Για πολλούς οικονομολόγους το αμερικανικό χρέος
προσεγγίζει όρια επικίνδυνου κορεσμού. Η προσφυγή σε νέες εκδόσεις
τίτλων του δημοσίου για κάλυψη δαπανών, δεν έχει πλέον κανένα ευεργετικό
αποτέλεσμα στους πολίτες, αλλά αντίθετα επιδεινώνει την κατάστασή τους.
Οι πολιτικοί οφείλουν να αντιληφθούν πως η ανάπτυξη προκύπτει μέσω των
αποταμιεύσεων και των στιβαρών επενδύσεων, αντί της αύξησης των δαπανών
και συνεπακόλουθα του χρέους.
Εάν οι άλλοτε υπερασφαλείς επενδύσεις σε ομόλογα εγκυμονούν πλέον
κινδύνους, τότε εγείρεται θέμα για τα κεφάλαια των $133 τρισ. που
παραμένουν δεσμευμένα σε κρατικούς τίτλους σε διεθνές επίπεδο.
Αναμφίβολα ένα μεγάλο μέρος θα μετακινηθεί εκούσια σε ασφαλέστερες και
αποδοτικότερες επενδύσεις, ή ακούσια θα βρεθεί απέναντι σε χρεωκοπημένα
κράτη.
Πρόκειται για την μεγάλη εικόνα που ακόμα δεν αντιλαμβάνεται η
πλειοψηφία των επενδυτών, δεδομένου ότι επί τέσσερις δεκαετίες η αγορά
των ομολόγων διατηρεί σταθερά ανοδική πορεία, δημιουργώντας αισθήματα
αισιοδοξίας και ικανοποίησης σε ευρύτατη κλίμακα. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο
Πόλεμο οι τίτλοι του αμερικανικού δημοσίου καθιερώνονται με την μορφή
του κεντρικού πυλώνα της διεθνούς αγοράς ομολόγων, ενώ το δολάριο
αναδεικνύεται στο διεθνές αποθεματικό νόμισμα.
Όμως, το συγκεκριμένο σύστημα υπόκειται σε σοβαρές διαβρώσεις, με το
δίκτυο του πετροδολαρίου να υποχωρεί, ενώ και ο μονοπολικός κόσμος
απειλείται από μία πολυπολική αναθεώρηση των διεθνών γεωπολιτικών
ισορροπιών. Σ’ αυτό το περιβάλλον οι εκδόσεις των αμερικανικών τίτλων
του δημοσίου αυξάνονται, αλλά οι επενδυτές εξωτερικού μειώνονται, με
συνέπεια η αμερικανική κυβέρνηση να αντιμετωπίζει την απειλή να κηρύξει
παύση πληρωμών που προς το παρόν αποσοβείται με αυξήσεις των ορίων
χρέους. Με απλά μαθηματικά: εάν υποτεθούν έσοδα 1 δολαρίου ανά
δευτερόλεπτο, τότε απαιτούνται 1.029.860 έτη για αποπληρωμή του
αμερικανικού χρέους στα τρέχοντα επίπεδά του!
Μερικές Παρατηρήσεις
Η τελευταία πολιτική κρίση με επίκεντρο την αύξηση του ορίου
δανεισμού για την αποτροπή της παύσης πληρωμών, στοιχειοθετεί πως το
χρέος δεν εξυπηρετείται φυσιολογικά, οπότε μία πιθανή μελλοντική παύση
πληρωμών δεν αποκλείεται. Κατά συνέπεια δεν τίθεται θέμα ενός
χρηματοπιστωτικού γεγονότος, αλλά του τρόπου που πρόκειται να εκδηλωθεί.
Κατά κανόνα οι πολιτικοί επιλέγουν λύσεις με το μικρότερο βραχυχρόνιο
πολιτικό κόστος, οπότε η αύξηση του χρέους καθίσταται προτιμότερη από
την λήψη σειράς οδυνηρών αποφάσεων και ορθολογικής διαχείρισης του
προϋπολογισμού. Αρκεί κανείς να αναλογισθεί πως από το 1944 το όριο του
αμερικανικού χρέους έχει αυξηθεί 105 φορές για να αποτραπούν παύσεις
πληρωμών, οπότε οι προτιμώμενες λύσεις παραμένουν ευνόητες.
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κάποια ουσιαστική σημασία για κάποιο
όριο στις δαπάνες και το χρέος, από την στιγμή που η Βουλή τελικά
αποδέχεται την λύση της αύξησης των ορίων και θεωρεί πλέον πεπατημένη
την τακτική της δημιουργίας ελλειμμάτων ύψους τρισ. Σύμφωνα με το
Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (Congressional Budget Office –
CBO), οι προβλέψεις των ελλειμμάτων της επόμενης δεκαετίας, αν και
αρκετά αισιόδοξες, δείχνουν σωρευτικά ένα επιπλέον έλλειμμα της τάξης
των $20 τρισ έως το 2033, που αναπόφευκτα θα χρηματοδοτηθεί με εκδόσεις
νέων τίτλων του αμερικανικού δημοσίου.
Ιστορικά η διεθνής αγορά ομολόγων αποτελεί τον βασικό πυλώνα
συντήρησης του αμερικανικού χρέους, αλλά με την κρίση στην Ουκρανία και
την επιβολή εξαιρετικά σκληρών κυρώσεων κατά της Μόσχας, οι συνθήκες
μεταβάλλονται. Η δέσμευση –μεταξύ των άλλων– σημαντικού μέρους των
αποθεματικών της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας, αποτελεί ταυτόχρονα και
μία ανόητη απόδειξη του πολιτικού κινδύνου που συνδέεται με το
αμερικανικό δολάριο και τα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου.
Η
βεβιασμένη και ίσως αλόγιστη κίνηση δείχνει πως ο Λευκός Οίκος διαθέτει
τις δυνατότητες να δεσμεύει τα συναλλαγματικά αποθέματα μίας άλλης
χώρας χωρίς καμία προειδοποίηση! Για τους αλλοδαπούς επενδυτές στο
αμερικανικό χρέος η συγκεκριμένη ενέργεια αποδεικνύει πως το αμερικανικό
νόμισμα και οι τίτλοι του αμερικανικού δημοσίου μετατρέπονται ανά πάσα
στιγμή σε όπλα έναντι τρίτων, όπως καμία άλλη φορά στο παρελθόν. Ένα
τελευταίο παράδειγμα αποτελεί η απειλή επιβολής κυρώσεων εναντίον της
Ουγκάντα με αφορμή την καταπάτηση δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων.
Για τις χώρες του άλλοτε Τρίτου Κόσμου και πλέον του Παγκόσμιου Νότου
συνεπάγεται πως η εσωτερική τους πολιτική, ίσως αποτελέσει στόχο των
ΗΠΑ. Ο εντεινόμενος κατά συνέπεια πολιτικός κίνδυνος καθιστά τους
αμερικανικούς τίτλους λιγότερο ελκυστικούς και πολλές χώρες διερωτώνται
εάν η διακράτησή τους συνεπάγεται κινδύνους, σε περίπτωση που η πολιτική
τους δεν ευθυγραμμίζεται με τις επιταγές του Λευκού Οίκου.
Η υποβάθμιση από την FITCH
Η Κίνα λόγου χάρη που αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους κατόχους
αμερικανικών τίτλων, μειώνει σταθερά από το 2021 τον όγκο τους, έχοντας
ρευστοποιήσει το 25% του συνόλου. Σε παράλληλη τροχιά κινείται η
Σαουδική Αραβία και οι χώρες του Κόλπου, ενώ και η σύμμαχος των ΗΠΑ
Ιαπωνία, μειώνει και αυτή την έκθεσή της στο αμερικανικό χρέος, με
πρόσχημα την στήριξη του νομίσματός της.
Η μείωση της ζήτησης, σε συνδυασμό με την υποβάθμιση του οίκου FITCH,
θα ωθήσει τα επιτόκια δανεισμού σε υψηλότερα επίπεδα, αυξάνοντας
συνεπακόλουθα το κόστος εξυπηρέτησης του αμερικανικού χρέους. Ούτως ή
άλλως, όταν στην αγορά ομολόγων η ζήτηση για μία έκδοση μειώνεται, το
επιτόκιό της αυξάνεται για να προσελκύσει αγοραστές, είτε πρόκειται για
ιδιώτες ή για θεσμικούς επενδυτές.
Προ δωδεκαετίας, η επικρατούσα άποψη εστιαζόταν στο γεγονός ότι οι
τράπεζες της Ασίας θα συνεχίσουν να συνεισφέρουν ουσιαστικά στην
μόχλευση του αμερικανικού χρέους, με συνέπεια οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ να
θεωρούν δεδομένο το γεγονός ότι δεν θα υπάρξουν προβλήματα στις εκδόσεις
κρατικών τίτλων. Όμως, μετά την υποβάθμιση του οίκου FITCH, οι
κεντρικοί τραπεζίτες στην Ασία αισθάνονται πως έχουν παγιδευθεί σε έναν
τεράστιο όγκο χρεωγράφων του αμερικανικού δημοσίου με μεγάλες υποαξίες.
Οι τρέχουσες συνθήκες εξηγούν τους βασικούς λόγους που η Ιαπωνία με
χαρτοφυλάκιο αμερικανικών τίτλων συνολικής αξίας $1,1 τρισ., η Κίνα με
ανάλογο ύψους $860 δισ., η Ταϊβάν με $235 δισ., η Ινδία με $232
δισεκατομμύρια, το Χονγκ-Κόνγκ με $227 δισεκατομμύρια, η Σιγκαπούρη με
$188 δισ. και η Νότιος Κορέα με $106 δισ. έχουν εγκλωβισθεί. Από την
άλλη πλευρά η συμπεριφορά της αμερικανικής κυβέρνησης εξωθεί τους
κεντρικούς τραπεζίτες της Ασίας στον πειρασμό των ρευστοποιήσεων, με την
έκθεση του οίκου FITCH να αποτελεί μία σοβαρή δικαιολογία για να
αλλάξουν την συμπεριφορά τους.
Επιδεινώνεται το αξιόχρεο της χώρας
Οι αναλυτές του οίκου επισημαίνουν πέραν του χρέους που θα
προσεγγίσει τα $34 τρισ., η χαοτική εικόνα της αμερικανικής οικονομικής
πολιτικής και τα παιγνίδια της παράταξης των Ρεπουμπλικάνων με
αντικείμενο το όριο του χρέους, επιδεινώνουν σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα
το αξιόχρεο της χώρας. Από την πλευρά του ο οίκος MOODY’S υποβαθμίζει 10
μικρές και μεσαίες αμερικανικές τράπεζες, θέτοντας παράλληλα σε
κατάσταση αρνητικής προοπτικής ακόμα 11, επικαλούμενος τις πιέσεις στην
κερδοφορία τους και την αδυναμία τους να αυξήσουν τα μη διανεμόμενα
κέρδη, ενισχύοντας τα ίδια κεφάλαιά τους.
Το πρόβλημα πλέον έγκειται στο μέγεθος του ομοσπονδιακού χρέους, από
την στιγμή που ακόμα και η επιστροφή των επιτοκίων στον ιστορικό μέσο
όρο τους, συνεπάγεται πως το κόστος εξυπηρέτησής του θα απορροφά το
μεγαλύτερο μέρος των δημοσίων εσόδων, περισσότερα από την κοινωνική
ασφάλιση και τις αμυντικές δαπάνες, αποτελώντας το μεγαλύτερο έξοδο του
ομοσπονδιακού προϋπολογισμού.
Η προσφορά αυξημένων πάντως επιτοκίων για την άγρα επενδυτών,
συνεπάγεται άνοδο του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους σε επίπεδα που
ίσως δοκιμάσουν τραυματικά την αμερικανική οικονομία, οπότε εκ των
πραγμάτων η κυβέρνηση οφείλει να αποφύγει επιλογές του συγκεκριμμένου
τύπου. Εάν εξαλειφθεί το ζήτημα των ελκυστικών επιτοκίων, προβάλλει
αναπόφευκτα το ερώτημα ποιοι θα χρηματοδοτήσουν το αμερικανικό χρέος. Η
μοναδική οντότητα που έχει την δυνατότητα να αναλάβει την συγκεκριμένη
ευθύνη είναι η FED (Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα), μέσω αναγκαστικής
κυκλοφορίας νέου χρήματος. Η λύση αυτή, πάντως, εγκυμονεί σοβαρούς
κινδύνους υποτίμησης του δολαρίου, αν και παρακάμπτει το ακανθώδες
ζήτημα της παύσης πληρωμών.
Επειδή δεν κρίνεται σκόπιμο να αναζητηθούν επενδυτές με ελκυστικότερα
επιτόκια, επιβάλλεται η προσφυγή σε άλλα μέτρα, όπως ο
χρηματοοικονομικός καταναγκασμός, δηλαδή η κατεύθυνση κεφαλαίων από τον
ιδιωτικό τομέα προς το δημόσιο, με στόχο την μείωση του αμερικανικού
χρέους. Με την διαδικασία αυτή η κυβέρνηση αποκτά την δυνατότητα να
δανείζεται με ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια, χρηματοδοτώντας με χαμηλό
κόστος τις δαπάνες της.
Τα μέτρα συμπεριλαμβάνουν άμεσο δανεισμό της κυβέρνησης από την
εσωτερική αγορά, επιβολή ανώτατων ορίων στα επιτόκια, έλεγχο κίνησης
κεφαλαίων με τρίτες χώρες, αυξήσεις της κεφαλαιακής επάρκειας των
τραπεζών και μεγαλύτερη διασύνδεση των τραπεζών με την κυβέρνηση, μέσω
νέων διαύλων ελέγχου. Αν και γενικά αυτά κρίνονται δείγματα λανθασμένης
οικονομικής πολιτικής, που συνήθως εκδηλώνεται σε αναπτυσσόμενες
οικονομίες, έχουν εφαρμοσθεί και σε αναπτυγμένες μέσω της Πιστωτικής
Επέκτασης (QE) και αυστηρότερων ρυθμίσεων στα θέματα κεφαλαιακής
επάρκειας μετά την κρίση του 2008-2009.
Τέτοια μέτρα, όμως, καταστρέφουν τους ομολογιούχους και συντελούν σε
μία τεράστια μεταφορά πλούτου από τους αποταμιευτές προς το δημόσιο
(κυβερνήσεις, κεντρική τράπεζα και όσους συνδέονται με το σύστημα
διακυβέρνησης). Η ιστορία στοιχειοθετεί πάντως πως εκατομμύρια άνθρωποι
καταστρέφονται οικονομικά σε περιόδους μεγάλων μεταβολών, κυρίως λόγω
του ότι δεν αντιλαμβάνονται την μεγάλη εικόνα, ώστε να λάβουν τα
κατάλληλα μέτρα προστασίας.
Πηγή : https://slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου