Πώς η νεαρή κληρονόμος μιας οικογενειακής επιχείρησης κατόρθωσε μέσα σε λίγα χρόνια να εξελιχθεί σε πραγματικό φαινόμενο; Λίγο προτού η διάσημη σχεδιάστρια κάνει το πολυσυζητημένο ντεμπούτο της στην όπερα,μια νέα βιογραφία (επάνω) επιχειρεί να φωτίσει την προσωπική ζωή αλλά και τους βασικούς σταθμούς της επαγγελματικής διαδρομής της
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 14/02/2010 06:52
Με συνολάκι σε φεμινιστική διαδήλωση τη δεκαετία του 1970
Παρασκευή, 10 Ιουνίου 1977. Μια
ημέρα συνηθισμένη. Για τη βιομηχανία της μόδας, εν τούτοις, η ημέρα
εκείνη υπήρξε καθοριστικής σημασίας καθώς σημαδεύτηκε από την πρώτη
συνάντηση δύο ανθρώπων η μελλοντική ένωση των οποίων θα δημιουργούσε τα
επόμενα χρόνια ένα νέο αισθητικό φαινόμενο...
Ηταν λίγο πριν από
τις 11 το πρωί όταν νεαρή γυναίκα, ντυμένη με μπεζ μεταξωτό πουκάμισο,
φούστα του Υβ Σεν Λοράν και ξύλινα πέδιλα έβγαινε από το οικογενειακό
κατάστημα στο Μιλάνο προκειμένου να επισκεφθεί το Διεθνές Σαλόνι
Δερματίνων Ειδών που φιλοξενούσε η πόλη της. Της είχαν πει ότι σε ένα
από τα περίπτερα κάποιος πουλούσε τσάντες παρόμοιες με αυτές που
κοσμούσαν τη βιτρίνα του καταστήματός τους. Δεν άργησε να τον βρει.
Βυθισμένη στις σκέψεις της ίσα που άκουσε μια φωνή να τη ρωτά:«Μπορώ να
σας εξυπηρετήσω;». Γύρισε και είδε έναν ψηλό νεαρό με μαύρα μαλλιά, μπλε
σακάκι και λευκό πουκάμισο. Στην αρχή δεν τον συμπάθησε: τον βρήκε
αλαζόνα και ειρωνικό. Οπως φάνηκε, πάντως, η εντύπωση ήταν αμοιβαία...
Η
αλήθεια είναι ότι η 29χρονη τότεΜιούτσια Πράντακαι ο 31χρονοςΠατρίτσιο
Μπερτέλιήταν δύο άνθρωποι διαφορετικοί: σοφιστικέ, ιδεολογικά
τοποθετημένη στην Αριστερά και με παρελθόν στο γυναικείο κίνημα εκείνη,
ήταν παράλληλα η νεαρή κληρονόμος καταστήματος δερματίνων ειδών που
προμήθευε την καλή κοινωνία του Μιλάνου, και όχι μόνο αυτή. Τραχύς,
προερχόμενος από οικογένεια δικηγόρων εκείνος, στα 17 του μόλις χρόνια
είχε ήδη ιδρύσει τη δική του επιχείρηση δερματίνων ειδών και
ανυπομονούσε να θέσει σε εφαρμογή τις «προχωρημένες» ιδέες του. Ωστόσο,
άλλη μια φορά, ο νόμος που θέλει τα ετερώνυμα να έλκονται λειτούργησε:
οι δυο τους έγιναν σύντομα ζευγάρι, εκείνος μπήκε στην εταιρεία
αναλαμβάνοντας το επιχειρηματικό κομμάτι, εκείνη τον εμπιστεύτηκε,
εξασφαλίζοντας στον εαυτό της περισσότερο χρόνο να ασχοληθεί με τη
δημιουργική πλευρά. Τα επόμενα χρόνια δημιούργησαν από κοινού ένα
ολόκληρο σύμπαν στο πλαίσιο του οποίου διασταυρώθηκαν, παράλληλα,
επιτυχημένοι επιχειρηματίες, πολιτικοί, καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες,
αστέρες του κινηματογράφου και του αθλητισμού.
Ωστόσο, πώς
φτάσαμε να μιλάμε για ένα πραγματικό φαινόμενο; Γιατί πλέον η Πράντα
δεν θεωρείται απλώς επιτυχημένη «ετικέτα» μόδας αλλά το σύμβολο
εννοιολογικού ύφους, το οποίο χαράσσει τάσεις και αποτελεί έμβλημα
κύρους; Απάντηση επιχειρεί να δώσει ο δημοσιογράφοςΤζιαν Λουίτζι
Παρακίνιστο βιβλίο του «Vita Ρrada» που κυκλοφόρησε πρόσφατα στην
Ιταλία και έγινε best seller σε χρόνο ρεκόρ. Πρόκειται για ανεπίσημη,
«ζουμερή» βιογραφία της διάσημης σχεδιάστριας η οποία επ΄ ευκαιρία (και)
του επικείμενου, πολυαναμενόμενου ντεμπούτου της στον χώρο της όπερας
αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Οσο για το πώς αντέδρασε η ίδια
διαβάζοντάς την; Οπως παραδέχθηκε, διασκέδασε πολύ...
Μέσα από
τις σελίδες του βιβλίου περνούν καρέ καρέ όλα τα στάδια μετεξέλιξης της
παλαιάς, οικογενειακής επιχείρησης σε διεθνές εμπορικό σήμα: το
δεύτερο κατάστημα στο Μιλάνο το 1983, η ταχεία επέκταση στις δύο
πλευρές του Ατλαντικού, η συνεργασία με διάσημους αρχιτέκτονες και
φωτογράφους, το πάθος για την Τέχνη αλλά και τα οικονομικά
«σκαμπανεβάσματα» είναι μόνο μερικά από όσα προβάλλουν ανάγλυφα σε
συνδυασμό, βεβαίως, με την παράλληλη πορεία των δύο πρωταγωνιστών. Η
αισθητική της Πράντα ήρθε να εκφράσει τις ανάγκες της εργαζόμενης
γυναίκας και δη της κατόχου απαιτητικών θέσεων. Στο πλαίσιο αυτό ο
τίτλος της γνωστής κινηματογραφικής ταινίας «Ο Διάβολος φοράει Ρrada»
με τηΜέριλ Στριπνα ενσαρκώνει τη διευθύντρια-φόβητρο των υφισταμένων
της είναι χαρακτηριστικός. «Είναι αλήθεια»παραδέχεται η
σχεδιάστρια.«Μου αρέσει πολύ να ντύνω τους “διαβόλους”, αν έτσι
ορίζεται μια προσωπικότητα με ταμπεραμέντο, διανοητικά σύνθετη, γεμάτη
αντιθέσεις και εκπλήξεις. Υπό αυτές τις συνθήκες ο Διάβολος με ερεθίζει
περισσότερο από οποιονδήποτε άγγελο ήρεμο,αλλά προβλέψιμο». Η αρχή του παραμυθιού
Η
Μαρία Μιούτσια Πράντα γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1948 στο Μιλάνο. Ηταν το
δεύτερο παιδί που απέκτησαν οι γονείς της, τρία χρόνια μετά τη
μεγαλύτερη αδελφή τηςΜαρίνα και έξι χρόνια πριν από τον μικρότερο αδελφό
τηςΑλμπέρτο. Η μητέρα τηςΛουίζαήταν κόρη του ιδρυτή της εταιρείαςΜάριο
Πράντακαι ο πατέρας τηςΛουίτζι Μπιάνκιασχολιόταν με τη ναυτιλία. Γιατί
ωστόσο σήμερα μιλάμε για τη Μιούτσια Πράντα και όχι για τη Μιούτσια
Μπιάνκι; Η αλήθεια είναι ότι η σχεδιάστρια φέρει και τα δύο επώνυμα.
Χωρίς να δοθούν περαιτέρω διευκρινίσεις, στη βιογραφία αναφέρεται ότι
τόσο εκείνη όσο και τα αδέλφια της «υιοθετήθηκαν» κατά κάποιο τρόπο
από την- άγαμη - αδελφή της μητέρας τους, έτσι ώστε πράγματι να
συνεχιστεί το όνομα της οικογενείας.
Το περιβάλλον της
Μιούτσια ήταν αυστηρό, καθολικό και πολύ παραδοσιακό. Χρόνια αργότερα η
ίδια θυμόταν την ακαμψία και την προσοχή στους τύπους που έδιναν οι
γονείς της. Ο κανόνας της επιστροφής στο σπίτι το αργότερο στις 7 το
απόγευμα και ο υποχρεωτικός μεσημεριανός ύπνος ιδιαιτέρως την περίοδο
των διακοπών ήταν πράγματα που έφερε βαρέως επί χρόνια. Το ίδιο και το
αυστηρό, άχαρο ντύσιμο.«Οι γονείς μου δεν ανησυχούσαν για το αν
διασκέδαζα αρκετά»εξομολογούνταν αργότερα η ίδια.«Ο τρόπος ζωής μου
ήταν επίπεδος, χωρίς έντονα συναισθήματα. Δεν είχα πολλούς φίλους γιατί
τα άλλα παιδιά είχαν την ευκαιρία να μένουν έξω περισσότερο ενώ εμείς
οφείλαμε να επιστρέφουμε στην ώρα μας για να φανούμε συνεπείς». Η
Πράντα θυμόταν τη στρατιωτική πειθαρχία που επέβαλλε η μητέρα της ενώ ο
πατέρας της ήταν άνθρωπος που αγαπούσε την καλή ζωή.
Καίτοι η
ίδια θα προτιμούσε να παρακολουθήσει το Καλλιτεχνικό Λύκειο, ως κορίτσι
παραδοσιακής οικογενείας επέλεξε τελικά το Κλασικό. Κορίτσια με ποδιά,
αγόρια με πουλόβερ και γραβάτα. Η εφηβική ακμή και η αντιμετώπισή της,
το κύριο πρόβλημα και των δύο φύλων. Ακόμη και σε αυτό το περιβάλλον,
πάντως, η Μιούτσια ξεχώριζε καθώς από τότε προσπαθούσε να πετύχει κάτι
το οποίο αργότερα έγινε το σήμα κατατεθέν της: να πηγαίνει ενάντια στο
ρεύμα. Σε μια εποχή όπου οι άλλες έφηβες αγωνίζονταν να τονίσουν την
πρώιμη θηλυκότητά τους φορώντας νάιλον κάλτσες, εκείνη προτιμούσε τα
κοντά, λευκά καλτσάκια. Οσο για τις επιδόσεις της στο σχολείο δεν
ετίθετο ζήτημα: ήταν πάντοτε καλή μαθήτρια.
Η επιθυμία της,
αργότερα, να φοιτήσει στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μπρέρα σκόνταψε στις
αντιρρήσεις του οικογενειακού περιβάλλοντος καθώς το «μποέμ» κλίμα που
επικρατούσε εκεί κρίθηκε ακατάλληλο για μια δεσποινίδα καλής
οικογενείας. Αντ΄ αυτού η Μιούτσια επέλεξε να σπουδάσει μιμική στη
φημισμένη Σχολή του Ρiccolo Τeatro στο Μιλάνο. Το αντιμετώπισε ως
ενδιαφέρον εργαλείο αυτοελέγχου του μυαλού και του σώματος και, όπως
παραδεχόταν αργότερα η ίδια, η πειθαρχία και η δυνατότητα συγκέντρωσης
την οποία διδάχτηκε εκεί τής φάνηκαν εξαιρετικά χρήσιμες αργότερα.
Παράλληλα γράφτηκε και στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου
του Μιλάνου. Πώς εξηγούσε την επιλογή της; Αρχές του ΄70 η
πολιτικοποίηση βρισκόταν στο απόγειό της και την ίδια την ενδιέφερε
ένα τμήμα που δεν απαιτούσε υποχρεωτική παρουσία διότι είχε πράγματι
πολλά να κάνει... Σχεδόν την ίδια εποχή ένα ταξίδι στην Κίνα του Μάο
άφησε βαθιά χαραγμένο το σημάδι του. Η Μιούτσια στρατεύθηκε στην
Αριστερά και ταυτόχρονα στις διεκδικήσεις του γυναικείου κινήματος.
Ωστόσο η αγάπη της για τη μόδα παρέμενε σταθερή και απαρέγκλιτη. Οι
παλιοί της φίλοι θυμούνται ένα κορίτσι να μοιράζει με ζήλο φέιγ βολάν
και να μιλάει με πάθος στις κομματικές συγκεντρώσεις, φορώντας ρούχα με
την υπογραφή τουΥβ Σεν Λοράν- τον οποίο η ίδια θεωρεί ως τον απόλυτο
δάσκαλό της - και το αγαπημένο σμαραγδένιο βραχιόλι της. Η ίδια
σιχαινόταν την υποκρισία, και αρκετοί σύντροφοί της την αντιμετώπιζαν
με καχυποψία, αλλά δεν έκρυβε ότι αντιμετώπιζε ηθικά διλήμματα και
εσωτερικές συγκρούσεις.
Η διπλωματική εργασία της στο
πανεπιστήμιο υπό τον τίτλο «Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και το
Σχολείο» σηματοδότησε το απόγειο της πάλης που γινόταν μέσα της: ένα
πτυχίο Πολιτικών Επιστημών, στράτευση στην πολιτική, επιθυμία για
κοινωνική προσφορά και ταυτόχρονα πάθος για τα ρούχα και την αισθητική.
Με βάση αυτό το πλαίσιο υπήρξαν, όπως συνήθως γίνεται, στιγμές έντονης
εσωτερικής πάλης. Στο τέλος, εν τούτοις, το ρεαλιστικό στοιχείο του
χαρακτήρα της- η επιθυμία της για δικό της εισόδημα- κυριάρχησε και
έτσι προτίμησε τον δρόμο της οικογενειακής επιχείρησης.
«Εγώ,
όπως φαντάζομαι και πολλές άλλες γυναίκες»τόνιζε αργότερα η Πράντα«θέλω
να είμαι πολλά και διαφορετικά πράγματα.Να ζήσω διαφορετικές ζωές.
Θέλω να είμαι μητέρα και ταυτόχρονα ερωμένη.Πρέπει, λοιπόν, να βρω έναν
δρόμο συμβιβαστικό. Ισως ακούγεται άσχημο, μα πιστεύω πως αυτός είναι ο
πραγματικός δρόμος της ευτυχίας.Κάποιες φορέςίσως θέλεις να είσαι σέξι
για να αρέσεις σε έναν άνδρα- παρ΄ όλο που εγώ θαυμάζω πολύ τις
γυναίκες που αποφασίζουν να απελευθερωθούν από τέτοιου είδους
εξαρτήσεις. Αλλες φορές, πάλι, ίσως χρειαστεί να συμπεριφερθείς ως
γυναίκα άτολμη και υποτακτική...».
Το βιβλίο «Vita Ρrada» κυκλοφορεί στα ιταλικά από τις εκδόσεις Βaldini Castoldi Dalai.
Η «Μιού Μιού» με μια ματιά
\344
Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1948 στο Μιλάνο. \344 To 1978 κληρονόμησε
την οικογενειακή επιχείρηση. \344 Το 1983 άνοιξε το δεύτερο κατάστημα
στο Μιλάνο. \344 Το 1984 ο οίκος Ρrada άρχισε να επεκτείνεται
διεθνώς,ανοίγοντας καταστήματα στη Φλωρεντία,στο Παρίσι,στη Μαδρίτη και
στη Νέα Υόρκη. \344 Το 1985 κυκλοφόρησε η κλασική τσάντα της Ρrada.
\344 To 1992 λανσάρισε τη γραμμή Μiu Μiu (από το υποκοριστικό του
ονόματός της),απευθυνόμενη στους νεότερους καταναλωτές. \344 Στα μέσα
της δεκαετίας του ΄90 κυκλοφόρησε η ανδρική γραμμή. \344 Στις 23
Φεβρουαρίου 2010 θα κάνει το ντεμπούτο της στη Μητροπολιτική Οπερα της
Νέας Υόρκης,φιλοτεχνώντας τα κοστούμια για τον «Αττίλα» του Βέρντι.Η
όπερα ήταν από μικρή το πάθος της.Συχνά τραγουδάει τις αγαπημένες της
άριες για τους φίλους της.
«Μερικές φορές νιώθω να τον μισώ και θέλω κυριολεκτικά να τον σκοτώσω»
Η
Μιούτσια Πράντα και ο Πατρίτσιο Μπερτέλι παντρεύτηκαν το 1987, ύστερα
από περίπου οκτώ χρόνια σχέσης. Καίτοι η επιτυχία τούς είχε ήδη
χτυπήσει την πόρτα, στην επίσημη ένωσή τους δεν υπήρχαν πυροτεχνήματα,
ούτε υψηλοί προσκεκλημένοι. Παρόντα ήταν περίπου 100 άτομα- μεταξύ
άλλων συγγενείς, φίλοι, συνεργάτες και υπάλληλοι της εταιρείας. Ωστόσο η
προσοχή στη λεπτομέρεια ήταν σαφώς αναγνωρίσιμη.
Η τελετή
έλαβε χώρα στο Δημαρχείο του Αρέτσο, πατρίδας του γαμπρού, στις 14
Φεβρουαρίου, ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Οσο για το γαμήλιο ταξίδι;
Αντί να έπεται, είχε προηγηθεί την Πρωτοχρονιά στη Μόσχα και στο- τότε -
Λένινγκραντ όπου πέρασαν ολόκληρες ημέρες θαυμάζοντας το Μουσείο
Ερμιτάζ. Το 1988 γεννήθηκε ο πρώτος γιος του ζευγαριού οΛορέντζοκαι δύο
χρόνια αργότερα ακολούθησε οΤζούλιο . Η αφοσίωση στα παιδιά της
αποτελεί, κατά την ίδια, το πιο «ιταλικό» χαρακτηριστικό της. Οσο
για τη σχέση του ζευγαριού; Παρέμεινε ζωντανή παρά τις κατά καιρούς
θύελλες. ΄Η μήπως ακριβώς για αυτές;
«Στο κάτω κάτω της γραφής»
παραδέχεται η Μιούτσια«όλα αυτά τα χρόνια τα καλά πράγματα ήταν
περισσότερα από τα κακά. Δεν βαριέμαι ποτέ και υπάρχει σχέση
αλληλοεκτίμησης. Προσπαθώ πάντα να επιβεβαιώνω τα συναισθήματά μου σε
ό,τι αφορά τον γάμο μου. Διαρκώς αναρωτιέμαι αν όλα πάνε καλά.Η
αλήθεια είναι ότι μερικές φορές νιώθω να τον μισώ και θέλω κυριολεκτικά
να τον σκοτώσω. Ωστόσοόταν γυρίζει στο σπίτι αργά το βράδυ,
αισθάνομαι κάποια ευχαρίστηση...».
Ενδιαφέρον πάντως έχει και η
άποψη του Μπερτέλι:«Είναι αλήθεια ότι ορισμένες φορές δεν συμφωνούμε.
Εν τούτοιςδεν υπάρχουν διαφωνίες στα βασικά, στα θεμελιώδη.Η σχέση μας
είναι πολύ στέρεη. Εγώ είμαι αρκετά ενστικτώδης, συχνά μού αρέσει να
υπερβαίνω τα όρια,αυτή είναι πιο προσγειωμένη.Μαζί φτιάξαμε την
εταιρεία, δουλεύουμε μαζί, περνάμε τις διακοπές μαζί.Πόσοι
άνθρωποι,αλήθεια,θα ήταν ευχαριστημένοι να τα κάνουν όλα αυτά με τη
σύζυγό τουςπερισσότερο από 30 χρόνια; Τα πράγματα, βέβαια, δεν είναι
πάντοτε ανώδυνα. Ενα από τα μυστικά μαςείναι ότι ποτέ δεν μεταφέρουμε
τα της δουλειάς στο σπίτι...».