MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

Το τρομακτικό κόστος της «σωτηρίας» των τραπεζών

ΓΙΑΤΙ ΧΡΕΟΚΟΠΗΣΑΝ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ «ΕΠΡΕΠΕ» ΝΑ ΣΩΘΟΥΝ;
 
Η χρεοκοπία των τραπεζών οφείλεται στη χρεοκοπία του Δημοσίου; ● Το μακρύ ιστορικό των μέτρων στήριξης, από το πρώτο «πακέτο Αλογοσκούφη» και ύστερα ● Η άποψη ότι το Δημόσιο όχι μόνο δεν έχασε, αλλά κέρδισε ● Το λάθος μέτρημα και τα θύματα της «κοινωνικοποίησης» των ζημιών του τραπεζικού συστήματος
 
Στο ζήτημα της χρεοκοπίας των τραπεζών και της διάσωσής τους από το Δημόσιο, η κυρίαρχη μέχρι πρόσφατα θεωρία ήταν ότι επρόκειτο για υποχρεωτική κίνηση ώστε να σωθούν οι καταθέσεις - «αμαρτήσαμε» για τους καταθέτες... Καθώς όμως το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, δηλαδή το Δημόσιο, «αποεπενδύει» πουλώντας τα εναπομείναντα ποσοστά του στις ελληνικές τράπεζες και αυτές αποδίδονται πλήρως στον ιδιωτικό τομέα, το ζήτημα του συνολικού απολογισμού της υπόθεσης «σωτηρία των τραπεζών από το Δημόσιο» τίθεται εξ αντικειμένου με το αυτονόητο ερώτημα: Κέρδισε ή έχασε το Ελληνικό Δημόσιο; Σε απάντηση αυτού του ερωτήματος, είναι η πρώτη φορά που κυβερνητικά στελέχη και ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας διατυπώνουν την άποψη ότι το Ελληνικό Δημόσιο όχι μόνο δεν έχασε αλλά κέρδισε.
 
Στη συνέχεια θα αποδείξουμε γιατί αυτή η θεώρηση διαψεύδεται τόσο από τα αριθμητικά δεδομένα όσο και από ακόμη ουσιαστικότερους λόγους. Οσοι μιλούν για «κέρδος του Δημοσίου», θα ήταν πιο ειλικρινές και πιο τίμιο να μείνουν στην παλιά θεωρία: «έπρεπε να σωθούν οι καταθέσεις» - και να βάλουν εκεί μια τελεία.
 
Γιατί χρεοκόπησαν οι τράπεζες;
 
Την άνοιξη του 2010 το Ελληνικό Δημόσιο χρεοκόπησε: αποκλείστηκε από τις αγορές και δεν είχε τη δυνατότητα να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος. Οι τράπεζες χρεοκόπησαν στη συνέχεια και αυτό δημιούργησε και την ψευδή αίσθηση, η οποία καλλιεργήθηκε τεχνηέντως, ότι η χρεοκοπία των τραπεζών ήταν αποτέλεσμα της χρεοκοπίας του Δημοσίου. Αυτό ήταν μια βολική θεωρία για την ελληνική κρίση: Επέτρεπε να στοχοποιηθεί μονομερώς το Δημόσιο, να πέσει το «ανάθεμα» στον Καραμανλή (που «τίναξε την μπάνκα στον αέρα» αυξάνοντας το δημόσιο έλλειμμα) και, αναδρομικά, στον Αντρέα Παπανδρέου (στην «ευημερία με δανεικά» στη δεκαετία του ’80), να θεωρηθεί επουσιώδες ή και να βγει τελείως από το «κάδρο» το οξύ πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους, να παραγνωριστεί το γεγονός ότι οι τράπεζες μπήκαν στον χορό της κρίσης ήδη από το 2008, σχεδόν δύο χρόνια πριν από τη χρεοκοπία του Δημοσίου, εν τέλει να αποκρυβεί η ευθύνη των τραπεζών και των τραπεζιτών στην ελληνική κρίση. Ολα αυτά ήταν πολύ βολικά, για να υπηρετηθούν δύο βασικές επιλογές: α) να νομιμοποιηθούν η ακραία λιτότητα και τα μνημόνια, β) να νομιμοποιηθεί η «σωτηρία» των τραπεζών με κοινωνικοποίηση των ζημιών τους.
Σε πολύ αδρές γραμμές:
 
Οι τράπεζες δέχτηκαν πρώτες τις συνέπειες της κρίσης, ήδη από το 2008. Με μια άλλη διατύπωση: πρώτα οξύνθηκε το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους και ύστερα του Δημοσίου. Οσοι λένε ότι ο Καραμανλής αύξησε θεαματικά το έλλειμμα του προϋπολογισμού τη διετία 2008-9 μέχρι και τις εκλογές, έχουν δίκιο, κανείς όμως από αυτούς δεν είπε ποτέ κακό λόγο για το πρώτο «πακέτο» στήριξης των τραπεζών επί των ημερών του, που περιλάμβανε 5 δισ. ευρώ σε ρευστό (προνομιούχες μετοχές) και 23 δισ. ευρώ εγγυήσεις.
 
Γιατί χρειαζόταν αυτό το «πακέτο» το 2008; Γιατί ξεκίνησε ήδη, ως άμεσο αποτέλεσμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, το λεγόμενο bank run σε slow motion, δηλαδή η σταδιακή μείωση των καταθέσεων, ταυτόχρονα με τη σταδιακή άνοδο του ποσοστού των «κόκκινων» δανείων. Η δομή του «πακέτου» Αλογοσκούφη αποσκοπούσε στο να αντιμετωπίσει αυτά τα δύο προβλήματα: ρευστό για κεφαλαιακή στήριξη (τα αυξανόμενα «κόκκινα» δάνεια) και εγγυήσεις για άντληση ρευστότητας.
 
Αν το ιδιωτικό χρέος εμφανίστηκε πρώτο στη σκηνή της κρίσης, έχουν κάποια ευθύνη οι τράπεζες, δηλαδή οι διοικήσεις τους, γι’ αυτό; Εχει μείνει στη συλλογική εμπειρία και μνήμη η εποχή που οι τράπεζες έδιναν δάνεια «στον σωρό», χωρίς εξασφαλίσεις και χωρίς αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των δανειοληπτών. Ενώ όμως για τη χρεοκοπία του Δημοσίου ακούστηκε πολύ ότι έφταιγε ο Καραμανλής, ο Αντρέας Παπανδρέου, ο ΓΑΠ κ.λπ., για την κρίση ιδιωτικού χρέους δεν έφταιξαν οι τραπεζίτες, αλλά ξανά το Δημόσιο που «παρέσυρε τις τράπεζες στην κρίση του»…
 
Για τη σχέση μεταξύ κρίσης-δημόσιου και ιδιωτικού χρέους και σε ποιον από τους δύο πυλώνες του χρέους το «πάρτι» προσέλαβε τις μεγαλύτερες διαστάσεις, οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: Το δημόσιο χρέος κυμαινόταν από το 1995 μέχρι και το 2007 περί το 100% του ΑΕΠ. Το 2008 αυξήθηκε σε 126% του ΑΕΠ. Το ιδιωτικό χρέος αυξήθηκε από 66,2% του ΑΕΠ το 2000 σε 126% του ΑΕΠ το 2008! Τι από τα δύο κλιμακώθηκε πιο θεαματικά;
 
Οταν το spread των ελληνικών κρατικών ομολόγων άρχισε να ανεβαίνει, οι τράπεζες άρχισαν να «φορτώνουν» τα χαρτοφυλάκιά τους με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου. Από 37 δισ. ευρώ στις αρχές του 2007, έφτασαν τα 60 δισ. ευρώ το 2010! Φήμες λένε ότι δέχονταν πιέσεις από την κυβέρνηση προς στήριξη της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Καμία φήμη όμως δεν ακούστηκε για το γεγονός ότι αυτό εξυπηρετούσε κυρίως τις τράπεζες, για δύο λόγους: α) γιατί τα υψηλής ακόμη τότε αξιολόγησης ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου αντιστάθμιζαν το αυξανόμενο «σάπισμα» του ενεργητικού τους, β) γιατί η αύξηση του spread σήμαινε και αύξηση των αποδόσεών τους, άρα και υψηλότερα κέρδη.
 
Το λάθος μέτρημα
 
Οσοι λένε ότι το Δημόσιο κέρδισε κιόλας, κάνουν λάθος μέτρημα:
 
Για άμεσες κεφαλαιακές μεταβιβάσεις και για την κάλυψη του funding gap ώστε να μεταβιβαστούν στις 4 συστημικές τράπεζες η Αγροτική, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο κ.λπ. το Δημόσιο διέθεσε 40,173 δισ. ευρώ.
 
Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε τον αναβαλλόμενο φόρο (18 δισ. ευρώ) και τον «Ηρακλή» (σύμφωνα με τον ΟΔΔΗΧ, το 40% των συνολικά 20 δισ. ευρώ εγγυήσεων του Δημοσίου, ήτοι 8 δισ. ευρώ, θα καταπέσει). Ο συνολικός λογαριασμός μόνο από τη σχέση Δημοσίου - τραπεζών ανεβαίνει στα 66 δισ. ευρώ.
 
Για τον αναβαλλόμενο φόρο, οι τραπεζίτες, το υπουργείο Οικονομικών και ο κ. Στουρνάρας λένε ότι ήταν οφειλόμενη ανταπόδοση στις τράπεζες επειδή με το PSI «κουρεύτηκαν» και τα ομόλογα των τραπεζών. Ωραία. Ας μιλήσουμε τότε και για τους άλλους «κουρεμένους» του PSI: Τα 14,5 δισ. ευρώ από τα συνολικά περίπου 21 δισ. ευρώ των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων και τα 15 δισ. ευρώ των μικροομολογιούχων. Αυτά, για τα οποία δεν υπήρξε καμία «ανταπόδοση», γιατί δεν πρέπει να μπουν στον λογαριασμό (υπολογίζοντας μάλιστα και τα διαφυγόντα κέρδη από την αξιοποίησή τους στα 12 χρόνια έκτοτε);
 
Στην πραγματικότητα, ακόμη και αυτό το μέτρημα είναι «μπακαλική»: Στον βαθμό που ιδιωτικό και δημόσιο χρέος, τράπεζες και Δημόσιο, τραπεζίτες και πολιτική ηγεσία ευθύνονται από κοινού για την κρίση χρέους, πρέπει να «μετρηθεί» και το τεράστιο κοινωνικό κόστος: μείωση μισθών και συντάξεων, ανεργία, διάλυση του κοινωνικού κράτους.
 
Μόνο έτσι ολοκληρώνεται και είναι σωστός ο «λογαριασμός» (για την ακρίβεια, απομένουν και μερικά «ψιλά» ακόμη, που μετριούνται σε πολλά δισ. ευρώ, για τα οποία δεν έχουμε χώρο για να αναφερθούμε εδώ).
 
Πώς λέγεται σωστά όλο αυτό; Κοινωνικοποίηση των ζημιών του ιδιωτικού τομέα και δη των τραπεζών. Των οποίων οι διοικήσεις και τα «περιβάλλοντα» όχι μόνο δεν υπέστησαν την παραμικρή αμυχή μέσα σε όλον αυτόν τον κατακλυσμό, αλλά παρέμειναν τα πραγματικά «αφεντικά» του χώρου ακόμη και όταν το Δημόσιο κατείχε μετοχικά ποσοστά των τραπεζών πάνω ή και πολύ πάνω από 70%.
 
Και τώρα ο κ. Στουρνάρας ελπίζει στη δημιουργία 5ου πόλου στο τραπεζικό σύστημα μέσω Attica-Παγκρήτιας, για να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός. Εγινε όλος αυτός ο κατακλυσμός και δεν λειτουργεί ο ανταγωνισμός στο τραπεζικό σύστημα;
 
Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου… Και γιατί Attica-Παγκρήτια θα… επιβάλουν συνθήκες ανταγωνισμού που δεν μπόρεσαν να επιβάλουν το Δημόσιο και η εποπτεύουσα αρχή (ΤτΕ); Γιατί έχουμε τσεκάρει τις καλές προθέσεις των διοικήσεών τους; Ή γιατί θα έχουν πιο υγιές ενεργητικό;
 
Αν την περίοδο που ξέσπασε η κρίση, το «ανάθεμα» αποκλειστικά στο Δημόσιο και στους πολιτικούς αποσκοπούσε στο να βγάλει τις τράπεζες «λάδι» για τις δικές τους ευθύνες και έτσι να νομιμοποιήσει τη διάσωση με κοινωνικοποίηση των ζημιών τους, σήμερα η θεωρία ότι «κερδίσαμε κιόλας» αποσκοπεί στο να διασκεδάσει την αλγεινή εντύπωση από το γεγονός ότι οι τράπεζες έχουν υψηλά κέρδη, μοιράζουν υψηλά μερίσματα, ακολουθούν ληστρική πολιτική επιτοκίων εις βάρος των καταθέσεων (!) και των δανειοληπτών και είναι ανεξέλεγκτες.
 
Τα έσοδα από την αποεπένδυση
 
Στο αμέσως προσεχές διάστημα αναμένεται να ληφθούν αποφάσεις για το μέλλον του 18% της ΕΤΕ που παραμένει στο χαρτοφυλάκιο του ΤΧΣ ώστε να κινηθούν οι διαδικασίες αποεπένδυσης πιθανότατα εντός του καλοκαιριού και εφόσον οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές είναι ευνοϊκές. Σημειώνεται ότι μετά τη διάθεση 22% της ΕΤΕ τον περασμένο Νοέμβριο, η εκκίνηση μια νέας διαδικασίας δεν μπορεί να γίνει πριν από τα μέσα Μαΐου βάσει των όσων προβλέπει το θεσμικό πλαίσιο.
 
Τα έσοδα από αποεπένδυση
 
● Εurobank: 94 εκατ. ευρώ για την επαναγορά του 1,4%
● Αlpha Bank: 294 εκατ. ευρώ για την απόκτηση του 9% από την Unicredit
● Εθνική: 1,067 δισ. ευρώ από τη διάθεση του 22%
● Πειραιώς: 1,35 δισ. ευρώ από τη διάθεση του 27%
 
Η στήριξη του Δημοσίου
 
Η πρώτη στήριξη του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ήρθε το 2008 με τον νόμο Αλογοσκούφη μέσω ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου έναντι προνομιούχων μετοχών. Το συνολικό ύψος της ενίσχυσης ήταν περίπου 5 δισ. ευρώ και έχουν αποπληρωθεί πλήρως με την επαναγορά των μετοχών στην τιμή κτήσης. Ο νόμος προέβλεπε την καταβολή ετήσιας προμήθειας από τις τράπεζες μέχρι την επαναγορά των προνομιούχων και τις εγγυήσεις.
 
Η Τράπεζα Πειραιώς, για παράδειγμα, σταδιακά από τον Μάιο του 2014 και μέχρι τον Απρίλιο του 2016 έκλεισε το κεφάλαιο του νόμου Αλογοσκούφη χωρίς ζημιά στα κεφάλαια και τις εγγυήσεις που της παρείχε το ελληνικό Δημόσιο, το οποίο εισέπραξε προμήθειες ύψους 675 εκατ. ευρώ περίπου.
 
Επίσης υπήρξαν «πακέτα» εγγυήσεων που ενεχυριάστηκαν στην ΕΚΤ για την εξασφάλιση ρευστότητας οι οποίες δεν κατέπεσαν και έχουν επιστραφεί.
 
Τα πρώτα «σύννεφα» φάνηκαν ήδη από το 2009 όταν το τραπεζικό σύστημα άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας, καθώς οι υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας περιόρισαν την πρόσβαση στις αγορές χρήματος, το PSI είχε επιδεινώσει την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών και τα «κόκκινα» δάνεια αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο.
 
Ετσι, τον Μάιο του 2012, η ΤτΕ εκπόνησε άσκηση για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών αναγκών και αξιολόγησε τη βιωσιμότητά των τραπεζών.
 
Ο «λογαριασμός» που προέκυψε ήταν 40,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 27,5 δισ. ευρώ αφορούσαν τις τέσσερις συστημικές. Το πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας προέβλεπε «τη διάθεση συνολικά 50 δισ. ευρώ (σ.σ. ώστε να καλυφθούν τα funding gaps των τραπεζών που εξυγιάνθηκαν και απορροφήθηκαν από τις συστημικές) για την κάλυψη του κόστους ανακεφαλαιοποίησης και αναδιάταξης του ελληνικού τραπεζικού τομέα», αναφέρει η ΤτΕ (Νοέμβριος του 2022).
 
● 1η ανακεφαλαιοποίηση, Μάιος-Ιούνιος 2013: Εγινε μέσω του ΤΧΣ με περί τα 25,5 δισ. ευρώ, ενώ με περίπου 3 δισ. ευρώ συμμετείχαν οι ιδιώτες μέτοχοι. Ετσι το κράτος έφτασε να κατέχει ποσοστό άνω του 80% στις τέσσερις συστημικές τράπεζες, χωρίς όμως δικαιώματα σε ό,τι αφορά την επιλογή διοικήσεων.
 
● 2η ανακεφαλαιοποίηση, Απρίλιος-Μάιος 2014: Καλύφθηκε στο σύνολό της από ιδιώτες με 8,3 δισ. ευρώ, όμως προκλήθηκε μεγάλη απαξίωση του ποσοστού του ΤΧΣ λόγω μείωσης του ποσοστού συμμετοχής του στα κεφάλαια των τραπεζών (dilution). Επιπρόσθετα, ελήφθησαν κι άλλα μέτρα, όπως στήριξη των τραπεζών με εγγυήσεις (ομόλογα), εξυγίανση τραπεζών (Αγροτική, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, Proton κ.ά.) και αναδιάταξη τραπεζικού συστήματος με εξαγορές και συγχωνεύσεις.
 
● 3η ανακεφαλαιοποίηση, Δεκέμβριος 2015: Εν μέσω capital controls και υπό την ασφυκτική πίεση της οδηγίας ΒRRD (σε ισχύ από 1/1/2016) που προβλέπει ότι πριν από τη λήψη κρατικής βοήθειας πρέπει να γίνει «κούρεμα» σε μετόχους, ομολογιούχους και καταθέτες για ποσά μεγαλύτερα των εγγυημένων 100.000 ευρώ (bail in), ολοκληρώθηκε με την επιβάρυνση του Δημοσίου να ανέρχεται σε 5,4 δισ. ευρώ και συμμετοχή ξένων επενδυτών με 5,3 δισ. ευρώ. Συνδέθηκε με τη διαμόρφωση συνολικού πλαισίου αντιμετώπισης των «κόκκινων» δανείων και ολοκληρώθηκε χωρίς πλήγμα για τις καταθέσεις.
 
Η κριτική που ασκείται σε ό,τι αφορά τις δύο πρώτες ανακεφαλαιοποιήσεις είναι ότι δεν υπήρξε κανένα δεσμευτικό πλαίσιο για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων (η κριτική αφορά και τους δανειστές), αλλά και για το γεγονός ότι το Δημόσιο, αν και μεγαλομέτοχος, δεν είχε πλήρη δικαιώματα ψήφου και λόγο στη διοίκηση των τραπεζών.
 
Οπως ανέφερε το ΔΝΤ τον Ιούλιο του 2015 (IMF Country Report No 15/186, July 14, 2015): «Θα μπορούσαν να χρειαστούν περαιτέρω ενέσεις κεφαλαίου στο μέλλον, ελλείψει ριζικής λύσης στα ζητήματα διακυβέρνησης που βρίσκονται στη ρίζα των προβλημάτων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος».
 
▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬
 
Υπάρχει οικονομία χωρίς τράπεζες;
 
ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΓΧΩΡΙΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΥΣ
 
Σε αυτό που όλοι συμφωνούν είναι ότι χωρίς χρηματοπιστωτική σταθερότητα και εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, η έξοδος της χώρας από τα μνημόνια και την εποπτεία των δανειστών, η επιστροφή στις αγορές και στην επενδυτική βαθμίδα και εντέλει η επιστροφή σε μια έστω και… προβληματική κανονικότητα δεν θα ήταν δυνατές
 
 
Ο δημόσιος διάλογος για το πόσο κόστισαν στο ελληνικό Δημόσιο η διάσωση και η σταθερότητα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος και πώς πρέπει να ξεπληρώσουν στην ελληνική κοινωνία, στον Ελληνα φορολογούμενο οι τράπεζες –κυρίως οι τέσσερις συστημικές– συνεχίζεται 15 χρόνια μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, με «ξεσπάσματα» σε κάθε συναλλαγή αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
 
Στην ερώτηση τι θα είχε συμβεί αν δεν είχε στηριχθεί –με πακτωλό χρημάτων όπως όλοι παραδέχονται– το τραπεζικό σύστημα, η απάντηση από όλες τις πλευρές είναι σχεδόν μονολεκτική: Ολεθρος. Και απώλεια καταθέσεων.
 
Κάθε πλευρά –και είναι περισσότερες των δύο– έχει τη δική της οπτική, προσέγγιση και επιχειρηματολογία και σε πολιτικό επίπεδο η αντιπαράθεση διεξάγεται πολλές φορές με όρους «άσπρο ή μαύρο».
 
Σε αυτό που όλοι συμφωνούν είναι ότι χωρίς χρηματοπιστωτική σταθερότητα και εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, η έξοδος της χώρας από τα μνημόνια και την εποπτεία των δανειστών, η επιστροφή στις αγορές και στην επενδυτική βαθμίδα και εντέλει η επιστροφή σε μια έστω και… προβληματική κανονικότητα δεν θα ήταν δυνατές. Για παράδειγμα, όποιος ανατρέξει στις εκθέσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης, εύκολα θα διαπιστώσει ότι το πρόγραμμα «Ηρακλής» είχε θετικό αντίκτυπο όχι μόνο στους ισολογισμούς των τραπεζών αλλά και στη συνολική εικόνα της οικονομίας.
 
Το πώς αξιοποιήθηκε η «επιτυχία» και πώς έγινε και αν έγινε η διάχυση των ωφελημάτων στους φορολογούμενους -και κυρίως σε εκείνους που εισέφεραν δυσανάλογα και υποφέρουν περισσότερο ακόμα και σήμερα- είναι θέμα πολιτικών επιλογών και προτεραιοτήτων.
 
Το γεγονός είναι ότι οι τράπεζες επέστρεψαν στην ευρωπαϊκή κανονικότητα, αλλά όχι και η κοινωνία. Τα «κόκκινα» δάνεια έφυγαν από τους τραπεζικούς ισολογισμούς αλλά παραμένουν στην οικονομία, οι τράπεζες μπορούν να δώσουν στεγαστικά δάνεια αλλά οι εν δυνάμει πελάτες δεν έχουν αναπληρώσει τις απώλειες των εισοδημάτων της κρίσης, οι τιμές των ακινήτων έχουν εκτοξευθεί είτε κάποιος θέλει να αγοράσει είτε να νοικιάσει, η κατάργηση της προστασίας της πρώτης κατοικίας δεν συνοδεύτηκε από μια σοβαρή, ρεαλιστική και ολιστική στεγαστική πολιτική. Η Αναπτυξιακή Τράπεζα και χρηματοδοτικά εργαλεία όπως ο Αναπτυξιακός και το ΕΣΠΑ δεν υποστηρίζουν τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.
 
Ανεξάρτητα από όλα τα παραπάνω, πριν από κάθε προσπάθεια αποτίμησης της συμμετοχής και στήριξης του Δημοσίου θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα εξής:
 
Στο καπιταλιστικό σύστημα όπου ζούμε οικονομία χωρίς τράπεζες δεν υπάρχει.
 
Η Ελλάδα ανήκει στη ζώνη του ευρώ και οι τράπεζες εποπτεύονται από την ΕΚΤ (SSM) με βάση τους ενιαίους κανόνες εποπτείας που ισχύουν από τις 4 Νοεμβρίου του 2014.
 
Τις εποχές των «παχιών αγελάδων» κανείς δεν ασχολήθηκε ουσιαστικά με τον σφιχτό εναγκαλισμό του Δημοσίου με τις τράπεζες, τις στρεβλώσεις και τα δομικά προβλήματα του χρηματοπιστωτικού κλάδου. Προβλήματα που αναδείχθηκαν όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση και… ανακαλύψαμε θαλασσοδάνεια σε «φίλους και κολλητούς», χορηγήσεις πιστωτικών καρτών, διακοποδανείων σε χαμηλόμισθους, ανέργους κ.λπ.
 
Τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου στα οποία είχαν μεγάλη έκθεση οι τράπεζες (είτε γιατί είχαν καλές αποδόσεις, είτε γιατί έκαναν το χατίρι κυβερνώντων) έγιναν σκουπίδια (junk) εν μια νυκτί και με το περίφημο PSI οι απώλειες για τις 4 συστημικές έφτασαν τα 28,2 δισ. ευρώ. Στις δύο ανακεφαλαιοποιήσεις (2013 και 2015) η συμμετοχή του Δημοσίου έφτασε συνολικά τα 30,9 δισ. ευρώ. Μάλιστα η «αχρείαστη» κατά τη Ν.Δ. ανακεφαλαιοποίηση του 2015 επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ κόστισε στο Δημόσιο 5,4 δισ. ευρώ. Σημειώνεται ότι η ανακεφαλαιοποίηση του 2014 έγινε με ιδιωτικά κεφάλαια ύψους 8,3 δισ. ευρώ.
 
Η έκρηξη των «κόκκινων» δανείων οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι οι απώλειες των εισοδημάτων έφτασαν στο 25%-30% και η ανεργία στα χρόνια της κρίσης κάλπαζε καθιστώντας δύσκολη έως αδύνατη την αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
 
Το τι έγινε σωστά και τι λάθος πρέπει να κρίνεται και να αξιολογείται με βάση τα κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά δεδομένα της περιόδου που ελήφθησαν οι σχετικές αποφάσεις και όχι τα σημερινά. Ειδικά όταν μιλάμε για μια περίοδο μνημονίων και μια περίοδο εκτός μνημονίων. Σε ό,τι αφορά το τραπεζικό σύστημα στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς, οι αλλαγές που έχουν γίνει τα τελευταία 10 χρόνια και ενώ είχε προηγηθεί η κατάρρευση της Lehman Brothers είναι κοσμογονικές σε εποπτικό και ρυθμιστικό επίπεδο.
 
Και επιπρόσθετα, σε ό,τι αφορά την ελληνική περίπτωση, όσο και αν θέλει η παρούσα κυβέρνηση να… ξεχνάει, τα «κάστανα» από τη φωτιά κλήθηκε κάποια στιγμή να τα βγάλει ένα κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, που δεν κουβαλούσε κυβερνητικές αμαρτίες του παρελθόντος.
 
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να έχουν επιβληθεί capital controls έστω και χαλαρά ήδη από το 2014 –η εκροή καταθέσεων είχε ξεκινήσει πολύ πριν–, αλλά μια τέτοια απόφαση θα είχε πολύ βαρύ πολιτικό αντίκτυπο.
 
Σε ό,τι αφορά την αποεπένδυση, κάποιοι υποστήριξαν ότι αν το Δημόσιο είχε προχωρήσει σε μερική, αλλά σημαντική αποεπένδυση την άνοιξη του 2014, θα είχε πολύ μικρότερη «χασούρα».
 
Η μελέτη του ΚΕΠΕ
 
Το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), με αφορμή την έναρξη του προγράμματος αποεπένδυσης του ΤΧΣ, υπολόγισε τη ζημία μεταξύ 42-43 δισ. ευρώ, με βάση την κεφαλαιοποίηση των Alpha Bank, Eθνικής, Εurobank και Πειραιώς το φθινόπωρο του 2023.
 
Σημειώνει ωστόσο ότι «για να υπήρχε απόσβεση των 46 δισ. τότε, θα έπρεπε η κεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών να ήταν τουλάχιστον 1383% μεγαλύτερη από αυτή στις 6/10/2023. Δηλαδή, περίπου 14,83 φορές μεγαλύτερη αυτής στις 6/10/2023». Ετσι, το «ζουμί» της μελέτης του ΚΕΠΕ είναι ότι τα 46 δισ. ευρώ δεν θα μπορούσε να τα πάρει πίσω και ακόμα και αν η αποεπένδυση γινόταν με ένα premium 80% -εξεζητημένη περίπτωση-, το ποσό ανάκτησης θα έφτανε τα 5,58 δισ. ευρώ.
 
Ωστόσο, η κεντρική ιδέα (συμπεράσματα της μελέτης) είναι πως καθίσταται αναγκαίος ο λεπτομερής απολογισμός του έργου του ΤΧΣ σε όρους πλήρους διαφάνειας και συνίσταται, μεταξύ άλλων, να ανακοινωθούν τα ακριβή κονδύλια ενίσχυσης για κάθε τράπεζα ώστε να υπολογιστεί το καθαρό αποτέλεσμα μετά και την πώληση του αντίστοιχου μεριδίου.
 
Επιπρόσθετα, «οι ενδιαφερόμενοι φορείς του Δημοσίου, καθώς και η ακαδημαϊκή-ερευνητική κοινότητα οφείλουν να αξιολογήσουν τις πρακτικές που υιοθετήθηκαν από το ΤΧΣ στο πλαίσιο της διεθνούς εμπειρίας» ώστε να αποφευχθούν παρόμοιες ζημιογόνες ενέργειες στο μέλλον για το ελληνικό Δημόσιο.
 
O αναβαλλόμενος φόρος
 
Ο νόμος Χαρδούβελη του 2013 (ν.4172) προβλέπει ότι σε περίπτωση που μια τράπεζα εμφανίσει ζημιές σε μια οικονομική χρήση, αυτές συμψηφίζονται με φορολογικές υποχρεώσεις. Με τροποποίηση του νόμου το 2021 οι ζημιές που προκύπτουν λόγω τιτλοποιήσεων ή πωλήσεων δανείων μπορούν να συμψηφιστούν με μελλοντικά κέρδη σε βάθος 20ετίας. Η ρύθμιση αυτή επιτρέπει στις τράπεζες να προχωρήσουν σε νέες συναλλαγές πωλήσεων και τιτλοποιήσεων, αλλά και να πάρουν πρόσθετες προβλέψεις. Η πλήρης απόσβεση του αναβαλλόμενου θα πρέπει να γίνει σταδιακά μέχρι το 2040.
 
Υπό την πίεση και του SSM οι τράπεζες αναμένεται ότι θα αξιοποιήσουν την υψηλή κερδοφορία και θα αποσβέσουν νωρίτερα τον αναβαλλόμενο (DTC), που αντιπροσωπεύει περίπου το 60% του βασικού κεφαλαιακού δείκτη CET 1 των συστημικών τραπεζών (περί τα 13 δισ. ευρώ), βελτιώνοντας την ποιότητα των κεφαλαίων τους. Το ποσοστό του αναβαλλόμενου φόρου στις ευρωπαϊκές τράπεζες αντιπροσωπεύει περίπου το 10% των εποπτικών κεφαλαίων.
 
Οι εγγυήσεις του «Ηρακλή»
 
Στα 20 δισ. ευρώ θα φτάσουν οι εγγυήσεις του προγράμματος «Ηρακλής» (Ηρακλής Ι, ΙΙ, ΙΙΙ) για τις τιτλοποιήσεις «κόκκινων» δανείων που επέτρεψε στις τράπεζες να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους (στον Ηρακλή ΙΙΙ αναμένεται να μπουν και Attica Bank – Παγκρήτια).
 
Οι τράπεζες καταβάλλουν σημαντικές προμήθειες που σε μεγάλο βαθμό θα καλύψουν ενδεχόμενο «σκάσιμο» μέρους τους εγγυήσεων σε βάθος χρόνου. Οι εγγυήσεις του Δημοσίου, εφόσον δεν έχουν καταπέσει, δεν εγγράφονται στο χρέος και δεν παράγουν οικονομικό αποτέλεσμα για τα δημόσια οικονομικά.
 
Η άλλη άποψη για το PSI και την αποεπένδυση
 
| Νίκος Παππάς | Κωστής Χατζηδάκης | Φίλιππος Σαχινίδης
 
«Είναι αποδεκτή η απώλεια 40 δισ. ευρώ από την πώληση των μετοχών των τραπεζών;» Αυτό ήταν το κεντρικό ερώτημα που έθεσε στον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος και τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., Νίκος Παππάς, λίγες μέρες πριν από το placement της Τράπεζας Πειραιώς, τον περασμένο Φεβρουάριο.
 
Επικαλούμενος τη μελέτη του ΚΕΠΕ, την υψηλή κερδοφορία, το ράλι του κλάδου στο Χ.Α., καθώς και τις εκθέσεις των ξένων επενδυτικών οίκων και των ελληνικών χρηματιστηριακών εταιρειών που προεξοφλούν ότι οι μετοχές του κλάδου έχουν ακόμα περιθώρια ανόδου που ξεπερνούν το 50%, ο Νίκος Παππάς σημείωνε σε επίκαιρη ερώτηση ότι, με βάση τα ώς τώρα στοιχεία, το Δημόσιο θα μπορούσε, διατηρώντας τις μετοχές του ΤΧΣ στις τράπεζες, να εισπράξει μερίσματα ύψους 760 εκατ. ευρώ μόνο για το 2023. «Γιατί η κυβέρνηση της Ν.Δ. δεν επιλέγει τη στρατηγική διατήρησης των πακέτων που διαθέτει το ΤΧΣ στις συστημικές τράπεζες, ώστε σταδιακά να ανακτήσει το ποσό της ανακεφαλαιοποίησής τους, που τόσο κόστισε στους φορολογούμενους, όπως έπραξαν άλλες χώρες;»
 
Σε ό,τι αφορά τον λογαριασμό της στήριξης του τραπεζικού συστήματος και τη διάσωση των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών, ο Κωστής Χατζηδάκης απάντησε ότι το Δημόσιο έχει όχι μόνο λογιστικό αλλά και γενικότερο όφελος από την αποεπένδυση. Μέσω του ΤΧΣ έχουν καταβληθεί 30,9 δισ. ευρώ, ενώ το όφελος σύμφωνα με τον υπουργό αναλύεται ως εξής:
 
28,2 δισ. από το κούρεμα ομολόγων (πρόγραμμα PSI) που κατείχαν οι 4 συστημικές τράπεζες.
 
3,8 δισ. ευρώ από την εξαγορά των μετατρέψιμων ομολογιών (CoCos).
 
1,5 δισ. από τις αποεπενδύσεις που έγιναν μέχρι σήμερα χωρίς να έχει ολοκληρωθεί ακόμη το πρόγραμμα (δεν περιλαμβάνονται τα 1,3 δισ. ευρώ από τη διάθεση του 27% της Πειραιώς).
 
«Το γενικό σύνολο είναι 33,5 δισ. ευρώ, δηλαδή το όφελος του Δημοσίου σε σχέση με τα 30,9 δισ. που έδωσε για την ανακεφαλαιοποίηση είναι 2,6 δισ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζονται τα μερίσματα 2013-2023, ύψους 5,5 δισ. ευρώ που κατέβαλε η Τράπεζα της Ελλάδας στο Δημόσιο, κυρίως λόγω της παροχής έκτακτης ενίσχυσης ρευστότητας προς το τραπεζικό σύστημα μέσω του ELA».
 
Στο ίδιο μήκος κύματος είναι ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας: «Πολλοί λοιπόν βγαίνουν και λένε “μα, κοιτάξτε, το Δημόσιο έδωσε 35-50 δισ. μέσω του ΤΧΣ στις τράπεζες και θα πάρουμε μόνο 10;”. Λάθος. Μεγάλο λάθος και ως διοικητής της κεντρικής τράπεζας οφείλω να αποκαταστήσω την αλήθεια. Το Δημόσιο έδωσε γύρω στα 30 με 40 δισ., θα πάρει τώρα 5, 10, πόσα θα πάρει; Τι άλλο όμως έχει πάρει; Εχει πάρει τα χρήματα του PSI. Αυτά στοίχισαν στις τράπεζες. Αυτά είναι γύρω στα 50 δισεκατομμύρια. Τι άλλο έχει πάρει που δεν το ξέρει ο κόσμος; Εχει πάρει τα τεράστια μερίσματα από την Τράπεζα της Ελλάδας, που έχουν προκληθεί από τον ELA. Αρα λοιπόν, αν βάλετε τη σούμα…» είχε αναφέρει ο Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στον «Κύκλο Ιδεών» τον περασμένο Νοέμβριο.
 
Κατά τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, με τη διάσωση των τραπεζών διασώθηκαν και καταθέσεις που ήταν δεκαπλάσιες από το κόστος ανακεφαλαιοποίησης.
 
Πάντως σε ό,τι αφορά το… μέτρημα ο Φίλιππος Σαχινίδης, πρώην υπουργός Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ, έχει μια διαφορετική προσέγγιση σχετικά με το PSI και ειδικότερα τον συνυπολογισμό της ζημιάς που υπέστησαν οι τράπεζες στην ανάλυση κόστους - οφέλους. Σε άρθρο του στην «Καθημερινή» τον περασμένο Νοέμβριο σημειώνει: «Αυτή όμως είναι μια λανθασμένη από νομικής σκοπιάς άποψη αλλά και από τη σκοπιά της πολιτικής οικονομίας. Νομικά γιατί μπορεί να εγείρει διεκδικήσεις από όσους πέραν των τραπεζών έχασαν από το PSI. Από τη σκοπιά της πολιτικής οικονομίας οδηγεί σε απαξίωση του ρόλου του PSI στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Επίσης, τα κεφάλαια που δόθηκαν στο ΤΧΣ περιλαμβάνονται στο δημόσιο χρέος. Αν η έξοδος από τις τράπεζες δεν αποδώσει τα ποσά που διατέθηκαν, το αντίστοιχο χρέος θα πρέπει να εξοφληθεί από άλλες πηγές και όχι για τον λόγο που δημιουργήθηκε. Η ανάληψη αυτού του χρέους από το Δημόσιο υπήρξε εξ αντικειμένου η επιλογή για να διασωθούν οι καταθέτες ώστε να μη ζήσει η χώρα την εμπειρία της Κύπρου και να διασφαλιστεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα».
 
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου