εξελίξεων, είναι η ιστορία της επίδρασης των ελίτ, επάνω στην αδρανή μάζα της κοινωνίας” (J. Schumpeter).
Ανάλυση
Εισαγωγικά, η βιομηχανική επανάσταση δεν θα ήταν εφικτή, οπότε ο πλανήτης θα είχε παραμείνει στην προηγούμενη γεωργική του παραγωγή, εάν δεν είχε προηγηθεί η χρηματοπιστωτική επανάσταση – η οποία ξεκίνησε στο Λονδίνο το 1640, όπου οι χρυσοχόοι εξέδιδαν αποδείξεις διαφύλαξης του χρυσού των εμπόρων.
Οι αποδείξεις αυτές άρχισαν στη συνέχεια να χρησιμοποιούνται ως μέσο συναλλαγών, μετατρεπόμενες στα πρώτα «χαρτονομίσματα» – οπότε δρομολογήθηκε η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά. Εν προκειμένω με την έννοια ότι, οι χρυσοχόοι εξέδιδαν περισσότερες αποδείξεις από το χρυσό που διαφύλασσαν, κατανοώντας πως οι «πελάτες» τους δεν θα εμφανίζονταν όλοι μαζί για να πάρουν πίσω το χρυσό τους.
‘Όσον αφορά δε το πρώτο επιτόκιο επί ανύπαρκτων χρημάτων, ήταν το αποτέλεσμα της πληρωμής ενός ποσού στους χρυσοχόους εκ μέρους των εμπόρων, για τη διαφύλαξη του χρυσού τους – τον οποίο όμως οι χρυσοχόοι δάνειζαν έμμεσα, εν αγνοία των πελατών τους.
Περαιτέρω, ήδη από το 1844, έτος στο οποίο υιοθετήθηκε ο «τραπεζικός νόμος του Peel» στη Μ. Βρετανία (19. Ιουλίου), είχε γίνει διεθνώς αποδεκτό το ότι, η ουσιαστική αιτία πίσω από όλους τους «ανοδικούς και καθοδικούς οικονομικούς κύκλους», ήταν η «τεχνητή» πιστωτική επέκταση – η αύξηση δηλαδή των πιστώσεων εκ μέρους των τραπεζών, η οποία δεν βασιζόταν στις πραγματικές αποταμιεύσεις των Πολιτών.
Εκείνη την εποχή, στην οποία δεν υπήρχαν ακόμη οι κεντρικές τράπεζες, τα εμπορικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εξέδιδαν χρήματα, κυρίως χαρτονομίσματα ή λογιστικές «υποσχετικές», σε αξίες οι οποίες υπερέβαιναν κατά πολύ τα αποθέματα χρυσού που διατηρούσαν στα θησαυροφυλάκια τους.
Με στόχο λοιπόν να καταπολεμηθεί αυτή η κερδοσκοπική διαστρέβλωση, ο νόμος του Peel υποχρέωσε τις τράπεζες να καλύπτουν κατά 100% τανομίσματα που εξέδιδαν, μέσω των καταθέσεων τους (εγγυήσεις) – γεγονός που συμφωνούσε με τις βασικές αρχές του Ρωμαϊκού Δικαίου, σύμφωνα με το οποίο απαγορευόταν η πλαστογραφία, η χωρίς αντίκρισμα δηλαδή έκδοση χρημάτων.
Εν τούτοις, ο τραπεζικός νόμος του Peel περιορίσθηκε στα τραπεζογραμμάτια (μετρητά), χωρίς να λάβει υπ’ όψιν του τα λογιστικά χρήματα – τις «υποσχετικές» δηλαδή μελλοντικών πληρωμών (δάνεια, καταθέσεις κλπ), οι οποίες συνέχισαν να μην έχουν πραγματικό αντίκρισμα. Το αποτέλεσμα του νόμου ήταν δυστυχώς να μεταφέρουν οι τράπεζες το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών τους, από τα μετρητά στα λογιστικά χρήματα – για τα οποία η υποχρέωση κάλυψης τους ήταν και είναι ελάχιστη.
Έτσι συνεχίσθηκε η τεχνητή πιστωτική επέκταση, η παραγωγή δηλαδή ακάλυπτων χρημάτων από τις τράπεζες, καθώς επίσης οι «ανοδικοί και καθοδικοί οικονομικοί κύκλοι» – αφού ο νόμος του Peel απλά άλλαξε τον τρόπο των συναλλαγών, από τα μετρητά στα λογιστικά χρήματα. Η αποτυχία του συγκεκριμένου νόμου, ο οποίος θεσπίσθηκε με στόχο την ριζική αντιμετώπιση της τότε οικονομικής κρίσης (1844), χωρίς ποτέ να επιδιωχθεί η διόρθωση του, είχε σαν αποτέλεσμα να συνεχίζονται έκτοτε οι οικονομικές κρίσεις (φούσκες, υφέσεις, διασώσεις τραπεζών κλπ) στον πλανήτη – γεγονός που συμβαίνει μέχρι σήμερα.
Αργότερα ιδρύθηκαν οι κεντρικές τράπεζες (πρώτη η ιδιωτική Fed το 1913), οι οποίες λειτούργησαν ως το τελευταίο καταφύγιο, ως οι ύστατοι πιστωτές δηλαδή των εμπορικών τραπεζών, έχοντας σαν βασικό αντικείμενο τη διάσωση τους – με τη βοήθεια της παροχής ρευστότητας σε περιόδους κρίσεων (κάτι ανάλογο ουσιαστικά με το ΔΝΤ, όσον αφορά τη «διάσωση» κρατών).
Οι δραστηριότητες τώρα των κεντρικών τραπεζών επεκτάθηκαν και στη διάσωση του εκάστοτε κράτους τους, κρίνοντας τουλάχιστον από το ότι, στις 17 Νοεμβρίου του 2004, ο λογαριασμός (λογιστική εγγραφή) «US Treasury» της Fed αντιστοιχούσε στο 89,3% του συνολικού ενεργητικού του συστήματος της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας. Αυτό σημαίνει ότι, τα συνολικά «κεντρικά χρήματα» των Η.Π.Α., στα οποία συμπεριλαμβάνονται επίσης τα μετρητά που ευρίσκονται σε κυκλοφορία, είναι καλυμμένα σχεδόν εξ ολοκλήρου από το δημόσιο χρέος της υπερδύναμης (όχι από τα περιουσιακά της στοιχεία).
Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, η κεντρική τράπεζα μίας χώρας είναι υπεύθυνη για την προμήθεια του τραπεζικού συστήματος με «κεντρικά» και μετρητά χρήματα – όπου τα «κεντρικά χρήματα» δημιουργούνται αφενόςν μεν με την έγκριση δανείων προς τις εμπορικές τράπεζες (έναντι εγγυήσεων), αφετέρου δε με την αγορά συναλλάγματος, πολύτιμων μετάλλων, αξιόγραφων ή άλλων στοιχείων του ενεργητικού, από τις εμπορικές τράπεζες ή τα χρηματιστήρια.
Συνεχίζοντας, ο ιστός της αράχνης ολοκληρώθηκε αργότερα (1930), όταν ιδρύθηκε η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) – στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας συμμετέχουν κεντρικές τράπεζες και κάποιοι «ανώνυμοι» ιδιώτες, με στόχο, μεταξύ άλλων, τη διάσωση των κεντρικών τραπεζών, σε περίπτωση ανάγκης. Στο τέλος, καταργήθηκε ο κανόνας του χρυσού (1971), με αποτέλεσμα να «εγκατασταθούν», να λειτουργούν δηλαδή διεθνώς «πλαστά» χρηματοπιστωτικά συστήματα – αφού δεν στηρίζονται σε πραγματικά χρήματα.
Πρόσφατα δε οι τράπεζες, με πιθανό στόχο την πλήρη αποφυγή όλων των υποχρεώσεων τους, την παροχή εγγυήσεων δηλαδή για τα χρήματα που δημιουργούν, επιδιώκουν να καταργήσουν εντελώς τα μετρητά χρήματα – ισχυριζόμενες πως δήθεν το κάνουν για άλλους λόγους (φοροδιαφυγή κοκ.).
Συμπερασματικά λοιπόν, το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι αντιμέτωπο με ένα δίλημμα, το οποίο δεν έχει επιλυθεί ακόμη, παρά το ότι έχουν βρεθεί ενδιάμεσες λύσεις, έτσι ώστε να θεραπεύεται κάθε φορά: με την επιλογή μεταξύ της ανάπτυξης και των οικονομικών κρίσεων, οι οποίες συνοδεύονται από υφέσεις (γράφημα που ακολουθεί).
Επεξήγηση γραφήματος: Τα πλεονάσματα και τα ελλείματα των ΗΠΑ (σε εκ. δολάρια). Οι επισκιασμένες κάθετες στήλες είναι οι περίοδοι υφέσεων στις Η.Π.Α., μετά το 1890 – με κυριότερη τη Μεγάλη Ύφεση του 1930.
Ειδικότερα, εάν δεν υπήρχε η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά, δεν θα ήταν μεν δυνατή η ανάπτυξη (κάτι που διαπιστώνεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα), αλλά θα μπορούσαν να αποφευχθούν οι συνεχείς οικονομικές κρίσεις.
Μέχρι σήμερα πάντως έχουν επιλεχθεί ουσιαστικά οι κρίσεις, αφού ο καπιταλισμός είναι αδύνατον να επιβιώσει χωρίς ανάπτυξη – κάτι που όμως δεν είναι δυνατόν να συνεχισθεί για πολλά χρόνια ακόμη, εκτός εάν μεσολαβήσει ξανά ένας μεγάλος πόλεμος.
Η αιτία του προβλήματος
Το μεγάλο πρόβλημα, όσον αφορά τη δημιουργία χρημάτων από το πουθενά, μέσω των οποίων είναι εφικτή η συνεχής ανάπτυξη με τη διενέργεια μακροπρόθεσμων επενδύσεων, δεν είναι άλλο από την απληστία των τραπεζών – οι οποίες είναι μακράν οι μεγαλύτεροι τοκογλύφοι του σύμπαντος, αφού χρεώνουν επιτόκια που υπερβαίνουν συχνά το 500% επί των χρημάτων που οι ίδιες διαθέτουν (ανάλυση).
Αναλυτικότερα, οι τράπεζες προσπαθούν νομοτελειακά να δώσουν όσο περισσότερα δάνεια μπορούν, επειδή κερδίζουν πάρα πολλά χρήματα από τους τόκους, με σχετικά πολύ χαμηλό κόστος. Τα μεταβλητά κόστη των δανείων τους δε είναι τόσο χαμηλότερα, όσο περισσότερα δάνεια εγκρίνουν σε τυποποιημένη μορφή – όσο λιγότερη δηλαδή ατομική εργασία απαιτείται, για τη δανειοδότηση των πελατών τους.
Σε περιόδους ανάπτυξης τώρα η παροχή δανείων είναι εξαιρετικά ελκυστική, αφού τότε το ρίσκο των τραπεζών είναι περιορισμένο – γεγονός που σημαίνει ότι, αυξάνουν τις πιστώσεις τους, ελέγχοντας πολύ λιγότερο την πιστοληπτική ικανότητα των πελατών τους. Εκτός αυτού, τα δάνεια δεν χρησιμοποιούνται συχνά για παραγωγικούς σκοπούς, για τη χρηματοδότηση δηλαδή των επενδύσεων στην πραγματική οικονομία αλλά, συνήθως, για την αγορά υφισταμένων περιουσιακών στοιχείων, όπως είναι οι μετοχές και τα ακίνητα – με αποτέλεσμα να προκαλούνται υπερβολές (φούσκες).
Επομένως, από τη μία πλευρά αυξάνονται τα χρέη στις τράπεζες και μειώνεται ταυτόχρονα η δυνατότητα των πελατών τους να τα εξυπηρετήσουν, κυρίως όταν η κεντρική τράπεζα αυξήσει τα βασικά επιτόκια – ενώ από την άλλη πλευρά, δημιουργούνται κερδοσκοπικές φούσκες στα χρηματιστήρια ή/και στα ακίνητα, οι οποίες σπάζουν αργά ή γρήγορα, επίσης όταν οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια.
Το τελικό αποτέλεσμα της συγκεκριμένης διαδικασίας είναι οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις, καθώς επίσης οι κρίσεις υπερχρέωσης – οι οποίες τότε υποχρεώνουν τις κεντρικές τράπεζες να μειώσουν ξανά τα βασικά επιτόκια, για να μην προκληθούν πολύ μεγάλες οικονομικές κρίσεις, όπως αυτή του 1930 στις Η.Π.Α.
Όσο περισσότερο τώρα αργούν να αυξήσουν τα βασικά επιτόκια οι κεντρικές τράπεζες ή/και να μειώσουν την τεχνητή ποσότητα χρήματος (QE), τόσο μεγαλύτερες γίνονται οι φούσκες και τόσο πιο επώδυνο το νομοτελειακό σπάσιμο τους – ένα γεγονός που διαπιστώνεται δυστυχώς σήμερα, με άγνωστα αποτελέσματα για το μέλλον του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος.
Το πόσο συνδεδεμένη είναι η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά τόσο με τις χρηματοπιστωτικές φούσκες, όσο και με το σπάσιμο τους, φαίνεται από το παράδειγμα του Κουβέιτ, το οποίο ακολουθεί.
Ο παροξυσμός του Souk al–Manakh στο Κουβέιτ
Οι Πολίτες της μικρής χώρας του περσικού κόλπου (πηγή: F&W), δεν πληρώνουν καθόλου φόρους, ενώ τόσο η Υγεία, όσο και η Παιδεία είναι δωρεάν – αφού σε μία περιοχή, με έκταση επτά φορές μικρότερη από την Ελλάδα, υπάρχει το 10% των παγκοσμίων αποθεμάτων πετρελαίου.
Η κοινωνία είναι φιλελεύθερη, διαθέτει την πλέον σύγχρονη οικονομία του κόλπου, εξαιρετικά Πανεπιστήμια και, το κυριότερο, πάρα πολλά χρήματα ήδη από το 1938, όπου βρέθηκε πετρέλαιο – υπενθυμίζοντας πως το 1961 το Κουβέιτ απέκτησε την ανεξαρτησία του από τη Μ. Βρετανία, υιοθετώντας ένα δυτικού τύπου σύνταγμα, καθώς επίσης σύγχρονους, λειτουργικούς Θεσμούς.
Ένα μεγάλο μέρος δε των εσόδων του από το πετρέλαιο επενδύεται από το 1953, μέσω ενός κρατικού κεφαλαίου (το πρώτο ιδρυθέν στον πλανήτη) – ενώ φυσικά το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών του είναι σταθερά πλεονασματικό. Επομένως, κανένας δεν θα μπορούσε να προβλέψει τη δημιουργία μίας από τις πλέον θορυβώδεις κερδοσκοπικές αναταραχές όλων των εποχών – την οποία ακολούθησε η κατάρρευση που άλλαξε για πάντα τη ζωή στη χώρα.
Ειδικότερα, όταν κατά τη διάρκεια του Οκτωβριανού πολέμου του 1973 οι αραβικές χώρες επέβαλλαν εμπάργκο στο πετρέλαιο, η τιμή του βαρελιού αυξήθηκε ραγδαία από τα 3 $ στα 12 $ – με αποτέλεσμα τα έσοδα του Κουβέιτ να εκτοξευθούν από 2,2 δις $ στα 8,7 δις $ ετησίως. Μέσα σε μία νύχτα λοιπόν άρχισε να βρέχει χρήματα στη μικρή χώρα, τα οποία έπρεπε να τοποθετηθούν κάπου – οπότε επιλέχθηκε το χρηματιστήριο, οι τιμές του οποίου άρχισαν να αυξάνονται με γρήγορο ρυθμό από το 1976 και μετά, καθιστώντας την κερδοσκοπία το αγαπημένο παιχνίδι των Πολιτών.
Εν τούτοις, στα μέσα του 1977 οι τιμές των μετοχών κατέρρευσαν, χωρίς να υπάρχει κάποιος εμφανής λόγος – οπότε ο Εμίρης, φοβούμενος τις κοινωνικές αναταραχές, υιοθέτησε αμέσως δύο μέτρα: την αυστηρή ρύθμιση (έλεγχο) του χρηματιστηρίου, καθώς επίσης την αγορά μετοχών αξίας 500 εκ. $ από το υπουργείο οικονομικών, για να αποφευχθεί το κραχ (όπως ακριβώς ενήργησε πρόσφατα η Κίνα).
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι τιμές των μετοχών σταμάτησαν να μειώνονται – οπότε οι Πολίτες θεώρησαν ότι, ο Εμίρης θα τους προστάτευε, σε τέτοιου είδους καταστάσεις (κάτι που διαπιστώνεται σήμερα στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές, οι δείκτες των οποίων συνεχίζουν να αυξάνονται παρά τη φούσκα, επειδή οι επενδυτές έχουν πεισθεί πως, όταν υπάρχει πρόβλημα, θα στηρίζονται από τις κεντρικές τράπεζες).
Με τον τρόπο αυτό όμως ο Εμίρης έθεσε τις βάσεις, χωρίς φυσικά να το θέλει, για το χρηματιστηριακό παροξυσμό που ακολούθησε – σε συνδυασμό με τη επανάσταση του Ιράν το 1979, η οποία προκάλεσε τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η τιμή του πετρελαίου στα 40 $ το βαρέλι, καθώς επίσης με την ίδρυση μίας παράλληλης, ανεπίσημης χρηματιστηριακής αγοράς, σε έναν παλαιό χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων, με το όνομα «Souk al-Manakh».
Η εναλλακτική αυτή αγορά ιδρύθηκε το 1980, με στόχο την αποφυγή των αυστηρών ρυθμίσεων του επίσημου χρηματιστηρίου – ενώ διαπραγματεύονταν μετοχές κάθε είδους εταιρειών που δεν είχαν την έδρα τους στο Κουβέιτ (περίπου 54 από το Μπαχρέιν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ντουμπάι κοκ.).
Οι περισσότερες από αυτές τις εταιρείες δεν δημοσίευαν καθόλου στοιχεία, ενώ πολλές δεν είχαν καν πάγια ή σαφή επιχειρηματικό σκοπό – όπως συνέβαινε άλλωστε με αρκετές από τις επιχειρήσεις του διαδικτύου στις Η.Π.Α., έως ότου έσπασε η φούσκα το 2000. Εν τούτοις, οι μετοχές τους ανέβαιναν καθημερινά, ενώ στο «χρηματιστήριο» συνέρρεαν χιλιάδες Πολίτες του Κουβέιτ, αγοράζοντας και πουλώντας – με αποτέλεσμα να κερδίζουν χρήματα, από πολλές φορές ανύπαρκτες εταιρείες.
Η δημιουργία χρημάτων από τις μεταχρονολογημένες επιταγές
Συνεχίζοντας, κάποια στιγμή το 1981, ένας πολίτης του Κουβέιτ αγόρασε μετοχές, έναντι μίας επιταγής που έληγε στα τέλη του έτους (μεταχρονολογημένη) – «ρευστοποιώντας» την εμπιστοσύνη που είχε οικοδομηθεί από πολλές γενιές στην περιοχή, όπου ένας οφειλέτης πληρώνει πάντοτε τα χρέη του, επειδή διαφορετικά θα καταδίκαζε σε αιώνια ντροπή την οικογένεια του.
Ουσιαστικά λοιπόν αγόρασε μετοχές, χωρίς να έχει τα απαιτούμενα χρήματα – υπολογίζοντας πως θα τις πουλούσε αργότερα με κέρδος, έτσι ώστε να καλύψει το ποσόν της επιταγής (κάτι ανάλογο με τα σημερινά παράγωγα).
Αμέσως μετά, οι περισσότεροι άρχισαν να αγοράζουν μετοχές με μεταχρονολογημένες επιταγές, οπότε έγιναν φυσιολογικές αυτού του είδους οι συναλλαγές με χρήματα από το πουθενά – με αποτέλεσμα να εκτοξευθούν οι τιμές των μετοχών στα ύψη, διπλασιαζόμενες μέσα σε ένα μήνα στην αρχή, ενώ στη συνέχεια σε ημερήσια βάση, με τη συμμετοχή «επενδυτών» από όλη τη γειτονική περιοχή (αγόραζαν μέσω των Πολιτών του Κουβέιτ).
Ολοκληρώνοντας, τον Ιούλιο του 1982 η αξία του χρηματιστηρίου του «Souk al-Manakh» έφτασε στα 100 δις $, εκτοξεύοντας το στην τρίτη θέση παγκοσμίως, μετά τη Νέα Υόρκη και το Τόκιο – όπου φυσικά κανένας δεν πίστευε πως θα μπορούσε να συμβεί κάποιο κραχ, αφού το Κουβέιτ ήταν πάμπλουτο, ενώ ο Εμίρης δεν θα το επέτρεπε ποτέ.
Το κραχ
Περαιτέρω, τον Αύγουστο του 1982, όταν κανένας πλέον δεν το περίμενε, μία γυναίκα διαμαρτυρήθηκε στο υποκατάστημα μίας τράπεζας του Κουβέιτ, επειδή δεν της εξαργυρωνόταν μία επιταγή ύψους 30 εκ. $ – λόγω του ότι ο εκδότης της επιταγής δεν είχε χρήματα στο λογαριασμό του.
Αμέσως μετά, χωρίς να καταλαβαίνει κανείς την ταχύτητα, με την οποία πολλές φορές κινείται η πληροφορία, ξέσπασε πανικός μεταξύ των κερδοσκόπων. Όλοι μαζί ήθελαν να εξαργυρώσουν τις επιταγές τους, οπότε όλοι έπαιρναν την ίδια απάντηση: η επιταγή είναι ακάλυπτη.
Στα τέλη του μήνα τώρα ο υπουργός οικονομικών του Κουβέιτ ανακοίνωσε με διάγγελμα του ότι, δεν είχε καμία πρόθεση να στηρίξει την αγορά σε αυτά τα παράλογα επίπεδα. Σχεδόν αμέσως οι τιμές των μετοχών μηδενίσθηκαν, αφού κανένας δεν ήθελε πλέον να αγοράσει, ενώ όλοι προσπαθούσαν να πουλήσουν – με αποτέλεσμα να διαλυθεί ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας όπου, με εξαίρεση την Εθνική Τράπεζα, δεν επιβίωσε καμία άλλη τράπεζα από την καταιγίδα.
Στη συνέχεια, το Σεπτέμβρη του 1982, το υπουργείο οικονομικών ανήγγειλε τη συγκέντρωση όλων των μεταχρονολογημένων επιταγών – με αποτέλεσμα να εμφανισθούν σχεδόν 29.000, συνολικής αξίας 94 δις $. Το ποσόν αυτό ήταν περισσότερο από το τριπλάσιο του ΑΕΠ του Κουβέιτ ή 190.000 $ ανά κάτοικο – ενώ ο Εμίρης αποφάσισε να αποζημιώσει αυτούς που έχασαν από τις ακάλυπτες επιταγές έως 66 εκ. $, προσφέροντας τους ομόλογα, αφού διαφορετικά θα αντιμετώπιζε τεράστια προβλήματα η χώρα του.
Τελικά το χρηματιστήριο έκλεισε το 1984, τον Αύγουστο του 1988 τελείωσε ο πόλεμος του Ιράν με το Ιράκ, όπου το τελευταίο όφειλε στο Κουβέιτ 65 δις $, το Ιράκ εισέβαλλε το 1990 στο Κουβέιτ, μεταξύ άλλων για να μην πληρώσει τα χρέη του κοκ. – επιβεβαιώνοντας πως η υπερχρέωση οδηγεί σχεδόν πάντοτε σε πολέμους (η Συρία σήμερα οφείλει ένα ανάλογο ποσόν στη Ρωσία).
Επίλογος
Η Ρωσία υποφέρει από έναν υπέρογκο εξωτερικό δανεισμό, εξετάζοντας τη στρατηγική της χρεοκοπία (άρθρο), οι Η.Π.Α. είναι υπερχρεωμένες, με δίδυμα ελλείμματα, καθώς επίσης με τη μεσαία τάξη τους να καταρρέει (εάν έχει κανείς 10 $ χωρίς χρέη, είναι πλουσιότερος από το 25% των Αμερικανών), η Ιαπωνία έχει υπερβεί τα ανώτατα όρια του δημοσίου χρέους προ πολλού, η Ευρώπη μαστίζεται από την κρίση χρέους, η Κίνα επίσης, ενώ όλες οι αναπτυσσόμενες οικονομίες βρίσκονται στην άκρη του γκρεμού, με τις εισοδηματικές ανισότητες να κορυφώνονται (γράφημα).
Την ίδια στιγμή, μία νομισματική καταιγίδα έχει πλήξει ολόκληρο τον πλανήτη, οι κεντρικές τράπεζες αδυνατούν να αυξήσουν τα βασικά τους επιτόκια συνεχίζοντας να κλιμακώνουν τις ποσότητες χρήματος, ενώ τα διεθνή χρηματιστήρια εγγράφουν διαρκώς νέα υψηλά ρεκόρ – αφού οι εμπορικές τράπεζες τυπώνουν συνεχώς χρήματα από το πουθενά, ενώ οι επενδυτές θεωρούν πως οι Εμίρηδες (οι κεντρικές τράπεζες), δεν θα επιτρέψουν να συμβεί ποτέ κραχ, επειδή διαφορετικά θα καταρρεύσει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως ακριβώς συνέβη στο πάμπλουτο Κουβέιτ.
Στα πλαίσια αυτά, είναι δύσκολο να αποδεχθεί κανείς πως δεν θα ακολουθήσει μία καταστροφική χρηματοπιστωτική έκρηξη τεραστίων διαστάσεων, κρίνοντας από την ιστορία – ευχόμενος να μη συνοδευθεί από κοινωνικές αναταραχές, εμφυλίους, διακρατικές συγκρούσεις και τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, αφού όλοι γνωρίζουν πως, σύμφωνα με τον Αϊνστάιν, θα ήταν ο τελευταίος.
Πηγή : www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου