MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2023

Η Γεωοικονομία των παγκοσμίων συγκρούσεων

Oι πόλεμοι είναι γεωπολιτικοί και συχνά κερδίζονται μέσω της βιομηχανικής ικανότητας των κρατών που έχει πρωτίστως σχέση με την οικονομία – ενώ η οικονομία και η παγκόσμια στρατηγική, ήταν ανέκαθεν συνυφασμένες μεταξύ τους. Η σημερινή εξέλιξη όμως, το καινούργιο δηλαδή, είναι το ότι, η οικονομία δεν αποτελεί απλά ένα συμπλήρωμα της γεωπολιτικής, αλλά το κύριο γεγονός – χωρίς φυσικά να σημαίνει κάτι τέτοιο πως οι πόλεμοι έχουν τελειώσει. Σημαίνει πως οι μεγάλες δυνάμεις, στην παγκοσμιοποιημένη εποχή μας, βασίζουν τους υπολογισμούς τους στο οικονομικό κέρδος και στις ζημίες – ενώ χρησιμοποιούν τα οικονομικά όπλα όχι ως βοηθητικά, όπως στο παρελθόν, αλλά ως κύρια. Εάν πάντως η Κίνα στηρίξει τελικά τη Ρωσία, σε έναν πόλεμο δια αντιπροσώπων με τις ΗΠΑ, τότε οι ΗΠΑ θα χάσουν – με το δολάριο να χάνει την παγκόσμια ηγεμονία του και να καταρρέει.
.
Ανάλυση

Όπως είναι γνωστό, η γεωπολιτική είναι η μελέτη των επιπτώσεων της γεωγραφίας της Γης, ανθρώπινης και φυσικής, στην πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις – επεξηγεί δε πώς χώρες, επιχειρήσεις, τρομοκρατικές ομάδες κλπ. προσπαθούν να επιτύχουν τους πολιτικούς τους στόχους, ελέγχοντας τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά του πλανήτη που ονομάζονται «γεωγραφικές οντότητες».
 
Γεωγραφικές οντότητες είναι τα μέρη, οι περιοχές, οι κλίμακες και τα δίκτυα που συνθέτουν τον πλανήτη – ενώ περιλαμβάνουν μελέτες περιοχής, κλίμα, τοπογραφία, δημογραφία, φυσικούς πόρους και εφαρμοσμένη επιστήμη της περιοχής που αξιολογείται. Η γεωπολιτική επικεντρώνεται στην πολιτική δύναμη που συνδέεται με τον γεωγραφικό χώρο – στα χωρικά ύδατα και στα χερσαία εδάφη, σε συσχετισμό με τη διπλωματική ιστορία.
 
Η γεωστρατηγική τώρα, είναι η γεωγραφική κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής ενός κράτους – ενώ περιγράφει πού ακριβώς ένα κράτος συγκεντρώνει τις προσπάθειές του, προβάλλοντας στρατιωτική ισχύ και κατευθύνοντας τη διπλωματική δραστηριότητα.
 
Η γεωστρατηγική εξετάζει τον τρόπο, με τον οποίο οι γεωπολιτικοί παράγοντες ενημερώνουν, περιορίζουν και επηρεάζουν τις επιχειρήσεις μακροπρόθεσμα – ενώ υπάρχουν οι εξής τέσσερις κατηγορίες που αλληλοεπιδρούν, εξελίσσονται και αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου: Δημογραφικά στοιχεία, Γεωγραφία, Τεχνολογία και Πολιτισμός.
 
Η διαφορά μεταξύ γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής είναι η εξής: Σε αντίθεση με τη γεωπολιτική, η οποία ασχολείται με τη μελέτη της εξωτερικής πολιτικής του κράτους υπό το πρίσμα της γεωγραφίας του, η γεωστρατηγική εστιάζει στον προσδιορισμό μιας περιοχής – η οποία, εάν κυριαρχείται, διευκολύνει το κυρίαρχο κράτος να οικοδομήσει και να κινηθεί προς την παγκόσμια επιρροή.
 
Η γεωοικονομία
 
Συνεχίζοντας, η γεωπολιτική διαδραματίζει μεν καίριο ρόλο, αλλά το πιο σημαντικό σήμερα είναι η εξέταση αυτών που συμβαίνουν από την οπτική γωνία, υπό το πρίσμα καλύτερα της γεωοικονομίας – η οποία είναι ο συνδυασμός της γεωπολιτικής με την οικονομία.
 
Εν προκειμένω, οι πόλεμοι είναι γεωπολιτικοί και συχνά κερδίζονται μέσω της βιομηχανικής ικανότητας των κρατών που έχει πρωτίστως σχέση με την οικονομία – ενώ η οικονομία και η παγκόσμια στρατηγική, ήταν ανέκαθεν συνυφασμένες μεταξύ τους. Η σημερινή εξέλιξη όμως, το καινούργιο δηλαδή, είναι το ότι, η οικονομία δεν αποτελεί απλά ένα συμπλήρωμα της γεωπολιτικής, αλλά το κύριο γεγονός – χωρίς φυσικά να σημαίνει κάτι τέτοιο πως οι πόλεμοι έχουν τελειώσει.
 
Σημαίνει πως οι μεγάλες δυνάμεις, στην παγκοσμιοποιημένη εποχή μας, βασίζουν τους υπολογισμούς τους στο οικονομικό κέρδος και στις ζημίες – ενώ χρησιμοποιούν τα οικονομικά όπλα όχι ως βοηθητικά, όπως στο παρελθόν, αλλά ως κύρια. Φάνηκε δε καθαρά από την πλευρά των ΗΠΑ, όσον αφορά τις κυρώσεις εναντίον του Ιράν, της Ρωσίας ή της Κίνας, στο θέμα των Nord Stream, στην επιβολή του LNG στην ΕΕ με τεράστια κέρδη, ή στην πώληση όπλων στις χώρες του ΝΑΤΟ – προς όφελος της αμυντικής τους βιομηχανίας.
 
Η παραπάνω αλλαγή, περιγράφηκε στην αρχή της νέας εποχής της παγκοσμιοποίησης από τον E.N. Luttwak – σε ένα άρθρο του από το 1990, με τον τίτλο «Από τη γεωπολιτική στη γεωοικονομία, η λογική της σύγκρουσης και η γραμματική του εμπορίου» (πηγή). Ο Luttwak έγραψε συγκεκριμένα ότι, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η έναρξη της παγκοσμιοποίησης, σήμαινε πως η ένοπλη σύγκρουση ήταν πλέον πολύ δαπανηρή και αβέβαιη για τις μεγάλες δυνάμεις – οπότε η οικονομία θα ήταν πια η αρένα, όσον αφορά τις συγκρούσεις.
 
Έγραψε επίσης πως οι μέθοδοι του εμπορίου αντικαθιστούν τις στρατιωτικές μεθόδους – με το διαθέσιμο κεφάλαιο αντί της δύναμης του πυρός, με την πολιτική καινοτομία αντί της στρατιωτικής κει τεχνικής προόδου, καθώς επίσης με τη διείσδυση στην αγορά, αντί με στρατιωτικές εισβολές και με πολεμικές βάσεις.
 
Κατέληξε δε πως, ενώ οι μέθοδοι του μερκαντιλισμού (ανάλυση) μπορούσαν πάντοτε να κυριαρχούνται από τις μεθόδους του πολέμου, στη σύγχρονη εποχή δεν πρέπει να είναι οικονομικά μόνο τα αίτια της σύγκρουσης, αλλά και τα μέσα. Η Ευρώπη πάντως και ειδικά η Ελλάδα, η Ιταλία επίσης σε κάποιο βαθμό, βίωσαν αυτού του είδους τον οικονομικό μερκαντιλισμό εκ μέρους της Γερμανίας (πηγή) – με εξαιρετικά οδυνηρά αποτελέσματα που θα στοιχειώνουν τη χώρα για πολλές δεκαετίες.
 
Βέβαια, ο Luttwak αναφερόταν κυρίως στις μεγάλες δυνάμεις, όπως στις ΗΠΑ, στην Κίνα, στη Ρωσία, στην Ιαπωνία, στην ΕΕ και στα έθνη της Κοινοπολιτείας, συμπεριλαμβανομένου του Καναδά και της Αυστραλίας – αναγνωρίζοντας πως οι μεσαίες δυνάμεις, όπως το Ισραήλ, το Ιράν, το Πακιστάν, η Τουρκία κοκ., θα μπορούσαν να βρίσκουν ακόμη ωφέλιμο τον πόλεμο. Δεν απέκλεισε όμως το ενδεχόμενο να παρεμβαίνουν οι μεγάλες δυνάμεις σε πολέμους που εμπλέκουν τις μεσαίες – όπως οι ΗΠΑ στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν ή η Ρωσία στην Ουκρανία.
 
Δεν θεωρούσε λοιπόν πως ο πόλεμος είναι ξεπερασμένος, αλλά μόνο ότι δεν θα περιλάμβανε άμεση αντιπαράθεση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων – ενώ οι παρεμβάσεις και οι πόλεμοι που αφορούν μεσαία ή μικρά κράτη θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν, με τα μικρομεσαία κράτη να χρησιμοποιούνται επίσης ως αντιπρόσωποι των μεγάλων δυνάμεων.
 
Η γεωοικονομία στις σημερινές συγκρούσεις 
 
Περαιτέρω η γεωοικονομία, ο ανταγωνισμός δηλαδή των μεγάλων δυνάμεων που χρησιμοποιούν τα οικονομικά ως στόχο και όπλο, είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο για την ανάλυση των δύο μεγάλων κρίσεων που συμβαίνουν στον πλανήτη σήμερα: της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και της απειλής της Κίνας για την Ταιβάν.
 
Παρεμπιπτόντως εδώ, οι ΗΠΑ έχουν βρει δύο σημαντικά αδύνατα σημεία στις παραπάνω χώρες – το ότι τόσο η Ουκρανία, όσο και η Ταιβάν
(α) έχουν πληθυσμούς με πολλά κοινά σημεία με τις Ρωσία και Κίνα, οπότε ο πόλεμος μεταξύ τους θα έμοιαζε με εμφύλιο που προκαλεί μεγάλο φανατισμό,
(β) έχει καλλιεργηθεί μία «εμφύλια εχθρότητα» και
(γ) είναι σημαντικές για την άμυνα της εκάστοτε μεγάλης δύναμης.
Εν προκειμένω, θα έμοιαζε σαν να είχε το Μεξικό αντίστοιχα χαρακτηριστικά για τις ΗΠΑ – υπενθυμίζοντας πόσο απόλυτες είναι οι ΗΠΑ με το δόγμα Monroe (ανάλυση), όσον αφορά την «ήπειρο τους», καθώς επίσης την εισβολή τους στην Κούβα.
 
Η ρωσική εστία πυρκαγιάς
 
Συνεχίζοντας, για κάθε λογικό και μη χειραγωγημένο άνθρωπο η δυτική αφήγηση, σύμφωνα με την οποία ο Putin είναι ο κακός που θέλει να κατακτήσει την Ουκρανία, είναι ψευδής – αφού είχε προειδοποιήσει τη Δύση πριν περισσότερα από 20 χρόνια, να μην προωθηθεί στις συνοριακές χώρες της Ρωσίας. Αποδέχθηκε όμως παρ’ όλα αυτά τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης και όχι μόνο, τοποθετώντας ανέκαθεν τις κόκκινες γραμμές του στη Λιθουανία, στην Ουκρανία και στη Γεωργία – όπου όμως το 2004 το ΝΑΤΟ πέρασε την κόκκινη γραμμή της Ρωσίας, με την αποδοχή της Λιθουανίας προς ένταξη
 
Προφανώς τότε δεν μπορούσε ο Putin να αντιδράσει, αφού η Ρωσία δεν είχε συνέλθει από τη χρεοκοπία και τη ληστεία του ΔΝΤ – με την επιβολή της στρατηγικής σοκ και δέους (ανάλυση). Δεν συνέβη όμως το ίδιο το 2008, με τον πόλεμο της Γεωργίας,  όπου αντέδρασε – ενώ μπορεί μεν η Γεωργία να υπέγραψε μία συμφωνία σύνδεσης με την ΕΕ, αλλά δεν υπέβαλε αίτημα για πλήρες μέλος της, ούτε φυσικά στο ΝΑΤΟ.
 
Εν τούτοις, το 2008 υπέβαλε η Ουκρανία αίτηση ένταξης της στο ΝΑΤΟ που την αποδέχθηκαν οι ΗΠΑ – ενώ ο Putin δεν ήθελε τίποτα άλλο, παρά την Ουκρανία ως ουδέτερο κράτος. Ο λόγος τώρα που η Ουκρανία είναι τόσο σημαντική για τη Ρωσία είναι το ότι, η ένταξη της στο ΝΑΤΟ, αποτελεί μία υπαρξιακή απειλή για τη Μόσχα – όπως φαίνεται από τον κατωτέρω χάρτη, όπου η γραμμή από την Εσθονία στα βόρεια έως την Ουκρανία στα νότια, σχηματίζει το γράμμα «C» που περιβάλλει τη Μόσχα ως πρωτεύουσα από τα βόρεια, τα δυτικά και τα νότια.
 
 
Ειδικότερα, τμήματα της Ουκρανίας ευρίσκονται στην πραγματικότητα ανατολικά της Μόσχας, ανοίγοντας την περιοχή σε επίθεση από τα δυτικά – κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ από την εποχή της Μογγολικής Αυτοκρατορίας του  Τζένκινς Χαν τον 13ο αιώνα. Εν προκειμένω λοιπόν, εάν η Ουκρανία δεν παραμείνει ουδέτερη, τότε ο Putin πιστεύει πως πρέπει να την ελέγξει, τουλάχιστον το ανατολικό μισό – ακόμη και με τη βία.
 
Σωστά βέβαια λέγεται πως η Ουκρανία έχει κάθε δικαίωμα να κάνει τις δικές της επιλογές ως κράτος – χωρίς όμως να σκέφτεται κανείς πώς θα ενεργούσαν οι ΗΠΑ, εάν το Μεξικό ήθελε να υπαχθεί στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας (αν και έχουμε δει τι συνέβη στην Κούβα) ή η Ταιβάν στο ΝΑΤΟ, όσον αφορά την Κίνα.
 
Σε κάθε περίπτωση, η κατάκτηση της Ουκρανίας δεν μπορεί να ήταν και δεν είναι ο κύριος στόχος του Putin – πόσο μάλλον όταν η Ρωσία εκτείνεται σε μία αχανή έκταση, με τεράστιο ενεργειακό πλούτο και πρώτες ύλες, με πληθυσμό μόλις 143 εκ. κατοίκων και με μία Ομοσπονδία πολλών διαφορετικών φυλών. Αυτό που θα ήθελε ήταν μία Ουκρανία που δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, με μία ουδέτερη κυβέρνηση και με την πλήρη λειτουργία των αγωγών Nord Stream που φαίνεται πως ανατίναξαν οι ΗΠΑ – αφού του εξασφάλιζαν την πώληση φυσικού αερίου στην ΕΕ.
 
Εδώ πρόκειται για μία τέλεια απεικόνιση του γεωοικονομικού ορισμού του Luttwak – με την έννοια πως οι στόχοι ήταν εμπορικοί, με την εξάρτηση της ΕΕ από το φυσικό αέριο, τα εργαλεία επίσης εμπορικά, οι αγωγοί δηλαδή και οι παίκτες ήταν οι δύο μεγάλες δυνάμεις: οι ΗΠΑ και η Ρωσία. Εύλογα λοιπόν συμπεραίνει κανείς πως εάν ο Putin μπορούσε να πάρει τα περισσότερα από αυτά μέσω διαπραγματεύσεων, δεν θα υπήρχε λόγος να εισβάλει στην Ουκρανία – κάτι που απέκλεισαν οι ΗΠΑ να συμβεί, αφού θα σήμαινε πως θα είχαν ηττηθεί γεωοικονομικά.

Από την άλλη πλευρά, είναι σημαντικό το ότι, οι αμερικανικές κυρώσεις δεν έχουν επηρεάσει τις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου ή φυσικού αερίου – ενώ η Ρωσία συνεχίζει να παρέχει το 10% περίπου του συνόλου του πετρελαίου που παράγεται στον πλανήτη. Στην ουσία δε, είναι αδύνατον να επιβληθούν στη Ρωσία κυρώσεις, όσον αφορά τις πωλήσεις πετρελαίου – ενώ η οικονομία της, σύμφωνα με το ΔΝΤ, πηγαίνει πολύ καλύτερα, από όσο είχε το ίδιο προβλέψει.
 
Εξακολουθούμε βέβαια να ελπίζουμε πως η Ρωσία και οι ΗΠΑ θα αποφύγουν την άμεση ένοπλη σύγκρουση στην Ουκρανία – αν και ο πόλεμος κλιμακώνεται, με ενδεχόμενη την είσοδο της Κίνας. Ειδικότερα, ο πόλεμος με αντιπρόσωπο των ΗΠΑ την Ουκρανία εναντίον της Ρωσίας, κινδυνεύει να εξελιχθεί σε πόλεμο της Κίνας εναντίον των ΗΠΑ, με αντιπρόσωπο της τη Ρωσία – στη συνέχεια σε έναν πραγματικά παγκόσμιο πυρηνικό, με τους BRICS+ (ανάλυση) και το ΝΑΤΟ σε αντίπαλα στρατόπεδα. Ως εκ τούτου, πιθανότατα οι τιμές της ενέργειας θα αυξηθούν, προς όφελος της Ρωσίας και των άλλων παραγωγών ενέργειας, όπως οι ΗΠΑ – ενώ οι χαμένοι θα είναι η Ουκρανία, η ΕΕ και όλοι οι χρήστες ενέργειας παγκοσμίως.
 
Η κινεζική εστία πυρκαγιάς 
 
Περαιτέρω, η δεύτερη κρίσιμη αλλά μελλοντική εστία πυρκαγιάς, είναι η πιθανότητα μίας κινεζικής εισβολής στην Ταιβάν – αν και η Κίνα έχει διδαχθεί πάρα πολλά από τον πόλεμο της Ουκρανίας, οπότε θα ήταν πιο λογικό το προηγούμενο σενάριο: η έμμεση συμμετοχή της στον πόλεμο της Ουκρανίας, στο πλευρό της Ρωσίας.
 
Γνωρίζει δηλαδή πως τόσο οι κίνδυνοι, όσο και το κόστος είναι δυσανάλογα υψηλά – οπότε, αντί να εισβάλει, θα μπορούσε να συνεχίσει τη ρητορική της, να βελτιώσει τη στρατιωτική της ετοιμότητα και να περιμένει την κατάλληλη στιγμή.
Σύμφωνα εδώ με τον ορισμό της γεωοικονομίας του Luttwak, σε έναν κόσμο προ της παγκοσμιοποίησης, η Κίνα θα μπορούσε κάλλιστα να είχε εισβάλει στην Ταιβάν – κάτι που όμως δεν ισχύει υπό τις σημερινές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης. Εν προκειμένω, είναι καλύτερα να απέχει στρατιωτικά, συνεχίζοντας την πρόοδο της στην τεχνολογία, στην παραγωγή προστιθέμενης αξίας και στην εξασφάλιση φυσικών πόρων – κάτι που απαιτεί συνεργασία και όχι αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, κυρίως όμως με την Ευρώπη.
 
Πόσο μάλλον όταν απέναντι στις τεχνολογικά εξελιγμένες ευρωπαϊκές χώρες, έχει αποκτήσει μεγάλα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα – με τη «βοήθεια» του πολέμου της Ουκρανίας και των ενεργειακών τιμών. Εκτός αυτού, η δομή της διακυβέρνησης της αποτελεί ένα ακόμη ανταγωνιστικό πλεονέκτημα – σημειώνοντας πως για να καταφέρει κανείς να γίνει ένα από τα 100.000 μέλη του κομμουνιστικού κόμματος της, πρέπει να έχει αναδειχθεί στο νούμερο ένα του τομέα του, ενώ ακόμη και ο δεύτερος αποκλείεται.
 
Με απλά λόγια, ενώ στη Δύση οι καλύτεροι απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα, είτε ως στελέχη επιχειρήσεων, είτε ως επιχειρηματίες, στην Κίνα οδηγούνται στο κόμμα – γεγονός που καθιστά πολύ αποτελεσματικό τον κρατικό μηχανισμό, ενώ εξασφαλίζει την ισχυροποίηση της οικονομίας.
 
Εν προκειμένω, σύμφωνα με τον «Κανόνα του 72» (=διαίρεση του 72 με τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης, για να προβλεφθεί πότε μία οικονομία ή μία επένδυση θα διπλασιασθεί), η κινεζική οικονομία διπλασιαζόταν κάθε επτά χρόνια – γεγονός μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία. Έτσι, από το 7% του ΑΕΠ των ΗΠΑ το 1980, το 2015 είχε φτάσει στο 61% – ενώ οι εξαγωγές της από το 8% των ΗΠΑ στο 151% και το αποθεματικό της από 16% στο αστρονομικό 3.140%. Σε όρους ΑΕΠ δε σε αγοραστική αξία (ΡΡΡ), το ΑΕΠ της υπολογιζόταν από το ΔΝΤ το 2024 στα 35,6 τρις $ – όταν των ΗΠΑ στα 25 τρις $.
 
Εκτός αυτού, σε αντίθεση με τη Δύση, τόσο η Κίνα, όσο και η Ρωσία, προβάλλουν πολιτισμικά κριτήρια πριν τα οικονομικά – όπως η Ρωσία την Ορθοδοξία και η Κίνα τον ιστορικά αρχαιότερο πολιτισμό της.
 
Με βάση λοιπόν τη γεωοικονομική θεωρία, η Κίνα θα απέχει από την εισβολή στην Ταιβάν, όσο και αν προκληθεί από τις ΗΠΑ – ενώ θα συνεχίσει τις απειλές και την οικονομική αντιπαράθεση με τη Δύση. Δεν θα κάνει δηλαδή το τεράστιο λάθος του Putin στην Ουκρανία – αν και η θέση του Putin ήταν πολύ πιο δύσκολη, αφού δεν εξουδετέρωσε την εξέγερση του Maidan (ανάλυση), ενώ τον παραπλάνησαν η Γερμανία και η Γαλλία με τη συμφωνία του Minsk, όπως παραδέχθηκε δημόσια η Merkel.
 
Εν τούτοις, οι ΗΠΑ και η Κίνα θα συνεχίσουν να αποσυνδέονται οικονομικά – ενώ οι διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας θα επιδεινωθούν, προτού βελτιωθούν, αφού φαίνεται πως θα υπάρξει μία νέα διαμόρφωση της που θα περιλαμβάνει περισσότερες χερσαίες λωρίδες και μικρότερες μεταφορικές αποστάσεις.
 
Ως εκ τούτου, η ανάπτυξη της Κίνας θα καθυστερήσει και δεν θα μπορέσει να κάνει τα τεχνολογικά άλματα που χρειάζεται για να ξεφύγει άμεσα από την παγίδα του μεσαίου εισοδήματος (ανάλυση) – οπότε να μετατραπεί σε μία ανεπτυγμένη οικονομία υψηλού εισοδήματος.
 
Ενδέχεται δε αυτή η καθυστέρηση, σε συνδυασμό με τα υψηλά χρέη και με τα δυσμενή δημογραφικά της στοιχεία, να τη βυθίσουν σε μία μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση, με παγκόσμιες συνέπειες – αν και οι ΗΠΑ δεν είναι σε καλύτερη κατάσταση οικονομικά, με κριτήριο τα τεράστια ελλείμματα και το δημόσιο χρέος τους.
 
Επίλογος      
 
Ολοκληρώνοντας οι παραπάνω γεωπολιτικές εντάσεις, ελπίζοντας να μη μεσολαβήσει ένας πυρηνικός πόλεμος, θα διαταράξουν ακόμη περισσότερο τις εφοδιαστικές αλυσίδες – γεγονός που θα οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές των εισαγομένων προϊόντων και του κόστους μεταφοράς, σημειώνοντας πως ειδικά για την Ελλάδα που εισάγει όλο και πιο πολλά προϊόντα, έχοντας ένα θηριώδες εμπορικό έλλειμμα (38,4 δις € το 2022), καθώς επίσης ένα μη βιώσιμο δημόσιο χρέος πάνω από 400 δις € (χρεοκοπήσαμε με 300 δις €), θα είναι εξαιρετικά επικίνδυνο.
 
Πόσο μάλλον όταν όλα αυτά προδιαγράφουν έναν σταθερά υψηλό πληθωρισμό και αυξανόμενα επιτόκια – τα οποία είναι θανατηφόρα για υπερχρεωμένες επιχειρήσεις, νοικοκυριά και κράτη. Τα υψηλά επιτόκια οδηγούν επί πλέον σε ύφεση τις οικονομίες – με αποτέλεσμα την άνοδο των χρεών, την αύξηση της ανεργίας, τα κραχ στα χρηματιστήρια κοκ. Επομένως οφείλει να είναι κανείς, ως κράτος, επιχείρηση ή νοικοκυριό, πολύ προσεκτικός – περιορίζοντας στο ελάχιστο τις εξαρτήσεις του.
 
Πληροφορίες: Luttwak, C.H. Smith, Rickards
 
 
Πηγή : https://analyst.gr  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου